Ροδιά και πεύκος – Γιάννη Βλαχογιάννη.

Ο πεύκος φουντωτός καμάρωνε στην πόρτα απέξω του περιβολιού.
Μια μέρα είδε μεσ’ από το φράχτη να προβαίνη μια κοντή ροδιά. Ποιός την έφερε κει πέρα, κανείς δεν ξέρει˙ μήτε κι ο πεύκος, που φύλαγε την πόρτα.
Καθώς την είδε ο πεύκος τη ροδιά κοντή έτσι με τα φτωχά τα φυλλαράκια της, την περιφρόνησε˙ δεν καταδέχτηκε να την προσέξη.
Πύκνωσε αυτός τα αμέτρητα τα φύλλα του, γιατί ήταν άνοιξη. Ανυπόμονος βιαζόταν να φουντωθή πιο πολύ ακόμη και να καμαρώση. Την κοντούλα τη ροδιά δεν την έβλεπε καθόλου. Μιαν αυγή όμως η ροδιά βρέθηκε ανθισμένη στα κόκκινα, στα φλόγινα ντυμένη. Η φορεσιά της θάμπωσε τον πεύκο.
Στην αρχή αυτός παραξενεύτηκε πολύ, άφησε την περηφάνια κι έσκυψε και πρόσεχε, όλο πρόσεχε της ροδιάς την τόσο φουντωμένη ανθοβολιά. Και δεν ένιωσε, πως έτσι προσκυνούσε την ταπεινούλα τη ροδιά.
Της ροδιάς όμως όλη η προσοχή της και η λατρεία της ήταν στα άνθη, τα παιδιά της.
-Τί καμάρι! Έλεγε ο πεύκος. Ούτε γυρίζει να με δη.
Και φυσομανούσε, σειόταν και λυγιόταν, για να την κάμη να προσέξη. Τέλος παρηγορήθηκε με την ελπίδα πως θα ρέψη γρήγορα στο χώμα της ροδιάς, η περηφάνεια.
Και η ώρα αυτή φαίνεται πως ερχόταν στ’ αλήθεια. Τα άνθη της ροδιάς ένα ένα έσβησαν και χάνονταν.
Του πεύκου η χαρά ήταν τώρα πολυθόρυβη.
-Την έπαθες καλά! Είπε ο πεύκος. Το περίμενα.
Όμως τι έγινε πάλι μιαν αυγή; Ξύπνησε ο πεύκος μας και τί να δη; Στον τόπο τον πεσμένων λουλουδιών είχαν προβάλει ρόδια μικρά, μεγάλα φλόγινα, κόκκινα και στρογγυλά και παχουλά σαν του μικρού παιδιού τα μάγουλα.
Τότε πια πήγε ο πεύκος να χλωμιάση από το κακό του. Έβλεπε τα δικά του τα παιδιά, τα κουκουνάρια, και δεν ήξερε που να τα κρύψη απ’ την ντροπή του. Μα έκανε περηφάνια την ντροπή και σώπαινε. Και περίμενε να δη τι άλλο θ’ απογίνη με τη φαντασμένη τη ροδιά.
Τέλος έφτασε η μέρα που έπρεπε και ο πεύκος να χαρή λιγάκι. Και να παρασταθή στης ροδιάς τη συμφορά.
Κορίτσια μπήκαν και έκοψαν όλα της ροδιάς τα ρόδια. Και την ξεγύμνωσαν και την άφησαν πεντάρφανη. Και ήταν αληθινά για κλάματα η όψη της ροδιάς.
Ο πεύκος σείστηκε και αναταράχτηκε από τη χαρά του.
-Όμορφη είσαι τώρα! Είπε στη ροδιά. Παρηγορήσου. Αυτή ήταν η μοίρα σου, και δεν την γλίτωσες! Τί νόμισες;
-Υψηλότατέ μου άρχοντα! Είπε η ροδιά. Θαρρείς πως έχω λύπη για το θησαυρό μου που μου τρύγησαν; Αυτή ήταν ίσια – ίσια η χαρά μου! της ζωής μου ο μόνος λόγος είναι να μοιράζω τα καλά μου σ’ όσους τα χρειάζονται και ύστερα άλλα πιο όμορφα να τους ετοιμάζω.
Γιάννης Βλαχογιάννης.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.