Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά Φώτη τον Λαυριώτη (Μέρος Α’) – π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.


Μας διηγήθηκε η πολυτάλαντος και πατριώτισσα συγγραφέας της Λέσβου, κ. Βασιλική Ράλλη τα ακόλουθα:
«Ο παπά –Φώτης ήταν ένας Άγιος άνθρωπος του Θεού. κάθε χρόνο οργανώνεται από τη Μυτιλήνη μία προσκυνηματική εκδρομή για τα Μοσχονήσια για την εορτή της αναμνήσεως του εν Χώναις θαύματος, στις 6 Σεπτεμβρίου. Πριν αρρωστήσει ο παπά –Φώτης ήλθε μαζί μας. Η αγάπη του για τις αλησμόνητες πατρίδες ήταν μεγάλη. Όλοι μας είχαμε τακτοποιήσει για τα της παραμονής μας. Ο παπά –Φώτης όμως παρόλο που ήταν προγραμματισμένο να παραμείνει κι αυτός στο ξενοδοχείο, εκείνος προτίμησε να πάει να κοιμηθεί μέσα στα ερείπια του εγκαταλελειμμένου αρχαίου μονατηριού του αγίου Δημητρίου στα Σέληνα (η κανονική ονομασία της Μονής είναι Ασέληνα επειδή το μοναστήρι βρίσκεται μέσα σε μια πυκνή βλάστηση που κρύβει το κτιριακό συγκρότημα από το φως της Σελήνης, για τον λόγο αυτό πήρε την ονομασία Ασέληνα και από την παραφθορά της λέξεως λέγεται σήμερα Σέληνα). Για να πάει κανείς στο μοναστήρι πρέπει να περπατήσει μέσα σε χωματόδρομο και για πολλή ώρα. Ο παπά –Φώτης προτίμησε να πάει εκεί να μείνει. Όταν ξημέρωσε και επέστρεψε τον ρώτησα: «Παπά –Φώτη δεν φοβήθηκες εκεί που πήγες μόνος σου;». Κι ο παπά –Φώτης: «Τι να φοβηθώ. Δεν φοβήθηκα. Πήγα μπας και δω τον άγιο Δημήτριο, αλλά δεν είμαι άξιος». Κι εγώ του είπα: «Είσαι άξιος παπά –Φώτη μου». Ο παπά –Φώτης σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των Τούρκων πήγαινε τακτικά απέναντι και όργωνε κυριολεκτικά όλους τους ναούς και τα μοναστήρια. Συνήθως κοιμόταν μέσα σ’ αυτά. Εκείνος με την ευλάβεια που τον διέκρινε τα θεωρούσε όλα αγιάσματα της πίστεώς μας. Κάποιος Τούρκος συγγραφέας ονόματι Αλή Ονάι κάποτε έγραψε σε ένα δημοσίευμά του για την καταστροφή της παλαιάς και αρχαίας εκκλησιάς της Παναγίας των Μοσχονησίων, ότι η αιτία της καταστροφής της ήταν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Σημείωνε δε στο δημοσίευμά του ότι ο παπά –Φώτης Λαυριώτης επισκεπτόμενος τον ερειπωμένο και χαλασμένο από τη βαρβαρότητα ναό της Παναγίας έσκυψε κάτω κοντά στον τόπο της αγίας Τράπεζας και πήρε με ευλάβεια ένα πετραδάκι κι αφού το προσκύνησε ευλαβικά το έβαλε με σεβασμό στην τσέπη του για ευλογία. Αυτός ήταν ο παπά –Φώτης τον οποίον αναγνώριζαν και οι ίδιοι οι Τούρκοι. Συνήθως μπροστά τους για να κάνει εύκολο το προσκύνημά του και για να μην τον ενοχλούσαν οι Τουρκικές αστυνομικές αρχές έκανε τις σαλότητές του. Γι’ αυτό και ο τούρκος τελώνης όταν κάποια φορά πήγαμε απέναντι και ζήτησε από τον παπά –Φώτη να βγάλει το ράσο του1 , τον αποκάλεσε «Σερσέμ παπάζ», δηλαδή παραβός, σαλός παπάς και φυσικά του επέτρεπαν να μπαίνει και να βγαίνει στην Τουρκία, όποτε ο παπά – Φώτης ήθελε, χωρίς ελέγχους και διαδικασίες…
Πριν πολλά χρόνια ο παπά –Φώτης βάπτισε κάποιον Ιρακινό, μουσουλμάνο στο ναό του στον Άγιο Λουκά στα Πάμφιλα. Μου ζήτησε να γίνω η ανάδοχός του. Η βάπτιση έγινε στο προαύλιο του ναού, γιατί ο ναός τότε κτιζόταν. Ήταν τότε θυμάμαι μήνας Οκτώβριος. Ο καιρός ήταν κατάμαυρος και συννεφιασμένος έτοιμος για βροχή. Του λέμε: «Παπά – Φώτη δεν θα μπορέσουμε να τον βαπτίσουμε γιατί θα βρέξει». «Να σκάστει ούλοι σας και η βάπτιση θα γίν’». Πού θα βαπτιζόταν όμως ο Ιρακινός που ήταν μεγάλος και η κολυμβήθρα δεν θα τον χωρούσε; Σε λίγο μπροστά στην απορία τους μεταφέρει ο παπά –Φώτης ένα βαρέλι μέσα στο οποίο οι εργάτες έσβηναν τον ασβέστη. Αφού το καθάρισαν αμέσως προετοίμασαν ζεστό νερό σε ένα καζάνι, αφού πρώτα άναψαν φωτιά. Μόλις τελείωσε η προετοιμασία του νερού, ώ του θαύματος! Σχίζονται τα σύννεφα και βγαίνει ένας λαμπερός και ζεστός ήλιος. Όλοι μας ενώ έκανε κρύο και φορούσαμε πολλά ρούχα, τα πετάξαμε όλα εξαιτίας της ζέστης. Κατά την βάπτιση ο Ιρακινός έλαβε δύο ονόματα κατά την επιθυμία του παπά –Φώτη, Δημήτριος και Λογγίνος, επειδή εκείνη την ημέρα εόρταζε η εκκλησία τη μνήμη του (16 Οκτωβρίου). Ο παπά –Φώτης έδωσε εντολή και γέμισαν μέχρι επάνω το βαρέλι νερό. Έπειτα έκανε μία βάπτιση ανεπανάληπτη. Όταν τελείωσε του είπα: «Παπά –Φώτη τι βάπτιση ήταν αυτή;». Κι ο παπά –Φώτης με φυσικότητα και πολλή χαρά απήντησε: «Όταν βαπτίζω ακολουθώ την τάξη της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και λέγω όλα τα λόγια. Τίποτα δεν πηδώ. Όλα τα λέγω». Αφού τελείωσε η βάπτιση ξανασυννέφιασε ο ουρανός και έβρεχε όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί…
Ο παπά –Φώτης ερχόταν τακτικά με τα πόδια στο σπίτι μου. Ήταν πτωχός και αφιλάργυρος. Προτιμούσε να δίνει τα χρήματά του σε όποιον του ζητούσε και να υποφέρει, παρά να τα κουβαλάει. Στη Μυτιλήνη τα γυφτάκια μόλις τον έβλεπαν έκαναν την τρελή χαρά τους. Ήξεραν ότι αν ο παπά –Φώτης έχει χρήματα θα του τα πάρουν μέχρι τελευταίας δεκάρας, που λέμε. Κάποτε μπροστά μου συνέβη ο παπα – Φώτης να περικυκλωθεί από τα γυφτάκια. Του ζητούσαν χρήματα. Εκείνος αφού κυριολεκτικά άδειασε τις τσέπες του και τους έδωσε ό,τι κουβαλούσε έφυγε ατάραχος. Αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά.
Της κόρης μου τον γυιό τον εβάπτισε ο παπά –Φώτης. Ήθελε η κόρη μου οπωσδήποτε ο παπά –Φώτης να βαπτίσει το παιδί της γιατί έλεγε ότι θα πάρει χάρη από τον ίδιο και θα γίνει ταπεινό όπως ήταν και ο παπά –Φώτης. Το εγγονάκι μου το βάπτισε στον Ταξιάρχη του Μανταμάδος και το έβαλε Άγγελο –Παναγιώτη. Ο παπά –Φώτης πριν, κατά και μετά την βάπτιση ήταν μέσα στη χαρά του. Πολύ χάρηκε για την πρόσκληση της κόρης μου να βαπτίσει εκείνος το παιδί της. το θεώρησε μεγάλη τιμή. Κάθε φορά που θα με έβλεπε μου έλεγε: «Το παιδί και τα μάτια σας!».
Μια χρονιά ήρθε ο παπά –Φώτης ανήμερα των Εισοδίων στη Θερμή για την πανήγυρι της ενορίας μας. Ο παπά –Φώτης όμως φορούσε δύο ειδών παντόφλες. Η μία εξ αυτών είχε κομμένη τη φτέρνα. Όταν τελείωσε και ξεφορέθηκε τα άμφιά του και τον είδα και μιλήσαμε του είπα: «Παπά –Φώτη τέτοια μεγάλη μέρα, εορτή των Εισοδίων, πώς και ήρθες με δύο διαφορετικές παντόφλες στο πανηγύρι μας;». Κι ο παπά –Φώτης με φυσικότητα και ετοιμότητα λόγου ανεπανάληπτη μου απήντησε: «Για τον Χριστό και την Παναγία ήρθα στο πανηγύρι σας, δεν ήρθα για να προβάλλω τα παπούτσια μου».

Μας διηγήθηκε ο π. Παναγιώτης Μανζουράνης ότι κάποτε όλως τυχαίως συζητούσαν με κάποιον κύριο από τη Γέρα και η συζήτησή τους στράφηκε γύρω από το πρόσωπο του παπά –Φώτη. Ο κύριος του αποκάλυψε ότι κάποτε ενόσω ακόμη ο παπά –Φώτης ζούσε, ήταν ο καιρός της ελαιοσυγκομιδής. Ο παπά –Φώτης συνήθιζε να τους επισκέπτεται τακτικά. Εκείνη την ημέρα που πήγε ο παπά –Φώτης η σύζυγος του κυρίου κατακουρασμένη ως ήταν από τις ελιές, μόλις τον είδε από μακριά γόγγυσε. Κι ενώ ήταν εντελώς φυσικό ότι ο παπά –Φώτης θα έμπαινε στο σπίτι τους, ο παπά –Φώτης για κάποια αιτία περιστράφηκε γύρω από το Ν τόπο, έκανε έναν κύκλο και εξαφανίσθηκε χωρίς ούτε καν να τους χαιρετήσει. Έκτοτε ο παπά –Φώτης δεν τους επισκέφθηκε. Μετά από καιρό ο κύριος συνάντησε στο δρόμο τον παπά –Φώτη και του είπε: «Γιατί δεν έρχεσαι παπα –Φώτη να μας δεις στη Γέρα;». Κι ο παπά –Φώτης του απήντησε: «Αφού δεν με θέλ’ η γυναίκα σ’!». Κι έμεινε ως ήταν φυσικό εμβρόντητος ο κύριος…

Ο παπά –Φώτης αδιακρίτως επισκεπτόταν διάφορα σπίτια πιστών, ακόμη και σε οίκο ανοχής έμπαινε όταν το καθήκον του του το επέβαλε. Κάποτε τον ρώτησα σε μια συνέντευξη τα ακόλουθα: «Πριν πολλά χρόνια παπά –Φώτη, εσύ μ’ ένα πνευματικοπαίδι σου χαράματα λειτούργησες στο γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας της Γαλατούσας, μέσα στο κάστρο της πόλης μας και όταν τελείωσες τη θεία λειτουργία πήρες το αγιοπότηρο με τη θεία κοινωνία και πήγες σ’ έναν από τους οίκους ανοχής που υπήρχαν τότε εκεί και μετάλαβες μια πόρνη ετοιμοθάνατη. Μάλιστα μετά από λίγο πέθανε. Είναι αλήθεια αυτό το περιστατικό; Δεν φοβόσουν τι θα έλεγε ο κόσμος αν σε έβλεπε;». Κι ο απλούς στην καρδιά παπά –Φώτης απήντησε με τα ακόλουθα λόγια: «Αυτό δεν έγινε μόνο μία φορά, αλλά πολλές φορές. Μια γυναίκα κοντά στην εκκλησία του αγίου Συμεών μου έλεγε κάποιες περιπτώσεις κι εγώ πήγαινα σ’ αυτές τις ψυχές. Με αποδέχονταν. Τους μιλούσα για τη μετάνοια και τη σωτηρία της ψυχής, για την άλλη ζωή… Ποτέ δεν τους μιλούσα άσχημα, αλλά με αγάπη τους έλεγα να μετανοήσουν και θα φροντίσει γι’ αυτές ο Θεός, θα τις αποκαταστήσει στην καρδιά Του. Πολλές ψυχές μετανοούσαν… Με ρωτήσατε αν φοβόμουν. Τί να φοβηθώ; Δεν φοβάμαι κανέναν. Μόνο το Θεό να φοβόμαστε όταν αμαρτάνουμε. Δεν μ’ ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος, εγώ για το Χριστό ενεργούσα!».

Κάποια κυρία από τη Μακεδονία δεν έκαμνε παιδί και αφού συνάντησε τον παπά –Φώτη ενόσω ακόμη ζούσε τον παρεκάλεσε να προσεύχεται γι’ αυτήν. Ο παπά –Φώτης της είπε τότε: «Μην στενοχωριέσαι. Να κάν’ς προσευχή κι σ’ ένα χρόνο θα έχ’ς παιδί». Όντως η κυρία σ’ ένα χρόνο απέκτησε παιδί. Επειδή δεν εύρισκε τον παπά –Φώτη να τον ευχαριστήσει έμαθε για την κοίμησή του και πήγε στον τάφο του και άφησε ένα «ευχαριστώ». Αυτό το ευχαριστώ βρίσκεται στον τάφο του.

Μια κυρία από τη Συκούντα ονόματι Μαρίτσα Σίμου συνέπεσε να εκκλησιασθεί κατά την λειτουργία στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου την ημέρα εκείνη λειτούργησε ο παπά –Φώτης. Συνήθιζε ο παπά –Φώτης να επισκέπτεται τακτικά το χωριό Συκούντα. Η εν λόγω κυρία είχε μία απορία, το ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Κυρίου από την Παναγία, το πώς δηλ. η Παρθένος έμεινε έγκυος και γέννησε αφθόρως τον Κύριο. Το ερώτημά της αυτό την βασάνιζε πολύ. Όταν τελείωσε ο παπά –Φώτης την θεία λειτουργία και κατά τη διανομή του αντιδώρου όταν ήρθε η σειρά της να πάρει το αντίδωρο από τα χέρια του παπά –Φώτη, χωρίς να γνωρίζει τίποτα ο παπά –Φώτης άρχισε να της εξηγεί τα του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως. Έμεινε έκπληκτη η κυρία που ο παπά –Φώτης της εξηγούσε όσα εκείνη δύσκολα μπορούσε να τα εξαγορεύσει σε κάποιον. Της εξήγησε τόσο απλά τα πράγματα και δόξασε το Θεό που της έστειλε τον παπά –Φώτη για να της λύσει αυτήν την απορία της.

Μας διηγήθηκε ο κ. Παναγιώτης Ανδρίκος, Θεολόγος από την Μυτιλήνη, για τον παπά –Φώτη τα ακόλουθα: «Ο παπά –Φώτης είναι μια προσωπικότητα γραφική παρόμοια μ’ εκείνη του Θεόφιλου. Είναι από πολλούς αγαπητός. Υπάρχουν φυσικά και εκείνοι που δεν τον συμπαθούν, γιατί δεν τον βλέπουν να κρατάει τα προσχήματα της θέσεως και του τίτλου του Αρχιμανδρίτου. Δεν τηρεί δηλ. τον καθωσπρεπισμό του σχήματος. Είναι όμως άλλο πράγμα ο παπά –Φώτης. Συμβαίνει πολλές φορές να περνάει από μια καφετέρια και να τα βάζει με τους θαμώνες της που τυχαίνει να είναι νέοι ντυμένοι έξαλλα. Να φωνάζει και να τους ξεφωνίζει. Καμιά κακία όμως μέσα του δεν κρατάει. Ύστερα από λίγο τον βλέπει κανείς να κάθεται και να πίνει καφέ μαζί τους».

Στις 12 Μαρτίου του έτους 1989 ο παπά –Φώτης μαζί με τον Αρχιμ. π. Ραφαήλ Ιωσηφέλλη, νυν ηγούμενο της μονής Υψηλού Λέσβου, πήγαν και λειτούργησαν στην Σιγριανή για τον κτήτορα της μονής Υψηλού, άγιο Θεοφάνη. Επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο από τη θεία λειτουργία στο δρόμο τους συνάντησε ο κ. Δαμιανός Βασιλέλλης εκ Παμφίλων, συμπατριώτης του παπά –Φώτη, ο οποίος και μετέφερε ένα γαλακτομπούρεκο για τον π. Ραφαήλ, το οποίο είχε ετοιμάσει η γυναίκα του για το μοναστήρι. Ο π. Ραφαήλ είπε στον κ. Βασιλέλλη ότι δεν το θέλει λόγω νηστείας. Ήταν η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής προ του Πάσχα. Ο κ. Βασιλέλλης όμως επέμενε και δεν έκανε πίσω. Τότε ο παπά –Φώτης που επί ώρα παρακολουθούσε με υπομονή την επιμονή του κ. Βασιλέλλη, πετάγεται μέσα από το αυτοκίνητο και φωνάζει ότι το θέλει ο ίδιος το γαλακτομπούρεκο. Πήρε λοιπόν το ταψί, πήγε πιο πέρα από το αυτοκίνητο καταμεσίς στο δρόμο, το έβαλε κάτω και άρχισε να το πατάει με τα πόδια του. Κάποια στιγμή η μια παντόφλα του κόλλησε μέσα στο πατημένο γαλακτομπούρεκο και αμέσως μετά έφυγε μόνος του με τα πόδια του χωρίς να γυρίσει πίσω. Έδωσε με την τρελλή πράξη του αυτή ένα ωραία μάθημα στον καλοκάγαθο κύριο που σε περίοδο νηστείας επρόσφερε αρτύσιμο γλύκισμα στους καλογέρους!

Μας είπε ο ηγούμενος της μονής Υψηλού, Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ραφαήλ Ιωσηφέλλης ότι: «Ο παπά –Φώτης ήταν ένας βιωματικός και αυθεντικός λειτουργός και ταυτόχρονα ζηλωτής πατήρ της εκκλησίας μας. Ο χαρακτήρας του δεν ερμηνεύεται εύκολα από τους συνανθρώπους του. Ήταν ένας επίγειος άγγελος, ιδιαιτέρως όταν λειτουργούσε στα αγαπημένα του ξωκκλήσια. Στο μοναστήρι του Υψηλού όπου ήταν εγγεγραμμένος ο παπά –Φώτης από 1-1-1963 ερχόταν τακτικά, αλλά το πότε έμπαινε και το πότε έφευγε δεν το έπαιρνε κανείς είδηση. Όταν γιόρταζε κάποιο ξωκκλήσι μας ο παπά –Φώτης είτε πήγαινε από το βράδυ και κοιμόταν εκεί, είτε έφθανε τα ξημερώματα κατόπιν ολονυκτίου οδοιπορίας. Πάντως όπως κι αν είχε το πράγμα ο παπά –Φώτης μας ξάφνιαζε με την έκτακτη και απρόσμενη παρουσία του. Είχε το δικό του τρόπο τελετουργίας. Ενώ στον πολύ κόσμο μπροστά τους έκανε τον τρελλό, όταν ερχόταν στο μοναστήρι μας ήταν ένα αγγελούδι. Τις τρέλλες του τις έκανε για τους άλλους, ενώ κάποιες φορές που ήταν μόνος του και καθόταν μαζί μας δεν έκαμνε σαλότητες. Δεν ήθελε επαίνους, δόξες και τιμές υποκριτικές».
Υποσημείωση.
1. Στην Τουρκία απαγορεύεται να κυκλοφορούν οι ορθόδοξοι κληρικοί με ράσα, εκτός του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου στον οποίο επιτρέπεται η ρασοφορία.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.