Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης εργαζόμενος εν κόποις περισσοτέρως! – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Ο ίδιος δεν λογάριαζε κόπους και θυσίες για χάρη των πνευματικών του παιδιών. Υπηρετούσε με τέτοια αυταπάρνηση το λαό του Θεού, που σου έδινε την αίσθηση ότι δεν σκεφτόταν καθόλου τον εαυτό του˙ τον έκανε κουρέλι, τον έκανε κομμάτια, τον έδωσε και τον μοίρασε σε όλους. Πολλές φορές τον επισκέπτονταν τα πνευματικά του παιδιά και καθόταν ώρες ολόκληρες μαζί τους, εξομολογώντας, μιλώντας, συμβουλεύοντας. Τον έβλεπαν να πιάνει το κεφάλι του απ’ τον πονοκέφαλο και να δείχνει καταβεβλημένος ή να ταλαιπωρείται από δύσπνοια. Τον λυπούνταν και του έλεγαν:
-Πατέρα, σας κουράσαμε.
Ξέχναγε τους πόνους και πεταγόταν.
-Όχι, όχι παιδί. Δεν με κουράζετε εσείς. «Τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός!»
Το 1957 αρρώστησε άσχημα από υπερκόπωση, η οποία του δημιούργησε διπλωπία. Τα πνευματικά του παιδιά τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Δεν υπήρχαν κρεβάτια και τον έβαλαν στο διάδρομο. Και πάλι επενέβησαν τα πνευματικά του παιδιά˙ έκαναν έρανο και τον μετέφεραν σε θάλαμο. Στο νοσοκομείο κοινωνούσε καθημερινά από τον ευλαβέστατο και μακαριστό ήδη π. Ελπίδιο. Εκεί νοσηλευόταν και ο π. Χ. Μ. που γνώρισε το γέροντα και εντυπωσιάστηκε. Διηγείται ο ίδιος:
«Νοσηλευόμουν στον Ερυθρό και μόλις είδα το γέροντα σκίρτησε η καρδιά μου. Τον έκανα πνευματικό. Μια φορά που έλειπε ο π. Ελπίδιος πήγα να τον κοινωνήσω. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ευλάβειά του. σηκώθηκε από το κρεβάτι, έπεσε χάμω, είπε την ευχήν «Πιστεύω Κύριε, και ομολογώ…», κοινώνησε με φόβο και τρόμο. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αργότερα διορίστηκα εφημέριος στον Ερυθρό. Οι Λειτουργίες γίνονταν πολύ πρωί για να προλαβαίνουν οι αδελφές να εκκλησιάζονται. Τελειώναμε στις 7 π. μ. κι εγώ έφευγα γρήγορα για το Μαρούσι να προλάβω τη Λειτουργία στη Νερατζιώτισσα. Ο γέροντας, επειδή διάβαζε πολλά ονόματα στην προσκομιδή, έβαζε τους ψάλτες ή το νεωκόρο να διαβάζουν ψαλτήρια, κανόνες κ.λπ. Έτσι τον προλάβαινα στην προσκομιδή. Μου έδινε ένα πετραχήλι και διάβαζα και εγώ ονόματα. Και είχα την ευκαιρία να τον βλέπω να λειτουργεί, που ήταν συγκλονιστική εμπειρία…».
Όταν τέλειωσε η θεραπεία στον Ερυθρό, ο γιατρός του συνέστησε ξεκούραση:
-π. Αθανάσιε, έχεις πάθει υπερκόπωση και πρέπει να κάνεις οικονομία στις δυνάμεις σου, γιατί πάλι θα επηρεαστούν τα νεύρα του εγκεφάλου και θα έχεις προβλήματα.
-Το κατά δύναμιν˙ θα προσπαθήσω να ξεκουραστώ, απάντησε ο γέροντας.
Όταν επέστρεψε στη Νερατζιώτισσα, τα πνευματικά του παιδιά προσπάθησαν να τον πείσουν να τηρήσει τις ιατρικές εντολές και να βάλει κάποια όρια.
-Γέροντα, πρέπει να ξεκουραστείς. Δεν είναι ανάγκη κάθε μέρα να εξομολογείς. Βάλε ένα συγκεκριμένο ωράριο δύο, ή το πολύ τρεις φορές την εβδομάδα για να δέχεσαι. Αρκετά είναι.
Δεν του άρεσε η πρόταση.
-Ναι, αλλά θα έρθει καμιά ψυχή που έχει ανάγκη και θα φύγει έτσι. Θα έχουμε ευθύνη!
Τελικά τον έπεισαν. Έγραψαν μια πινακίδα, ότι ο π. Αθανάσιος θα δέχεται για εξομολόγηση τρεις φορές της εβδομάδα, και την τοποθέτησαν στην πόρτα της εκκλησίας. Τα πνευματικά του παιδιά ησύχασαν. Αλλά ο γέροντας δεν μπορούσε να ησυχάσει. Επαναλάμβανε συνεχώς:
-Αν έλθει μια ψυχή που έχει απόλυτη ανάγκη και δει ότι δεν δέχομαι σήμερα, ξέρω και ‘γω τι θα γίνει αυτή η ψυχή; Έχω ευθύνη…
Πέρασαν τρεις μέρες. Το βράδυ πήγε κρυφά κι έβγαλε μόνος του την πινακίδα. Ο νεωκόρος λυπήθηκε και έτρεξε να του το πει:
-Πατέρα, έβγαλαν την πινακίδα!
Ο γέροντας έκανε τον ανήξερο.
-Τι λες παιδί! Την έβγαλαν! Έ… καλά έκαναν. Καλά έκαναν που την έβγαλαν.
Ο νεωκόρος κατάλαβε ποιος ήταν ο «δράστης».
-Πατέρα, εσείς τη βγάλατε! Γιατί το κάνατε αυτό; Πρέπει να ξεκουραστείτε.
Και ο γέροντας χαμογελώντας:
-Δεν πειράζει, παιδί, καλά έκαναν που την έβγαλαν.
«Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ,
άλλ’ ου πολλούς πατέρας»
Τον π. Αθανάσιο δεν τον ενδιέφερε η σωματική ανάπαυση. Όλη του η ζωή ήταν μια ουσιαστική εσωτερική ανάπαυση. Αναπαύθηκε ο ίδιος και έγινε ο ίδιος ανάπαυση για τους αδελφούς του. Οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν δεν έβρισκαν κάτι το απόκοσμο, το υπερφυσικό, το υπεράνθρωπο, που εντυπωσιάζει, παραξενεύει και δημιουργεί ίλιγγο. Ανακάλυπταν κάτι το βαθύτατα ανθρώπινο, ταπεινό, απλό, που δεν αναστατώνει, αλλά φέρνει γαλήνη και παραμυθία. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν προσπάθησε να επιβληθεί με ανθρώπινα κοσμικά μέσα και τεχνικές. Δεν επεδίωξε υψηλά αξιώματα και τίτλους. Δεν ήθελε ούτε είχε εξουσία. Βασίλευε όμως στις καρδιές των ανθρώπων. Και όλοι οι άνθρωποι ήταν στην καρδιά του. Έλεγε: «Η καρδιά μου είναι τόσο μεγάλη, που χωράει όλα τα πνευματικά μου παιδιά μέσα». Για όλους ήταν ο πατέρας. Πατέρα τον αισθάνονταν και έτσι τον αποκαλούσαν όχι μόνον τα πνευματικά του παιδιά, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του Αμαρουσίου. «Περνάει ο πατέρας», έλεγαν οι Μαρουσιώτες, όταν τον έβλεπαν να περπατάει μέσα στην πόλη, και σηκώνονταν όλοι από ευλάβεια. «Θα πάμε στον πατέρα», έλεγαν όσοι πήγαιναν να τον δουν, και οι άλλοι καταλάβαιναν ποιον πατέρα εννοούσαν. Και ο ίδιος τα γράμματά του υπέγραφε:
«Ιερομόναχος Αθανάσιος, πνευματικός πατήρ».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.