Ο Σταυράκης και ο Γιαννάκης – Παύλου Νιρβάνα.

Δύο γυμνοί ἄνθρωποι ἐχαιρετίσθησαν ἐγκαρδιώτατα μέσα εἰς τά γλαυκά νερά.

-Καλημέρα σας!
-Καλημέρα σας! Τί γίνεσθε;

Δέν ἔβγαλαν τά καπέλα τους, ἁπλούστατα, διότι κανείς δέν φορεῖ τό καπέλο του μέσα εἰς τήν θάλασσαν. Δέν ἀντήλλαξαν χειραψίαν, διότι τά χέρια των ἦσαν ἀπησχολημένα νά τούς συγκρατοῦν ἐπί τῆς ἐπιφανείας τοῦ νεροῦ. Ἐκοιτάχθηκαν μόνον τρυφερώτατα, ὡς παλαιοί γνώριμοι τούς ὁποίους εἶχεν ἑνώσει μία κοινή εὐτυχία.

-Ὡραία ἡ θάλασσα σήμερα! Εἶπεν ὁ ἕνας.
-Οὔτε πολύ κρύα, οὔτε πολύ ζεστή.

Ὅπως χρειάζεται. Δροσερή! ἀπήντησεν ὁ ἄλλος.

-Καί καθαρή. Διαμάντι! Ξαναεῖπεν ὁ πρῶτος.
-Δέν ἔχουμε βλέπετε τούς στόλους αὐτό τό καλοκαίρι, ἐξήγησεν ὁ δεύτερος.
-Καί πῶς τά περνᾶτε μέ τῇς ζέστες; ἐξηκολούθησεν ὁ φιλικός διάλογος.
-Σάν ὅλο τόν κόσμο. Ἐσεῖς;
-Ψηνόμαστε κ’ ἐμεῖς. Τί νά γίνῃ!
-Ἡ οἰκογένεια καλά;
-Δόξα τῷ Θεῷ. Ἡ δική σας;
-Καλά, σᾶς εὐχαριστῶ. Εἶχα τή μεγάλη μου κόρη ἄρρωστη μ’ ἕναν παράτυφο, εὐτυχῶς εἶνε καλά τώρα.

Ἡ μεγάλη του κόρη; ἐσκέφθη ὁ ἄλλος. Περίεργον! Δέν ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ φίλος του εἶχε κόρην καί μεγάλην μάλιστα. Μήπως λοιπόν δέν ἦτον ὁ κ. Σταυράκης; Τί τρομερόν πρᾶγμα ἀλήθεια νά βγάζῃ κανείς τά ροῦχα του μέσα στό μπάνιο. Γίνεται ἀγνώριστος.

-Καί θά τήν ἔχετε σέ δίαιτα τώρα, βέβαια.
-Τί νά κάμω. Κάνω ὅ,τι μοῦ λένε οἱ γιατροί.

Κάνει ὅ,τι τοῦ λένε οἱ γιατροί; ἐσκέφθη ὁ ἄλλος. Μήπως δέν ἦτο τάχα ὁ κύριος Γιαννάκης, ὁ γιατρός; Περίεργον! Ἀλλά γιατί καί νά μήν εἶνε; Ἐπί τέλους ἕνας γιατρός δέν ἀνακατεύεται μέ τήν θεραπείαν τῶν παιδιῶν του.

Ὁ κ. Σταυράκης καί ὁ Κ. Γιαννάκης ἐξηκολούθησαν ἐν τῷ μεταξύ διαλεγόμενοι φιλικώτατα περί ὅλων τῶν ζητημάτων τῆς ἡμέρας. Σιγά-σιγά ἔφθασαν καί εἰς τό ζήτημα τῶν σπιτιῶν.

-Ἐσεῖς πῶς τά πᾶτε μέ τό Ἐνοικιοστάσιον;
-Μήν τά ρωτᾶτε, φίλε μου! Ἔχω σπίτι δικό μου καί κάθομαι σέ ξένο. Ἀδύνατον νά βγάλω τό νοικάρη μου. Ἄν μποροῦσα θά τόν ἔπνιγα! Κ’ ἐσεῖς;
-Ἐγώ εὐτυχῶς θά μείνω κι αὐτό τό χρόνο στό σπίτι μου. Ὁ ἰδιοκτήτης μοῦ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε νά μέ πετάξῃ. Δέν τά κατάφερε ὅμως. Ἄν τόν εἶχα στά χέρια μου, θά τόν κρεμοῦσα!

Ἐν τῷ μεταξύ ὁ κ. Σταυράκης καί ὁ κ. Γιαννάκης ᾐσθάνθησαν κάποια ρίγη εἰς τήν σπονδυλικήν στήλην.

-Τί λέτε, δέν βγαίνουμε;
-Μά, καιρός εἶνε, νομίζω. Ἀρκετά καθίσαμε!

Μετ’ ὀλίγον, ἀφοῦ ἐφόρεσαν, κατ’ ἰδίαν καθένας, τά ροῦχα των, τά ὁποῖα εἰς τό πεῖσμα τῆς παροιμίας κάνουν τόν καλόγερον, συνηντήθησαν εἰς τόν διάδρομον τῶν λουτρῶν. Ὁ κ. Σταυράκης, ὁ ὁποῖος δέν ἦτον ὁ κ. Σταυράκης, ἀνεγνώρισεν εἰς τόν κ. Γιαννάκην, πού δέν ἦτον ὁ κ. Γιαννάκης τόν ἰδιοκτήτην του. Καί ὁ κ. Γιαννάκης, πού δέν ἦτο πάλιν ὁ κ. Γιαννάκης, ἀνεγνώρισεν εἰς τόν κ. Σταυράκην, πού δέν ἦτο ὁ κ. Σταυράκης, τόν ἐνοικιαστήν του.

Εὐτυχῶς τώρα ὁ ἕνας δέν ἠμποροῦσε πλέον νά πνίξῃ τόν ἄλλον.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Εστία, ημερησία εφημερίς: 09 Αυγούστου 2021

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.