Τα επιπλέον 25 δευτερόλεπτα, μειονέκτημα του Γρηγοριανού ημερολογίου – Μαργκερίτας Χακ.

Συνέντευξη στον Δ. Ν. Γεράκη

Τι είναι ο χρόνος; Το Γρηγοριανό μας ημερολόγιο είναι τέλειο ή όχι; Τι να πεις για το υπό συζήτηση “World Calendar”; (Παγκόσμιο Ημερολόγιο). Ακόμη και οι αστρονόμοι χρησιμοποιούν το δικό μας ημερολόγιο; Γι’ αυτά τα ερωτήματα ζητήσαμε τη γνώμη μιας διάσημης αστροφυσικού, της Μαργκερίτα Χακ, ομότιμης καθηγήτριας της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης, διευθύντριας του Αστρονομικού Κέντρου της Τεργέστης.

-Γιατί είναι τόσο δύσκολο να προσδιορίσουμε τον «χρόνο»;

«Ίσως ένας από τους λόγους να είναι το γεγονός ότι είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να τον θεωρήσει ως μια διάσταση του χώρου: πράγματι, υπάρχει κάτι ανάλογο μεταξύ των διαστάσεων του χώρου και αυτών του χρόνου. Αλλά αν, για παράδειγμα, σκεφθεί κάποιος να διανύσει τον χρόνο όπως ένα ποδήλατο κατά μήκος μιας γραμμής, θα έπρεπε να αναρωτηθεί: ‘Τι είναι αυτό που κινείται;’ Ένα γεγονός; Ένα γεγονός όμως δεν μπορεί να κινηθεί, ούτε να αλλάξει…».

-Τι γνώμη έχει ο αστρονόμος για το Γρηγοριανό μας ημερολόγιο;

«Το Γρηγοριανό ημερολόγιο δεν είναι τέλειο. Από τη στιγμή που μετράει κατά μέσον όρο 365 ημέρες, 5 ώρες, 49 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, είναι 25 δευτερόλεπτα πιο μακρύ από το τροπικό έτος (ή το έτος των εποχών): δηλαδή μία ημέρα κάθε 3400 έτη. Άλλα μειονεκτήματα: ο αριθμός των ημερών των μηνών διαφέρει από 28 ως 31 και ο αριθμός των εργάσιμων ημερών ανά μήνα από 24 ως 27. Επιπλέον, μια δεδομένη ημέρα, η εορτή της 1ης Μαΐου για παράδειγμα, δεν συμπίπτει πάντα την ίδια ημέρα της εβδομάδας. Και μια κινητή εορτή, όπως το Πάσχα των καθολικών, εορτάζεται μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου».

-Πώς μπορούν να αποφευχθούν αυτά τα μειονεκτήματα;

«Κάποιοι επιδιώκουν να μεταρρυθμίσουν το ημερολόγιο εξισώνοντας τις τέσσερεις εποχές. Έτσι, το παγκόσμιο ημερολόγιο (World Calendar) θα μετρούσε 91 ημέρες κάθε τρεις μήνες (31,30,30,31,30,30 και ούτω καθ’ εξής) και κάθε έτος η ίδια ημερομηνία θα συνέπιπτε με την ίδια ημέρα της εβδομάδας. Ο ετήσιος αριθμός των ημερών θα ήταν 364, στις οποίες θα προστίθετο η ‘365η’, που θα έπαιρνε το όνομα ‘ημέρα του έτους’. Δεν θα υπήρχε καμία πρόσθετη εργάσιμη ημέρα. Τα δίσεκτα έτη θα είχαμε μια δίσεκτη ημέρα στα τέλη Ιουνίου, η οποία, όπως η ημέρα του έτους, θα ήταν ‘λευκή’, δηλαδή δεν θα αποτελούσε μέρος της εβδομάδας (ένα παράδειγμα, αν η 30ή Ιουνίου είναι Κυριακή, θα ακολουθήσει η ‘λευκή ημέρα’ και μετά η 1η Ιουλίου που θα είναι μια Δευτέρα). Ένα τέτοιο ημερολόγιο θα ήταν ένα ημερολόγιο ‘διηνεκές’ (και δεν θα είχαμε πια τρόπο να συνδυάζουμε εορτές και αργίες για να φτιάξουμε ‘γέφυρες’, όσο το δυνατόν πιο μακριές…)».

-Και πώς κρίνει ο αστρονόμος αυτό το σχέδιο;

«Το θέμα του είναι αδιάφορο, γιατί εμείς οι αστρονόμοι χρησιμοποιούμε για τη δουλειά μας την αποκαλούμενη ‘ιουλιανή ημέρα’, που υιοθετήθηκε το 1853 από τον Γάλλο λόγιο Γκιουζέπε Τζούστο Σκαλιτζέρο, γιο του Ιούλιου Καίσαρα ντε Σκάλα. Αυτός μετράει τις ημέρες με συνεχόμενο τρόπο (χωρίς να τις τεμαχίσει σε μήνες και έτη) από την 1η Ιανουαρίου 4713 π.Χ.».

-Μπορούμε να πούμε κάτι για το περίφημο «κοσμικό έτος ή μέγα έτος» των αρχαίων, που θεωρείται ότι επέφερε ασυνήθιστα γεγονότα στην ανθρωπότητα; Είναι απλώς μια δεισιδαιμονία ή έχει πραγματικά κάποια σύνδεση με αστρονομικά γεγονότα εξακριβωμένα από τους επιστήμονες;

«Η ιδέα του κοσμικού έτους έχει βαβυλωνιακή προέλευση και τη συναντάμε στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη και στον Εύδημο με το όνομα ‘μέγα έτος’ ή ‘τέλειο έτος’. Για τον Πλάτωνα είναι απλώς μια αστρονομική περίοδος (απροσδιόριστης διάρκειας) από την οποία όλοι οι πλανήτες επιστρέφουν στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει. Ο Αριστοτέλης μιλάει για έναν χειμερινό κατακλυσμό του μεγάλου έτους και μια ανάφλεξη το θέρος. Κατά τον Αντίοχο, το κοσμικό έτος μετρούσε 1.753.005 έτη και έπειτα από αυτό όλα τα άστρα επέστρεφαν στην 30η μοίρα του Καρκίνου ή στην 1η του Λέοντα με μια πλήρη αναγέννηση, αλλά όταν συναντηθούν με τον Καρκίνο θα επέλθει ένας κατακλυσμός σε κάποια περιοχή του Σύμπαντος. Για τον Μπερόσο, το μέγα έτος μετρούσε 2.160.000 έτη, για τους Ινδούς τα διπλά, για τον Ηράκλειτο 18.000 έτη, για τον Διογένη τον Βαβυλώνιο 6.480.000 έτη. Ο Πυθαγόρας πίστευε στην αιώνια επιστροφή όλων των συντελεσθέντων. Συμπερασματικά, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι το ‘μέγα έτος’ δεν ήταν παρά ένα κοινό πολλαπλάσιο όλων των περιόδων της τροχιάς των γνωστών τότε πλανητών. Γενικά, ένα μείγμα δεισιδαιμονιών και αστρονομικών παρατηρήσεων».

-Μια τελευταία ερώτηση. Ποια θα ήταν η πιο σωστή μέθοδος για να προσδιοριστούν οι περίφημες ιστορικές εποχές που δημιουργούν τόσα χρονολόγηση (υπάρχει πράγματι η χριστιανική, η μουσουλμανική, η εβραϊκή κ.λπ.);

«Προφανώς η μέθοδος που βασίζεται σε καλύτερα επιβεβαιωμένα και σημαντικά γεγονότα αλλά και πιο ‘αποδεκτά’ παγκοσμίως. Μεταξύ των 27 εποχών που η Ιστορία μεταβίβασε στους μεταγενέστερους, η χριστιανική, αν και δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε συγκεκριμένη χρονολογία της Γέννησης του Χριστού, επιβλήθηκε ωστόσο σε όλες σχεδόν αλλά όχι γρήγορα. Αυτό οφείλεται στον καταγόμενο από τη Μικρά Σκυθία μοναχό Διονύσιο Μικρό ο οποίος περί του 535 μ.Χ. προέβαλλε το επιχείρημα ότι η Γέννηση του Σωτήρα έπρεπε να ανάγεται στο 753 από κτήσεως Ρώμης. Αλλά αυτός που την επέβαλλε στην πραγματικότητα ήταν ο Καρλομάγνος σχεδόν δύο αιώνες αργότερα».

Από το περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», Τεύχος 523, Ιανουαρίου 2012.

Η/Υ επιμέλεια: Αθηνάς Τσιάση, Κωνσταντίνας Κυριακούλη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.