Παραμονές της Επανάστασης του 1821, φουντώνει ο Πόθος της Λευτεριάς (Α’) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Η σύναξη στην Αγία Μαύρα

Έτσι έλεγαν τη Λευκάδα τότε. Απ’ τις αρχές του Γενάρη του 1821 άρχισαν να μαζεύονται εκεί πολλοί οπλαρχηγοί της Ρούμε¬λης. Ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Βαρνακιώτης, ο Μακρής, ο Πανουργίας και άλλοι. Και ανάμεσα τους ο γιος του Πετρόμπεη, ο Κυριακούλης, και ο πλοίαρχος Τομπάζης.

Ανέβαιναν όλοι μαζί πάνω στα ψηλώματα του νησιού και από κει αγνάντευαν πέρα τη Ρούμελη και το Μοριά και με δακρυσμέ¬να μάτια σχεδίαζαν τον ξεσηκωμό του Γένους. Την αποκριά μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία του Άγιου Σπυ¬ρίδωνα και χόρεψαν και τραγούδησαν πατριωτικά τραγούδια μπροστά σ’ όλο τον κόσμο.

Και την επόμενη Κυριακή μαζεύονται στο σπίτι του Ζαμπέ¬λιου, του ποιητή και συγγραφέα, που τον είχαν διορίσει οι Άγγλοι εισαγγελέα του νησιού, γιατί ήταν και άριστος νομικός. Αυτός ή¬ταν και αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας στο νησί. Έκλεισαν τις πόρτες του σπιτιού, έβαλαν απόξω να φυλάει καραούλι έναν Τούρκο, πιστό υπηρέτη του Ανδρούτσου και αρχί¬ζουν τη συζήτηση. Μιλάει πρώτος ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης:

— Γύρω στις 25 του Μάρτη ορίστηκε να γίνει ο ξεσηκωμός στο Μοριά. Και οι Μοραΐτες ζητούν απ’ τους Ρουμελιώτες να ξε¬σηκωθούν «τυραννομάχων σώματα σ’ όλη τη Στερεά, για να ξεση¬κωθεί όλη η Ελλάδα μαζί σαν ένας οπλίτης».

— Είμαστε έτοιμοι, απάντησαν οι Ρουμελιώτες αρχηγοί.

Και τότε όλοι μαζί τραβάνε για το ξωκκλήσι της Παναγίας της Βλαχαίρνας. Και κει, κάτω απ’ τη θαυματουργό εικόνα της, γονα¬τισμένοι και ξεσκούφωτοι, με δάκρυα στα μάτια παρακαλούν «το Δημιουργό να σώσει την ξεσηκωμένη Ελλάδα και να στεφανώσει το έργο τους με θεία χάρη».

Ξαναγυρίζουν στο σπίτι του Ζαμπέλιου και το ρίχνουν στο φαγοπότι. Τσουγκρίζουν ποτήρια, αλλάζουν ευχές, λένε πατριω¬τικά τραγούδια. Ο θεός να τα φέρει δεξιά! εύχονται όλοι και τα φλασκιά α¬δειάζουν.

Η απόφαση ήταν του Θεού, λέει ο Βαρνακιώτης.

Ακούστε, μωρέ παιδιά, φωνάζει ο Καραϊσκάκης. Σε λίγο θα τους σκορπάμε στον κάμπο σαν… και ξεστόμισε μια βαριά κου¬βέντα από κείνες που συνήθιζε να λέει, όταν έμπαινε στο κέφι. Και το άλλο πρωί περνούσαν όλοι στη Ρούμελη. Η αγιασμένη μέρα πλησίαζε.

Έξυπνες ψευτιές

Όλος ο Μοριάς αναστατώνεται με τον ερχομό του Παπα¬φλέσσα. Τούτος ο διαβολοκαλόγερος άναψε παντού φωτιές. Τρέμουν τα φυλλοκάρδια ραγιάδων και Τούρκων. Αυτός εδώ; χα¬θήκαμε λένε όλοι. Φωτιά περιμένει τους ραγιάδες, αν μάθει τις κινήσεις του ο Χουρσίτ. Και ένα βράδυ παραλίγο να προδοθούνε:

Ήταν κάμποσοι Φιλικοί μαζεμένοι σ’ ένα απόμερο φτωχόσπιτο της Τρίπολης και συσκέπτονταν. Νύχτα κατασκότεινη. Κανέ¬νας δεν πίστευε πως θα τους έβλεπε ανθρώπινο μάτι. Οι Τούρκοι όμως από μέρες τούς παρακολουθούσαν. Και χωρίς οι δικοί μας να καταλάβουν τίποτα, κυκλώνεται το σπίτι από τούρκικο στρατό. Χτυπούν τις πόρτες, φοβερίζουν και βλαστημούνε. Σχίζουν την πόρτα μ’ ένα τσεκούρι και ορμούν.

Τι να ιδούνε όμως; Όλοι οι Φιλικοί που ήταν μέσα στο σπίτι και οι γυναίκες και τα παιδιά του σπιτιού είναι συγκεντρωμένοι στη μέση του δωματίου. Έχουν κάνει κύκλο γύρω από ένα καζάνι με νερό. Ένας είναι ντυμένος παπάς που κρατεί στα χέρια το μι¬κρότερο παιδί της οικογένειας. Το βουτάει και το ξαναβουτάει μέσα στο νερό λέγοντας μερικές ευχές.

Τι σημασία έχει αν το παιδί είναι ξαναβαφτισμένο; Δεν πείρα¬ζε να το ξαναβουτήξουν μέσα στο νερό, για να δικαιολογηθούν στους Τούρκους πως είχαν μαζευτεί εκεί, για τα βαφτίσια. Αλλιώς ήταν χαμένοι και οι κινήσεις τους θα προδίνονταν. Και οι Τούρκοι παραξενεμένοι για όσα έβλεπαν στάθηκαν μια στιγμή κοιτάζον¬τας γύρω τους αποσβολωμένοι και ύστερα χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι. Διαβολεμένη ράτσα!

Ο κίνδυνος όμως δεν απομακρύνεται. Νέα προδοσία. Μαθαί¬νει ο πασάς πως στη Δημητσάνα λειτουργούν μπαρουτόμυλοι και μάλιστα δουλεύουν νύχτα μέρα. Στέλνει αμέσως έναν αξιωματι¬κό του με αρκετό ασκέρι, να ιδεί τι γίνεται.

Χειμώνας ήταν, το χιόνι σκέπαζε σπίτια και δρόμους και έ¬παιρνε να σουρουπώσει, όταν έφτασαν οι Τούρκοι στη Δημητσά¬να. Το πληροφορήθηκαν οι Δημητσανιώτες και βγήκαν να τους υ¬ποδεχτούν. Βάζουν τον αρχηγό στο αρχοντόσπιτο του Σπηλιοτόπουλου και τους άλλους σε άλλα πιο πέρα.

Κοντά στο τζάκι ο αρχηγός ρουφάει το ρακί το ένα ποτήρι πάνω στο άλλο. Και ύστερα φαί και πάλι ρακί. Ένας χωρατατζής Δημητσανιώτης λέει αστεία και κάνει καραγκιοζηλίκια. Γελάει ο Τούρκος με την ψυχή του. Του ανοίγει το κέφι και το γυρίζουν ό¬λοι στο γλέντι και το μεθοκόπι.

Την ίδια ώρα όμως άνδρες και γυναίκες παίρνουν με τα ζώα τους το μπαρούτι και τα υλικά από τους μπαρουτόμυλους και τους γεμίζουν με χορτάρι και κοπριές ζώων. Το άλλο πρωί πάει ο Τούρκος να ιδεί τους μπαρουτόμυλους και βρίσκει στάβλους. Τούδωσαν στο μεταξύ οι Δημητσανιώτες και ένα γενναίο μπαξίσι και έφυγε ευχαριστημένος. Και στην αναφορά του στον πασά έγραψε πως δεν υπάρχουν στη Δημητσάνα μπαρουτόμυλοι.

Σωτήρια παγίδα

Δεν μπορούσε να ησυχάσει ο πασάς της Τριπολιτσάς. Του ή¬ταν αδύνατο να πιστέψει πως οι προεστοί μαζεύτηκαν στη Βοστίτσα, για να μοιράσουν τις διαφορές των μοναστηριών. Ύστερα ε¬κείνος ο αρχικλέφτης ο Κολοκοτρώνης τι ήθελε και γύρισε πάλι στη Μάνη; Κάτι ετοιμάζουν οι ραγιάδες, έλεγε και ξανάλεγε. Πώς όμως να το μάθει; Ώσπου τον «φώτισε» ο Αλλάχ.

Αφού δεν μπορώ να καταφέρω τους δεσποτάδες να μου μαρ¬τυρήσουν την αλήθεια, σκέφτηκε, θα ψαρέψω τον αρχιμαντρίτη ‘Ανθιμο. Αυτός πηγαινοέρχεται στα χωριά και σίγουρα τα ξέρει όλα. Και βάζει μπροστά το σατανικό του σχέδιο: Ντύνει ελληνικά έναν Τούρκο, που ήξερε τα ελληνικά και γνώριζε αρκετά και για τη θρησκεία μας. Τον ορμηνεύει και τον στέλνει στον αρχιμανδρίτη ‘Ανθιμο, που ήταν στην αρχιεπισκοπή.

— Θέλω το δεσπότη, είπε σ’ ένα διάκο, για να ξομολογηθώ τα κρίματά μου σα χριστιανός. Και όταν τον έβαλαν στο γραφείο του Άνθιμου, γονάτισε, του φίλησε το χέρι και συνέχισε με προσποιητή κατάνυξη και δάκρυα στα μάτια.

— Έχω αρκετά κρίματα, δέσποτα, φταίει, βέβαια, γι’ αυτά και η καταραμένη σκλαβιά μας. Αχ, πότε θαρθεί κείνη η άγια μέρα να ξεσηκωθούμε, να διώξουμε τους άπιστους και να τους πιω το αί¬μα!

Ο Άνθιμος που ήταν διάσημος Φιλικός τον κοίταξε στα μάτια και απόρησε. Του κάνει μερικά σημεία της Φιλικής, μα ο Τουρκαλάς δεν παίρνει χαμπάρι. Κατάλαβε την παγίδα ο Άνθιμος και φέρνεται ανάλογα.

— Τι λόγια είναι αυτά, τέκνο μου, του λέει θυμωμένα. Μην πι¬στεύεις τέτοια πράγματα. Ο Θεός έβαλε το σουλτάνο στο κεφάλι μας για το καλό μας. Αυτός πρέπει να μας εξουσιάζει και μεις να είμαστε πιστοί ραγιάδες. Αλλιώς θα μας κατατρέξει ο Θεός. Ύστερα του διάβασε την ευχή και τον έδιωξε.

Τρέχει ο Τούρ¬κος και τα διηγιέται όλα στον πασά. Η παγίδα του όχι μόνο δεν έ¬πιασε τίποτε, μα μεταβλήθηκε και σε αφιόνι, που τον αποκοίμησε.

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.