Ο Αλέξης ο τσομπάνης – Φώτη Κόντογλου.

Αρχαίοι άνθρωποι βρισκόντανε στην Ανατολή ίσαμε τα χρόνια μας. Πρόφταξα κ’ εγώ κάμποσους απ’ αυτούς, κ’ είδα τι λογής ήτανε οι αρχαίοι ανθρώποι, γιατί τώρα πια δεν υπάρχουνε. Απομείνανε οι ίδιοι απ’ τα παλιά χρόνια της Τρωάδας, κ’ οι ίδιοι ήτανε τον καιρό π’ ακουγότανε χριστιανικό βασίλειο η Κωνσταντινούπολη, και βαστάξανε ίσαμε τα χρόνια που γεννήθηκα, δηλαδή βασιλεύοντας ο σουλτάν Αμπντούλ Χαμίτ Χαν. Από κει κ’ ύστερα σβήσανε.
Ο τόπος ο δικός μας έβγαζε ανθρώπους μεγαλόσωμους και λεοντόκαρδους, για τούτο στάθηκε ξακουσμένος και τιμημένος σ’ ολάκερη την Τουρκιά και στα μέρη της Ρωμιοσύνης, λες κ’ ήτανε η νέα Τρωάδα.
Κάποιον καιρό είχα πάγει στα μέρη της Μαγνησιάς σε κάτι χωριά χριστιανικά, που βρίσκουνται ανάμεσα στα Τρουρκοχώρια, λεγόμενα Γκιαούρ Κιόγια˙ κ’ οι ντόπιοι δεν ξέρανε που να με βάλουνε και που να με θέσουνε, σαν ακούσανε από ποιο μέρος ήμουνα. Ακουστά είχανε τους κοντραμπατζήδες, και τους άλλους εφέδες για καύχημα τους είχανε, και τους ξέρανε με τα ονόματα, και το τι έκανε ο κάθ’ ένας, ο Τηγανίτης, ο Μάρκος, ο Κανέλος, ο Λαρέζος, οι Παγίδηδες, ο Στελάρας, ο Γκιμπέκας, κι άλλοι πολλοί, όπως στα χρόνια της Τρωάδας ήτανε ξακουσμένοι, ίσαμε μέσα στη στεριά, ο αντρείος Αχιλλέας, ο Έχτορας, ο Πάτροκλος, ο Αίαντας, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, και στα κατοπινά τα χρόνια ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Γιάννης Τσιμισκής, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Παύλος Μελάς κι άλλοι.
Κατά τα παλληκάρια πόβγαζε ο τόπος μας, είχε και τεχνίτες που κάνανε άρματα πλουμισμένα με μεράκι, δουλεμένα με ψιλή δουλειά, όλο σμάλτο, καθώς και τα φημισμένα μαχαίρια με τα στολισμένα σκέδια, κ’ έχοντας τραγούδια γραμμένα απάνου στο λεπίδι, συνταιρισμένα από τους μαχαιράδες, σαν και τούτο το αιμοβόρο:
Καθιστός σκότωσα διακόσους!
Άραγε αν σηκωθώ;
Στ’ άρματα μάστορας πρώτος ήτανε ο Φούσκας, μερακλής κι αψύς άνθρωπος, μια ανθρωπάρα σαν Κουταλιανός, που στόλιζε τα λόγια του μ’ ένα σωρό κλέφτικα τραγούδια, ψυχή φλογερή. Για τούτο στο μαγαζί του είχε γραμμένο: «Οπλοποιείον το Ηφαίστειον». Η κεφαλή του ήτανε σαν του Λεωνίδα, με κατσαρά ανακατεμένα μαλλιά, κι ο λαιμός του φαρδύτερος από το κορμί πόχει χρονιάρικο αγόρι, και δούλευε χειμώνα – καλοκαίρι ξέστηθος, με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Στο μαγαζί του πηγαίνανε και κουβεντιάζαν τα παλληκάρια, λίγα λόγια και φρόνιμα, σαν τα λόγια των παλιών Ελλήνων, ρούχα παστρικά, φερσίματα αντρίκεια. Μονάχα ο Φούσκας ο Τυρταίος κουβέντιαζε περισσότερο, κι ώρες – ώρες μούγκριζε σαν μπουγάς, λέγοντας «εκ στήθου:»
Του Κίτσου η μάννα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι
κι άλλα τέτοια «ποιήματα».
Αυτά όμως και τους εφέδες της πολιτείας θα τ’ αφήσουμε γι’ άλλη φορά, αν ταιριάξει κάποτες να τα στορήσουμε, κι ας ερθούμε σε κάτι άλλους ανθρώπους, που ήτανε ολότελα αρχαίοι, βουνίσιοι κι ανήμεροι.
Μια γενεά τέτοιοι ανθρώποι βγήκανε πριν να γεννηθώ, κ’ ήτανε από το Γενιτσαροχώρι, τσομπαναραίοι, γενιά με της μητέρας μου το σόγι. Αυτό το χωριό ήτανε αρχοντοχώρι, καλοπερασμένο σαν τον Αβραάμ , ανθρώπους καλούς και βλογημένους, που δε μαθαίνανε μηδέ γράμματα, μηδέ τέχνες, μόνο βοσκούσανε τα πρόβατα και σπέρνανε. Άντρες και γυναίκες ήτανε πολύ ερωτιάρηδες, ολοένα «γαμπρίζανε», μ’ όλο που δεν κάνανε ατιμίες και τα σπίτια τους ήτανε σεμνά και τιμημένα.
Στη μέση του χωριού είχε το σπίτι του ο αρχιτσέλιγκας, θέλω να πω για την εκκλησία, που ήτανε μεγάλη κι αρχοντοχτισμένη και στολισμένη μ’ ακριβά πράματα, κ’ εκεί μέσα καθότανε στο φαρδύ θρόνο του ο Άγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, με την πλατιά γενειάδα, μεγαλάνθρωπος, στολισμένος με φαιλόνια χρυσά και με πετραχήλια και μ’ επιγονάτιο κεντημένο και πατώντας μαλακά με τα μέστια του απάνου σ’ ένα χρυσό μαξιλάρι. Σαν πατέρας βλογούσε τα παιδιά του, άντρες και γυναίκες, και τα παιδιά τους, αρσενικά και θηλυκά, και το βιβλίο, που τ’ ακούμπαγε στο γόνατό του, έγραφε τα λόγια του, να τα διαβάζουνε οι λίγοι γραμματιζούμενοι και να τα λένε στους άλλους που δεν γνωρίζανε τα γράμματα. Και τους παράγγελνε «να μη μαλώνουνε, να μην κλέβουνε, να μη θυμώνουνε, ν’ αγαπάνε τις γυναίκες τους, να πηγαίνουνε στην εκκλησία και να μνημονεύουνε τους πεθαμένους για να τους προστατεύει ο Χριστός που τον προσκυνάμε και τον δοξάζουμε».
Στον Άγιο Θανάση, τον πατέρα τους, βαφτίζανε τα παιδιά τους, για τούτο όλοι οι άντρες λεγόντανε Θανάσηδες, κ’ οι πιο πολλές γυναίκες λεγόντανε Μαρίες, κ’ ήτανε μορφοκαμωμένες σαν τα χρονιάρικα τ’ αρνιά, σφιχτοκρέατες, πλουσιόστηθες, με τις πλεξούδες ίσαμε τη μέση, ντροπαλές, προκομμένες και καθαρές, σα να βγαίνανε τα προικιά τους από του φιδιού το στόμα, μόνο που γελούσανε και φωνάζανε δυνατά και σκανταλίζανε τους άντρες.
Έτσι ζούσανε ειρηνεμένοι αυτοί οι ανθρώποι.
Είχαμε ένα υποστατικό πάππο – προσπάππο, που το ‘ζωνε η θάλασσα, κ’ είχε απάνου χωράφια και δεντρικά και κάμποσα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και γίδια. Τότες που ήμουνα ακόμα μικρός, ίσαμε δυο χρονώ, τα πρόβατα τα φύλαγε ο Αλέξης ο Καψάλης, παλληκαρόπουλο ως εικοσιδυό χρονώ, ψυχογυιός, της γιαγιάς μου, που τον είχε βαφτίσει. Όποτε ερχότανε απάνου στον οντά, πήγαινε και φιλούσε το χέρι της νουνάς του, που ήτανε μεγαλογυναίκα σαν πασαδίνα, καθισμένη σταυροπόδι απάνου στο μεντέρι, και τον ρώταγε για τα ζωντανά και το ‘να και τ’ άλλο.
Τούτος ο Αλέξης είχε σκοτωμένον έναν τούρκο και κατάφυγε στη νουνά του, και κείνη τον έκρυψε και φύλαγε τα πρόβατα. Μάλιστα δυο φορές ήτανε περαστικοί κάτι Τούρκοι ζαπτιέδες, μ’ έναν όνμπαση,1 κι αφού φάγανε κ’ ήπιανε, κατά τα συνηθισμένα, ρωτήξανε τη νουνά του αν πέρασε από κει αυτός ο «κατσάκης», δηλαδή ο φυγόδικος˙ αλλά η γιαγιά του γύρισε και τους είδε λοξά και θυμωμένα, κ’ οι Τούρκοι της κάνανε τεμενά και ζητήξανε να τους συμπαθήσει γι’ αυτό που ρωτήξανε. Τέτοια φυσική εξουσία είχε αυτή η γυναίκα.
Το σόγι τ’ Αλέξη ήτανε όλοι τσομπάνηδες, από τότες πόγινε ο κόσμος, γιατί ο τσομπάνης είναι η πρώτη δουλειά πόκανε ο άνθρωπος. Ο πατέρας του είχε σκοτώσει και κείνος έναν ζειμπέκη κ’ έκανε φυλακή κάμποσα χρόνια, μα δεν πέθανε και βγήκε όξω και φύλαγε και κείνος πρόβατα στο χωριό. Ο θείος του ήτανε ο ξακουσμένος Μάρκος, που ‘χε τρομάξει τον κόσμο με την παλληκαριά του, και πήρε τα μάτια του και πήγε στη Σάμο και σ’ άλλα μέρη, έκανε φυλακή στο Μπουντρούμι, ο μισός μέσα στο νερό, μπόρεσε όμως και το ‘σκασε από τη φυλακή κι αρμάτωσε δύο καΐκια κ’ έκανε μεγάλα κατορθώματα, κ’ έχυσε πολύ αίμα, στη στεριά και στο γιαλό. Ως που η τύχη η στραβή τον αντάμωσε στη Σύρα μ’ έναν οχτρό του, Αϊβαλιώτη παλληκαρά κοντραμπατζή, Τηγανίτη λεγόμενο, και πιάσανε πόλεμο μέσα στο τσαρσί της Σύρας, και κλείσανε τα μαγαζιά, ως που τραβήξανε τα μαχαίρια και σκοτωθήκανε κ’ οι δυο τους, και ξαπλωθήκανε στις πλάκες δυο θηρία που τα ‘κλαψε ο κόσμος, και βούϊξε η αντρεία τους ίσαμε την Κόνια κ’ ίσαμε τη Μπραΐλα.
Τον θυμάμαι λοιπόν τον Αλέξη τον ανιψιό του. εμένα πολύ μ’ αγαπούσε. Με κάθιζε στα γόνατά του και με χάϊδευε τόσο πολύ, που ‘κλαιγα˙ κ’ η μητέρα μου κ’ οι θειάδες μου τον μαλώνανε, γιατί τα χάδια του ήτανε σαν τ’ αγριμιού, και πονούσε το τρυφερό μου πρόσωπο από τα σκληρά τα χέρια του, που μυρίζανε βαριά από τα γάλατα π’ άρμεγε. Μα κείνος σιμογελούσε δίχως να μιλήσει, κι άμπωχνε τις γυναίκες και μ’ έπαιρνε μαζί του στο μαντρί σηκωτόν.
Κάθιζε σ’ ένα βράχο κι άρμεγε τα πρόβατα ίδιος Κύκλωπας, και τα λαλούσε στ’ άρμεγμα ένα άλλο λυκόπουλο, ο Μενέλαγος, αμούστακος και λεβέντης. Σαν τέλειωνε τ’ άρμεγμα, βουτούσε στην καρδάρα το χέρι του και ράντιζε τα πρόβατα, βγάζοντας μια φωνή, που φαίνεται πως ήταν κάποια ευκή από τ’ αρχαία χρόνια μεταδοσμένη. Σκούπιζε τα χέρια του από τα γάλατα π’ αφρίζανε μέσα στις καρδάρες, έκανε τον σταυρό του, κ’ ύστερα σηκωνότανε και μ’ έπιανε στα χέρια του, και πότε μ’ έβαζε καβάλα απάνου στα κριάρια, πότε έπαιρνε δυο- τρία μικρά αρνιά από τη μάννα τους και τα ‘σερνε από τα ποδάρια για να με διασκεδάσει, και τα ‘βαζε να μ’ αγκαλιάσουνε.
Το μαντρί το ζώνανε ολόγυρα βράχια θεόρατα και πέρα φαινότανε η θάλασσα. Τα πρόβατα αναχαράζανε και τα κουδούνια καμπανίζανε. Δεν άκουγες τίποτ’ άλλο, παρά κανένα που φτερνιζότανε δυνατά. Η μυρουδιά που ‘βγαζε η κοπριά ήτανε αψιά και βαριά, επειδής το πρόβατο σε όλα νικά τ’ άλλα τα ζωντανά, και τα γίδια και τα βόδια και τ’ άλογα, στο γάλα, που ‘ναι πιο παχύ το δικό του, στο κρέας που ‘ναι πιο γλυκό, στην προβιά που βγάζει πιο καλό μαλλί, ακόμα και στο κάτουρο και στην κοπριά, που ‘ναι πιο δυνατή και πιο σέρτικη.
Ο Αλέξης ήτανε στο κορμί αψεγάδιαστος, ούτε αψηλός, ούτε κοντός, πλαταράς, χεροδύναμος, άντρας καστροχτισμένος, καλογεννημένος, βλογημένος από τον Θεό. Το πρόσωπό του έμοιαζε σαν τ’ Αχιλλέα και σαν του Μεγ’ – Αλέξαντρου, που ‘χε και τ’ όνομά του. το μέτωπο κ’ η μύτη του θαρρείς πως ήτανε δουλεμένα με το καλέμι. Τα χείλια του ήτανε χοντρά με μέτρο, το σαγόνι του γύριζε σαν κουλούρι εμορφοπλασμένο. Τα μάτια του γαλανά, και το μουστάκι του ξανθόχνουδο, ίδρωνε σαν δροσοσταλίδα απάνου στ’ αχείλι του. τα μαλλιά του ήτανε σγουρά και κατάξανθα, περιπλεγμένα σα ζωντανά, παρόμοια με χαίτη λιονταρίσια. Το ίδιο χρώμα είχανε και τα λιγοστά γένια, που κατεβαίνανε από τα τσουλούφια του και ζώνανε το γλυκομελάχρινο και στρωτό πρόσωπό του. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μπασλίκι, που του ‘δινε μεγαλείο σα να ‘τανε περικεφαλαία, όπως πέφτανε οι μαρχαμάδες κ’ ισκιώνανε το καθαρό μέτωπό του. Ο λαιμός του ήτανε καμαρωτός και γερός σαν κολόνα, τα στήθια του ανοιχτά.
Φορούσε βρακιά κοντά σαν τα ζεϊμπέκια, κ’ είχε φασκιωμένη τη μέση του μ’ ένα ζουνάρι πόφτανε στο στήθος, κι από πάνου ήτανε ζωσμένος μ’ ένα σελάχι που ‘χε δυο μαχαίρια, ένα μασάτι να τ’ ακονίζει, ταμπακέρα με καπνό, τσακμάκι, ίσκα κ’ ένα μαντίλι. Στα ποδάρια του φορούσε φαρδιά ποδήματα, τα λεγόμενα τζεσμέδια, π’ αφήνανε γυμνά τα γόνατά του, που ήτανε σφιχτοδεμένα σαν τ’ Άη – Γιώργη του Καβαλάρη. Στον έναν ώμο του είχε ριγμένη την κάπα κι από τον άλλο είχε περασμένο ένα τουφέκι. Μ’ έναν λόγο, ήτανε σόγι άνθρωπος, η εμορφότερη φυλή του κόσμου.
Έναν καιρό είχε έρτει στην Αγιά – Παρασκευή ένας παπάς από τη Μαύρη Θάλασσα, γέροντας σεβάσμιος, ογδόντα χρονώ, και κάθισε κάμποσον καιρό, επειδή το μέρος ήτανε ανοιχτόκαρδο και βλογημένο, και δεν έκανε καρδιά να φύγει. Μέσα σ’ ένα μηναίο έγραψε τούτο το ποίημα:
«Τί ζωή! Τί ευτυχία!
Παράδεισος τη αληθεία!»
Πήγαινε λοιπόν στο μαντρί και κουβέντιαζε με τον Αλέξη, που σηκωνότανε κι ασπαζότανε το χέρι του, κι ο γέροντας κάθιζε σ’ ένα σκαμνί και κουβεντιάζανε. Και τόσο τον αγάπησε, για την απλή γνώμη του και τη λεβεντιά του, που τον είχε σα γυιό του κι ακόμα παραπάνου.
Πήγαινε από καιρό σε καιρό κι ο μπάρμπα – Αναστάσης, ο λεγόμενος Λιάπης, που φύλαγε τον μερά, ντυμένος με φουστανέλες άσπρες και με τσαρούχια, αρματωμένος με τουφέκι και με πιστόλι, π’ απομείνανε αχρείαστα ίσαμε που πέθανε. Γιατί ήτανε καλότατος άνθρωπος, σωστός πνευματικός, μ’ όλο που βαστούσε από την Αρβανιτιά, ξερόκορμος, καθαρός, κ’ είχε το κεφάλι του δεμένο μ’ ένα μαντίλι αλά κλέφτικα. Αυτόν τον αγαπούσε πολύ ο Αλέξης, γιατί ήτανε γλυκόλογος, με γράμματα, και του ‘λεγε ιστορίες για τον Αχιλλέα, για το Λεωνίδα, για τον Μέγ’ – Αλέξαντρο, για τον Παλαιολόγο, για τον Θανάση Διάκο, για τον Μάρκο Μπότσαρη.
Ακροαζότανε δίχως να μιλά. Μονάχα σαν άκουγε τον Αναστάση να ξιστορίζει πως πέθανε ο Κατσαντώνης ή ο Παπαφλέσσας, έλεγε και κείνος δυνατά:
«Τον επήρε ο καλός ο Χάρος!»
Ροδοκοκκίνιζε σαν έλεγε κανένα τραγούδι κλέφτικο, και σαν απόμνησε μοναχός του το ‘παιζε στη φλογέρα. Σ’ όλα ήτανε βαρύς και μετρημένος, μόνο γι’ αυτές τις ιστορίες δειχνότανε ξαναμμένος και αχόρταγος.
Καμιά φορά ο μπάρμπ’ – Αναστάσης του διάβαζε ιστορία μεσ’ από κάποια φυλλάδα, κι ο Αλέξης δάκρυζε ακουμπώντας το κεφάλι του στο χέρι του, και του ‘λεγε, δείχνοντας τα ψηφιά μέσα στο βιβλίο:
«Αμάν, μπάρμπ’ – Αναστάση, τούτα τα μαυράδια είναι που μολογάνε τέτοια πράγματα;»
Έλεγε λοιπόν ο παπά – Γιώργης στον καπετάν – Αναστάση, σιγανά να μην τον ακούσει ο Αλέξης:
«Τζάνουμ, ο άνθρωπος ήλιος είναι φαίνεται, αγλαόμορφος κι αρχοντογεννημένος, ομορφοκοπέλα θα τον γέννησε!»
Κ’ έβαζε το δάχτυλό του στο στόμα του, κοιτάζοντας τον Αλέξη.
Μια φορά έτυχε να ‘ναι στο μαντρί οι δυο μουσαφίρηδες, κ’ ήρθε κ’ ένας άλλος, Γιάννη Κεφάλα τον λέγανε, κοντραμπατζής από τα Μοσκονήσια, παλληκαράνθρωπος, αλλά κοντόκορμος.
Κει που κουβέντιαζε ο Κεφάλας με τον Αλέξη, σκύβει ο παπάς και λέγει στ’ αυτί του Αναστάση:
«Άλλον άνθρωπο βγάζει τον νησί», σφαλνώντας το μάτι του κατά τον Κεφάλα, «κι άλλον η μεγάλη στεριά!» γνεύοντας κατά τον Αλέξη.
Μα κείνος χαμπάρι δεν έπαιρνε, σα να τα λέγανε για το κριάρι ή για το μαντρόσκυλο, ανύποπτος για τη λεβεντιά του. Του ‘χε πει κ’ η νουνά του να μην ακούει σα μιλάνε σιγανά οι άλλοι ανθρώποι, και να τιμά τους γέρους και τους παπάδες, κ’ εκείνος τα ‘κανε όλα όσα του ‘λεγε η νουνά του.
Στα βουνά που γύριζε θέριευε μέρα με τη μέρα, σαν πλάτανος. Όποτε ερχόντανε στον οντά, μου ‘φερνε ειδών – ειδών πουλιά σκοτωμένα, με φτερά χρωματιστά, κι αφού τα ‘παιζα, τα μάδαγε και τα ‘ψηνε και με τάγιζε. Έφερνε και ζωντανά πουλιά, πέρδικες με τ’ αυγά, κι άλλες με τα περδικάκια, που ήτανε ίσαμε σκαθάρια, λελέκια λαβωμένα στη φτερούγα, γλάρους, πελεκάνους, που τους έλεγε σακάδες και που τους τάγιζε ψάρια, κι άλλα που δεν τα ‘ξερα πως τα λέγανε. Μια μέρα ήρτε κ’ έσερνε έναν αϊτό λαβωμένον, και τον βάραγε με το κοντάκι, γιατί χύμιζε απάνου του, με το μάτι σαν φωτιά, κ’ εγώ έπιασα κι έκλαιγα από το φόβο μου, μα κείνος γέλαγε. Ύστερα τον σκότωσε. Μια βδομάδα δεν παραδεχόμουνα να με βάλει στα γόνατά του, τόσο μου κακοφάνηκε που σκότωσε κείνο τ’ αδάμαστο πουλί, που ‘χε κάτι φτερούγες, οι οποίες σκεπάζανε τον Αλέξη, κει που τις ανατάραζε θυμωμένα. Σαν ερχόντανε κοντά μου, έκλαιγε και τον μάλωνα και τον χτυπούσα στο πρόσωπο με τα χεράκια μου.
Μα κείνος γελούσε και με καλόπιανε, και σα να μ’ αγαπούσε πιο πολύ μ’ αυτά που του ‘κανα, ως που ξαναφιλιωθήκαμε και μ’ έπαιρνε στο μαντρί κρεμασμένον στο λαιμό του, κολλημένον απάνου στα στήθια του. Τέτοια αδυναμία είχε σε μένα, που δε γνωρίζω αν αγαπούσε εμένα περισσότερο ή το Κωντάνι, την τσομπανοπούλα τη μυτερόστηθη, που τον κρυφαγαπούσε στο χωριό και δεν ήθελε να πάρει άλλον, μόνο τον Αλέξη ήθελε, κορίτσι σα φοράδι χρονιάρικο, που στην ομορφιά δεν είχε ταίρι, εξόν από την αδερφή τ’ Αλέξη, που ήτανε από κείνον ομορφότερη κι αντρειωμένη.
Παρεχτός από τα πουλιά, έστησε μια φορά καρτέρι κ’ έπιασε για χατίρι μου τρία κουτάβια φρεσκογεννημένα από μιαν ούγαινα θεριό, κ’ η μάννα τους τα ‘χασε και τριγύριζε τη νύχτα γύρω στο μαντρί κι ούρλιαζε ως που να ‘βγει ο ήλιος, κ’ οι θειάδες μου τον μαλώσανε. Μα κείνος γελούσε.
Με τον καιρό μεγάλωνα, κι ο Αλέξης χαιρότανε και μ’ έπαιρνε στο μαντρί και του ‘λεγα ιστορίες, που ‘ξερα, πολλές. Εγώ έλεγα σα να ‘μουνα γαλιάντρα, κ’ εκείνος άρμεγε, κ’ ύστερα τυροκομούσε καθισμένος, έχοντας ανάμεσα στα πόδια του το καζάνι, και μάζευε τη μυτζήθρα με την κουτάλα και την έβαζε στα καλάθια. Και, σαν τελείωνε, έκοβε κάμποσες απάνου στα δεντρόφυλλα, κούκκιζε και ζάχαρη, που την είχε ξεπιτούτου για μένα, και με μπούκωνε με κάτι κομμάτες που δε χωρούσανε στο στόμα μου, και κείνος γέλαγε που φουσκώνανε τα μάγουλά μου και μου ‘λεγε με τη χοντρή φωνή του:
«Βρε, φάγε να γίνεις παλληκάρι, να καταπονείς τα σκολόπαιδα στην παλαίστρα!»
Μου ‘δειχνε πως γέμιζε το τουφέκι, πως έπαιρνε φωτιά και πως σημάδευε. Τ’ άρματα πολύ τ’ αγαπούσε, είχε μανία να ρίχνει το σημάδι όποτε βρισκότανε μονάχος στα βουνά. Για τούτο στο βόλι ήτανε αλάθευτος. Δοκίμαζε το μάτι του ρίχνοντας και κόβοντας το πιο ψηλό βλαστάρι απάνου στα δέντρα, και χώριζε το βόλι στα δύο απάνου σε μια κάμα που την έστηνε όρθια.
Στο μαντρί είχε το γιατάκι του μέσα σ’ ένα καλύβι απλόχωρο, απάνου σ’ ένα πατάρι μεγάλο. Δεν έμπαινε από την πόρτα, παρά έμπαινε από ‘να παράθυρο που ‘χε μπροστά του ένα βράχο ακουμπισμένον, κι ανέβαινε από κει σα να ‘τανε πόρτα. Δίπλα είχε μιαν αχερώνα, κι από κάτ’ από το πατάρι βελάζανε τα μαννάρια, που τα μάντρωνε τη μέρα, χωρισμένα από τις προβατίνες και, σαν άρμεγε, το βράδυ, τ’ αμολούσε να πάνε να βυζάξουνε και το κάθε ένα εύρισκε τη μάννα του.
Εκεί μέσα λοιπόν τυροκομούσε ο Κύκλωπας, και στα δοκάρια κρεμόντανε μαγιές πλήθος από τ’ αρνιά πόσφαζε. Τα νιογέννητα τα ‘βαζε σε μια κοφινάδα ίσαμε μια βάρκα, βαλμένη κατά το μέρος που χτύπαγε ο ήλιος, για ν’ αναραγώνουνε, κ’ εκεί μέσα πηδούσανε και φωνάζανε και μυρίζανε τις βέργες.
Πολλές φορές ύστερ’ από τ’ άρμεγμα, σηκωνότανε και χύμιζε ανάμεσα στα πρόβατα, κι άρπαχνε απ’ το ποδάρι ένα αρνί μεστωμένο και το ‘σφαζε μπροστά μου, κ’ η προβατίνα βέλαζε σα λωλή. Εγώ έκλαιγα και τον μάλωνα, και κείνος γελούσε κει που το ‘γδερνε με το μαχαίρι. Κι ακόμα το κορμί τ’ αρνιού άχνιζε, και κείνος έβγαζε τα συκώτια και την καρδιά και τα ‘ψηνε στη φωτιά, και με μπούκωνε πάλι με τα κρέατα, δίχως ψωμί, και μου ‘λεγε γελώντας, που σφούγγιζα τα μάτια μου με τα χεράκια μου:
«Φάγε βρε, να γίνεις αντρειωμένος! Το κρέας κάνει κρέας!»
Ερχότανε μέρα πόσφαζε τρία και τέσσερα αρνιά αρσενικά.
Ωστόσο τα πρόβατα τ’ αγαπούσε όσο αγαπούσε εμένα και το Κωντάνι, κι ακόμα περισσότερο. Τι στολίδια, τι κουδούνια ακριβά δεν έβαζε στο λαιμό τους, αναλόγως την αγάπη της κάθε προβατίνας, τι χάντρες να μην τα βασκάνουνε, τι χελωνάκια, τι κοχύλια της θάλασσας, τι χαϊμαλιά που τα ράβανε οι δούλες κ’ έβαζε μέσα η νουνά του χριστολούλουδα και λάδι από τα κονίσματα!
Το πρώτο το κριάρι το ‘λεγε Βασιλέα, κ’ ήτανε σα βασιλέας, με τα στριφτά τα κέρατα, θερίο ήμερο, που πήγαινε και ξυνότανε απάνου του. Τ’ άλλα τα κριάρια τα ‘χε και κείνα σε αξία, με χαϊμαλιά, με χάντρες στολισμένα, και μ’ ένα χελωνάκι στο κούτελο, ανάμεσα στα χάμπαλά του.2
Τις τιμημένες προβατίνες τις είχε όμορφα καπίστρια και λαιμαριές με ψήφες πλουμισμένες, κι από μια κουδούνα μεγάλη στο λαιμό τους, και κείνες καμαρώνανε κι αναχαράζανε φουσκωμένες μέσα στη γούνα τους, σα να καταλαβαίνανε πως τις είχε ιδιαίτερα αξιώματα.
Ανάμεσα σ’ όλες, μεγάλη αγάπη είχε στον Κωντάνι, που ήτανε πρωτόγενη και που ‘χε ένα μικρό κεφάλι με μια σγουρή φούντα στο κούτελο, γούνα κάτασπρη και μια σακαράδα μαύρη στα μάτια της. Εχτός από τα χαϊμαλιά, είχε τρυπήσει τ’ αυτιά της και πέρασε σκουλαρίκια, κανωμένα από λογιώ – λογιώ κοχύλια, κι απάνου στο στήθος της έβαλε ένα γιορντάνι από χελωνάκια ίσαμε κριθάρι το καθένα. Σαν την άρμεγε, η προβατίνα γύριζε κατά πίσω και τον έβλεπε σα να ‘θελε να του μιλήσει. Όποτε καθότανε σε καμιά πέτρα ή κατ’ από κανένα δέντρο, πήγαινε κοντά του κ’ έγλειφε τ΄ αυτί του.
Αλλά είχε κι άλλες αγαπημένες προβατίνες, προκομμένες και γαλατερές, τη Ρούλα, τη Χιόνα, την Παγώνα, τη Μυξού, τη Γενοβέφα κι άλλες.
Ωστόσο, μια μέρα που πήγα στ’ αγίλι, βλέπω το κεφάλι της Κωντάνης κομμένο και κρεμασμένο από τ’ αυτί σ’ ένα καρφί!
Εγώ έπιασα τα κλάματα, πλην ο Αλέξης γέλασε και μου ‘πε δείχνοντάς το:
«Καλά να πάθει, γιατί με θύμωσε!»
Κ’ ύστερα γυρίζει και μου λέγει, δείχνοντας με το ποδάρι του το ματωμένο χώμα:
«Να, την ψυχή της την ήπιε η γης!»
Τις γριές προβατίνες, που ήτανε στα νιάτα τους τιμημένες, γιατί ήτανε γαλατερές και γεννήσανε και πολλά θηλυκά αρνιά, τις αμόλαγε να βοσκάνε λεύτερες κοντά στο μαντρί, για να μην κουράζουνται γυρνώντας στα βουνά με το κοπάδι, και δεν τις έσφαζε˙ μόνο, σαν ψοφούσανε, άνοιγε λάκκο και τις έθαβε όπως ήτανε, μαζί με το τομάρι.
Το πρωί έβγαζε το κοπάδι από το μαντρί σα στρατηγός που πάγει να πολεμήσει. Αχολογούσανε τα κουδούνια κι αντιβουΐζανε τα βράχια κ’ οι σπηλιές. Μπροστά πήγαινε ο Βασιλέας, σαν πατριάρχης, κι από πίσω από το κοπάδι, ίδιος γίγαντας, ροβολούσε ο Αλέξης, με το ραβδί στο τεντωμένο χέρι του, με την κάπα ριχμένη στις πλάτες, με τη γιατζίκα στο πλευρό του, τριγυρισμένος από τη δορυφορία του, που ήτανε τα τέσσερα τα μαντρόσκυλα, ο Σκούρης, που ‘τρωγε άνθρωπο, η Γύφτισσα, ο Αλή Πασάς κι ο Αράπης.
Σαν αρχάγγελος φαινότανε μέσα στον κουρνιαχτό που σηκωνότανε μέχρι τα σύννεφα. Οι πέτρες κατρακυλούσανε, και κείνος σαν ποταμός κατέβαινε βουΐζοντας, κι αχολογούσε ο κόσμος και ραγίζανε τα πετρόβραχα από τα σφυρίγματα κι από τα χουγιαχτά του.
Στο καλύβι που τυροκομούσε έβγαινε ένα φίδι άκακο, ένας λαφιάτης, κ’ έπινε το γάλα που χυνότανε. Κι ο Αλέξης το συμπάθησε και του ‘βαζε γάλα κάθε μέρα πριν φύγει για βοσκή, και σιγά – σιγά τον συνήθισε κ’ έβγαινε από την τρύπα και πήγαινε κοντά του, ως που στο τέλος τόσο το ‘μαθε, που δεν μπορούσε να κάνει δίχως το φίδι. Σαν έφτανε το βράδυ στο καλύβι κι ανεσήκωνε το μάνταλο για ν’ ανοίξει την πόρτα να ‘μπει μέσα, το φίδι τον καρτέραγε κρυμμένο απάνου από την πόρτα, κ’ έπεφτε φραπ απάνου στο σελάχι του, σας να του ‘λεγε καλησπέρα! Ένα πράμα απίστευτο κι αληθινό…
Κάποιο βράδυ, ανοίγοντας την πόρτα, έλαχε να ‘χει αλλού τον νου του, κ’ έπεσε το φίδι στο σελάχι του και ξαφνιάστηκε˙ και δίχως να το καταλάβει, το σκότωσε. Μα ευθύς ήρτε στον εαυτό του και πικράθηκε κ’ έκλαψε. Κοίταξε τι είναι η αγάπη του φιδιού για τον άνθρωπο…
Με τέτοια και μ’ άλλα, περάσανε τρία – τέσσερα χρόνια, κι ο Αλέξης αντρείγευε.
Μια χρονιά, κατά το μήνα Δεκέμβρη, βρισκότανε με το κοπάδι του κοντά στη θάλασσα, κατά το μέρος που φαινότανε στο πέλαγο τα ρημονήσια τα λεγόμενα Εκατόνησα, κ’ είδε ένα τσερνίκι φουνταρισμένο στον Πέρα Μόσκο.
Κατά το μεσημέρι ήτανε καθισμένος σ’ ένα μέρος απάγκειο, κοντά στο Ταλιάνι, κ’ ήρτε μια βάρκα από το καΐκι κ’ έβγαλε όξω το Γιάννη τον Κεφάλα, που ‘παμε πρωτύτερα.
Κάτσανε λοιπόν και κουβεντιάσανε, κ’ είπε του Αλέξη πως έφερε από τη Σύρα καπνά και τσιγαρόχαρτα κοντραμπάδα, και πως τα ‘κρυψε απάνου στον Πέρα Μόσκο˙ και πως, για να τα μπάσει μέσα στην πολιτεία, έπρεπε να τα κουβαλήσει απάνου στη στεριά, κι από κει να κάνει άλλη μια στράτα μέσα στο μπουγάζι˙ και πως ήθελε να τον βοηθήσει ο Αλέξης, για να μην ξεσκεπαστεί, μια που αυτός σα να ‘τανε ο αφεντικός σ’ ολάκερο το βοσκότοπο.
Ο Αλέξης παραδέχτηκε μετά χαράς, χάρη της φιλίας. Και μέσα σε τρεις – τέσσερις νύχτες, κουβαλήσανε ίσαμε εκατό μεγάλα τέγκια καπνό και χιλιάδες δεμάτια τσιγαρόχορτο, και τα κρύψανε σε μια σπηλιά, που ήτανε μέσα σε μια λαγκαδιά γεμάτη βάτα και αγριόκλαρα.
Πέρασε καιρός, άρχισε να καλοκαιριάζει. Μα ο Κεφάλας δε φάνηκε. Κατά τον Απρίλη έστειλε έναν άνθρωπο κ’ είπε στον Αλέξη να τον απαντέξει στη σπηλιά την τάδε μέρα.
Το λοιπόν, την συμφωνημένη μέρα, σκάρισε τα πρόβατα πριν χαράξει και βρέθηκε κοντά στη σπηλιά.
Έσφαξε ένα αρνί, το ‘ψησε, είχε και κάμποσες μυτζήθρες και τυρί φρέσκο ετοιμασμένο, και ξάπλωσε κάτω από μια βαλανιδιά, κοιτάζοντας τα καΐκια που βολτατζάρανε να μπούνε μέσα στο μπουγάζι. Τα φανάρια του Ταλιανιού ήτανε ακόμα αναμμένα.
Η σπηλιά βρισκότανε, όπως είπαμε, μέσα σε μιαν άγρια λαγκάδα, πόσκιζε το βουνό τ’ Αγιού – Γιαννιού κατά το μέρος που βασίλευε ο ήλιος. Κατά κει αγνάντευε το πέλαγο, μα, κατά τον βοριά, η θάλασσα σκεδίαζε ένα στενό μπάσιμο, ανάμεσα στη μεγάλη στεριά και στα Μοσκονήσια, το λεγόμενο Ταλιάνι, και μεσ’ από κει περνούσανε τα καράβια για να μπούνε στο μεγάλο μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού. Στην από μέσα θάλασσα έβλεπες κ’ ένα νησάκι φουντωμένο με τα καλάμια, σα γλάστρα πλεούμενη˙ ήτανε ο Άη – ΓΙ άννης ο Πρόδρομος, με μοναστήρι καλοχτισμένο, χτίριο παλιό.
Απάνου στις δυο πλαγιές της λαγκάδας ήτανε ελιώνας πυκνοφυτεμένος, κι από πάνου απόσκιαζε το βουνό τ’ Αγιού – Γιαννιού, ρουμανιασμένο και πυκνόδεντρο.
Το μέρος που καθότανε ο Αλέξης έβλεπε μονάχα κατά το βασίλεμα, κι από κει ανέβαινε μια γιδόστρατα, και κείνη μπερδεμένη. Την κάπα του και τη γιατζίκα του τα ‘χε κρεμασμένα σε μιαν ελιά, το τουφέκι το ‘χε κρεμασμένο σε μιαν άλλη˙ και, σα να ‘ξερε τι τον περίμενε, δεν ξεζώστηκε τα φυσιγκλίκια από πάνου του.
Κατά το μεσημέρι, άκουσε τον Κεφάλα που σφύριζε˙ και τ’ απάντησε˙ και σε λίγο τον είδε π’ ανέβαινε τη γιδόστρατα.
Καλημεριστήκανε, κάτσανε σταυροπόδι και φουμάρανε ένα – δυο τσιγάρα.
Ο Κεφάλας φαινότανε σα στενοχωρημένος, σαν χλωμιασμένος, μιλούσε ζερβοδίμιτα, κι ολοένα γύριζε το κεφάλι του κατά το μονοπάτι. Μα ο αθώος άνθρωπος δεν ένιωσε τίποτα.
Ο Κεφάλας είχε καθίσει παράμερα, μακριά απ’ τον Αλέξη, και τον κρυφοκοίταζε καλά – καλά σαν αλεπού.
Κάτσανε να φάνε. Απάνου στην ώρα που λιάνιζε το κρέας με τα χέρια του ο Αλέξης, σα ν’ άκουσε μέσα στο ρουμάνι κάτι κλαριά που σπάζανε, και σήκωσε το κεφάλι του.
Είδε τότες τον Κεφάλα που σηκώθηκε και, μ’ ένα πήδημα, πήγε και ταμπουρώθηκε πίσ’ από μιαν ελιά, καμιά δεκαριά πατήματα παραπέρα, κ’ ευθύς σφύριξε, και τ’ αποκριθήκανε μεσ’ από το ρουμάνι, κατά τη δεξιά μεριά.
Το μάτι τ’ Αλέξη ξεχώρισε ανάμεσα στα λιόδεντρα εφτά – οχτώ νοματαίους, Τούρκους ζαπτιέδες, αρματωμένους ίσαμε τα δόντια, που κατεβαίνανε σκυφτά από την πέρα μεριά της λαγκάδας, κι άκουγε τα τούρκικα που κουβεντιάζανε.
Μπροστά πήγαινε ένας όνμπασης, μ’ ένα πιστόλι στο ‘΄να χέρι και το σπαθί του στ’ άλλο. Την ίδια ώρα ο Κεφάλας τράβηξε μια πιστολιά απάνου στον Αλέξη, μα δεν τον πέτυχε.
Αυτός, ίσαμε που να παίξει το μάτι, ξεκρέμασε το τουφέκι του κ’ έπιασε μετερίζι μιαν ελιά χοντρόκορμη. Με την πρώτη μπάλα, έσπασε τα ποδάρια του Κεφάλα. Με την δεύτερη σκότωσε τον όνμπαση, που ‘χε ζυγώσει. Οι άλλοι Τούρκοι πέσανε μέσα στα βάτα και ρίχνανε και φωνάζανε, κι αντιβούιζε η λαγκαδιά.
Χαλάζι πέφτανε τα κουρσούμια γύρω στον Αλέξη, μα δεν τον χτύπησε κανένα. Ο Κεφάλας, με τα σπασμένα τα ποδάρια, είχε γίνει σα θειαφοκέρι και κατρακύλησε κατά τον κατήφορο για να γλυτώσει.
Απάν’ από μισή ώρα πολεμούσανε. Οι μπάλες χτυπούσανε στις στουρναρόπετρες και τις κομματιάζανε, τα χώματα είχανε σκεπάσει τα κεφάλια των Τούρκων, σα να ‘τανε θαμμένοι και ξεχωμένοι.
Εφτά ήτανε, οι τρεις σκοτωθήκανε, κ’ ένας άλλος λαβώθηκε στο λαιμό κ’ έβαζε την παλάμη του για να φράξει τη λαβωματιά. Μα πολεμούσανε αντρειωμένα.
Η ελιά είχε φάγει ίσαμε εκατό μπάλες, η ρίζα της ήτανε καταλιανισμένη, η κάπα κ’ η γιατζίκα του κατατρυπημένες, από τις πέτρες κι από τα σκαμμένα χώματα άχνιζε πηχτός μπουχός.
Και στη μέση γονατιστός ο Αλέξης, ίδιο καπλάνι, πολέμαγε, ζωντανός κι ολοζώντανος! Ο ήλιος, τα δέντρα κι ολάκερη η πλάση, ένα τίποτες ήτανε μπροστά στην παλληκαριά του! Ο ιδρώτας έσταζε από τα μαλλιά κι από τα χρυσά τα γένια του σαν τη δροσιά που στάζει από το μυρουδάτο δέντρο! Οι μαρχαμάδες, είχανε κολλήσει απάνου στ’ όμορφο το πρόσωπό του, κ’ η σφαγή του λαιμού του χτυπούσε σα δοξάρι!
Δίπλα του είχε απιθωμένο το μαχαίρι απάνου στα χορτάρια. Τα χέρια του ρίχνανε και γεμίζανε, δίχως να βιαστούνε ολότελα, λες κ’ ήτανε κανένας βασιλέας απάνου στο θρόνο του, σα να ‘χε εξουσία μεγάλη στα χέρια του.
Η αθωότης του κ’ η σεμνότης του γίνηκε άξαφνα φωτιά, άξια να κάψει όλο τον κόσμο. Μηδέ θυμός, μηδέ αμάχη, μηδέ παράπονο τον τάραζε, παρά ήτανε ήσυχος και βλογημένος. Μονάχα η νιότη του κ’ η παλληκαριά του αποζήταγε τον πόλεμο, όπως ο αϊτός αποζητά το δρόλαπα και τ’ αστροπελέκια, για να νιώσει την αντρειά του.
Οι Τούρκοι βλέποντας πως σκοτωθήκανε οι περισσότεροι μαζί με τον όνμπαση, αντίς να δειλιάσουνε, γενήκανε θεριά και σηκωθήκανε και πολεμούσανε ολόρτοι.
Τ’ Αλέξη τα βόλια τελέψανε, κι άρπαξε τη μαχαίρα και χύθηκε καταπάνου τους.
Χαλάζι οι μπάλες τρυπήσανε το κορμί του, άλλες το στήθος, άλλες την κοιλιά του, άλλες στα χέρια και τα ποδάρια. Μα το κεφάλι του δεν το πειράξανε, κι αντίς να πέσει χάμω, περπάταγε και ρίχτηκε απάνου στον ένα Τούρκο και χώρισε στα δυο το κεφάλι του με το μαχαίρι, κ’ ύστερα πήγε κ’ έπεσε παραπέρα ανάσκελος και παράδωσε την ψυχή του.
Οι Τούρκοι κόψανε πρώτα το κεφάλι του Κεφάλα του προδότη, που ήτανε από ώρα ξεψυχισμένος, κ’ ύστερα πήγανε να κόψουνε και τ’ Αλέξη το κεφάλι. Και, σαν απλοί άνθρωποι που ήτανε, σταθήκανε βουβοί και θαμάζανε την ομορφιά του, γιατί το κεφάλι του απόμεινε άγγιχτο κ’ ήμερο σα να κοιμότανε. Μα στο τέλος το κόψανε και το σμίξανε με τ’ άλλο.
Θάψανε τα κουφάρια, εξόν το κορμί του Κεφάλα, και κάνανε μια τούμπα χώμα απάνου από το λάκκο που χώσανε τον όνμπαση Μουσταφά – εφέντη από την Κόνια, για να τον τιμήσουνε. Ύστερα οι δυο τους σηκώσανε το λαβωμένο, κι ο άλλος ακολούθησε από πίσω τους, βαστώντας τα κεφάλια από τα μαλλιά, ένα στο κάθε χέρι, και κατεβήκανε στην ακρογιαλιά.
Απάνου στην ώρα περνούσε μια μπομπάρδα και τη χουγιάξανε να πάγει γιαλό, κι ο καπετάνιος έστειλε τη βάρκα να τους πάρει. Η μπομπάρδα ερχότανε από τη Βλαχιά, κ’ ήτανε του καπετάν – Νικόλα Κοντογιώργη, που τον λέγανε Γρίτσα. Οι γεμιτζήδες τρομάξανε σαν είδανε κείνους τους ματοχωμένους Τούρκους και το λαβωμένο που χαροπάλευε, και μάλιστα σαν ανέβηκε στη μπομπάρδα ο Τούρκος που σήκωνε τα ματωμένα κεφάλια και τα πέταξε απάνου στην κουβέρτα.
Τους πήγανε στ’ Αϊβαλί, βασιλεμένος ο ήλιος, και βούιξε ο τόπος πως σκοτώσανε στην Αγιά – Παρασκευή το Γιάννη τον Κεφάλα και τον Αλέξη τον Καψάλη.
Τα κεφάλια τα μπαλσαμώσανε και τα κρεμάσανε στο Κονάκι, να τα βλέπει ο κόσμος.

Ένας άριστος ζωγράφος, ο Γιώργης ο Αγραφιώτης, τα ξεσήκωσε τα κεφάλια, το ‘να δίπλα στ’ άλλο, αδερφωμένα. Ο Κεφάλας είχε μακριά μουστάκια. Από τη ζωγραφιά βγάλανε φωτογραφίες και βρίσκουνται ως τα σήμερα στους καφενέδες και στις ταβέρνες.

Υποσημειώσεις.

1. Δεκανέα.
2. Χάμπαλα = κέρατα.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.