Ο αββάς Παλλάδιος για την μετάνοια.

Ο σοφιστής Σωφρόνιος ξεκίνησε μαζί μου για την Αλεξάνδρεια προς τον αββά Παλλάδιο, άνθρωπο θεοφιλή και δούλο του Θεού, τον οποίο παρακαλέσαμε να μας πει λόγια ωφέλιμα. Ο γέροντας άρχισε να λέει ότι ο καιρός είναι λίγος περιορισμένος για εμάς, γι’ αυτό πρέπει να αγωνισθούμε και να κοπιάσουμε, για να απολαύσουμε μισθό αιώνιο.

«Βλέπετε τους μάρτυρες και τους ασκητές πόσο ανδρεία υπέμειναν τα βάσανα, τα οποία ο προηγούμενος καιρός τα γνώρισε και εμείς θαυμάζουμε για την υπομονή και την καρτερία τους, διότι υπόμειναν ακόμη και να τους βγάζουν τα μάτια, να τους συνθλίβουν τα σκέλη, να τους ξύνουν τα πλευρά, παραδιδόμενοι στην φωτιά και κάθε είδος βασάνου υπέφεραν για την αγάπη του Χριστού. Αλλά εμείς δεν υπομένουμε ούτε τον λόγο του αδελφού, παρόλο που γνωρίζουμε ότι είναι ανάγκη εργασίας. Ας κάνουμε, λοιπόν, αρχή μετανοίας κάθε ημέρα, ώστε να γίνουμε ναοί Θεού, διότι η τιμή την οποία θα λάβουμε στον μέλλοντα αιώνα είναι μεγάλη».

Ρωτήσαμε τον ίδιο: «Κάνε αγάπη, πάτερ, και πες μας από ποιούς λογισμούς παρακινήθηκες και ήλθες εδώ;» Ο γέροντας διηγήθηκε τα εξής:

«Στην πατρίδα μου, την Θεσσαλονίκη, τρία στάδια έξω από το τείχος, βρισκόταν έγκλειστος κάποιος άνδρας με το όνομα Δαβίδ, καταγόμενος από την Μεσοποταμία, πολύ ενάρετος και ελεήμων, ο οποίος διαβίωσε στο εγκλειστήριό του πάνω από ογδόντα χρόνια. Επειδή φυλασσόταν το κάστρο από στρατιώτες για τον φόβο των βαρβάρων, που λεηλατούσαν τότε τον τόπο εκείνο, μια νύχτα οι στρατιώτες έβλεπαν να βγαίνει φως από όλες τις θύρες του κελλιού του οσίου. Στην αρχή νόμιζαν ότι οι βάρβαροι έβαλαν φωτιά στο κελλί του γέροντα, όταν όμως ξημέρωσε και βγήκαν από το κάστρο, βρήκαν και τον γέροντα αβλαβή και το κελλί σώο και απόρησαν. Το ίδιο φως είδαν οι στρατιώτες και τη ν επόμενη νύχτα στο κελλί και αυτό φαινόταν για πολύ καιρό. Το γεγονός φανερώθηκε σε όλους και έγινε γνωστό, ώστε πολλοί αγρυπνούσαν στο τείχος και το έβλεπαν. Το φως εμφανιζόταν μέχρις ότου ο άγιος κοιμήθηκε εν Κυρίω. Όταν, λοιπόν, είδα και εγώ αυτό το θαύμα είπα:

«Εάν σε αυτόν τον κόσμο χαρίζει τέτοια δόξα στους δούλους του, πόσην άραγε θα δώσει στον μέλλοντα; Γιατί καθώς λέει το ευαγγέλιο, τα πρόσωπα των αγίων θα λάμψουν όπως ο ήλιος». Αυτή η αιτία με έφερε, τέκνα, στο μοναχικό τάγμα.

Έλεγε ο γέροντας και αυτό, ότι και άλλος όσιος από την Μεσοποταμία, με το όνομα Αδάς, ήλθε στη Θεσσαλονίκη και κλείστηκε σε άλλο μέρος της πόλης σ’ ένα κούφωμα ενός πλατάνου, στο οποίο έκανε μια μικρή πόρτα, απ’ όπου συναντούσε όσους έρχονταν σε αυτόν. Όταν ήλθαν οι βάρβαροι και λεηλάτησαν όλη την πόλη της Θεσσαλονίκης, προχώρησαν και προς τον πλάτανο. Ένας βάρβαρος, βλέποντας τον γέροντα σκυμμένο, έβγαλε το σπαθί του, για να τον σκοτώσει και έμεινε το χέρι του ξερό και ακίνητο. Βλέποντας οι υπόλοιποι βάρβαροι το θαύμα, προσέπεσαν στον γέροντα, παρακαλώντας να γιατρέψει τον φίλο τους και άλλο δεν θα τον πειράξουν. Κάνοντας ευχή ο όσιος, τον θεράπευσε. Έτσι οι βάρβαροι θαύμασαν την δύναμη του Χριστού.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.