Εκύτιος, αββάς μονών της επαρχίας Βαλερίας – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Ένας αγιώτατος άνδρας ονόματι Εκύτιος1 στα μέρη της Βαλερίας2 απελάμβανε μεγάλου θαυμασμού, αντάξιου της πολιτείας του, από όλους εκεί. Με αυτόν εκείνος ο Φουρτουνάτος ήταν γνωστός και προσφιλής. Ο Εκύτιος λοιπόν για τη μεγάλη του αγιωσύνη υπήρξε πατήρ πολλών μοναστηριών στην ίδια επαρχία. Αυτόν όταν κατά τη νεανική του ηλικία τον ταλαιπωρούσαν με σφοδρό πόλεμο οι πειρασμοί της σάρκας, η ίδια η στένωση της δοκιμασίας τον έκανε πιο φιλόπονο στη σπουδή της ευχής. Και καθώς σε αυτή την κατάσταση με συνεχείς δεήσεις ζητούσε ανακούφιση από τον Παντοδύναμο Θεό, μια νύκτα είδε πως ευνουχιζόταν από έναν άγγελο που παρουσιάσθηκε και που στο όνομα φάνηκε πως απέκοπτε κάθε σαρκική κίνηση από τα μέλη του. Και από Εκείνη τη στιγμή υπήρξε τόσο αλλότριος από τον πειρασμό, σαν να μην είχε σάρκα στο σώμα του.
Από αυτό το σημείο τειχισμένος, με τη βοήθεια του Παντοδυνάμου Θεού, όπως προηγουμένως οδηγούσε άνδρες, έτσι άρχισε στη συνέχεια να οδηγεί και γυναίκες. Ωστόσο δεν έπαυε να νουθετεί τους μαθητές του, να μην εμπιστεύονται εύκολα στον εαυτό τους σε αυτό το θέμα από το δικό του παράδειγμα και με κίνδυνο πτώσεως πάνε να οικειοποιηθούν ένα δώρο που δεν τους δόθηκε.
Τον καιρό που συνελήφθησαν οι «φαρμακοί» εδώ στη Ρώμη,3 ο Βασίλειος, που ήταν πρώτος στα μαγικά έργα, ξέφυγε και με μοναχικό σχήμα κατέφυγε στη Βαλερία. Εκεί απευθύνθηκε στον ευλαβέστατο άνδρα Καστόριο,4 επίσκοπο της πολιτείας Αμιτέρνου,5 και είχε την προσδοκία από αυτόν να τον συστήσει στον αββά Εκύτιο και να μεσολαβήσει να γίνει δεκτός στο μοναστήρι εκείνου, τάχα για να ιαθεί μία αρρώστια του. Τότε ήλθε ο επίσκοπος στη μονή παίρνοντας μαζί του τον μοναχό Βασίλειο και παρακάλεσε τον δούλο του Θεού Εκύτιο να δεχθεί αυτόν τον μοναχό στη συνοδεία του. Κοιτώντας τον αμέσως ο άγιος ανήρ, είπε: «Αυτόν που μου συστήνεις, πάτερ, εγώ δεν τον βλέπω μοναχό, αλλά διάβολο». Εκείνος του απάντησε: «Πρόφαση ζητείς για να μην πραγματοποιήσεις ό,τι σου ζητάμε». Αμέσως του λέει ο δούλος του Θεού: «Εγώ απλώς καταγγέλλω αυτό που βλέπω πως είναι. Όμως για να μην νομίζεις πως δεν θέλω να υπακούσω, ό,τι προστάζεις το κάνω». Έτσι ο Βασίλειος έγινε δεκτός στη μονή.
Μετά από λίγες μέρες ο δούλος του θεού βγήκε κάπως μακριά από τη μονή για να οικοδομήσει τους πιστούς στον ουράνιο πόθο. Ενόσω απουσίαζε, στο μοναστήρι των παρθένων όπου άγρυπνος φρουρός ήταν η φροντίδα του πατρός, μία από αυτές, η οποία κατά την σαπρότητα αυτής της σαρκός φαινόταν ευπαρουσίαστη, συνέβη να αρχίσει να ανεβάζει πυρετό, έντονα να αδημονεί και με μεγάλες όχι πια φωνές αλλά με ουρλιαχτά να φωνάζει: «Πρόκειται να πεθάνω σε λίγο, αν δεν έρθει ο μοναχός Βασίλειος και δεν μου δώσει τη λύτρωση με την εφαρμογή της ιατρείας του». Αλλά σε καιρό απουσίας τέτοιου πατρός κανείς από τους μοναχούς δεν τολμούσε να πλησιάσει στη συνοδεία των παρθένων. Ακόμη περισσότερο αυτός που είχε προσέλθει πρόσφατα και ακόμα η συνοδεία των αδελφών αγνοούσε τον βίο του.
Αμέσως έστειλαν και εμήνυσαν στον δούλο του Θεού Εκύτιο, πως εκείνη η μονάστρια φλεγόταν από λάβρο πυρετό και ζητούσε επίσκεψη του μοναχού Βασιλείου. Σαν το άκουσε αυτό υπομειδίασε με βδελυγμία και είπε: «Μήπως δεν το είπα πως αυτός είναι διάβολος, όχι μοναχός; Πηγαίνετε και ρίξτε τον έξω από το μοναστήρι. Όσο για τη δούλη του Θεού που συνέχεται από την αδημονία του πυρετού, μην ανησυχείτε, γιατί από αυτή την ώρα ούτε από πυρετό θα καταπονηθεί, ούτε τον Βασίλειο θα ζητήσει».
Επέστρεψε ο μοναχός, και εξακρίβωσε πως αποκαταστάθηκε η υγεία της παρθένου του Θεού την ίδια ώρα που το είπε αυτό, αν και από μακριά, ο δούλος του Θεού Εκύτιος. Στην θαυματουργία δηλαδή αυτή τήρησε το παράδειγμα του Διδασκάλου,6 ο οποίος, όταν Τον κάλεσε για τον γιό του ο αξιωματούχος του βασιλέως, του αποκατέστησε την υγεία με τον λόγο Του μόνο, και επιστρέφοντας ο πατέρας έμαθε πως ο γιος του αποκαταστάθηκε ση ζωή, την ίδια ώρα που άκουσε από το στόμα της Αλήθειας πως ζούσε εκείνος. Όλοι λοιπόν οι μοναχοί εκπληρώνοντας την εντολή του πατέρα τους, εξεδίωξαν αυτόν τον Βασίλειο από την κατοίκηση του μοναστηριού. Όταν εκδιώχθηκε, είπε πως συχνά είχε κρεμάσει στον αέρα το κελλί του Εκυτίου με μαγικές τέχνες, αλλά όμως δεν μπόρεσε να βλάψει κανέναν από τους δικούς του. Μετά από όχι πολύ καιρό εδώ στη Ρώμη άναψε ο ζήλος του Χριστιανικού λαού και αυτός καύθηκε στην πυρά.
Κάποια μέρα μία δούλη του Θεού από το ίδιο μοναστήρι παρθένων μπήκε στον κήπο. Είδε ένα μαρούλι και το επιθύμησε. Το δάγκωσε με απληστία ξεχνώντας να το ευλογήσει με το σημείο του σταυρού, αλλά καταλήφθηκε από τον διάβολο, που αμέσως την έρριξε κάτω. Καθώς βασανιζόταν, ανήγγειλαν επειγόντως στον πατέρα Εκύτιο να έλθει γρήγορα και να συνδράμει με την προσευχή του. Μόλις ο πατήρ μπήκε στον κήπο, άρχισε ο διάβολος που την είχε κυριέψει να φωνάζει με το στόμα της σαν για να απολογηθεί, λέγοντας: «Εγώ τί έκανα; Εγώ τί έκανα; Απλώς καθόμουν πάνω στο μαρούλι. Ήρθε εκείνη και με δάγκωσε». Με μεγάλη αγανάκτηση ο άνθρωπος του Θεού τον διέταξε να αποχωρήσει και να μην έχει πια τόπο στην δούλη του Παντοδυνάμου Θεού. Αποχώρησε εκείνος αμέσως και δεν βρήκε στο εξής τη δυνατότητα να την αγγίξει.
Κάποιος που λεγόταν Φήλιξ, ευγενής από την επαρχία της Νουρσίας,7 πατέρας του Καστόριου που τώρα διατρίβει μαζί μας στη Ρώμη, επειδή έβλεπε πως ο ευσεβής άνθρωπος Εκύτιος δεν είχε ιερατικό αξίωμα κι όμως διέτρεχε από τόπο σε τόπο και με ζήλο κήρυττε, προσήλθε σε αυτόν κάποια μέρα με το θάρρος της οικειότητας λέγοντας: «Εσύ που δεν έχεις ιερατικό αξίωμα και δεν πήρες άδεια κηρύγματος από τον Ρωμαίο ποντίφικα, στον οποίο υπόκεισαι, πώς αναλαμβάνεις να κηρύττεις;» Αναγκασμένος από αυτή την ερώτηση ο άγιος άνθρωπος φανέρωσε πως δέχτηκε την άδεια του κηρύγματος λέγοντας: «Αυτά που μου λες, κι εγώ τα ίδια διαλογίζομαι ο ίδιος μέσα μου. Όμως κάποια νύχτα μου παρουσιάσθηκε σε όραμα ένας ωραίος νέος και έβαλε στη γλώσσα μου ένα ιατρικό εργαλείο, δηλ. φλεβότομο,8 λέγοντας: «Ιδού, έθεσα τους λόγους μου στο στόμα σου.9 Ν’ εξέλθεις, για να κηρύξεις». Και από εκείνη την ημέρα, ακόμα και αν θελήσω, δεν μπορώ να σιωπήσω για τον Θεό».
ΠΕΤΡΟΣ. Θα ήθελα ακόμα κι άλλο να γνωρίσω το έργο αυτού του πατρός, ο οποίος φέρεται να έχει δεχθεί τέτοια χαρίσματα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Το έργο, Πέτρε, έρχεται από το χάρισμα, όχι το χάρισμα από το έργο˙ ειδάλλως «η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις».10 Του κάθε έργου προηγούνται τα χαρίσματα, όμως και από το έργο που επακολουθεί αυξάνουν επίσης και τα ίδια τα χαρίσματα. Αλλά για να μην μείνεις στερημένος από την επίγνωση της πολιτείας του, καλά την γνώρισε ο ευλαβέστατος άνδρας Αλβίνος,11 επίσκοπος της εκκλησίας Ρεάτου,12 και μέχρι σήμερα ζουν πολλοί που είχαν τη δυνατότητα να ξέρουν. Αλλά τι ζητάς άλλα έργα; Ένα έχω να σου πω: η καθαρότητα του βίου του συμφωνούσε με τον ζήλο του κηρύγματος.
Πράγματι τέτοια θέρμη είχε ανάψει μέσα του στο να μαζεύει ψυχές για τον Θεό, ώστε ενώ και σε μονές προΐστατο, συγχρόνως γυρνούσε εκκλησίες, κώμες, χωριά, ακόμη και σπίτια του καθενός πιστού και διήγειρε τις καρδιές των ακροατών προς τον πόθο της ουράνιας πατρίδας. Φορούσε εντελώς ευτελή ενδύματα και παρείχε τέτοια εξωτερική εντύπωση, που κάποιος που τυχόν δεν τον ήξερε και δεχόταν χαιρετισμό από αυτόν δεν καταδεχόταν να του ανταποδώσει τον χαιρετισμό. Και όσες φορές μετέβαινε σε άλλο τόπο, καθόταν σε υποζύγιο, όσο γινόταν το πιο αξιοκαταφρόνητο από όλα τα ζώα της μονής. Για τούτο επίσης χρησιμοποιούσε καπίστρι αντί για χαλινάρι και δέρματα προβάτων αντί για σέλλα. Πάνω του κρατούσε ιερά βιβλία βαλμένα σε δερμάτινα σακκίδια στο δεξιό και αριστερό πλευρό, και οπουδήποτε έφθανε άνοιγε την πηγή των Γραφών και πότιζε τα λειβάδια του νου.
Η φήμη του κηρύγματός του έφθασε να γίνει επίσης γνωστή στην πόλη Ρώμη και, καθώς συνηθίζει η γλώσσα των κολάκων να φονεύει χαϊδεύοντας την ψυχή του ακροατή της, έτσι εκείνο τον καιρό κάποιοι κληρικοί, κολακεύοντας τον αρχιερέα αυτού του αποστολικού θρόνου, παραπονέθηκαν, λέγοντας: «Ποιος είναι αυτός ο αγροίκος άνθρωπος, ο οποίος ιδιοποιήθηκε το δικαίωμα του κηρύγματος και τολμά, αν και αμαθής, να σφετερίζεται από μόνος του την διακονία σου, του αποστολικού μας κυρίου; Να σταλεί λοιπόν, αν έτσι ευδοκείς, κάποιος να τον παραστήσει εδώ, για να γνωρίσει ποια είναι η ισχύς της εκκλησίας μας». Όπως συνήθως συμβαίνει, όταν ασχολείται η ψυχή με πολλά, να την υφαρπάζει άνετα η κολακεία, αν δεν αποκρουσθεί το συντομότερο από την ίδια την θύρα της καρδιάς, έτσι κι ο ποντίφηξ έδωσε τη συγκατάθεσή του στους συμβουλάτοράς του κληρικούς να οδηγήσουν εκείνον στην πόλη Ρώμη και να εξακριβώσει ποια είναι τα μέτρα του.13
Έστειλε λοιπόν τον Ιουλιανό τον τότε δεφένσορα,14 που αργότερα ανέλαβε επίσκοπος της εκκλησίας της Σαβίνης,15 δίνοντάς του εντολή να τον οδηγήσει εκεί με μεγάλη τιμή, για να μην υποστεί προσβολή με κανένα τρόπο ο δούλος του Θεού από αυτή την προσαγωγή του. Αυτός θέλοντας οπωσδήποτε να κάνει εκδούλευση στα θελήματα των κληρικών, έσπευσε με αέρα στο μοναστήρι του, αλλά εκεί απουσίαζε ο ίδιος και βρήκε τους γραμματικούς να καλλιγραφούν. Τους ρώτησε που ήταν ο αββάς και αυτοί του είπαν: «Στην κοιλάδα αυτή που βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι κόβει τα χόρτα».16
Ο Ιουλιανός είχε ένα νεαρό ακόλουθο πολύ αλαζόνα και αυθάδη, τον οποίο και ο ίδιος μετά δυσκολίας μπορούσε να ελέγχει. Πήγε το παιδί και με γρηγοράδα μπήκε στο λειβάδι με πνεύμα ιταμό και, βλέποντάς τους όλους εκεί να κόβουν χόρτα, ρώτησε ποιος τάχα να ήταν ο Εκύτιος. Και μόλις του είπαν ποιος είναι, κοιτάζοντάς τον από μακριά ακόμα, αμέσως επλήγη από φοβερή δειλία, άρχισε να φοβάται, να παραλύει και μετά βίας μπορούσε να συρθεί με τρεμάμενα βήματα. Τρέμοντας έφθασε στον άνθρωπο του Θεού, περιέπλεξε ταπεινά τους βραχίονές του στα γόνατα εκείνου καταφιλώντας και ανήγγειλε πως ο κύριός του είχε έλθει να τον συναντήσει. Ο δούλος του Θεού ανταπόδωσε τον χαιρετισμό και τον προσέταξε, λέγοντας: «Πάρε φρέσκο χόρτο και κουβάλησέ το ως τροφή για τα ζώα με τα οποία ήλθατε. Εγώ, να, λίγο ακόμα μου έμεινε και μόλις τελειώσω θα σε ακολουθήσω».
Ο υπεύθυνος όμως της αποστολής Ιουλιανός ο δεφένσωρ απορούσε πολύ τι να συνέβαινε και αργούσε να γυρίσει ο νεαρός, όταν επιτέλους τον αντικρύζει να επιστρέφει κουβαλώντας τον ώμο χόρτο από το λειβάδι. Οργίστηκε με σφοδρότητα και άρχισε να φωνάζει, λέγοντας: «Τι είναι τούτο; Εγώ σε έστειλα να μου φέρεις άνθρωπο, όχι να κουβαλήσεις χόρτο». Του απάντησε το παιδί: «Αυτός που ζητείς, να, έρχεται από πίσω μου». Οπότε και να: ο δούλος του Θεού, είχε δέσει τα υποδήματά του, πήρε στον ώμο το δρεπάνι του χόρτου και ερχόταν. Αυτόν έδειξε από μακριά το παιδί στον κύριό του υποδηλώνοντας πως αυτός ήταν που ζητούσε. Ο Ιουλιανός, μόλις ξαφνικά είδε τον δούλο του Θεού, από την εμφάνισή του τον καταφρόνεσε και ετοιμαζόταν από μέσα του πώς να τον αποπάρει με θρασύτητα. Αμέσως όμως μόλις έφθασε δίπλα του ο θεράπων του Θεού, τον κατέλαβε τέτοιο αφόρητο δέος στην ψυχή, που έτρεμε ολόκληρος και μόλις μετά δυσκολίας μπόρεσε να ψελλίσει η γλώσσα του για να εξηγήσει τον σκοπό για τον οποίο είχε έρθει. Με ταπεινωμένο πλέον πνεύμα έτρεξε στα γόνατα εκείνου, του ζήτησε να κάνει ευχή για αυτόν, και ανήγγειλε πως ο πατήρ του, ο αποστολικός ποντίφηκας, ήθελε να τον ιδεί.
Ο σεβάσμιος Εκύτιος άρχισε να αποδίδει άμετρες ευχαριστίες στον Παντοδύναμο Θεό, εκλαμβάνοντας ότι η άνωθεν χάρις τον επισκέφθηκε δια του μηνύματος του υψηλοτάτου ποντίφηκος. Αμέσως κάλεσε τους αδελφούς, διέταξε την ίδια κιόλας ώρα να ετοιμάσουν υποζύγια και άρχισε να βιάζει επιτακτικά τον εκβιβαστή17 του να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Ιουλιανός του είπε: «Αυτό δεν γίνεται με κανένα τρόπο, γιατί είμαι εξαντλημένος από τον δρόμο και σήμερα δεν έχω κουράγιο να φύγουμε». Τότε εκείνος απάντησε: «Με στενοχωρείς, τέκνο μου, γιατί αν δεν ξεκινήσουμε τη σημερινή ημέρα, αύριο πια δεν φεύγουμε». Έτσι ο δούλος του Θεού, λόγω της κοπώσεως του κλητήρα του, αναγκάσθηκε και παρέμεινε στο μοναστήρι του τη νύχτα εκείνη.
Και να που την άλλη μέρα με το χάραγμα της αυγής, πάνω σε άλογο καταλαχανιασμένο από το τρέξιμο, ήρθε στον Ιουλιανό ένας νεαρός με επιστολή, στην οποία του δινόταν η η εντολή να μην αγγίξει τον δούλο του Θεού, ούτε να τολμήσει να τον μετακινήσει από το μοναστήρι. Όταν ζήσετε να μάθει γιατί άλλαξε η απόφαση, πληροφορήθηκε πως την ίδια νύχτα που ο ίδιος στάλθηκε εκεί ως εκβιβαστής, ο ποντίφηκας σε οπτασία κατατρόμαξε που τον ρωτούσαν, γιατί αποτόλμησε να στείλει να του παρουσιάσουν τον δούλο του Θεού.
Ο Ιουλιανός αμέσως σηκώθηκε και, παραθέτοντας τον εαυτό του στις ευχές του σεβασμίου ανδρός, είπε: «Παρακαλεί ο πατήρ σας να μην κοπιάσετε». Όταν το άκουσε αυτό ο δούλος του Θεού, περίλυπος είπε: «Δεν στο είπα χθες, πως αν δεν αναχωρούσαμε αμέσως, δεν επρόκειτο πια να φύγουμε;» Τότε για να παράσχει αγάπη κράτησε τον κλητήρα του στο μοναστήρι, και εξαναγκάζοντάς τον του έδωσε, και χωρίς να θέλει, αποζημίωση για τον κόπο του.
Βλέπε λοιπόν, Πέτρε, πόση φύλαξη δείχνει ο Θεός πάνω σε όσους στη ζωή αυτή θέλησαν καταφρονεμένους τους εαυτούς τους˙ γιατί συγκαταλέγονται μέσα στον αριθμό των πολιτών της Τιμής όσοι δεν ντρέπονται να είναι έξω από τους ανθρώπους περιφρονημένοι. Και αντίθετα πέφτουν στα μάτια του Θεού, όσοι στα μάτια τα δικά τους και των άλλων φουσκώνουν από την επιθυμία της μάταιας δόξας. Γι’ αυτό και λέγει σε αυτούς η Αλήθεια Χριστός: «Υμείς εστέ οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε Θεός γινώσκει τας καρδίας υμών˙ ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού»18
ΠΕΤΡΟΣ. Πολύ με εκπλήσσει πως μπόρεσαν για έναν τέτοιο άνθρωπο να εξαπατήσουν τόσο μεγάλο ποντίφηκα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Γιατί εκπλήττεσαι, Πέτρε, πού σφάλουμε σαν άνθρωποι που είμαστε; Ή σου διαφεύγει πως ο Δαυίδ, ο οποίος κανονικά είχε πνεύμα προφητείας, έδωσε ψήφο καταδίκης για τον αθώο γιο του Ιωνάθαν, όταν άκουσε τα ψέματα του υπηρέτη του;19 Και αυτό που συνέβη με τον Δαυίδ, και το πιστεύουμε ως δίκαιο κατά κεκρυμμένη κρίση του Θεού, και δεν καταλαβαίνουμε όμως με την ανθρώπινη λογική πως ήταν δίκαιο. Τι το εκπληκτικό λοιπόν, αν κάποτε από τα ψέματα των άλλων οδηγούμαστε σε σφάλματα κι εμείς, που δεν είμαστε προφήτες; Κι είναι αλήθεια εξάλλου πως του καθενός πρωθιερέως τον νου λυμαίνεται πληθώρα φροντίδων. Κι όταν η ψυχή σκορπίζεται στα πολλά, χάνει στο καθένα χωριστά, και όλο και υφαρπάζεται σε κάτι τι, όσο πλατύτερα ασχολείται με πολλά.
ΠΕΤΡΟΣ. Μεγάλη αλήθεια είναι όσα λες.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Οφείλω να μην αποσιωπήσω αυτό που έμαθα γι’ αυτόν τον άνδρα από διήγηση του παλαιού αββά μου ευλαβεστάτου Βαλεντίωνος.20 Έλεγε δηλαδή ότι, όταν το σώμα του ήταν θαμμένο στο ναό του μακαρίου μάρτυρος Λαυρεντίου,21 ένας χωρικός άφησε πάνω στον τάφο του ένα κιβώτιο στάρι δίχως να φροντίσει να λογαριάσει και να ευλαβηθεί, ποιος και τι λογής άνδρας έκειτο εκεί. Τότε ξαφνικά σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος από τον ουρανό και, ενώ όλα τα πράγματα παρέμεναν ακίνητα, άρπαξε το κιβώτιο που είχε τοποθετηθεί πάνω στον τάφο του και το πέταξε μακριά, για να γνωρίσουν όλοι καταφανώς πόσης αξίας υπήρχε αυτός του οποίου το σώμα έκειτο εκεί.
Αυτά επίσης που προσθέτω τα έμαθα από διήγηση του προαναφερθέντος ευσεβούς ανδρός Φορτουνάτου,22 ο οποίος πολύ με αναπαύει για την ηλικία του, τα έργα του και την απλότητά του. Όταν οι Λογγοβάρδοι εισέβαλλαν στην επαρχία της Βαλερίας,23 μοναχοί από το μοναστήρι του ευλαβεστάτου ανδρός Εκυτίου κατέφυγαν στο ευκτήριο που προαναφέραμε δίπλα στον τάφο του. Κι όταν οι Λογγοβάρδοι εξαγριωμένοι μπήκαν στο ευκτήριο, άρχισαν να σύρουν έξω τους μοναχούς, είτε για να τους τυραννήσουν με βασανιστήρια, είτε να τους εκτελέσουν με ξίφος. Ένας από αυτούς αναστέναξε και γεμάτος πικρό πόνο έκραξε: «Έ, άγιε Εκύτιε, σου αρέσει έτσι να συρόμαστε και δεν μας υπερασπίζεσαι;». Με τον λόγο του αυτό αμέσως ακάθαρτο πνεύμα μπήκε μέσα στους εξαγριωμένους Λογγοβάρδους. Αυτοί άρχισαν να κυλιούνται στο χώμα και χτυπιόντουσαν για τόση ώρα, όση για να το μάθουν όλοι οι Λογγοβάρδοι, κι αυτοί που ήταν έξω γύρω, ώστε να μην τολμούν στο εξής να βεβηλώνουν τον άγιο τόπο. Έτσι ο άγιος άνδρας με το να υπερασπίσει τους μαθητές του, παρέσχε επίσης και στη συνέχεια προστασία σε πολλούς ου κατέφευγαν εκεί.

Υποσημειώσεις.

1. Equities. Αναφέρεται στο Ρωμαϊκό εορτολόγιο στις 11 Αυγούστου.
2. Valeria: περιοχή του Λατίου στο εσωτερικό της χώρας ΒΑ της Ρώμης (βλ. χάρτη).
3. Το επεισόδιο έλαβε χώρα γύρω στα 510-511 μ.Χ. Αρχηγοί των μάγων ήταν οι Βασίλειος και Πραιτεξτάτος.
4. Castrorius: τοποθετείται χρονολογικά ανάμεσα στους γνωστούς επισκόπους Ουαλεντίνο (502) και Μαρκελλίνο (559).
5. Amiternum: αρχαία πόλη στη Βαλερία, πατρίδα του Σαλλούστιου, περί τα 8 Km ΒΑ της Ακουΐλας ,σε στρατηγική θέση, σήμερα κατεστραμμένη, σώζονται μόνο ερείπια (βλ. χάρτη Ζ 6)
6. Βλ. Ιωάν. 4, 46- 53, όπου η θεραπεία του υιού του «βασιλικού».
7. Nursia: αρχαία πόλις (και ομώνυμη επαρχία) στη χώρα των Σαβίνων, στο Βόρειο άκρο της Βαλερίας (βλ. χάρτη Ζ 5) σημερινή Norcia,όπου και αρχαία ερείπια.
8. Flevotomum, από την ελληνική ιατρική ορολογία.
9. Πρβλ. Ιερεμ. 1,9, όπου ο προφήτης Ιερεμίας εκλήθη στο κήρυγμα με τα ίδια λόγια.
10. Ρωμ. 11,6
11. Albinus, σύγχρονος μάλλον του συγγραφέως, πιθανώτατα αυτοεξόριστος στη Ρώμη, λόγω της Λομβαρδικής κατακτήσεως.
12. Ρέατος ή Ρεάτε (Reate) αρχαία σαβινική πόλις, η σημερινή Rieti, στο Λάτιο στα μέρη της Βαλερίας (βλ. χάρτη Ε 6).
13. Ο άγ. Γρηγόριος αποσιωπά διακριτικά το όνομα αυτού του προκατόχου του. πάντως μια ανάλογη διήγηση αναφέρεται στο Λειμωνάριο (κεφ. 150) για τον πάπα Αγαπητό (535 – 536 μ. Χ.)
14. Defensor (civitatis) = «έκδικος», προστάτης, βυζαντινό ανώτατο αξίωμα. Μεριμνούσε για την προστασία του λαού από τις αυθαιρεσίες των επαρχιακών αρχόντων. Αντίστοιχα, ο defensor ecclesiase, για τον οποίο πρόκειται εδώ, ασχολούνταν με τις εκκλησίες, τους πτωχούς και τις χήρες.
15. Σαβίνη: η χώρα των αρχαίων Σαβίνων (βλ. χάρτη). Κατά καιρούς υπήρξε και ομώνυμη επισκοπή όπως συναντάται και εδώ.
16. Δηλ. κοσσίζει, εργασία ιδιαίτερα κοπιαστική.
17. Executor = δικαστικός κλητήρας.
18. Λουκ. 16.15
19. Πρόκειται για την ιστορία του Μεμφιβοσθέ, υιού του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, και του δούλου του Σιβά, ο οποίος διέβαλε τον κύριό του στον Δαυίδ, πως δεν ήθελε να τον ακολουθήσει στην έξοδό του από την Ιερουσαλήμ, περιμένοντας να τον κάνει βασιλιά ο Αβεσσαλώμ. Ο Δαυίδ διέταξε όλη η περιουσία του Μεμφιβοσθέ να δοθεί στον Σιβά. Αργότερα προσπάθησε να επανορθώσει. (Βασ’. Β’ 16 και 19).
20. Valentio: ηγούμενος της μονής του αγίου στην Κλιτύν Σκαύρου (Clivus Scauri), όπως είπαμε, στον Καίλιο λόφο της Ρώμης. Τώρα έχει ήδη κοιμηθεί (βλ. ΙΙΙ, 22,1). Είχε προηγουμένως διατελέσει ηγούμενος και στην Βαλερία (βλ.ΙV, 22 I). Τιμάται κατά το Ρωμαϊκό εορτολόγιο στις 14 Μαρτίου.
21. Ο γνωστός άγιος μάρτυς, αρχιδιάκονος Ρώμης (256μ. Χ.). Εδώ πρόκειται για τον ναό Σαν Λορέντσο στο Pizzoli 5 Km βόρεια του Αμιτέρνου, όπου έγινε και η ανακομιδή των λειψάνων του οσίου Εκυτίου το 1461 και εν συνεχεία η μεταφορά τους σε άλλους ναούς της ίδιας περιοχής της Ακουΐλας.
22. Βλ. 3,5. Πρέπει να ήταν προχωρημένης ηλικίας.
23. Οι Λομβαρδοί εισέβαλαν στην Τουσκία και τις γειτονικές επαρχίες μεταξύ του 571 και 574 μ. Χ., οπότε και τις προσάρτησαν στο νεοδημιουργηθέν κράτος τους (βλ. Εισ’.).

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.