Οι Ψαριανοί στην Επανάσταση.

Την πρώτη του Ιουλίου 1823 ένα πλοιάριο, αφού έλυσε τα πρυμνήσια, απέπλευσε από τα Ψαρά. Μόλις βγήκε από το λιμάνι, ανασύρει τα είκοσι κουπιά του και απλώνει τα πανιά.
Ο ζέφυρος φυσούσε πρίμος και το μικρό σκάφος με εύστροφες κινήσεις πηδούσε στα κύματα, κομψό και περήφανο.
Ήταν περήφανο, γιατί δεν έσχιζε εδώ και δυο χρόνια τη θάλασσα με ξένη σημαία. Τώρα κυματίζει η σημαία της ανεξαρτησίας και πάνω της το αθάνατο παράγγελμα «Ελευθερία ή θάνατος».
Σε λίγο ο ήλιος κατεβαίνει μεγαλοπρεπής προς τη θάλασσα. Η νύχτα έρχεται με τ’ αστέρια της. οι ναύτες ψάλλουν όχι όπως πριν πένθιμα τραγούδια, αλλά τα ανδραγαθήματα του Παπανικολή και του Κανάρη. Αν την ώρα εκείνη συναντούσαν πλοίο εχθρικό, βέβαια νέες φλόγες θα μεγάλωναν τη λάμψη των φλογών της Αλικαρνασσού και της Χίου.
Αλλά για πού πήγαιναν οι ατρόμητοι εκείνοι;
Οι Ψαριανοί, οι τρομερές αυτές μάστιγες των Μουσουλμάνων της Μικράς Ασίας, προετοίμαζαν νέα έφοδο εναντίον τους. Ο κυβερνήτης του πλοιαρίου έπλεε για τη Λέρο, όπου, όπως έμαθε, βρίσκονταν πυροβόλα. Και πυροβόλα δεν είχε.
Φτάνοντας το πρωί στο λιμένα της Λέρου είδε δυο πλοία, χωρίς να έχουν ανυψωμένες τις σημαίες τους.
Το γυμνασμένο όμως μάτι του πλοιάρχου αναγνώρισε αμέσως, ότι το πρώτο ήταν αυστριακό και το άλλο ελληνικό.
Άλλ’ αυτός υψώνει αγέρωχος την πολύπτυχη σημαία, όπου διάβαζες τη μαγική λέξη: Ελευθερία.
Σε λίγο ανυψώνεται και στον μεσαίο ιστό το σήμα του αυστριακού ναυάρχου. Συγχρόνως μια βάρκα με έναν αξιωματικό πλησίασε το πλοιάριο και προσκάλεσε τον κυβερνήτη στη ναυαρχίδα.
Ο κυβερνήτης οδηγήθηκε ανύποπτος στην ναυαρχίδα, όπου τον συνέλαβαν αμέσως και τον έριξαν δεμένο στο κύτος της. Έπειτα συνέλαβαν και τους ναύτες, εκτός από δύο, οι οποίοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Και έτσι αλυσόδετοι μεταφέρονται κατόπι στη Σμύρνη.
Έμειναν εδώ και μέσα στο κύτος ένα περίπου μήνα, μήνα αγωνίας και θλίψης, χωρίς να ξέρουν τι σκέπτονταν γι’ αυτούς οι Αυστριακοί.
Αποβιβάστηκαν τέλος στην ξηρά για να σταλούν, καθώς τους είπαν, στα Ψαρά, παραδόθηκαν όμως στον πασά.
Μακρά σειρά δεμένων αιχμαλώτων διέσχιζε τότε τους δρόμους της μητροπόλεως της Ιωνίας. Όλοι ήταν ξυπόλητοι, όλοι ήταν ρακένδυτοι και στα γυμνά κεφάλια τους ακόντιζε φοβερές ακτίνες ο ήλιος του Αυγούστου. Αλλά και όλοι βάδιζαν περήφανοι.
Διαβαίνοντας κοντά στην αγία Φωτεινή, άκουσαν τις ιερές ψαλμωδίες και τότε αισθάνθηκαν θερμό δάκρυ να αναβλύζη από τα μάτια τους.
Η μακρά οδοιπορία υπήρξε γεμάτη οδύνη. Ενώ οι οδηγοί προχωρούσαν έφιπποι, οι ταλαίπωροι δεσμώτες έπεφταν από τους κόπους και τους πόνους. Και τότε τους κρεμούσαν σαν κτήνη στις ουρές των ίππων και έτσι σύρονταν στις πέτρες.
Αιμόφυρτοι έφτασαν τέλος στην Κύζικο, όπου περίμεναν πλοίο για να τους μεταφέρη στην Κωνσταντινούπολη.
Και την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από εκεί, το βράδυ, καθισμένοι στην όχθη μικρού ποταμού, θαύμαζαν τη δύση του ηλίου. Αλλά η βαθιά σιγή, οι καλλονές της φύσης, ο ιλαρός ουρανός της Ασίας βύθισαν τους δυστυχείς σε ένα αίσθημα αθυμίας, άγνωστο σ’ αυτούς ως τώρα.
-Ω! έλεγαν, ποιός ξέρει αν αύριο την ώρα αυτή θα ζούμε, ποιός ξέρει αν και αύριο θα προσευχώμαστε στο Θεό για την πατρίδα!
Αίφνης είδαν να τους πλησιάζη μια σκιά, που, όσο πλησίαζε, φαινόταν σαν κατάλευκος γέρος με βαθιά γένια και ένδυμα μοναχού.
Επί τέλους φτάνει κοντά τους και λέγει:
-«Λάβετε, τέκνα, το άγιον τούτο ύψωμα, το αγιασθέν την Μεγάλην Πέμπτην επί της Ιεράς Τραπέζης˙ φάγετε αυτό και η ελπίς θα αναγεννηθή εις τας καρδίας σας! Έχετε πάντοτε πίστιν εις τον Θεόν και αυτός θα εισακούση τας ευχάς σας».
Μόλις είπε αυτά η σκιά, έγινε άφαντη. Διαδόθηκε τότε ότι ήταν η σκιά του αγίου Νικολάου, προστάτου των Ψαρών.
Ήταν ακόμη βαθιά αυγή, όταν οι αιχμάλωτοι, συνοδευόμενοι από είκοσι δύο ενόπλους, ρίχτηκαν στο βάθος σακολέβας, που έφυγε προς την Κωνσταντινούπολη.
Ο άνεμος φυσούσε αντίθετος και αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν όχι μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Απ’ εκεί έστειλαν ταχυδρόμο να φέρη την είδηση, ότι φτάνουν οι μελλοθάνατοι.
Οι δεσμώτες σκέφτονταν τρόπους εκδικήσεως, αλλά που χέρια; Η παραγγελία του αναχωρητού της Κυζίκου ξαναήρθε στη μνήμη τους και δυνάμωσε το θάρρος τους.
Τέλος πάντων ο άνεμος φύσηξε ευνοϊκός και το πλοίο άνοιξε τα πανιά.
Η γλυκιά θάλασσα του Βοσπόρου φαινόταν τώρα, οι κορυφές των μιναρέδων άρχισαν να χρυσίζουν, και της Αγίας Σοφίας ο θόλος εξείχε μεγαλοπρεπής. Τα καΐκια έπλεαν ελαφρά. Και οι είκοσι δύο φύλακες των Ψαριανών έβλεπαν χάσκοντας την Πόλη.
Έξαφνα τότε, σαν αστραπή, κατέβηκε στην κεφαλή του δέσμιου κυβερνήτη τολμηρή και επικίνδυνη ιδέα.
-Πλησίασε, είπε σε έναν από τους συντρόφους του, και προσπάθησε να κόψης με τα δόντια σου τα δεσμά των χεριών μου. Πρέπει λοιπόν να πεθάνωμε, χωρίς να βάψωμε τα χέρια στο αίμα των εχθρών της πατρίδας;
Πράγματι, ο σύντροφος εκείνος συντρίβει με τα δόντια του τα δεσμά του πλοιάρχου, ο οποίος έλυσε αμέσως τα δεσμά του σωτήρα του. Και σε λίγη ώρα οι δεσμώτες βρήκαν και πάλι την ελευθερία και τη δύναμη.
Αμέσως τότε αρπάζουν τα γιαταγάνια των δημίων και τα βυθίζουν στα στήθη τους. Τα κουπιά, οι αλυσίδες, τα σκοινιά γίνονται φονικά όπλα και όλο το κατάστρωμα γεμίζει πτώματα και αίματα.
Ο κυβερνήτης, πληγωμένος στα χέρια, αρπάζει το πηδάλιο, οι ναύτες ορμούν προς τα άρμενα, και το πλοίο στρέφεται προς τα πίσω.
Και τότε ακούστηκε η φωνή του ήρωα κυβερνήτη Αντρέα Σταματάρα, ενώ τα πτώματα των εχθρών έπεφταν στη θάλασσα:
-Πηγαίνετε, δήμιοι, να φέρετε στους τυράννους την είδηση, ότι στην καρδιά του Έλληνα η αγάπη της πατρίδας δεν σβήνει.
Όμως ο άνεμος κόπασε, και, όταν φύσησε πάλι, εμπόδιζε το πλοίο να προχωρήση. Μόλις μετά πέντε μέρες και ύστερα από πολλές περιπέτειες οι ανδρείοι Ψαριανοί εισεχώρησαν στα Στενά. Φορούσαν το ένδυμα των εχθρών για να μην αναγνωριστούν.
Αλλά όταν το πλοίο σταμάτησε στα φρούρια, κρότοι πυροβόλων αναγγέλλουν ότι απαγορεύεται η έξοδος, και μία μάλιστα σφαίρα τρύπησε το πανί. Εξακολουθούν όμως τον δρόμο τους και ως εκ θαύματος θα περάσουν αβλαβείς.
Ευθύς τότε γονάτισαν και δακρυσμένοι ευχαρίστησαν το Θεό, ο οποίος έσωσε πάλι τους στρατιώτες της πατρίδας. Ήταν η ημέρα εκείνη η 14η Σεπτεμβρίου, κατά την οποία γιορτάζομε την ύψωση του Σταυρού.
Δυστυχώς όμως νέοι κίνδυνοι περίμεναν τους φυγάδες. Ο κυβερνήτης βλέπει προς τον ορίζοντα πολυάριθμο στόλο μεγάλων πλοίων να μπαίνη γρήγορα στον Ελλήσποντο. Ήταν ο στόλος του Σουλτάνου, τον οποίον κατεδίωκαν οι Έλληνες.
Πώς όμως να διαφύγουν το νέο κίνδυνο; Ο ατρόμητος Ανδρέας δεν δείλιασε και έκραξε στους συντρόφους του:
-Θάρρος αδερφοί! «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών». Δεν μας έσωσε για να γίνωμε βορά θηρίων.
Και με εξαίρετη τόλμη, που εμπνέει στα στήθη μόνον η αγάπη της πίστης και της πατρίδας, διέσχισε το στόλο με σημαία τουρκική. Αλλά ένα πλοίο, που το είχε νομίσει ελληνικό, ορμά εναντίον του. Επειδή όμως είδε αταραξία και το ένδυμα των ναυτών, το αφήκε ανενόχλητο.
Τότε η σακολέβα χώθηκε στο σωρό άλλων μικροτέρων πλοίων, από εκείνα που κατεδίωκαν τα εχθρικά. Η προφητεία του μοναχού της Κυζίκου βγήκε αληθινή!
Σε λίγες μέρες οι ατρόμητοι Ψαριανοί γύρισαν στο νησί τους, μετά τρίμηνη και πλέον αιχμαλωσία και κινδύνους, και ενώ τους νόμιζαν χαμένους. Ανέβηκαν στο ναό του αγίου Νικολάου για να ορκιστούν εκ νέου ότι θα πεθάνουν «υπέρ πατρίδος και πίστεως».
Δέκα μήνες έπειτα άγρια στίφη κατέστρεφαν με φωτιά και σίδερο το ηρωικό νησί. Τότε φάνηκε στο Παλαιόκαστρο σημαία λευκή, με τις λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος» και με σταυρό ερυθρό χαραγμένο. Συγχρόνως Έλληνας ναύτης έτρεχε προς την πυριτιδαποθήκη.
Τρομερός κρότος κλόνισε τα θεμέλια της γης και τέσσερεις χιλιάδες απίστων και αρκετοί στρατιώτες της πατρίδας τινάχτηκαν στον αέρα.
(Διασκευή).

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.