Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Α’).

Στην αρχή, όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον έβαλε στον Παράδεισο, όπως λέει η Αγία Γραφή (Γεν. 2, 15), αφού τον στόλισε με όλες τις αρετές και του έδωσε την εντολή να μη φάει από το ξύλο που βρισκόταν στη μέση του Παραδείσου1 (Γεν. 2, 16-17). Και ζούσε στην τρυφή του Παραδείσου με προσευχή, με θεωρία του Θεού,2 με κάθε τιμή και δόξα, έχοντας υγιείς τις αισθήσεις του και παραμένοντας στο «κατά φύσιν), όπως ακριβώς και δημιουργήθηκε. Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Του», δηλαδή αθάνατο και «αυτεξούσιον», στολισμένο με κάθε αρετή. Όταν όμως παράκουσε τον Θεό και έφαγε από το ξύλο που ο Θεός του είχε απαγορεύσει να φάει, τότε διώχθηκε από τον Παράδεισο (Γεν. 3, 23), γιατί ξέπεσε από το «κατά φύσιν» και βρέθηκε στο «παρά φύσιν», δηλαδή στην αμαρτία, στη φιλοδοξία, στη φιληδονία τούτου του κόσμου και στα υπόλοιπα πάθη, που τον κατακυρίευσαν, γιατί έγινε πραγματικά δούλος τους εξαιτίας αυτής της παραβάσεως.

Από τότε λοιπόν άρχισαν όλο και περισσότερο να πληθαίνουν οι διάφορες μορφές της κακίας και βασίλευσε ο θάνατος (Ρωμ. 5, 14). Πουθενά δεν συναντούσες σεβασμό στον Θεό, παντού υπήρχε άγνοια του Θεού. Κάτι λίγοι μόνο, όπως είπαν οι Πατέρες, γνώριζαν τον Θεό, βοηθούμενοι από τον έμφυτο ηθικό νόμο. Τέτοιοι ήταν ο Αβραάμ και οι άλλοι πατριάρχες, ο Νώε και ο Ιώβ, και με λίγα λόγια, λίγοι και πολύ σπάνιοι γνώριζαν τον Θεό. Γιατί τότε άπλωσε ο διάβολος όλη την κακία του, αφού βασίλευσε η αμαρτία (Ρωμ. 5, 21). Τότε άρχισε η λατρεία των ειδώλων, η πίστη σε πολλούς θεούς, οι μαγείες και οι μαγγανείες, οι φόνοι και η υπόλοιπη κακία του διαβόλου.

Τότε λοιπόν ο πανάγαθος Θεός ελέησε το πλάσμα Του και του παρέδωσε με τον Μωυσή τον γραπτό νόμο, με τον οποίο άλλα μεν απαγόρευε, άλλα δε επέτρεπε. Να, τι θέλω να πω: Με τις εντολές είπε: «Αυτό να το κάνετε, εκείνο να μην το κάνετε». Έδωσε τις εντολές και ξεκάθαρα είπε: «Ένας είναι ο Κύριος και Θεός σου» (Δευτ. 6, 4), για να αποσπάσει το νου των ανθρώπων από την πολυθεΐα. Και ακόμα είπε: «Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη διάνοια» (Δευτ. 6, 5). Παντού διακηρύττει ότι ο Θεός είναι ένας και δεν υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν. Γιατί λέγοντας, «να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου», έδειξε ότι ένας Θεός υπάρχει και ένας Κύριος. Και πάλι στις δέκα εντολές: «Τον Κύριο και Θεό σου μόνο να προσκυνήσεις και Αυτόν μόνο να λατρεύσεις και σ’ Αυτόν να αφοσιωθείς και να ορκίζεσαι στο όνομά Του» (Δευτ. 6, 13). Μετά συμπληρώνει: «Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από εμένα.

Δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου άγαλμα ούτε εικόνα για οποιοδήποτε δημιούργημα, απ’ όσα υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη» (Δευτ. 5, 7-8), γιατί τότε προσκυνούσαν όλα τα δημιουργήματα.

Έδωσε λοιπόν ο πανάγαθος Θεός το νόμο για βοήθεια, για επιστροφή του ανθρώπου, για διόρθωση του κακού, και όμως το κακό δεν έλειψε από τη γη. Έστειλε Προφήτες, αλλά ούτε αυτοί μπόρεσαν να βοηθήσουν. Γιατί νίκησε η κακία, όπως λέει ο Ησαΐας. «Η κακία δεν είναι απλώς ένα τραύμα εδώ ή κάποιο μωλώπισμα εκεί ή μια μολυσμένη πληγή αλλού˙ όλο το σώμα είναι μια πληγή. Και έτσι δεν είναι δυνατόν να βάλουμε επάνω του θεραπευτικά λάδια ή επιδέσμους» (Ησ’. 1, 6). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κακό δεν βρίσκεται με μια μόνο μορφή και σε κάποιο μέρος του σώματος, αλλά σε ολόκληρο το σώμα, σε όλη την ψχή έχει κυριαρχήσει και έχει επηρεάσει όλες της τις δυνάμεις. Δεν υπάρχει καμία αλοιφή για να την γιατρεύσει κ.τ.λ., σαν να θέλει να πει: «Όλα έχουν υποταχθεί στην αμαρτία, όλα έχουν απ’ αυτήν κυριευθεί». Λέει δε και ο Ιερεμίας: «Δώσαμε φάρμακα στη Βαβυλώνα και δεν γιατρεύθηκε» (Ιερ. 28, 9).

Δηλαδή, φανερώσαμε το Όνομά Σου, κηρύξαμε τις εντολές Σου, τις ευεργεσίες, τις υποσχέσεις, προφητεύσαμε ξεσήκωμα εχθρών εναντίον της Βαβυλώνας και όμως δεν γιατρεύθηκε, δηλαδή δεν μετανόησε, δεν φοβήθηκε, δεν άφησε την κακία της. Όπως ακριβώς λέει και αλλού: «Δεν δέχθηκε διαπαιδαγώγηση» (Ιερ. 2, 30) δηλαδή συμβουλή, διδασκαλία. Και στον Ψαλμό λέει: «Αηδίασε η ψυχή τους κάθε τροφή και πλησίασαν στα πρόθυρα του πνευματικού θανάτου» (Ψαλμ. 106, 18).

Τότε λοιπόν ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός στέλνει τον Υιό Του τον Μονογενή (Ιωάν. 3, 16). Γιατί μόνο ο Θεός μπορούσε πια να γιατρεύσει τον άνθρωπο και να τον ενισχύσει να σηκωθεί από μια τόσο μεγάλη εμπάθεια. Και δεν το αγνόησαν αυτό οι Προφήτες. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ έλεγε ξεκάθαρα: «Εσύ που κάθεσαι πάνω στα Χερουβίμ… φανερώσου, θέσε σε ενέργεια την ακατανίκητη δύναμή Σου και έλα να μας σώσεις» (Ψαλμ. 79, 2-3). Και αλλού: «Κύριε, χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβα» (Ψαλμ. 143, 5), και τόσα άλλα σαν κι αυτά. Και όλοι οι άλλοι Προφήτες, καθένας με τον τρόπο του πολλά τέτοια είπαν, άλλοτε μεν παρακαλώντας τον Θεό να κατέβει, άλλοτε δε προαναγγέλλοντας τον ερχομό Του, γιατί ακριβώς είχαν δεχθεί την πληροφορία ότι οπωσδήποτε θα κατέβει.

Ήρθε λοιπόν ο Κύριός μας και έγινε άνθρωπος για χάρη μας, για να γιατρεύσει, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, «το όμοιο με το όμοιο, την ψυχή με την ψυχή, το σώμα με το σώμα». Διότι έγινε τέλειος άνθρωπος ο Κύριος, εκτός της αμαρτίας. Πήρε την ίδια την ουσία μας, πήρε όλη την ανθρώπινη φύση μας και έγινε νέος Αδάμ «κατ’ εικόνα» Εκείνου που τον δημιούργησε (Κολ. 3, 10). Γιατί βέβαια ανανεώνει την ανθρώπινη φύση και ξανακάνει ολοκληρωμένες τις αισθήσεις μας, όπως από την αρχή δημιουργήθηκαν. Ανανέωσε τον άνθρωπο που είχε ξεπέσει, με το να γίνει άνθρωπος, ελευθέρωσε αυτόν που είχε τέλεια υποδουλωθεί στην αμαρτία και που ακούσια σερνόταν απ’ αυτήν. Γιατί ο άνθρωπος με τη βία και άθελά του σερνόταν από τον εχθρό. Ακόμα και αυτοί που δεν ήθελαν να αμαρτήσουν, αμάρταναν σχεδόν με τη βία, όπως εκπροσωπώντας μας λέει ο απόστολος: «Δεν κάνω το καλό που θέλω, αλλά κάνω το κακό που δεν θέλω» (Ρωμ. 7, 19).

Με το να γίνει λοιπόν ο Θεός άνθρωπος για χάρη μας, ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την τυραννία του εχθρού. Γιατί τον αποδυνάμωσε, όλη τη δύναμή του τη συνέτριψε και μας γλύτωσε από τη δουλεία μας σ’ αυτόν, από την τέλεια υποταγή μας σ’ αυτόν, αν βέβαια δεν θελήσουμε αυτοπροαίρετα να αμαρτήσουμε. Γιατί, όπως είπε, μας έδωσε την εξουσία να πατάμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να νικάμε κάθε δύναμη του εχθρού (Λουκ. 10, 19), αφού μας καθάρισε με το βάπτισμα από κάθε αμαρτία. Γιατί το άγιο Βάπτισμα συγχωρεί και εξαλείφει κάθε αμαρτία. Πάλι δε ο αγαθός Θεός, γνωρίζοντας την αδυναμία μας και προγνωρίζοντας ότι και μετά το άγιο Βάπτισμα θα αμαρτήσουμε – όπως λέει η Αγία Γραφή ότι η «διάνοιά μας τείνει προς το πονηρό από τη μικρή μας ηλικία» (Γεν. 8, 21) – μας έδωσε κατά την αγαθότητά Του άγιες εντολές, να μας καθαρίσουν, ώστε, αν θελήσουμε, να μπορέσουμε πάλι να καθαριστούμε, με την τήρηση των εντολών, όχι μόνο από τις αμαρτίες μας, αλλά και από αυτά τα πάθη μας. Γιατί είναι άλλα τα πάθη και άλλες οι αμαρτίες.

Τα πάθη είναι ο θυμός, η κενοδοξία, η φιληδονία, το μίσος, η κακή επιθυμία και άλλα παρόμοια. Οι δε αμαρτίες είναι οι ενέργειες αυτών των παθών, όταν δηλαδή αφήνει κανείς τα πάθη του να δράσουν, όταν με το σώμα διαπράττει εκείνα που του υπαγορεύουν τα πάθη. Φυσικά υπάρχει ενδεχόμενο να έχει μεν κάποιος τα πάθη, άλλ’ όμως να μην τα ενεργεί.

Μας έδωσε λοιπόν, όπως είπα, εντολές που μας καθαρίζουν και από τα ίδια μας τα πάθη, απ’ αυτές τις κακές διαθέσεις που υπάρχουν στον «έσω άνθρωπο» (Ρωμ. 7, 22: Εφ. 3, 16). Γιατί τον προικίζει με τη διάκριση του καλού και του κακού, τον ξυπνάει ,του δείχνει τις αιτίες που τον κάνουν να αμαρτάνει, και λέει: «Ο νόμος είπε: Να μη μοιχεύσεις. Εγώ όμως λέω ούτε να και να επιθυμήσεις» (Ματθ. 5, 27 – 28: Έξ. 20, 14). «Ο νόμος είπε: Να μη φονεύσεις. Εγώ όμως λέω ούτε να οργιστείς» (Ματθ. 5, 21- 22: Έξ. 20, 13). Γιατί, αν επιθυμήσεις, και αν ακόμα δεν μοιχεύσεις σήμερα, όμως δεν σταματά μέσα σου να σ’ ενοχλεί η επιθυμία μέχρι να σε ρίξει και στη διάπραξη του πάθους. Αν θυμώνεις και ξεσηκώνεσαι κατά του αδελφού σου, θα πέσεις και στην καταλαλιά και μετά στην επιθυμία να πάθει κακό και έτσι, προχωρώντας λίγο –λίγο, φθάνεις στο σημείο και να φονεύσεις.

Πάλι λέει ο νόμος: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» κ.τ.λ. (Έξ. 21, 24). Ο Κύριος όμως μας διδάσκει, όχι μόνο να δεχόμαστε με μακροθυμία το κτύπημα αυτού που μας ραπίζει, αλλά να του γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο με ταπείνωση. Γιατί αυτός ήταν τότε ο σκοπός του νόμου, να μας διδάξει να μην κάνουμε όσα δεν θέλουμε να πάθουμε. Μας σταματούσε λοιπόν να μην κάνουμε το κακό, με το φόβο μήπως πάθουμε το ίδιο. Τώρα, όπως είπα, αυτό που μας ζητιέται είναι, να ξεριζώσουμε από την ψυχή μας κάθε πάθος, είτε αυτό είναι μίσος, είτε φιληδονία, είτε φιλοδοξία, είτε ο,τιδήποτε άλλο.

Μ’ ένα λόγο, ο σκοπός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι να μας διδάξει πως φθάσαμε σ’ αυτές τις αμαρτίες, από ποια αιτία πέσαμε σ’ αυτές τις κακές ημέρες. Πρώτα – πρώτα μας ελευθέρωσε, όπως έχω ήδη πει, με το Άγιο Βάπτισμα, δίνοντάς μας την άφεση των αμαρτιών, και μας έδωσε εξουσία να κάνουμε το καλό, αν θέλουμε, και να μην παρασυρόμαστε κατά κάποιο τρόπο με τη βία στο κακό. Γιατί εκείνος που είναι δούλος στις αμαρτίες, πιέζεται και σέρνεται απ’ αυτές, καθώς λέει: «Καθένας δένεται με τα δεσμά των αμαρτιών του» (Παροιμ. 5, 22). Μετά, με τις άγιες εντολές μας διδάσκει πώς να καθαριστούμε και από τα ίδια τα πάθη, ώστε να μην πέφτουμε μ’ αυτά πάλι στις ίδιες αμαρτίες. Μας δείχνει λοιπόν και την αιτία, από την οποία καταντά κανείς στην αλαζονική και περιφρονητική συμπεριφορά και στην παρακοή και αυτών ακόμα των εντολών του Θεού. Έτσι μας δίνει τη θεραπεία και της αιτίας, ώστε να μπορέσουμε να υπακούσουμε και να σωθούμε.

Ποια λοιπόν είναι η αιτία και ποια η θεραπεία και αυτής της αλαζονικής και περιφρονητικής συμπεριφοράς; Ακούστε τι λέει ο Κύριός μας: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11, 29). Να, εδώ, σύντομα, μ’ ένα λόγο, μας έδειξε τη ρίζα και την αιτία όλων των κακών και το φάρμακό της, την αιτία όλων των αγαθών. Μας έδειξε ότι η υπερηφάνεια μας νίκησε και ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να ελεηθούμε, παρά μόνο με το αντίθετο, που είναι η ταπεινοφροσύνη. Γιατί η υπερηφάνεια γεννά την αλαζονική και περιφρονητική συμπεριφορά και την καταστροφική παρακοή, όπως ακριβώς και η ταπεινοφροσύνη γεννά την υπακοή και τη σωτηρία των ψυχών μας. Εννοώ βέβαια εκείνη την πραγματική ταπεινοφροσύνη, όχι μόνο την ταπείνωση με λόγια ή με εξωτερικούς τύπους, αλλά την πραγματικά ταπεινή διάθεση που καλλιεργείται στην καρδιά και στο φρόνημα. Γιατί αυτό εννοεί, όταν λέει: «Είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»3

Του οσίου πατρός ημών Δωροθέου διδασκαλίαι διάφοροι προς τους εαυτού μαθητάς.

Αναχωρήσαντος αυτού εκ των του αββά Σερίδου και το ίδιον συν Θεώ συστησαμένου μοναστήριον μετά τον αββά Ιωάννου του προφήτου τελευτήν και τελείαν σιωπήν του αββά Βαρσανουφίου.

Περί Αποταγής.

Εν αρχή ότε εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, έθετο αυτόν εν τω παραδείσω, καθώς λέγει η αγία Γραφή, κοσμήσας απάση αρετή, δους αυτώ εντολήν του μη φαγείν εκ του ξύλου του εν μέσω του παραδείσου. Και ην εν τρυφή του παραδείσου, εν ευχή, εν θεωρία, εν πάση δόξη και τιμή, έχων σώας τας αισθήσεις και ων εν τω κατά φύσιν καθώς και εκτίσθη. Κατ’ εικόνα γαρ Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, τούτ’ έστιν αθάνατον, αυτεξούσιον, κεκοσμημένον πάση αρετή. Ότε δε παρέβη την εντολήν και έφαγεν εκ του ξύλου ου ενετείλατο αυτώ ο Θεός μη φαγείν απ’ αυτού, τότε εξεβλήθη του παραδείσου˙ εξέπεσε γαρ εκ του κατά φύσιν και ην εν τω παρά φύσιν, τούτ’ έστιν εν τη αμαρτία, εν τη φιλοδοξία και φιληδονία του βίου τούτου και τοις λοιποίς πάθεσι, κατακυριευόμενος υπ’ αυτών˙ κατεδούλωσε γαρ αυτοίς εαυτόν δια της παραβάσεως. Τότε λοιπόν ηυξήθη κατά μέρος η κακία και εβασίλευσεν ο θάνατος ουδαμού ην θεοσέβεια, πανταχού δε αγνωσία Θεού˙ ολίγοι τινές, ως είπον οι Πατέρες, εκ του φυσικού νόμου κινούμενοι, εγίνωσκον τον Θεόν˙ οίος ην ο Αβραάμ κκαι οι λοιποί πατριάρχαι, Νώε και Ιώβ, και απλώς ειπείν ολίγοι τινές και πάνυ σπάνιοι ήσαν οι γινώσκοντες τον Θεόν˙

τότε γαρ ήπλωσεν ο εχθρός πάσαν την κακίαν αυτού, καθότι εβασίλευσεν η αμαρτία, τότε ήρξατο ειδωλολατρία, πολυθεΐα, γοητεία, φόνοι και λοιποί κακία του διαβόλου.

Τότε λοιπόν ο αγαθός Θεός ελεήσας το πλάσμα αυτού, έδωκε τον γραπτόν νόμον δια Μωυσέως, εν ώ τα μεν απηγόρευσεν, τα δε διηγόρευσεν, οίόν τι λέγω˙ Τόδε ποιήσατε, τόδε μη ποιήσατε. Έδωκεν εντολάς και ευθέως λέγει˙ Κύριος ο Θεός σου Κύριος εις εστίν, ίνα τέως αποστήση τον νουν αυτών από πολυθεΐας. Και˙ Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Πανταχού κηρύσσει ότι ο Θεός εις εστί και ουκ έστιν άλλος. Ειπών γαρ ότι˙ Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, έδειξεν ότι ο Θεός εις εστί και εις Κύριός εστί. Και πάλι εις τους δέκα λόγους˙ Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνον λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση και τω ονόματι αυτού ομή˙ λοιπόν επάγει το˙ Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα επί της γης κάτω. Εσέβοντο γαρ πάντα τα κτίσματα.

Έδωκεν ουν τον νόμον ο αγαθός Θεός προς βοήθειαν, προς επιστροφήν, προς διόρθωσιν της κακίας και όμως ου διωρθώθη. Έπεμψε προφήτας και ουδ’ αυτοί ηδυνήθησαν. Υπερίσχυσε γαρ η κακία, ως λέγει ο Ησαΐας˙ Ούτε τραύμα, ούτε μώλωψ ούτε πληγή φλεγμαίνουσα˙ ουκ έστι μάλαγμα επιθείναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους˙ οίον ειπείν, ουκ έστι μερική η κακία, ουδέ εν ενί τόπω, άλλ’ εν όλω τω σώματι, όλην περιέχει την ψυχήν, όλας τας δυνάμεις αυτής συνέχει˙ ουκ έστι μάλαγμα επιθείναι, και τα εξής οιονεί, πάντα δεδούλωμαι τη αμαρτία, πάντα κεκράτηται υπ’ αυτής. Λέγει δε και ο Ιερεμίας Ιατρεύσαμεν, τας εντολάς σου ανηγγείλαμεν, τας ευεργεσίας, τας επαγγελίας, εχθρών επαναστάσεις προεμηνύσαμεν τη Βαβυλώνι, και όμως ουκ ιάθη˙ τούτ’ εστίν ου μετενόησεν, ουκ εφοβήθη, ουκ επέστρεψεν από της κακίας αυτής. Ώσπερ και αλλαχού λέγει ότι˙ Ουκ εδέξαντο παιδείαν, τούτο’ έστι νουθεσίαν, διδασκαλίαν. Και εν τω ψαλμώ λέγει˙ Παν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών, και ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου.

Τότε λοιπόν ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός πέμπει τον Υιόν αυτού τον μονογενή. Θεού γαρ ήν μόνου το ιάσασθαι και περιγενέσθαι τοιούτου πάθους και ουκ ηγνόησαν τούτο οι προφήται. Όθεν και φανερώς έλεγεν ο Δαβίδ˙ Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ, εμφάνηθι, εξέγειρον την δυναστείαν σου και ελθέ εις το σώσαι ημάς. Και˙ Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι˙ και όσα τοιαύτα. Και οι άλλοι δε προφήται πάντες έκαστος αυτών διαφόρως τοιαύτα πολλά έκραξον, τα μεν παρακαλούντες ίνα κατέλθη, τα δε πληροφορηθέντες ότι πάντως κατέρχεται.

Ήλθεν ου ο Κύριος ημών, γενόμενος δι’ ημάς άνθρωπος ίνα, ως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, τω ομοίω το όμοιον ιάσηται, τη ψυχή την ψυχήν, τη σαρκί την σάρκα. Πάντα γαρ γίνεται χωρίς αμαρτίας άνθρωπος. Αυτήν την ουσίαν ημών έλαβεν, την απαρχήν αυτού του φυράματος ημών, και γίνεται νέος Αδάμ και εικόνα του κτίσαντος αυτόν˙ ανανεοί γαρ το κατά φύσιν και σώας πάλιν ποιεί τας αισθήσεις ως εξ αρχής εγένοντο˙ ανενέωσε τον πεσόντα άνθρωπον γενόμενος άνθρωπος, τον καταδουλωθέντα τη αμαρτία ηλευθέρωσε, τον βία υπ’ αυτής αγόμενον. Βία γαρ και τυραννίδι ήγετο υπό του εχθρού ο άνθρωπος, και σχεδόν και οι μη θέλοντες αμαρτήσαι βία ημάρτανον, ως λέγει ο απόστολος εκ προσώπου ημών˙ Ου γαρ ο θέλω αγαθόν, τούτο ποιώ˙ άλλ’ ο ου θέλω κακόν, τούτο πράσσω.

Γενόμενος ουν ο Θεός άνθρωπος δι’ ημάς, ηλευθέρωσε τον άνθρωπον τυραννίδος του εχθρού. Πάσαν γαρ την δύναμιν αυτού καθείλεν, αυτήν την ισχύν αυτού συνέτριψε και ερρύσατο ημάς του είναι υποχειρίους αυτού, του είναι καταδεδουλωμένους αυτώ, ει μήτοι γε ημείς αυτοί εκουσίως θελήσωμεν αμαρτήσαι. Έδωκε γαρ ημίν εξουσίαν, καθώς είπε, πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, καθαρίσας από πάσης αμαρτίας δια του αγίου βαπτίσματος. Πάσαν γαρ αμαρτίαν συγχωρεί το άγιον βάπτισμα και εξαλείψει. Πάλιν δε ο αγαθός Θεός γινώσκων την ασθένειαν ημών και προειδώς ότι μέλλομεν και μετά το άγιον βάπτισμα πάλιν αμαρτήσαι, ως γέγραπται˙ ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού, έδωκεν ημίν κατά την αγαθότητα αυτού εντολάς αγίας καθαιρούσας ημάς, ίνα εάν θελήσωμεν, δυνηθώμεν πάλιν καθαρθήναι δια της φυλακής των εντολών ου μόνον από των αμαρτιών ημών, αλλά και εξ αυτών των παθών. Άλλα γαρ εισί τα πάθη και άλλοι εισίν αι αμαρτίαι˙

τα πάθη εισί θυμός, κενοδοξία, φιληδονία, μίσος, επιθυμία κακή και όσα τοιαύτα˙ αι δε αμαρτίαι εισίν αύται αι ενέργειαι των παθών, ότε τις ενεργώς ποιεί αυτά, ότε πράττει δια του σώματος εκείνα τα έργα α υπαγορεύουσιν αυτώ τα πάθη. Αμέλει ενδέχεταί τινά έχειν μεν τα πάθη, μη ενεργείν δε αυτά.

Έδωκεν ουν ημίν, ως είπον, εντολάς κακθαιρούσας και απ’ αυτών των παθών ημών, αυτών των κακών διαθέσεων του εντός ανθρώπου ημών. Παραπέμπει γαρ αυτώ την διάκρισιν του καλού και του κακού, εξυπνίζει αυτόν, δεικνύει αυτώ τας αιτίας όθεν έρχεται εις το αμαρτάνειν, και λέγει˙ Ο νόμος είπε˙ Μη φονεύσης˙ εγώ δε λέγω˙ Μηδέ οργισθής. Εάν γαρ επιθυμήσης, καν σήμερον μη μοιχεύσης, άλλ’ ου παύεται έσωθεν οχλούσα η επιθυμία έως ου ρίψη σε και εις την ενέργειαν. Ει θυμούσαι και ερεθίζεις σεαυτόν κατά του αδελφού σου, ότε δη ποτέ εμπίπτεις και εις το καταλαλήσαι, είτα εις το επιβουλεύσαι˙ και ούτω προβαίνων κατά μικρόν έρχη λοιπόν και εις το φονεύσαι.

Πάλιν ο νόμος λέγει˙ Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, και τα εξής: Αυτός δε παραινεί μη μόνον δέχεσθαι μετά μακροθυμίας την πληγήν του ραπίσματος ημάς, αλλά και την άλλην σιαγόνα στρέφειν αυτώ μετά ταπεινώσεως. Τότε γαρ ο σκοπός ην του νόμου διδάξαι ημάς μη ποιείν α μη θέλωμεν παθείν. Ανέκοπτεν ουν ημάς του ποιείν το κακόν δια του φόβου του μη παθείν. Άρτι το ζητούμενόν εστίν, ως είπον, εκβαλείν αυτό το μίσος, αυτήν την φιληδονίαν, αυτήν την φιλοδοξίαν, και τα λοιπά πάθη.

Σκοπός εστίν απλώς άρτι τω Δεσπότη ημών Χριστώ διδάξαι ημάς πόθεν ήλθομεν εις όλας τας αμαρτίας ταύτας, πόθεν ενεπέσαμεν εις όλας τας κακάς ημέρας. Πρώτον μεν ουν ηλευθέρωσεν ημάς, ως ήδη είπον, δια του αγίου βαπτίσματος, δους ημίν την άφεσιν των αμαρτιών˙ και έδωκεν ημίν εξουσίαν ποιείν το καλόν, εάν θέλωμεν, και μηκέτι έλκεσθαι, ως αν είποι τις, μετά βίας εις το κακόν. Ο γαρ δεδουλωμένος αμαρτίαις βαρείται και έλκεται υπ’ αυτών, καθώς λέγει˙ Σειραίς δε των εαυτού αμαρτιών έκαστος σφίγγεται. Είτα διδάσκει ημάς δια των αγίων εντολών πως καθαρθήναι και απ’ αυτών των παθών, ίνα μη δια τούτων πάλιν τοις αυτοίς αμαρτήμασι περιπίπτωμεν. Λοιπόν δεικνύει ημίν και την αιτίαν όθεν έρχεταί τις εις καταφρόνησιν και παρακοήν και αυτών των εντολών του Θεού˙ και ούτως παρέχει ημίν και ταύτης την ιατρείαν, ίνα δυνηθώμεν υπακούσαι και σωθήναι.

Τις ουν εστίν αύτη η ιατρεία και τις η αιτία της καταφρονήσεως; Ακούσατε τι λέγει αυτός ο Κύριος ημών˙ Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών. Ιδού ώδε εν συντόμω δι’ ενός λόγου έδειξεν ημίν την ρίζαν και αιτίαν πάντων των κακών, και την ιατρείαν αυτής, την αιτίαν πάντων των αγαθών, έδειξεν ότι η έπαρσις κατέβαλεν ημάς και ότι αδύνατόν εστίν άλλως ελεηθήναι, ει μη δια του εναντίου, όπερ εστίν η ταπεινοφροσύνη. Η γαρ έπαρσις γεννά την καταφρόνησιν και την παρακοήν την ολεθρίαν, ώσπερ και η ταπεινοφροσύνη γεννά την υπακοήν και την σωτηρίαν των ψυχών. Εκείνην δε λέγω την όντως ταπεινοφροσύνην, ου την εν λόγω μόνον ή σχήματι ταπείνωσιν, αλλά διάθεσιν ιδικώς ταπεινήν γενομένην εν αυτή τη καρδία, εν αυτώ τω φρονήματι˙ ούτως γαρ λέγει˙ ότι πράός ειμί και ταπεινός τη καρδία. …

Υποσημειώσεις.

1. Γρηγορίου Θεολόγου P. G. 36, 632C
2. Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ 30, 33, 9-29, ο.π. Για περισσότερα δες Βλαδιμήρου Λόσκι «Η θέα του Θεού», σελ. 39-61. Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973.
3. Είναι αξιοθαύμαστη τόσο η δογματική κατοχύρωση όσο και η εμπειρική ενημερότητα του αββά Δωροθέου στα θέματα της πνευματικής ζωής. Η διδασκαλία του δεν είναι αυθαίρετη ούτε αποτελεί συλλογή ηθικολογικών κανόνων, αλλά είναι βιωματική γνώση που πηγάζει από την ορθή δογματική θεώρηση. Γι’ αυτό και ο λόγος του προχωρεί μεθοδικά, από την έκφραση της δογματικής του πεποιθήσεως στη ζώσα ασκητική πλαισίωση και τη μετάδοση της αλήθειας. Κάθε άλλη κατεύθυνση θα ήταν, τόσο από πλευράς ανθρωπολογίας όσο και από πλευράς εκκλησιολογίας και σωτηριολογίας, αμφισβητήσιμου αποτελέσματος και ύποπτης ορθοδοξίας.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.