Αναμνήσεις των συζύγων Γ.Γ. και Ο.Γ. Λίγα ακόμη απ’ όσα θυμάμαι από τον Άγιο Πορφύριο.

ΛΙΓΑ ΑΚΟΜΗ ΑΠ’ ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
(γραπτό κείμενο του Γ.Γ.)

Καθημερινή εμπειρία τα χαρίσματα του γέροντος Πορφυρίου.

Τον παππούλη γνωρίσαμε η σύζυγός μου και εγώ κάπου στα μέσα του 1975 κατά τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θαυμαστός και που μαζί με μια θαυματουργική διάγνωση και εξ ίσου θαυματουργική θεραπεία της συζύγου μου, περιγράφονται από την ίδια σε μια χωριστή μαρτυρία της για το Γέροντα.

Έκτοτε τρέχαμε πάντα στα Καλλίσια, όταν κι όποτε το επέτρεπαν οι ασχολίες μας και επειδή κατ’ ευτυχή συγκυρία δεν είχαμε, τότε τουλάχιστον, σοβαρά προβλήματα, δεν τον επιβαρύναμε με τις έγνοιες μας, απλά του ζητούσαμε την ευχή του, πράγμα που συχνά διευκόλυνε μακρές και θαυμαστές συζητήσεις επί σχεδόν «παντός θέματος του επιστητού». Έχοντας, λοιπόν, διαβάσει την α’ στην Ελλάδα έκδοση του βιβλίου για τον Γέροντα1 θέλω κατ’ αρχάς να πω, πως για όποιον είχε τη μεγάλη τύχη να βλέπει συχνά τον παππούλη, πάρα πολλές από τις περιγραφόμενες εμπειρίες στο βιβλίο, που αφορούν τα μεγάλα προορατικά, διορατικά, θεραπευτικά κ.ά. χαρίσματα του Γέροντα αποτελούσαν σχεδόν (θου Κύριες φυλακήν τω στόματί μου!) «ρουτίνα». Η δυνατότητά του να διαβάζει τη σκέψη μας, να βλέπει μέσα στο σώμα και στην ψυχή μας, να προβλέπει μελλοντικά συμβάντα, να περιγράφει μέρη στα οποία δεν είχε πάει ποτέ, να ξέρει τα πάντα για ανθρώπους που δεν είχε ποτέ συναντήσει, να κάνει ιατρικές διαγνώσεις και εν συνεχεία θεραπείες κ.λ.π. κ.λ.π. ήταν συνεχής και απεριόριστη σε βαθμό που τελικά να εκπλήσσει. Έτσι, λοιπόν, παρ’ όλες τις ανάλογες εμπειρίες που είχαμε κι εμείς μαζί του, για να μην πλατυάσω περιγράφοντας ομοειδή περιστατικά, θα περιοριστώ σε μερικά που πιστεύω πως παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η επίσκεψη στις γεωτρήσεις Καλάμου.
Το γνωστικό μου αντικείμενο – η Χημεία – και η επαγγελματική μου εμπειρία – στο μεγαλύτερο μέρος της (η βιομηχανική παραγωγή), μ’ έκαναν να είμαι ορθολογιστής και διερευνητικός, ζητώντας τα δεδομένα που απαιτεί η επιστήμη, δηλ. την σταθερά επαναλαμβανόμενη πειραματική απόδειξη. Καταλαβαίνετε, βέβαια, τις ατέλειωτες «κόντρες» – αν επιτρέπεται η έκφραση – με τον παππούλη, που είχε τεράστιες επιστημονικές γνώσεις, αλλά και που κάθε τόσο φρόντιζε να μου αποδεικνύει έμμεσα πόσο «λίγη» ήταν η επιστήμη μου.
Έτσι, λοιπόν, η εποχή που ο γέροντας έψαχνε εντατικά να βρει τη γη που θα έκτιζε το Ησυχαστήριο, συνέπεσε με μια περίοδο, που από μια ατυχή συγκυρία είχα βρεθεί χωρίς δουλειά κι έτσι ήμουν διαθέσιμος για να τον πηγαίνω τα πρωϊνά σε διάφορες περιοχές, που τον ενδιέφεραν. Μια μέρα, λοιπόν, πηγαίνοντας κατά τον Κάλαμο κι αφού είχαμε περάσει τις στροφές στα υψώματα μετά το Καπανδρίτι κι είχαμε αρχίσει να κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα, ο Γέροντας μου ζήτησε να προχωρήσω δεξιά σ’ ένα χωματόδρομο εξηγώντας μου ταυτόχρονα πως εκεί υπήρχαν υπόγεια νερά σε μεγάλη ποσότητα. Πράγματι σε λίγο φθάσαμε σ’ ένα μεγάλο εργοτάξιο της ΕΥΔΑΠ που εκτελούσε γεωτρήσεις. Σταματήσαμε, κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και πλησιάσαμε προς τα μηχανήματα, όταν ένας νέος άνδρας, που αργότερα μας συστήθηκε σαν ο μηχανικός ο επί κεφαλής του έργου, αποσπάστηκε από μια ομάδα εργατών και μας ρώτησε τι ζητούσαμε εκεί με έκδηλα ενοχλημένο ύφος. Ο Γέροντας με τον ήμερο και γελαστό τρόπο, που αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους, άρχισε να τον ρωτά για κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες του έργου και ο μηχανικός με κάποια αγένεια τον αποπήρε λέγοντας «μα πάτερ μου, κι αν ακόμα σου εξηγήσω δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα», οπότε ο παππούλης γελαστά άρχισε να του περιγράφει με την παραμικρή λεπτομέρεια και άψογη επιστημονική ορολογία όλη τη διαδικασία και τα τεχνικά προβλήματα που είχαν ανακύψει από την έναρξη των εργασιών. Συγκεκριμένα του περιέγραψε όλα τα στρώματα των διαφόρων πετρωμάτων που συνάντησαν κατά την γεώτρηση, το βάθος στο οποίο βρήκαν για πρώτη φορά νερό, τις δυσκολίες, βλάβες κ.λ.π. που είχαν συναντήσει και πολλά άλλα. Ήταν πραγματικά, αστείο να παρακολουθεί κανείς την έκφραση του προσώπου του μηχανικού και τις εναλλαγές της, όση ώρα μιλούσε ο παππούλης. Εγώ δε, που στην αρχή είχα αισθανθεί αμήχανος, σκεπτόμενος πως θα δικαιολογήσουμε την παρουσία μας εκεί, καθώς μάλιστα η είσοδος απαγορευόταν σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, άρχισα να συνέρχομαι και να παίρνω κάπως τη «ρεβάνς» μου από το νεαρό και αλαζόνα μηχανικό. Περιττό να προσθέσω πως ύστερα απ’ τα παραπάνω ο πάγος έσπασε τελείως, μείναμε εκεί καμιά ώρα, με τον παππούλη να καταπλήσσει τους πάντες με τις γνώσεις του και τελικά φύγαμε αφού ο γέροντας ευλόγησε τα έργα και τους εκεί εργαζόμενους. Μετά την αναχώρησή μας, μου εξήγησε ότι τα υπόγεια αυτά νερά ήταν στην πραγματικότητα ένας μεγάλος υπόγειος ποταμός, που ξεκινάει από την Εύβοια ρέει κάτω από τον Ευβοϊκό κόλπο και συνεχίζει την πορεία του στο υπέδαφος της Αττικής. Πρόβλεψε δε ότι μεγάλες ποσότητες νερού θα αντλούσαν μελλοντικά από κει. Πράγματι, απ’ ό,τι ξέρω, απ’ την περιοχή αυτή σήμερα τροφοδοτείται με σημαντικές ποσότητες νερού η Αθήνα.

Συνάντηση στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Το μεγάλο ενδιαφέρον του γέροντα για την σύγχρονη τεχνολογία και τις ανά πάσαν στιγμήν εξελίξεις στις μεθόδους παραγωγής φαίνεται και απ’ την παρακάτω ιστορία:
Ήταν θαρρώ το 1977 (ή 1978) που η εταιρεία στην οποία δούλευα τότε, εξέθετε κάποια «βαρειά» βιομηχανικά προϊόντα της σε δικό της περίπτερο στην έκθεση της Θεσσαλονίκης. Ένα απόγευμα, καθώς βρισκόμουν στο περίπτερο με κάποιους πελάτες, είδα μια γνώριμη μαυροντυμένη φιγούρα να περνάει από μπροστά μου. Ήταν ο Παππούλης! Ψελίζοντας κάποιες δικαιολογίες, παράτησα σύξυλους τους πελάτες και ξαμολύθηκα πίσω απ’ το πολύβουο πλήθος της έκθεσης. Τον πρόλαβα 3-4 περίπτερα πιο κάτω να περιεργάζεται κάποιους υπερσύγχρονους αντιγραφικούς τόρνους με παντογράφο και να ρωτάει διάφορες ερωτήσεις το προσωπικό του περιπτέρου. Μόλις με είδε, χάρηκε πολύ κι άρχισε με ενθουσιασμό παιδιού να μου εξηγεί τη λειτουργία των τόρνων αυτών. Εγώ, αν και βέβαια ήμουν γνώστης των μηχανημάτων αυτών, δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω ακόμη μια φορά τις γνώσεις του παππούλη. Μάλιστα δε την ημέρα εκείνη μου επανέλαβε κάτι, που πολλές φορές προηγούμενα είχε επίσης πει. Ότι δηλαδή η έννοια του «χειροποίητου» προϊόντος δεν έχει νόημα πλέον στην εποχή μας, αφού η τεχνολογία μας παρέχει τη δυνατότητα να κατασκευάσουμε οποιοδήποτε προϊόν καλλίτερα, φτηνότερα και ταχύτερα απ’ ό,τι στο χέρι. Χαρακτηριστικά δε ζήτησε απ’ τους υπαλλήλους του περιπτέρου να φτιάξουν στη στιγμή ένα «πόδι» κάποιου επίπλου, χρησιμοποιώντας ένα άλλο σαν πρότυπο και βέβαια το μηχάνημα το αναπαρήγαγε απόλυτα πιστά μέχρι και τις μικροατέλειές του.
Το ενδιαφέρον του για τα αρώματα.
Ένας άλλος τομέας που τον ενδιέφερε πολύ, ακόμη και για πιθανή επιχειρηματική απασχόληση, ήταν η παραγωγή αιθερίων ελαίων από αρωματικά φυτά. Μάλιστα κάποια φορά μας έλεγε για μια μυστική συνταγή ενός αρώματος από πεύκο, που έχουν καθολικοί μοναχοί, με την οποία παράγουν εμπορικά το άρωμα αυτό και κερδίζουν πολλά χρήματα. Πρόσθεσε δε ότι ο ίδιος ξέρει ακριβώς πως το παρασκευάζουν. Ακόμα δε μιαν άλλη φορά είπε στη σύζυγό μου πως ξέρει μια συνταγή για κρέμα προσώπου με βάση το avocado, που μπορεί να κάνει το δέρμα νεανικό. Όταν όμως η σύζυγός μου τον ρώτησε λεπτομέρειες, απάντησε γελώντας πως δεν μας χρειαζόταν να το γνωρίζουμε. Όλοι όσοι τον γνώριζαν θα θυμούνται τους συνεχείς πειραματισμούς του με τη δημιουργία διαφόρων αρωμάτων. Εγώ εδώ θα πω μια μικρή ιστοριούλα, που δείχνει κι αυτή τη μεγάλη διορατικότητα και τις «ψυχιατρικές» ικανότητες του Γέροντα.
Αρωματοθεραπεία.
Ένα απόγευμα, λοιπόν, που και πάλι ψάχναμε για γη κατάλληλη για το Ησυχαστήριο, νομίζω πως αυτή τη φορά ήταν μαζί μας και η σύζυγός μου, ο Γέροντας μου ζήτησε να σταματήσω το αυτοκίνητο σε μια δασώδη περιοχή κοντά στο Καπανδρίτι και αφού κατεβήκαμε, περπατήσαμε για λίγο στα ξέφωτα που υπήρχαν στο δάσος, που ήταν γεμάτα με αγριολούλουδα και χόρτα. Ο γέροντας άρχισε να μας απαριθμεί τα λουλούδια ένα – ένα με τ’ όνομά τους και να μας υποδεικνύει διάφορα άγρια χόρτα και βότανα, περιγράφοντας ταυτόχρονα τις ιδιότητές τους και τις δυνατότητες που είχαν στη θεραπεία διαφόρων ασθενειών. Μας εξήγησε δε τόσον εκείνη τη φορά, όσο και σε άλλες πολλές περιπτώσεις ότι η όσφρηση παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας και τα αρώματα και οι συνδυασμοί τους μπορούν να επιδράσουν θετικά ή αρνητικά στην ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου. Σήμερα μετά από τόσα χρόνια αυτό έχει γίνει αντιληπτό και από τη σύγχρονη ιατρική και αναπτύσσεται, απ’ όσο ξέρω, ολόκληρος κλάδος που λέγεται «Αρωματοθεραπευτική» και μάλιστα σε μια πρόσφατη βόλτα μου στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας είδα κάποια βιβλία στην Αγγλική αφιερωμένα στην «Aromatherapy».
Για την αστρολογία.
Ένας άλλος τομέας, που μ’ ενδιέφερε πάντα και κατά καιρούς είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης με το γέροντα, αφορούσε σε εκείνους τους επιστημονικούς και παραεπιστημονικούς κλάδους με κάποιες μυστικιστικές ή αποκρυφιστικές αποχρώσεις, όπως λ.χ. η αστρολογία, η ύπαρξη των UFO, η ύπαρξη ζωής σ’ άλλους κόσμους κ.λ.π. Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του θα προσπαθήσω να μεταφέρω παρακάτω:
Μια πολύ στενή και αγαπημένη μου συγγενής την εποχή εκείνη ασχολείτο επαγγελματικά με την αστρολογία, δεχόμενη επισκέπτες, δίνοντας συμβουλές κλπ., ενώ παράλληλα έγραφε την αστρολογική στήλη σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Αφορμή λαμβάνοντας από κάποιες προβλέψεις της, ρώτησα μια φορά τον παππού σχετικά με το θέμα αυτό. Ο γέροντας, λοιπόν, σε μια μακρά συζήτηση που είχαμε, μου είπε πως κατ’ αρχάς υπάρχει ένα μικρό ίχνος αλήθειας στην αστρολογία, αυτό όμως αποτελεί ένα απειροελάχιστο μέρος της όλης αλήθειας και όποιος κατέχει «πάσαν την γνώσιν», έχει τη δυνατότητα και θα ενομιμοποιείτο να ομιλεί για το μέλλον και να δίνει συμβουλές οδηγώντας τον ενδιαφερόμενο προς κάποια κατεύθυνση. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει με τους αστρολόγους και επομένως οι προβλέψεις και συμβουλές τους, όχι μόνον δεν ωφελούν, αλλά αντιθέτως είναι πολύ επιζήμιες, γιατί δημιουργούν έμμονες σκέψεις στον αποδέκτη τους, σκέψεις που τελικά μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην πραγματοποίηση των προβλεφθεισών εξελίξεων, αφού οι σκέψεις και ειδικά οι αρνητικές μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικά αποτελέσματα. Από την άλλη μεριά η παρεμβολή με καθοδήγηση και επηρεασμό της ελεύθερης βούλησης του ατόμου είναι πολύ επικίνδυνη για το άτομο, αλλά ταυτόχρονα είναι βαρύτατο αμάρτημα και για τον ίδιο τον αστρολόγο, που επιβαρύνεται με τις αρνητικές επιδράσεις, που έχουν οι συμβουλές του στους πελάτες του.
Ύστερα από κάποιες συναντήσεις της συγγενούς μου αυτής με τον παππούλη και αφού της είχα μεταφέρει την ουσία της παραπάνω συζήτησης, έπαψε να ασχολείται επαγγελματικά με την αστρολογία και διέκοψε τη συνεργασία της με το περιοδικό, παρ’ όλο που οι δραστηριότητές της αυτές της απέφεραν σημαντικά οικονομικά οφέλη.

Γύρω μας σφύζει ζωή που δεν την βλέπουμε.
Η ιστορία αυτή με την αστρολογία μούφερε στο μυαλό μου μιαν άλλη εμπειρία μου με τον παππούλη, σχετικά και πάλι με τις συνεχείς μου ερωτήσεις σ’ αυτόν για τη ζωή σ’ άλλους κόσμους, για άλλες υπάρξεις που συνυπάρχουν μαζί μας κι άλλες ανάλογες απορίες μου, για τις οποίες βέβαια πολύ συχνά με μάλωνε ο παππούλης, προσθέτοντας σχεδόν πάντα την ίδια επωδό: «Αχ μωρέ Γιώργο, διαβάζεις πολύ, λάθος βέβαια, και αυτά σου κάνουν κακό, γιατί όλο ρωτάς και ρωτάς και περιμένεις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου και όταν δεν τις έχεις αισθάνεσαι απογοητευμένος».
Έτσι, λοιπόν, ένα πολύ κρύο χειμωνιάτικο βράδυ αρκετά αργά, θα πρέπει νάταν περασμένες 10 κι εγώ ετοιμαζόμουν να πάω σε λίγο για ύπνο, μου τηλεφώνησε ο παππούλης και μου ζήτησε να πάω να τον πάρω απ’ το σπίτι του στα Τουρκοβούνια και να τον μεταφέρω στα Καλλίσια. Χωρίς κουβέντα ντύθηκα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να τον πάρω. Κατά τη διαδρομή και ιδίως μετά την Πεντέλη πήραμε το χωματόδρομο για τα Καλλίσια άρχισα τα γνωστά μου. «Κοίτα παππούλη πόσες χιλιάδες άστρα από πάνω μας» – ήταν μια ξάστερη παγωμένη νύχτα «είναι δυνατόν να μην είναι κατοικημένα μερικά απ’ αυτά; Στατιστικά τουλάχιστον είναι αδύνατον. Κάποιες μορφές ζωής πρέπει να υπάρχουν έστω και σημαντικά διαφορετικής από μας!……».
Στο μεταξύ είχαμε φτάσει στο πλάτωμα που αφήναμε τ’ αυτοκίνητο πριν πάρουμε το μονοπάτι για τον Άι – Νικόλα και κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο, όταν, προς έκπληξή μου, ο παππούλης μου ζήτησε να τον συνοδέψω μέχρι το μοναστήρι. Ήδη, η ώρα θα πρέπει νάταν περασμένες 11 κι εγώ κάπου φαίνεται πως πρέπει να δυσφόρησα, χωρίς να πω τίποτα, αλλά ο γέροντας απτόητος μου εξήγησε ότι δεν αισθανόταν και πολύ καλά και πιθανόν να χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Ξεκινώντας, λοιπόν, τον ποδαρόδρομο ο παππούλης μούπε ξαφνικά «Και τι σ’ ενδιαφέρει εσένα, μωρέ Γιώργο, αν υπάρχει ζωή σ’ άλλους πλανήτες ή άλλες μορφές ζωής εδώ ή αλλού; Θα σε κάνει τάχα καλύτερο η γνώση αυτού του πράγματος; Εσύ πρέπει να επιδιώκεις τη γνώση μόνον αυτών, που θα σε βελτιώσουν. Τα άλλα σου είναι άχρηστα. Σταμάτα λοιπόν αυτού του είδους τις αναζητήσεις!».
Για λίγο προχωρήσαμε σιωπηλοί και μετά ξάφνου ο παππούλης γύρισε και μου είπε: «Κύτταξε πόσο όμορφη, ειρηνική και ήσυχη που είναι η νύχτα. Όλη η φύση κοιμάται και έχεις την εντύπωση πως είμαστε μόνοι. Κι όμως! Γύρω μας, παρ’ όλο που εσύ Γιώργο δεν μπορείς να το δεις, υπάρχει και σφύζει ζωή, διάφορες υπάρξεις μας περιτριγυρίζουν, κινούνται, «ζουν», υπάρχουν, αλλά για σένα αυτό θα πρέπει να είναι τελείως αδιάφορο, αφού εσύ δεν έχεις σχέση μ’ αυτές ούτε αυτές με σένα και επομένως κι αν ακόμη μπορούσες να τους δεις, όπως εγώ και να βεβαιωθείς για την ύπαρξή τους, καθόλου δεν θα σε βοηθούσε στο να βελτιωθείς, πράγμα που πρέπει να αποτελεί αντικειμενικό σκοπό του καθενός μας».
Ο φόβος της νύχτας.
Κι έτσι ο γέροντας μούχε έμμεσα απαντήσει μεν, αλλά θέλετε η νύχτα, θέλετε η ερημιά και το δάσος και αυτά που μούχε περιγράψει, μ’ έκαναν να αισθανθώ κάποιο τρόμο, παρ’ όλο που, τουλάχιστον για τέτοια πράγματα, δεν τρομάζω εύκολα. Ο παππούλης το κατάλαβε, γέλασε και χωρίς εγώ να του πω τίποτα, άρχισε να μου κάνει αστεία για να μου αλλάξει τη διάθεση. Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι κι έπρεπε να χωρίσουμε και εγώ πια μόνος μου να πάρω το δρόμο της επιστροφής, του εξομολογήθηκα ότι είχα αρχίσει να φοβάμαι. Ο γέροντας γέλασε και μούπε να μη φοβάσαι τίποτα, γιατί νοερά θα με συνόδευε μέχρι τ’ αυτοκίνητο, πρόσθεσε δε πως αν κάποια στιγμή ο φόβος μου γινότανε παράλογα μεγάλος, να στρεφόμουν προς το μοναστήρι και αυτός θα μου αναβόσβυνε το φανάρι του – είχε μαζί του ένα μικρό ηλεκτρικό φακό – για να μου δείξει πως με παρακολουθούσε και με σκεπτόταν.
Άρχισα βαρύθυμος το δρόμο της επιστροφής και προσπαθούσα, όσο μπορούσα, να ελέγξω το φόβο μου, που στην αρχή δεν ήταν πολύ μεγάλος, αλλά σε λίγο, όταν απομακρύνθηκα αρκετά και μπήκα στο δάσος, άρχισε να μεγαλώνει. Είχα την αίσθηση ότι δεν ήμουν μόνος, ότι δεκάδες μάτια με παρακολουθούσαν, άρχισα ν’ ακούω περίεργους θορύβους και γενικά είχα αρχίσει να έχω συμπτώματα πανικού, όταν, γυρνώντας πίσω το κεφάλι μου, είδα το φακό του Παππούλη μόλις μερικές δεκάδες μέτρα πίσω μου. Για μια στιγμή κοντοστάθηκα και σκέφθηκα να γυρίσω πίσω και να του πω να επιστρέψει στο μοναστήρι, αφού ήμουν βέβαιος ότι, για να με ενισχύσει, με είχε πάρει σιγά – σιγά από πίσω. Μετά όμως αποφάσισα να του φωνάξω να γυρίσει πίσω, πράγμα που έκανα κι ο φακός έσβυσε. Εξακολούθησα το περπάτημα και για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια κάθε φορά που ο φόβος με κατελάμβανε, έστρεφα το κεφάλι μου και πάντα το φανάρι ήταν εκεί ενθαρρυντικό και παρηγορητικό. Όταν πια έφθανα στο αυτοκίνητο (και όσοι πήγαιναν στα Καλλίσια θα θυμούνται πως το μοναστήρι γινόταν ορατό μόλις στις τελευταίες εκατοντάδες μέτρα πριν φτάσουμε στο πλάτωμα, που αφήναμε τα αυτοκίνητα) γύρισα πια ασυναίσθητα προς την κατεύθυνση του μοναστηριού και να το φανάρι του γέροντα άρχισε να αναβοσβύνει από μακρυά, απ’ το μοναστήρι!! Ο γέροντας μου είχε δώσει ένα καλό μάθημα σχετικά με τις αναζητήσεις και τις απορίες μου, αλλά απ’ την άλλη, με θαυματουργικό τρόπο, μου είχε δείξει πως θάναι πάντα μαζί μας και πως τέτοιου είδους «έρευνες» δεν πρέπει να γίνονται χωρίς καθοδήγηση και ευλογία και «παρακολούθηση» από υψηλές πνευματικές μορφές.
Μπερδεμένοι οι άνθρωποι των ράλλυ.
Τί να πρωτοθυμηθεί αλήθεια κανείς από τις ατέλειωτες συζητήσεις με το γέροντα; Πώς να συμπυκνώσει σε λίγες γραμμές τον ατέλειωτο ποταμό σοφίας, ανά πάσαν στιγμήν έβγαινε από το στόμα του, ακόμη κι όταν φαινομενικά έλεγε ασήμαντα ή απλά πράγματα; Συνέχεια μούρχονται στο μυαλό κουβέντες, παραινέσεις, αποφθέγματα, παρατηρήσεις, σχόλια για κάθε τι, κι ενδιαφέρον για τα πάντα όπως τότε λ.χ. που, όπως μας είπε, πήγε να παρακολουθήσει έναν αγώνα ράλλυ, για να δει πως ήταν οι άνθρωποι που ασχολούνται μ’ αυτά και το ίδιο έκανε και μ’ έναν αγώνα motocross! Μας έλεγε, λοιπόν, πως «είδε» τις ψυχές των οδηγών και ήταν λέει όλες «μπερδεμένες» και «ταραγμένες» κι εξηγούσε πως σ’ όλες τις δραστηριότητες ή ασχολίες αυτού του τύπου, που εμπερικλείουν το στοιχείο του κινδύνου, του «ρίσκου» επιδίδονται άνθρωποι «μπερδεμένοι».
Συμβουλές προσαρμοσμένες στον καθένα.
Ακόμα θαυμαστό είναι – και επισημαίνεται άλλωστε στην α’ στην Ελλάδα έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε2 το πόσο διαφορετικά έως σχεδόν αντιφατικά αντιδρούσε στα ίδια ερωτήματα, ανάλογα με τον ερωτώντα. Και δεν μπορώ παρά να αναφέρω, τελειώνοντας αυτή τη μαρτυρία μου, τις δικές μου εμπειρίες πάνω σε κάποια θέματα, που θίγονται στο βιβλίο, για τα οποία εγώ είχα τελείως διαφορετικές συμβουλές απ’ τον παππούλη. Κι αυτό νομίζω πως είναι απαραίτητο, για να μην δημιουργούνται εντυπώσεις πως ό,τι είπε ο γέροντας σε κάποιο απ’ τα πνευματικά παιδιά του, πρέπει να ακολουθείται μονολιθικά από όλους.
Τα θέματα αυτά είναι η αμφίεση των γυναικών και κάποια άλλα. Έτσι, λοιπόν ο γέροντας δεν έδινε την προτεραιότητα στην αμφίεση και ειδικότερα στα παντελόνια των γυναικών, που τόσο διαδεδομένα είναι στην εποχή μας και επανειλημμένα, σε σχετικές συζητήσεις μας, μας έλεγε πως το ένδυμα της ψυχής είναι αυτό που μετράει και όχι η εξωτερική εμφάνιση. Μάλιστα δε ετάσσετο κατά της φανατικής προσήλωσης σε κάποιες απόψεις και με ηπιότητα έψεγε κάποιους, είτε ιερωμένους είτε άλλους λαϊκούς, που επέμεναν σε μια υπερβολικά συντηρητική και εκτός εποχής αμφίεση για όλους και κυρίως τις γυναίκες.3
Ας σημειωθεί ότι τόσο η σύζυγός μου όσο και άλλες κυρίες του περιβάλλοντός μου έρχονταν πάρα πολύ συχνά ντυμένες με παντελόνια, χωρίς όχι μόνο να υπάρξει η παραμικρή παρατήρηση από τον γέροντα, αλλά και σε σχετικές ερωτήσεις μας να πάρουμε τις παραπάνω απαντήσεις.4
Δεν ξέρω αν, με όλα όσα εξέθεσα, πρόσθεσα ίσως κάτι χρήσιμο στις πολύτιμες μαρτυρίες τόσων άλλων που περιλαμβάνονται στην α’ στην Ελλάδα έκδοση του βιβλίου. Ελπίζω πως ναι. Όπως όμως και νάχει το πράγμα, είναι αδύνατο να περιλάβει κανείς συζητήσεις ετών σε μερικές σελίδες και μάλιστα όταν καλείται να μεταφέρει ψήγματα της σοφίας αυτής. Ευελπιστώ πως διάλεξα κάποια δείγματα αντιπροσωπευτικά της μεγαλοσύνης του γέροντα.5
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Εννοεί το βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη, ο γέρων Πορφύριος, Μαρτυρίες και Εμπειρίες, που κυκλοφορεί ήδη σε 9η έκδοση.
2. Εννοεί το βιβλίο του Κλείτου Ιωαννίδη, ο γέρων Πορφύριος, Μαρτυρίες και Εμπειρίες, που κυκλοφορεί ήδη σε 9η έκδοση. Στη σελ. 11 τονίζεται ότι κάθε συμβουλή του γέροντα αφορούσε ένα ορισμένο πρόσωπο σε συγκεκριμένη κατάσταση. Αν είχε πονοκέφαλο και του είπε ο γέροντας να πάρει ασπιρίνη, δεν σημαίνει ότι καθένας που έχει πονοκέφαλο θα πρέπει να πάρει ασπιρίνη.
3. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως: Τόσον το Δευτερονόμιο (βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης), όσον και ο 62ος Κανών της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρονται στη σελίδα 108 σημ. 1 του πιο πάνω βιβλίου του Κλ. Ιωαννίδη, απαγορεύουν μεν στον άνδρα να φοράει γυναικεία ρούχα και στη γυναίκα να φοράει ανδρικά, αλλά δεν ορίζουν ποια είναι τα ανδρικά και ποια τα γυναικεία ενδύματα σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Οι Σκωτσέζοι άνδρες φορούν τη γνωστή φούστα και οι ορεσίβιοι Έλληνες φορούσαν τη γνωστή φούστα –νέλλα. Στη Λαπωνία και σε άλλα μέρη οι γυναίκες φορούν βράκες (φαρδιά παντελόνια). Οι Ινδοί άνδρες φορούσαν (και μερικοί ακόμη φορούν) το αρχαίο ελληνικό ιμάτιο και οι Βεδουΐνοι την κελεμπία (μακριά ρόμπα) που μοιάζουν με ό,τι φορούσαν και ακόμη φορούν οι γυναίκες. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν επιτρέπεται ή όχι να φορούν οι γυναίκες παντελόνια, αλλά αν στην εποχή τους και στον τόπο τους αυτά θεωρούνται γυναικείο ή ανδρικό ένδυμα. Αυτό το καθορίζει η επικρατούσα συνήθεια.
Τελείως διαφορετικό είναι το ζήτημα αν το παντελόνι είναι κατάλληλο ένδυμα για τις γυναίκες. Διότι μπορεί να υπάρχουν παντελόνια κατάλληλα (σχεδιασμένα υγιεινά) και άλλα ακατάλληλα. Όπως μπορεί να υπάρχουν παντελόνια σεμνά (και φούστες σεμνές ) και παντελόνια προκλητικά ή άσεμνα και φούστες προκλητικές ή και άσεμνες.
Εάν λοιπόν σε μια κοινωνία και μια εποχή, όπως η δική μας, το παντελόνι θεωρείται (βιώνεται) ως ανδρικό ένδυμα, τότε καλόν είναι τα κορίτσια να μη φορέσουν παντελόνια, για να μην αλλάξει ο ψυχισμός τους και γίνουν αγοροκόριτσα, όπως συμβούλεψε ο γέροντας (βλ. Κλ. Ιωαννίδης, ο Γέρων Πορφύριος, Μαρτυρίες και Εμπειρίες, σελ. 109. Όταν όμως οι γυναίκες μαζεύουν ελιές ή κεράσια φορούν παντελόνια για λόγους αιδημοσύνης. Από εκεί και πέρα αρχίζει η προσωπική ευθύνη του καθενός. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το παντελόνι τείνει να θεωρείται εξ ίσου ανδρικό και γυναικείο ένδυμα από τους σημερινούς νέους, αλλά δεν έχει γίνει αποδεκτό ως γυναικείο ένδυμα από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Στη μεγάλη πλειοψηφία αυτής θεωρείται ανδρικό ένδυμα. Άλλο είναι το ζήτημα ότι τα πολύ στενά παντελόνια είναι πράγματι ανθυγιεινά και για τα αγόρια και πολύ περισσότερο για τα κορίτσια. Γ.Π.Α.
4. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως. Η κατ’ οικονομία αντιμετώπισης αυτών των επισκεπτριών δεν σημαίνει ότι ο γέροντας έθεσε κανόνα ότι η ενδυμασία τους αυτή ήταν η αρμόζουσα. Αρμόζουσα ήτο η στάση του γέροντος που απέβλεπε στη σωτηρία τους και όχι στην τήρηση ενός τυπικού κανόνος.
5. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως.
Μια αναλυτική εξήγηση των λόγων για τους οποίους ο γέροντας έδινε πολλές φορές διαφορετικές ή και αντίθετες οδηγίες πάνω στο ίδιο ερώτημα, όταν του ετίθετο από άλλον άνθρωπο, που τελούσε σε διαφορετικές από τον προηγούμενο συνθήκες, δίνεται στο τέλος αυτού του βιβλίου. (Βλ. το Παράρτημα: Διαφορετικές συνθήκες δικαιολογούν, διαφορετικές συμβουλές και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο, Η Αλήθεια είναι ζωντανή, σελ. 344). Απ’ αυτήν την ανάπτυξη φαίνεται καθαρά ότι είναι λάθος να ξεχωρίζουμε την απάντηση από τις συνθήκες πάνω στις οποίες εδόθη και να την κάνουμε κανόνα για άλλες περιπτώσεις που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Γι’ αυτό είναι μεγάλο λάθος αυτό που απερίσκεπτα λένε κάποιες μητέρες, ότι δηλαδή ο γέροντας είπε τέσσερα παιδιά ή ο γέροντας είπε πέντε παιδιά κ.ο.κ. Είναι φανερό ότι ο γέροντας μπορεί να είπε σε μια γυναίκα τέσσερα παιδιά, και σε άλλη πέντε ή δέκα κλπ., διότι τόσα άντεχε ψυχοσωματικά, αλλά δεν είπε ούτε μπορούσε να ειπεί ότι αυτό ισχύει για όλες τις γυναίκες. Δεν ήτο τόσον απερίσκεπτος ώστε να πει τέτοια άστοχη φράση.
Χαρακτηριστική διάψευση αυτής της λανθασμένης απόψεως αποτελεί το επόμενο κείμενο με τίτλο «Αναμνήσεις μιας μητέρας», η οποία μαρτυρεί ότι ο γέροντας της είπε ότι θα κάνει πολλά παιδιά και έκανε οκτώ. Αυτή γράφει πόσο χαιρόταν ο γέροντας όταν έβλεπε οικογένειες με πολλά παιδιά. Δεν είναι σωστό αυτές που αποφάσισαν να κάνουν λιγότερα να ισχυρίζονται ότι ο γέροντας συνιστούσε τον αριθμό των παιδιών που αυτές έκαναν. Ακόμη και αν τους το είπε, αυτό ήταν η κατάλληλη γι’ αυτές προσωπικά λύση και όχι γενικός κανόνας.

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.