Ἡ πρώτη μου ἐξορία – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Στή Μόσχα, πῆγα στά κεντρικά τῆς GPU ὅπου, μετά ἀπό ἕνα σύντομο ἐρωτηματολόγιο δίχως σημασία, μου δήλωσαν ὅτι ἤμουν ἐλεύθερος γιά μία ἑβδομάδα στό τέλος τῆς ὁποίας ὄφειλα νά ξαναπαρουσιαστῶ. Σέ αὐτό τό χρονικό διάστημα,ἐπισκέφθηκα τόν πατριάρχη Τύχωνα δύο φορές καί λειτούργησα μαζί του μία.
Κατά τή δεύτερή μου προσαγωγή στή GPU μέ συλλάβανε καί μέ ἔστειλαν στή φυλακή Μπουτύρκι. Ὕστερα ἀπό μία βδομάδα καραντίνα, μ’ ἔκλεισαν σ’ ἕνα κελλί μέ κοινούς κακοποιούς. Οἱ ληστές κι οἱ διάφοροι ἀπατεῶνες μου συμπεριφέρονταν ἀρκετά εὐρεπῶς. Στό νοσοκομεῖο τῆς φυλακῆς, γιά πρώτη φορά, συνάντησα τόν μητροπολίτη Νόβγκοροντ Ἀρσένιο (Σταντίσκι). Στό γειτονικό κελλί, βρισκόταν ἕνας ἱερέας μέ μεγάλη ἐπιρροή στούς ληστές καί τους ἀπατεῶνες. Ἡ ἐπιρροή αὐτή ὡστόσο, σταμάτησε ξαφνικά τή μέρα πού ἕνας χοντροκομμένος γερο-ληστής τούς συνάντησε καί αὐτοί τόν ὑποδέχτηκαν σάν ἀρχηγό τους, μέ βαθύ σεβασμό.
Καθημερινά μᾶς ἔβγαζαν στήν αὐλή τῆς φυλακῆς γιά περίπατο. Ἀνεβαίνοντας στόν πρῶτο ὄροφο, αἰσθάνθηκα γιά πρώτη φορά ὅτι μου κοβόταν ἡ ἀνάσα.
Μία μέρα, πρός μεγάλη ἔκπληξη, μέ κάλεσαν στό ἐπισκεπτήριο. Πίσω ἀπό τά κάγκελα, μπόρεσα νά μιλήσω μέ τόν μεγάλο μου γιό, τόν Μίσα. Μου διηγήθηκε τίς περιπέτειές του ψάχνοντας γιά δουλειά. Ἔτσι, στό Κίεβο, ἦταν ὑποχρεωμένος νά βάφει τή σιδηροδρομική γέφυρα κρεμασμένος μέσα σ’ ἕνα πανέρι, πάνω ἀπό τό Δνείπερο.
Στή βιβλιοθήκη τῆς φυλακῆς Μπουτύρκι κατάφερα –μέ μεγάλη μου χαρά- ν’ ἀποκτήσω τήν Καινή Διαθήκη σέ γλώσσα γερμανική. Τή διάβασα ἐπιμελῶς. Πρός τά τέλη τοῦ φθινοπώρου, πολλοί κρατούμενοι στάλθηκαν μέ τά πόδια στήν ἄλλη ἄκρη τῆς Μόσχας,στή φυλακή τῆς Ταγκάνκα. Βάδιζα στήν πρώτη σειρά ἀκολουθούμενος ἐκ τοῦ πλησίον ἀπό τόν χοντροκομμένο γερο-ληστή, πού ἔκανε κουμάντο στά καθάρματα τοῦ γειτονικοῦ κελλιοῦ.
Στήν Ταγκάνκα μέ τοποθέτησαν ὄχι μέ τούς κακοποιούς ἀλλά μέ τούς πολιτικούς κρατούμενους. Πήραμε ὅλοι, κι ἐγώ μαζί, ἀπό ἕνα δερμάτινο σακάκι, πού μᾶς πρόσφερε ἡ σύζυγος τοῦ συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι1. Πηγαίνοντας στίς τουαλέτες μέσα ἀπό ἕναν μακρύ διάδρομο, εἶδα μέσα ἀπό τά κάγκελα ἑνός κελλιοῦ ἀπομόνωσης ἕναν ἡμίγυμνο ἄνθρωπο τοῦ ὑποκόσμου, μέσα στό νερό ὡς τούς ἀστραγάλους –τό πάτωμα εἶχε πλημμυρίσει- πού ἔτρεμε ἀπό τό κρύο. Τοῦ ἔδωσα τό σακάκι πού δέν τό εἶχα ἀνάγκη. Αὐτό ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στόν γέρο ἀρχηγό τῶν κακοποιῶν κάθε φορά πού περνοῦσα μπροστά ἀπό τό κελλί τῶν κοινῶν ἐγκληματιῶν μέ χαιρετουσε μέ ἀγάπη φωνάζοντάς μέ μπάτιουσκα2 ὅπως λένε στούς ἱερεῖς. Ἀργότερα, στίς ἄλλες φυλακές, εἶχα περισσότερες ἀπό μία φορά τήν εὐκαιρία νά πειστῶ ὅτι οἱ ληστές καί οἱ διάφοροι κακοποιοί, ἐκτιμοῦν βαθιά μιά ἁπλή ἀνθρώπινη στάση ἀπέναντί τους.
Σέ λίγο μ’ἔπιασε σοβαρή γρίπη, ἀναμβίβολα ἰογενοῦς αἰτιολογίας· παρέμεινα ἔτσι πάνω ἀπό μία βδομάδα στό νοσοκομεῖο τῆς Ταγκάνκα μέ σαράντα πυρετό. Ὁ γιατρός τῆς φυλακῆς μου ἔφτιαξε ἕνα πιστοποιητικό, πού ἀνέφερε ὅτι δέ μποροῦσα νά βαδίσω κι ὅτι ἔπρεπε νά μεταφέρομαι μέ καροτσάκι.
Στίς μοσχοβίτικες φυλακές ἤμουν συγκρατούμενος μέ τόν πρωθιερέα Μιχαήλ Ἀντρέεφ πού ἔφτασε ἀπό τήν Τασκένδη ταυτόχρονα μέ μένα. Μαζί του πάλι ἔφυγα γιά τή Μόσχα στήν πρώτη μας ἐξορία, στίς ἀρχές τοῦ χειμώνα τοῦ 1923.
Τό τρένο ἔφτασε στό Τιοῦμεν ἕνα ἥρεμο βράδυ μέ πανσέληνο. Ἔχοντας ἀνάγκη νά βαδίσω μέχρι τή φυλακή, ἀρνήθηκα τό καροτσάκι πού οἱ φρουροί μου πρότειναν. Ἡ ἀπόσταση δέν ἦταν πάρα ἕνα χιλιόμετρο, ἀλλά γιά ἀτυχία μου, μᾶς εἶπαν νά ἐπιταχύνουμε. Ἔφτασα στή φυλακή τελείως ξέπνοος, μέ ἀδύνατο καί γρήγορο σφυγμό. Τά πόδια μου εἶχαν πρηστεῖ μέχρι τό γόνατο. Ἦταν ἡ πρώτη ἐκδήλωση μυοκαρδίτιδας πού προκλήθηκε ἀπό τόν ὑπόστροφο ἐξανθηματικό τύφο πού ἅρπαξα στήν Τασκένδη, ἕναν χρόνο μετά τή χειροτονία μου σέ πρεσβύτερο.
Περάσαμε λίγο καιρό στή φυλακή τοῦ Τιοῦμεν: δύο περίπου ἑβδομάδες ὅπου παρέμεινα χωρίς φροντίδα. Πραγματικά: δέν πῆρα τήν πρώτη φιάλη διγιταλίνης, παρά δώδεκα μέρες ἀργότερα. Στή φυλακή τοῦ Τιοῦμεν συνάντησα γιά πρώτη φορά τόν πρωθιερέα Ἱλαρίωνα Γκολουμπιατνίκοφ, μέ τόν ὁποῖο ξαναφύγαμε μαζί.
Ὁ δεύτερος σταθμός μας ἦταν ἡ πόλη τοῦ Ὄμσκ, ἀλλά δέ θυμᾶμαι τίποτα. Ἀπό τό Ὄμσκ συνεχίσαμε πρός τό Νοβοσιμπίρσκ, μέσα σ’ ἕνα βαγόνι-κλούβα, τύπου «Στολύπιν»: χωριστά κουπέ, πόρτες μέ κάγκελα καί στενός διάδρομος μέ μικρά πολύ ψηλά παράθυρα. Μέσα στό κουπέ πού μοιραζόμουν μέ δύο πρωθιερεῖς, ἔβαλαν ἐπίσης ἕναν δολοφόνο ἐννέα προσώπων, ἀνάμεσά τους καί μιᾶς πόρνης πού ἔβγαινε τή νύχτα νά ἐξασκήσει τό ἐπάγγελμά της μέ τούς φρουρούς.
Αὐτός ἤξερε ὅτι στή φυλακή τῆς Ταγκάνκα εἶχα δώσει τό δερμάτινο σακάκι μου σ’ ἕναν φτωχό ἄνθρωπο τοῦ ὑποκόσμου πού ἔτρεμε· ἦταν τό λοιπόν, πολύ εὐγενικός μαζί μου. Μέ διαβεβαίωσε ὅτι κανείς ἀπό τή συμμορία δέ θά μέ πείραζε. Ὡστόσο, στή φυλακή τοῦ Νοβοσιμπίρσκ, μου ἔκλεψαν μερικές ἑκατοντάδες ρούβλια στά ντούς, καθώς καί τή βαλίτσα μου, λίγο ἀργότερα μέ ὅλο τό περιεχόμενο.
Σ’ αὐτή τή φυλακή, μᾶς τοποθέτησαν πρῶτα σ’ἕνα ἀπομονωμένο κελλί, πρίν μᾶς μεταφέρουν σέ λίγο σ’ ἕνα μεγάλο μέ κοινούς ἐγκληματίες. Ἡ συμμορία τῶν κακοποιῶν μᾶς ἔδειξε ἐχθρότητα, ὥστε θέλησα νά ξεφύγω: ἄρχισα νά χτυπῶ τίς πόρτες μέ πρόφαση ὅτι ἤθελα νά πάω στίς τουαλέτες καί βγαίνοντας εἶπα στόν ἐπιτηρητή ὅτι δέ θά ἐπέστρεφα γιά τίποτε στόν κόσμο σ’ἐκεῖνο τό κελλί.
Ἡ μεταφορά ἀπό τό Νοβοσιμπίρσκ στό Κρασνογιάρσκ ἔγινε χωρίς πρόβλημα. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν σ’ ὑπόγειο μεγάλο, τοῦ πολυόροφου σπιτιοῦ τῆς GPU. Τό ὑπόγειο αὐτό ἦταν πολύ βρώμικο καί λερωμένο μέ ἀνθρώπινα περιττώματα, ἔτσι πού ἔπρεπε νά τό καθαρίσουμε. Ἀλλά δέ μᾶς δώσαν οὔτε ἕνα φτυάρι. Δίπλα ἀπό τό ὑπόγειό μας, βρισκόταν ἕνα ἄλλο μέ κρατουμένους τούς κοζάκους ἑνός ἀποσπάσματος πού εἶχαν ἐξεγερθεῖ. Λησμόνησα τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τους, ἀλλά θά θυμᾶμαι πάντοτε τούς πυροβολισμούς ἀπό τ’ αὐτόματα πού ἀκούσαμε ὅταν τούς ἐκτέλεσαν. Δέ μείναμε γιά πού σ’ αὐτό τό ὑπόγειο· τόν ἴδιο αὐτό χειμώνα μᾶς ἔστειλαν μακρύτερα, μέχρι τήν πόλη τοῦ Γιενισέισκ, 320 χλμ. βορείως τοῦ Κρασνογιάρσκ.
Θυμᾶμαι ἐλάχιστα τό ταξίδι, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἔπρεπε μέσα σ’ἕνα κατάλυμα νά χειρουργήσω ἕνα χωρικό, καμιά τριανταριά χρονῶν. Σέ συνέχεια μιᾶς ὀστεομυελίτιδας σοβαρῆς πού δέν ἔτυχε φροντίδας, τό ἄνω τρίτο καθώς καί τό ἄκρο τοῦ βραχιόνιου ὀστοῦ ἔβγαιναν ἀπό μιά πληγή πού ἔχασκε στήν περιοχή τοῦ δελτοειδοῦς μυός. Χωρίς ἐπιδέσμους, τό πουκάμισο καί τό κρεβάτι του ἦταν συνεχῶς γεμάτα πύον. Ζήτησα νά μου βροῦν τανάλια κλειδαρᾶ, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας μπόρεσα νά βγάλω χωρίς πρόβλημα ἕνα τεράστιο θραῦσμα ὀστοῦ.
Στό Γιενισέισκ, φιλοξενηθήκαμε καλά στό σπίτι ἑνός εὐκατάστατου ἀνθρώπου. Ἐπρόκειτο νά μείνουμε ἐκεῖ δύο μῆνες. Ἕνας ἀκόμη ἐξόριστος ἱερέας προστέθηκε, καί τίς Κυριακές καί ἑορτές, λειτουργούσαμε στό διαμέρισμά μας πού περιλάμβανε κι ἕνα σαλόνι. Τό Γιενισέισκ εἶχε πολλούς ναούς ἀλλά ὅπως καί στό Κρασνογιάρσκ, οἱ ἱερεῖς εἶχαν προσχωρήσει στό σχίσμα τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας»· δέ μπορούσαμε λοιπόν νά προσευχηθοῦμε μαζί μέ αὐτούς. Ἕνας διάκος εἶχε παραμείνει πιστός στήν Ὀρθοδοξία. Τόν χειροτόνησα ἱερεά.
Σέ μιά γιορτή, ὅπως ἔμπαινα στό σαλόνι γιά ν’ ἀρχίσω τή Λειτουργία, πρόσεξα ξαφνικά ἕναν γέροντα μοναχό πού δέ γνώριζα, κοντά στή πόρτα, ἀπέναντι. Σάν νά πάγωσε βλέποντάς μέ καί δέ μέ χαιρέτησε. Ὅταν τόν ρώτησα, μοῦ διηγήθηκε καθώς συνερχόταν, ὅτι στό Κρασνογιάρσκ, ὁ λαός δέν ἤθελε νά ἔχει σχέση μέ ἀπίστους ἱερεῖς. Ἀποφάσισαν λοιπόν νά τόν στείλουν στό Μινουσίνσκ, 300 βέρστια νοτίως τῆς πόλης, ὅπου ἔμεινε ἕνας ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ξεχνῶ τό ὄνομα. Αὐτός ὅμως δέν πῆγε ἐκεῖ, γιατί μιά ἄγνωστη δύναμη τόν ἔσπρωξε στό Γιενισέσκ, σέ μένα. Τόν ρώτησα:
«Καί γιατί πάγωσες βλέποντάς με;»
«Πῶς νά μήν παγώσω;Ἐδῶ καί δέκα χρόνια εἶδα ἕνα ὄνειρο πού τό θυμᾶμαι σάν νά ἦταν χθές: βρισκόμουν μέσα σ’ἕναν ναό καί ἕνας ἐπίσκοπος πού δέ γνώριζα μέ χειροτόνησε ἱερομόναχο. Μόλις λοιπόν μπήκατε, ἀναγνώρισα σ’ ἐσᾶς τόν ἐπίσκοπο πού εἶδα στό ὄνειρό μου!»
Ὁ μοναχός- Χριστοφόρος ἦταν τό ὄνομά του –γονάτισε καταγῆς. Στή Λειτουργία τόν χειροτόνησα ἱερέα.
Δέκα χρόνια νωρίτερα, ὅταν εἶχε δεῖ αὐτό τό ὄνειρο, ἤμουν γιατρός κοινοτικός στό Περεσλάβλ-Ζαλέσκι καί ποτέ δέν εἶχα σκεφτεῖ οὔτε τήν ἱερωσύνη, οὔτε τήν ἀρχιερωσύνη. Γιά τόν Θεό ὅμως, ἐκείνη τήν ἐποχή, ἤμουν ἤδη ἐπίσκοπος. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀνεξιχνίαστοι δρόμοι τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἄφιξή μου στό Γιενισέισκ ἔκανε μεγάλη αἴσθηση. Ἡ φήμη μου ἔφτασε στό ἀπόγειό της, ὅταν χειρούργησα τρία ἀγοράκια τυφλά -ἀδελφάκια- λόγω συγγενοῦς καταρράκτη καί αὐτά μπόρεσαν καί εἶδαν. Μιά καί μοῦ τό ζήτησε ὁ γιατρός Βασίλ Ἀλεξάντροβιτς Μπασούροφ, διευθυντής στό νοσοκομεῖο τοῦ Γιενισέσκ, ἄρχισα νά δουλεύω στό σπίτι του. Σέ δύο μῆνες πραγματοποίησα Ἕνα ἀρκετά μεγάλο ἀριθμό σημαντικῶν χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων καθώς καί γυναικολογικῶν. Παράλληλα ἔβλεπα ἀσθενεῖς κατ’ οἶκον.
Ἦταν τόσοι πολλοί, πού ἀμέσως χρειάστηκε νά ἐγγράφονται. Ξεκινήσαμε νά γράφουμε ἀπό τόν Μάρτιο καί σέ λίγο ἡ ἀτζέντα γέμισε μέχρι τήν Πεντηκοστή (Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς).
Λίγο προτοῦ φτάσω στό Γιενισέισκ, κλείσανε ἔνα γυναικεῖο μοναστήρι. Δύο δόκιμες μοῦ διηγήθηκαν τίς βλασφημίες καί τίς ὕβρεις πού συνόδευσαν τό κλείσιμο τοῦ ἁγιασμένου ἐκείνου τόπου τοῦ Θεοῦ. Στήν ὁμάδα πού συμμετεῖχε στόν ἀφανισμό τῆς μονῆς, ἔνας κομσομόλος3, σηκώνοντας τά ροῦχα του, ἔφτασε νά καθήσει πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἔκαμα τή μοναχική κουρά στίς δύο δόκιμες καί τούς ἔδωσα ὀνόματα τῶν προστατῶν μου ἁγίων: ὀνόμασα τήν παλαιότερη Λουκία καί τή νεότερη Βαλεντίνη.
Λίγο πρό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στάλθηκα στόν καθορισμένος γιά μένα τόπο ἐξορίας: στό χωριό Χάια πού εἶναι κοντά στόν ποταμό Τσούνα, παραπόταμο τοῦ Ἄνγκαρα. Ἡ ἀδελφή Λουκία καί ἡ ἀδελφή Βαλεντίνη προηγήθηκαν ἐμοῦ, μέ τίς ἀποσκευές· οἱ πρωθιερεῖς Γκολουμπιατνίκοφ καί Μιχαήλ Ἀντρέεφ μέ συνόδεψαν ὡς τήν πρωτεύουσα τοῦ καντονιοῦ, τό Μμπογκουτσάνι. Τό ταξίδι ἔγινε μέ ἄλογο πάνω στά παγωμένα ποτάμια τοῦ Γιενισέικ καί τοῦ Ἄνγκαρα μέχρι τό Μπογκουτσάνι ὅπου μᾶς χώρισαν. Οἱ πρωθιερεῖς Γκολουμπιατνίκοφ καί Ἀντρέεφ σταμάτησαν στά γειτονικά χωριά. Ἐμένα μ’ ἔστειλαν 120 βέρτσια μακρύτερα, στό χωριό Χάια. Στό Μπογκουτσάνι χειρούργησα ἕναν ἀσθενῆ πού ὑπέφερε ἀπό ἐχινόκκοκο πυορροοῦντα στό συκώτι. Λίγους μῆνες ἀργότερα, ἐπιστρέφοντας ἀπό τή Χάια, τόν ξαναβρῆκα τελείως ὑγιῆ.
Στό Μπογκουτσάνι, μοῦ ὑπέδειξαν ἕναν εὐσεβῆ χωρικό καί μέ συμβούλεψαν νά ἐγκατασταθῶ στό σπίτι του στή Χάια, προειδοποιώντας μέ ὅτι εἶχε μιά κακιά γριά μητέρα. Οἱ μοναχές μου μέ περίμεναν κιόλας στη Χάϊα εἶχαν πάρει τά δωμάτιά τους στό σπίτι τοῦ χωρικοῦ. Ἡ γριά μητέρα μέ ὑποδέχτηκε μέ μεγάλη χαρά. Μοῦ ἔδωσαν δύο δωμάτια, στό ἕνα τελούσαμε τίς ἀκολουθίες –οἱ μοναχές καί ἐγώ- καί στό ἄλλο κοιμόμουν. Ἡ κακιά γριά δέν ἦρθε στίς ἀκολουθίες μας παρά μόνο τίς πρῶτες μέρες. Στή συνέχεια, ὄχι μόνο δέν παρέμεινε στό μισό τοῦ σπιτιοῦ της, ἀλλά προσπαθοῦσε μέ ὅλα τά μέσα νά παρενοχλεῖ τίς ἀκολουθίες. Καθώς μᾶς ἐνοχλοῦσε ὅλο καί περισσότερο διώχνοντάς μας, στό τέλος βγάλαμε τά πράγματα μας ἔξω ἀπό τό σπίτι καί καθήσαμε πάνω τους. Βλέποντας πώς μᾶς ἔδιωξαν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ διαμαρτυρήθηκαν καί ἀνάγκασαν τή γριά νά μᾶς ξαναπάρει σπίτι της.
Στή Χάια, εἶχα τήν τύχη νά χειρουργήσω γιά καταρράκτη ἕνα γέρο, ὑπό συνθῆκες ὅλως ἰδιάζουσες. Εἶχα μαζί μου μία θήκη μέ ἐργαλεῖα γιά τά μάτια καί ἕναν μικρό ἀποστειρωτή. Μέσα σέ μιά ἄδεια ἀκατοίκητη ἴζμπα, ξάπλωσα τόν ἡλικιωμένο ἄνδρα πάνω σ’ ἕνα στενό πάγκο, κάτω ἄπό ἕνα παράθυρο. Τόν χειρούργησα ἐντελῶς μόνος. Ἡ ἐγχείρηση πέτυχε στήν ἐντέλεια. Μοῦ ἀπέφερε δέκα γοῦνες ἀπό σκίουρους, ἀπό ἕνα ρούβλι ἡ καθεμιά. Ἐπίσης μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία, μαζί μέ τίς μοναχές μου νά τελέσουμε τήν κηδεία κάποιου χωρικοῦ μέ τό ἀναστάσιμο τυπικό.
Ζήσαμε δύο μῆνες στή Χάια. Σέ λίγο δόθηκε διαταγή νά μέ μεταφέρουν στό Γιενισέισκ. Ἔθεσαν στή διάθεσή μας δύο χωρικούς νά μᾶς συνοδεύσουν καί ἄλογα ἱππασίας. Πρώτη φορά οἱ μοναχές ἀνέβαιναν σέ ἄλογο. Μεγάλες ἀλογόμυγες τσιμποῦσαν τά πλευρά τῶν ἀλόγων καί τά πόδια τους. Τό ἄλογο τῆς ἀδελφῆς Λουκίας, ξάπλωσε ἀρκετές φορές γιά νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τά ἔντομα· καθώς κυλιόταν καταγῆς, τῆς ἔσπασε μέ κακία τό πόδι.
Στά μισά τοῦ δρόμου Χάιας-Μπογκουτσάνι, κάναμε στάση σέ μιά μικρή ἴζμπα τοῦ δάσους διαφωνώντας μέ τούς συνοδούς πού ἀπαιτοῦσαν νά συνεχίσουμε ὅλη τή νύχτα. Στό τέλος, ὡστόσο, ὑποχώρησαν, ἀπό φόβο πώς θά ὄφειλαν ν’ ἀπαντήσουν ἐνώπιον δικαστηρίου γιά τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά τους ἀπέναντί μου, ἀπέναντι σ’ ἕναν καθηγητή. Τό ταξίδι μας μέ ἄλογο τέλειωσε 10 βέρστια ἀπό τό Μπουγκουτσάνι. Μή ἔχοντας ποτέ ἀνεβεῖ σέ ἄλογο, ἤμουν τόσο ἐξαντλημένος ὥστε ἔπρεπε ἡ συνοδεία μου νά μέ κατεβάσει καταγῆς. Κάναμε τό ὑπόλοιπο τῆς διαδρομῆς μέχρι τό Μποσγκουτσάνι μέ ἕνα μικρό τετράτροχο κάρο. Μετά κατεβήκαμε τόν Ἄνγκαρα μέ βάρκα, ἀποφεύγοντας τά ἀπότομα ρεύματα. Τό βράδυ, στίς ὄχθες τοῦ Γιενισέι, ἀπέναντι τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἄνγκαρα, τελέσαμε ὑπαίθρια μέ τίς μοναχές ἕναν ἀλησμόνητο ἑσπερινό.
Μόλις ἔφθασα στό Γιενισέισκ, μέ φυλάκισαν σ’ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί. Τή νύχτα ἕνας ἀπίστευτος ἀριθμός ἀπό κοριούς μέ πολιόρκησε. Ξύπνησα σχεδόν τόσο γρήγορα ὅσο γρήγορα εἶχα ἀποκοιμηθεῖ. Ἀνάβοντας τήν ἠλεκτρική λάμπα, εἶδα ὅτι ὅλο τό μαξιλάρι, τά στρωσίδια τοῦ κρεβατιοῦ καί οἱ τοῖχοι τοῦ κελλιοῦ εἶχαν καλλυφθεῖ ἀπό ἕνα στρῶμα κοριῶν, σχεδόν ὁμοιόμορφο. Πῆρα ἕνα κερί καί ἄρχισα νά τούς καίω, κάνοντάς τους νά πέφτουν κατά γῆς. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἐκπληκτικό: μετά ἀπό μάχη μιᾶς ὥρας δέν ἔμεινε πλεόν κανείς ἀπό δαύτους. Σά νά εἶχε πέσει ἀνάμεσά τους τό σύνθημα: «Ὁ σώζων ἑαυτόν σωθήτω! Ἐδῶ μᾶς καῖνε»! Τίς ἑπόμενες μέρες, δέν εἶδα τόν παραμικρό κοριό· τό εἶχαν σκάσει ὅλοι γιά τ’ ἄλλα κελλιά.
Δέν παρέμεινα γιά πολύ στή φυλακή τοῦ Γιενισέισκ. Μ’ ἔστειλαν ἀκόμη μακρύτερα, πρός τά κατάντη τοῦ Γιενισέι, σ’ ἕνα κονοβόι πού ἐρχόταν ἀπό τό Κρασνογιάρσκ καί πού ἀποτελεῖτο ἀπό ἕνα μικρό ἀτμόπλοιο πού ἔσπρωχνε μερικές μαοῦνες. Μ’ ἔβαλαν μέσα σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά τά πλοιάρια, μαζί μέ τους σοσιαλεπαναστάτες πού ἔστελναν στήν περιοχή τοῦ Τουρουχάνσκ. Ἡ ἀδελφή Λουκία καί ἡ ἀδελφή Βαλεντίνη θέλησαν νά μέ συνοδέψουν ἀλλά δέν τούς ἐπετράπη.
Ἡ μεταφορά πάνω στόν πλατύ Γιενισέι, καταμεσῆς τῆς τάιγκα, ἦταν πληκτική καί μονότονη. Στή μέση τῆς διαδρομῆς ἀνάμεσα στό Γιενισέισκ καί τό Τουρυχάνσκ, κάναμε μία μικρή στάση σ’ ἕνα ἀρκετά μεγάλο χωριό πού ἔχω ξεχάσει τό ὄνομά του. Μέ ὑποδέχτηκαν στήν ὄχθη, μία μεγάλη ὁμάδα ἐξορίστων οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν κάθε φορά πού προσόρμιζε ἀτμόπλοιο μέ τήν ἐλπίδα νά μέ δοῦν, ἐπειδή γινόταν θόρυβος ὅτι εἶχα ἐξοριστεῖ στό Τουρουχάνσκ. Κάποιος ἀπό αὐτή τήν ὁμάδα -ὀνόματι Σόλοφ, πρεσβύτερος τῆς κοινότητας βαπτιστῶν τοῦ Λένιγκραντ- ἦρθε νά συστηθεῖ. Μέ περίμενε μέ ἀνυπομονησία. Ἀργότερα, μ’ ἐπισκέφθηκε πολλές φορές στό Τουρουχάνσκ, γιά μακρές συζητήσεις.
Σέ λίγη ἀπόσταση βρισκόταν μία ἄλλη ὁμάδα ἀνθρώπων πού καί αὐτοί μέ περίμεναν. Ἦταν Τουγκούζοι πού ὑπέφεραν ἀπό τράχωμα. Πρότεινα στόν ἕναν ἀπ’ αὐτούς -ἡμίτυφλο ἀφοῦ εἶχε τό ἕνα βλέφαρο ἀνεστραμμένο4- νά ἔρθει σπίτι μου στό Τουτουχάνσκ γιά νά χειρουργηθεῖ. Δέν ἄργησε νά τό κάνει· τοῦ ἔκανα μεταμόσχευση ἀπό τό βλεννογόνο τῶν χειλιῶν στά βλέφαρα.
Μόλις κατέβηκα ἀπό τό πλοιάριο στό Τουρουχάνσκ, τό πλῆθος πού μέ περίμενε γονάτισε ξαφνικά, ζητώντας τήν εὐλογία μου. Μοῦ πρότειναν νά ἐξετάσω ἀσθενεῖς καί ἀμέσως μέ φιλοξένησαν στό διαμέρισμα τοῦ γιά τοῦ τοῦ νοσοκομείου. Παρότι αὐτός ὁ τελευταῖος χειρουργήθηκε στό Κρασνογιάρσκ, λόγο καρκίνου στό κάτω χεῖλος πού διαπιστώθηκε ἀργά, εἶχε μόλις ἀποβιώσει.
Δέν εἶχαν ἀπομείνει λοιπόν, παρά ἕνας νοσοκόμος στό νοσοκομεῖο καί ἐπιπλέον μιά νοσοκόμα ἀπό τό Κρασνογιάρσκ, πού εἶχε φτάσει μαζί μου: ἦταν νεαρή κοπέλα πού μόλις εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπό τή σχολή νοσοκόμων καί πού ἀνησυχοῦσε στή σκέψη ὅτι θά ἐργαζόταν στό πλευρό ἑνός καθηγητῆ. Μ’ αὐτούς τούς δύο βοηθούς ἔκανα σημαντικές ἐγχειρήσεις ὅπως: ἐκτομή ἄνω γνάθου, λαπαροτομές, γυναικολογικές ἐπεμβάσεις καί μεγάλο ἀριθμό ἐπεμβάσεων στά μάτια.
Οἱ πάγοι εἶχαν κάνει ἤδη τήν ἐμφάνισή τους στόν Γιενισεέι ὅταν, πρός μεγάλη μου ἔκπληξη, ὁ βαπτιστής πάστορας Σίλοφ ἔφτασε μέ βάρκα. Εἶχε πραγματοποιήσει ἕνα ἐπικίνδυνο ταξίδι 700 χιλιομέτρων ἀποκλειστικῶς καί μόνο γιά νά συζητήσει μαζί μου. Πρίν ἀπ’ αὐτόν, εἶχε φτάσει στό Τουρουχάνσκ ἕνας μικρόσωμος λιπόψυχος Ἑβραῖος· ἄν καί εἶχε ἔρθει ἀπό τήν Ἀμερίκή στή Μόσχα σάν κομμουνιστής, ξεσήκωσε ὑποψίες καί ἐκρατεῖτο στήν τέως μονή τοῦ Σολόφκι.
Αὐτός ὁ Ἑβραῖος, παραβρέθηκε μία μέρα σέ μία μου συζήτηση μέ τό Σίλοφ. Μοῦ ζήτησε καί τοῦ ἐπέτρεψα νά παραβρίσκεται στίς συζητήσεις μας πού πῆρε μάκρος τριῶν ἡμερῶν, μερικές ὧρες καθημερινά. Ὁ Σίλοφ μέ παρακάλεσε νά τοῦ ἐξηγήσω ὁλόκληρα σειρά βιβλικῶν κειμένων· τοῦ τά σχολίασα πραγματικά μέσα σ’ ἕνα ὀρθόδοξο πνεῦμα. Ἀλλά κατά παράδοξο τρόπο, φάνηκε πώς ὁ Σίλοφ πίστευε ὅτι ἐγώ εἶχα πειστεῖ γιά τό δίκιο τῶν βαπτιστῶν. Οἱ συζητήσεις μας πῆραν τέλος. Ὁ Σίλοφ κατάφερε νά ἐπιστρέψει στό Κρασνογιάρσκ μέ μία ἀπό τίς τελευταῖες μαοῦνες.
Στό Τουρουχάνσκ, εἶχαν κλείσει τό ἀνδρικό μοναστήρι. Δέν ἀπέμενε παρά ἕνας ἡλικιωμένος ἱερέας5 ὁ ὁποῖος συνέχιζε νά τελεῖ ὅλες τίς ἀκολουθίες. Ἐξαρτιόταν ἀπό τόν ἐπίσκοπο τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» τοῦ Κρασνογιάρσκ. Ἔπρεπε λοιπόν νά τόν μετατρέψω –καί αὐτόν καί ὅλο τό ποίμνιο τοῦ Τουρουχάνσκ- στήν παραδοσιακή Ὀρθοδοξία. Τό κήρυγμά μου πάνω στό μεγάλο ἁμάρτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος κατάφερε νά πετύχει τό στόχο του: ὁ ἱερέας ἔβαλε μετάνοια στόν λαό καί μπόρεσε ἔτσι νά παραβρίσκομαι στίς ἀκολουθίες ὅπου κήρυττα κάθε φορά σχεδόν. Πολύ εὐγνώμονες οἱ χωρικοί τοῦ Τουρουχάνσκ μέ ὁδηγοῦσαν στό μοναστήρι καί μέ ξανάφεραν στό σπίτι πάνω σ’ ἕνα ἕλκηθρο καλυμμένο μέ χαλιά. Στό νοσοκομεῖο ἐπίσης, δέν ἀρνιόμουν τήν εὐλογία μου σέ κανένα. Οἱ Τουγκούζοι τό ἐκτιμοῦσαν καί τή ζητοῦσαν πάντα. Ἔφτασε ὡστόσο μιά μέρα πού θά τά πλήρωνα ἀκριβά ὅλ’ αὐτά.
Μέ εἶχαν προειδοποιήσει ὅτι ὁ πρόεδρος τοῦ τοπικοῦ συμβουλίου τοῦ Τουρουχάνσκ ἦταν μεγάλος ἐχθρός τῆς θρησκείας. Τήν ἀπεχθανόταν. Αὐτό πάντως δέν τόν ἐμπόδισε νά φωνάξει τόν Θεό γιά νά σωθεῖ, ὅταν ἡ μικρή του βάρκα βρέθηκε μέσα σέ τρομερή θύελλα στόν Γιενισέι. Ἀφοῦ τό ζήτησε, μέ κάλεσαν στή GPU ὅπου μέ εἰδοποίησαν μέ ἐπίσημη ἀπαγόρευση νά μήν εὐλογῶ τούς ἀρρώστους στό νοσοκομεῖο, νά μήν κηρύττω στό μοναστήρι καί νά μήν πηγαίνω ἐκεῖ πάνω σέ ἕλκηθρο καλυμμένο ἀπό τάπητες. Ἀπάντησα ὅτι τό ἐπισκοπικό μου καθῆκον μ’ ἐμποδίζει νά ἀρνηθῶ νά δίνω εὐλογία. Πρότεινα στόν πρόεδρο νά ἔρθει αὐτός ὁ ἴδιος καί νά κολλήσει πάνω στήν πόρτα τοῦ νοσοκομείου μία εἰδοποίηση πού νά ἀπαγορεύει στούς χωρικούς νά ζητοῦν τήν εὐλογία μου –πράγμα πού ὄντως δέ μπόρεσε νά κάνει. Τοῦ πρότεινα ἐπίσης ν’ ἀπαγορέψει στούς χωρικούς νά θέτουν στή διάθεσή τους ἕνα ἕλκηθρο καλυμμένο μέ τάπητα –πράγμα ἀκόμη πιό δύσκολο γι’ αὐτόν.
Ὡστόσο, δέν ὑπέφεραν γιά πολύ τή σταθερότητά μου. Ἡ ἕδρα τῆς GPU βρισκόταν δυό βήματα ἀπό τό νοσοκομεῖο. Μέ κάλεσαν καί στήν εἴσοδο, εἶδα ἕνα ἕλκηθρο πού τό’σερναν δύο ἄλογα καί τό ὁδηγοῦσε ἕνας ἄνθρωπος τῆς πολιτοφυλακῆς. Ὁ τοπικός ἀρχηγός τῆς GPU μέ ὑποδέχτηκε μέ πολλή κακία. Μοῦ εἶπε πώς ἐφόσον δέ συμμορφωνόμουν πρός τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐκτελεστικῆς ἐπιτροπῆς ἔπρεπε νά φύγω ἀμέσως μακριά ἀπό τό Τουρουχάνσκ. Μου ἔδιναν μισή ὥρα νά ἑτοιμάσω τίς ἀποσκευές μου. Ρώτησα μόνο ἥσυχα:
«Ποῦ μέ στέλνουν;».
«Στήν ἄκρη τοῦ Παγωμένου Ὠκεανοῦ», μοῦ ἀπάντησαν σέ τόνο ἐριστικό.
Ἐγκατέλειψα ἥσυχα τό νοσοκομεῖο, ἀκολουθούμενος ἀπό τόν παράγοντα τῆς πολιτικοφυλακῆς. Μοῦ ψιθύρισε στό αὐτί: Σᾶς παρακαλῶ, καθηγητά, φτιάξτε τίς ἀποσκευές σας τό συντομότερο δυνατό. Μόνο νά ἐγκαταλείψουμε αὐτό τό μέρος ὅσο πιό σύντομα γίνεται καί νά φθάσουμε στό ἑπόμενο χωριό. Ὕστερα θά μπορέσουμε νά συνεχίσουμε ἥσυχα. Φτάσαμε γρήγορα στό χωριό Σελιβάνιχα, γειτονικό τοῦ Τουρουχάνσκ. Αὐτό τό χωριό εἶχε ὀνομαστεῖ ἔτσι, πρός τιμήν κάποιου Σελιβάνοφ ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχηγός τῆς αἵρεσης τῶν εὐνουχισμένων6 καί εἶχε ἐξοριστεῖ ἐδῶ.
Ἡ συνοδεία μου στήν ἐξορία, σοσιαλεπαναστάτες πού ἔδειχναν ἐνδιαφέρον καί συζητοῦσαν πολύ μαζί μου, σέ λίγο συγκεντρώθηκαν. Μοῦ ἔδωσαν χρήματα καί , ὅ,τι ἀκριβῶς ἔπρεπε, ἕνα γούνινο σκέπασμα. Ὕστερα ἀπό μία νύχτα μέσα σέ μιά ἴζμπα τῆς πολιτικοφυλακῆς, συνεχίσαμε τό ταξίδι μας.
Ἡ διαδρομή πάνω στόν Γενισέι, πού ἦταν γεμάτος πάγους, ἦταν πολύ κοπιαστική. Τό κρύο τρύπαγε τά κόκκαλα. Ὡστόσο, σέ αὐτές τίς δύσκολες στιγμές ἦταν πού αἰσθανόμουν πολύ καθαρά, σχεδόν χειροπιαστά, τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ -τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ-κοντά μου, νά μέ στηρίζει καί ἐνδυναμώνει.
Μετά ἀπό πολλές διανυκτερεύσεις σέ παρόχθια χωριουδάκια, φτάσαμε στό ἀρκτικό πολικό κύκλο. Πιό πέρα ὑπῆρχε ἕνα μικρό χωριό –λησμόνησα τό ὄνομά του- ὅπου εἶχε ζήσει ἐξόριστος ὁ Στάλιν.
Μόλις μπήκαμε σέ μία ἴζμπα, ἕνας ἄνδρας μοῦ ἔτεινε τό χέρι. «Δέν εἶσαι ὀρθόδοξος;», τόν ρώτησα. «Δέ γνωρίζεις ὅτι σέ ἕναν ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο ζητοῦν τήν εὐλογία του ἀντί νά τείνουν τό χέρι;». Ὅπως ἀργότερα ἀντιλύφθηκε, αὐτό ἐντυπωσίασε πολύ τόν ἄνθρωπο τῆς πολιτοφυλακῆς πού μέ συνόδευε. Προηγουμένως κιόλας, ἀνάμεσα στή Σελιβάνιχα καί τό ἑπόμενο χωριό, μοῦ εἶχε πεῖ: «Αἰσθάνομαι στή θέση τοῦ Μαλιούτα Σκουράτοφ τήν ὥρα πού ὁδηγοῦσε τόν μητροπολίτη Φίλιππο στή μονή Ὀστράτς7».
Περάσαμε τήν ἑπομένη νύχτα σ’ ἕνα «χωριουδάκι δίφωτο8» ὅπου κατοικοῦσαν ἕνα ἄγριος γέρος πού ὀνομαζόταν Ἀθηνογένης μέ τούς τέσσερεις γιούς του. Αὐτός ἔπαιζε ρόλο μεγαλοτσιφλικά. Εἶχε σφετεριστεῖ –αὐτός ἀποκλειστικά- τό δικαίωμα ἀλιείας στό Γιενισέι σ’ ἕνα μήκος 40 χιλιομέτρων καί κανείς δέν τολμοῦσε νά τοῦ τό ἀμφισβητήσει. Ὁ μικρότερος γιός ἀποτελοῦσε ξεχωριστό παράδειγμα παθολογικῆς τελμπελιᾶς: ἀρνιόταν τελείως νά ἐργαστεῖ καί παρέμενε στό κρεβάτι του μέρες ὁλόκληρες. Μάταια τόν εἶχαν σαπίσει στό ξύλο, τίποτε δέ γινόταν. Ὁ γερο-Ἀθηνογένης θεωροῦνταν ὑπόδειγμα χριστιανοῦ. Τοῦ ἄρεσε νά διαβάζει τή Βίβλο. Συζητοῦσα μαζί του μέχρι ἀργά νύχτα γιά νά τοῦ ἐξηγῶ ὅ,τι καταλάβαινε στραβά.
Ἡ συνέχεια τοῦ ταξιδιοῦ μας στάθηκε ἀκόμα πιό σκληρή. Κάποιο ἀπό τά χωριουδάκια εἶχε καεῖ. Ἦταν λοιπόν ἀδύνατο νά σταματήσουμε ἐκεῖ γιά νά περάσουμε τή νύχτα καί ὑπῆρχε δυσκολία στό νά βροῦμε δυνατά ἄλογα, καθώς εἶχαν ἀδυνατήσει λόγω ἔλλειψης τροφῆς. Ἔπρεπε ὥστόσο νά τά χρησιμοποιήσουμε γιά νά φτάσουμε στό ἑπόμενο χωριό. Μετά ἀπό διαδρομή 70 βερστίων χωρίς διακοπή, ἤμουν τόσο ἐξαντλημένος καί ἀποκοιμισμένος ὥστε χρειάστηκε νά μεταφερθῶ σέ μιά ἴζμπα καί νά μέ ζεστάνουν γιά πολλή ὥρα. Ἡ συνέχεια τοῦ ταξιδιοῦ μέχρι τό μικρό χωριό Πλάχινο, 230 χλμ. πέρα ἀπό τόν πολικό κύκλο, πραγματοποιήθηκε χωρίς περιπέτειες. Ὁ κομσομόλος μου μου εἶπε ὅτι εἶχε λάβει διαταγή νά διαλέξει αὐτός ὁ ἴδιος τό τόπο τῆς ἐξορίας μου. Εἶχε ἀποφασίσει νά μέ ἀφήσει στό Πλάχινο.
Ἦταν ἕνα πολύ μικρό χωριουδάκι πού περιλάμβανε τρεῖς ἴζμπες καί δύο κατοικίες πού ἐγώ τίς πέρασα τήν πρώτη γιά σωρό κοπριᾶς, καί τή δεύτερη γιά θημωνιά ἀπό ἄχυρο, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἦταν παρά τά καταλύματα δύο μικρῶν οἰκογενειῶν. Δέν εἴχαμε μπεῖ ἀκόμη στό κεντρικό σπιτάκι καί ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ μικροῦ χωριοῦ μπῆκαν κι αὐτοί ὁ ἕνας πίσω ἀπό τον ἄλλο. Ὑποκλίθηκαν ὅλοι και ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ μοῦ εἶπε: «Δεσπότη μου, μήν ἀνησυχεῖτε, ἤδη τά τακτοποιήσαμε ὅλα. Κάθε ἄνδρας δεσμεύεται νά σᾶς προμηθεύει ἕνα demi-sagène ξύλα τό μήνα». Μοῦ γνώρισε τότε τόν κάθε κάτοικο, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐπαναλαμβάνοντας: «Μήν ἀνησυχεῖτε. Κάθε ἄνδρας θά σᾶς προμηθεύει 1 κυβικό μέτρο ξύλο περίπου, αὐτή ἡ γυναίκα θά μαγειρεύει γιά σᾶς καί ἡ ἄλλη θά σᾶς πλένει. Μήν ἀνησυχεῖτε».
Ὅλοι μοῦ ζήτησαν εὐλογία. Μοῦ ἔδειξαν τό δωμάτιο πού μου εἶχαν ἑτοιμάσει στήν ἄλλη ἴζμπα. Ζοῦσαν ἐκεῖ ἕνας νεαρός ἀγρότης μέ τή γυναίκα του πού τούς εἶχαν μεταφέρει στό ἄλλο μισό τῆς ἴζμπας -ὅπου ἔπρεπε νά χωρέσουν μαζί μ’ ἐκείνους πού ἤδη ἔμεναν ἐκεῖ- γιά νά ἐλευθερώσουν ἕνα δωμάτιο γιά μένα. Ὁ συνοδός μου, ὁ κομσομόλος, παρατηροῦσε προσεκτικά τή σκηνή τῶν συστάσεων καί ἀνταλλαγῆς χαιρετισμῶν. Ἔπρεπε νά φύγει ἀμέσως καί νά περάσει τή νύχτα στό ἐμπορικό τῆς περιοχῆς πού ἀπεῖχε κάποια χιλιόμετρα. Αἰσθανόσουν ὅτι συγκινιόταν στήν ἰδέα ὅτι θά μοῦ ἔλεγε ἀντίο. Τόν ἔβγαλα ὅμως ἀπό τή δυσκολία εὐλογώντας τόν καί ἀγκαλιάζοντάς τον. Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, αὐτή μου ἡ ἐκδήλωση τόν ἄγγιξε βαθειά.
Ἔμενα μόνος στό δωμάτιό μου. Ἦταν τό ἥμισυ τῆς ἴζμπας, ἀρκετά εὐρύχωρο μέ δύο παράθυρα. Ἀπ’ ἔξω, στερεοποιημένα ἀπό τήν παγωνιά μεγάλα κομμάτια πάγου σχημάτιζαν ἕνα δεύτερο πλαίσιο στά παράθυρα. Οἱ σχισμές τῶν παραθύρων δέν ἦταν βουλωμένες καί ἀπό τήν ἐξωτερική γωνία ὑπῆρχε ἕνας σωρός ἀπό χιόνι. Ὑπῆρχε κι ἕνας ἀκόμη- πού δέν ἔλιωνε ποτέ – μέσα στήν ἴζμπα κοντά στό κατώφλι τῆς πόρτας εἰσόδου. Γιά νά κοιμηθεῖς ἤ νά ξεκουραστεῖς, οἱ χωρικοί εἶχαν κατασκευάσει μεγάλα ξύλινα πλαίσια κρεβατιῶν καλυμμένα ἀπό δέρματα ταράνδων. Εἶχα φέρει μαζί μου ἕνα μαξιλάρι. Κοντά στό κρεβάτι βρισκόταν μιά σιδερένια σόμπα πού τή γέμιζα μέ ξύλα γιά τή νύχτα. Ξαπλωμένος στό κρεβάτι σκεπαζόμουν μέ τό δέρμα καί τή γούνινη κουβέρτα πού μοῦ εἶχαν προσφέρει στή Σελιβάνιχα. Τή νύχτα τρόμαζα ἀπό τό κρότο τῆς φωτιᾶς μέσα στή σόμπα. Τό πρωί, κατά τήν αὐγή, ἔτρεμα ἀπό τήν παγωνιά τῆς ἴζμπας, πού κάλυπτε μέ παχύ στρῶμα πάγου τό νερό τοῦ κάδου.
Ἀπό τή πρώτη μέρα, ἀσχολήθηκα μέ τό νά κλείσω τίς σχισμές τοῦ παραθύρου χρησιμοποιώντας κόλλα καί χοντρό χαρτί περιτυλίγματος πού βρῆκα στό ἐμπορικό. Δοκίμασα τήν ἴδια μέθοδο γιά νά κλείσω τίς σχισμές στή γωνία της ἴζμπας. Μέρα-νύχτα μετακινοῦσα τή σιδερόσομπα. Ὅταν καθόμουν νά φάω, καλά κουκουλωμένος, ζεσταινόμουν μέχρι τή μέση καί κρύωνα ἀπ’ τή μέση καί κάτω. Δέν καταλαβαίνω καθόλου πῶς κατάφερα νά πλυθῶ μέ τέτοιο κρύο. Μιά μέρα, ὡστόσο, χρειάστηκε νά τό κάνω. Μοῦ ἔφεραν ἕναν κάδο καί δυό κουβάδες μέ νερό: ὁ ἕνας κρύος μέ κομμάτια πάγου, ὁ ἄλλος ζεστός. Κάποιες φορές τή νύχτα, ξυπνοῦσα ἀπό κρότους πού ἔμοιαζαν μέ πολύ δυνατές βροντές. Ἦταν οἱ πάγοι τοῦ Γιενισέι πού ἔσπαζαν καθ’ ὅλο τό πλάτος τοῦ ποταμιοῦ.
Ἡ γυναίκα πού ἔπρεπε νά μοῦ μαγειρεύει ἔβγαλε γρήγορα τήν ποδιά της. Φιλονίκησε μέ τόν ἄντρα της καί, ἀπό τότε, γιά πρώτη φορά στή ζωή μου, χρειάστηκε νά μαγειρεύω ἐγώ ὁ ἴδιος. Οἱ χωρικοί μοῦ ἔφερναν ψάρια καί ἀγόραζαν κι ἄλλα ψώνια ἀπό τό ἐμπορικό. Ξέχασα τί παράξενο ἔφτιαξα προσπαθώντας νά ψήσω τό ψάρι, ἀλλά θυμᾶμαι πολύ καλά τόν τρόπο πού μαγείρεψα τό κίσσελ. Εἶχα ψήσει μύρτιλα καί τους πρόσθεσα ὑγρό ἄμυλο. Μάταια ὅμως πρόσθετα ὅλο καί περισσότερο, τό κίσσελ φαινόταν πάντοτε ὑγρό. Ἔβαλα πράγματι τόσο, ὥστε στό τέλος βγῆκε μιά συμπαγής μάζα πού δέν τρωγόταν. Μετά ἀπό ἕνα τόσο ἐμφανές φιάσκο μαγειρικῆς, χρειάστηκε νά συμβιβαστῶ. Μιά ἄλλη γυναίκα μέ λυπήθηκε καί δέχτηκε νά μοῦ μαγειρεύει..
Εἶχα μαζί μου μιά Καινή Διαθήκη, τήν ὁποία ποτέ δέν ἀποχωρίστηκα ἀκόμα καί στήν ἐξορία. Στό Πλάχινο, σ’ αὐτό τό χωριό πού ἦταν ὁ πιό μακρινός τόπος ἐξορίας μου, πρότεινα στούς χωρικούς νά διαβάζω καί νά τούς ἐξηγῶ τό Εὐαγγέλιο. Χάρηκαν. Ἡ χαρά τους, ὡστόσο, δέν διήρκησε πολύ, γιατί ὁ ἀριθμός των ἀκροατῶν μειωνόταν κάθε φορά. Τό κήρυγμά μου τέλειωσε ἐδω.
Θά διηγηθῶ ἀκόμα ἕνα ἔργο τοῦ Θεοῦ πού εἶχα τήν εὐκαιρία νά πραγματοποιήσω στό Πλάχινο. Τή στιγμή πού γράφω αὐτές τίς ἀναμνήσεις, ἔχω περισσότερο ἀπό τριάντα ἑπτά χρόνια στή ἱερωσύνη καί στήν ἀρχιερωσύνη πάνω ἀπό τριάντα πέντε. Ὡστόσο, ὅσο παράξενο κι ἄν φαίνεται, δέ βάπτισα παρά τρία παιδιά: τό ἕνα ὅταν ἦταν ἕτοιμο νά πεθάνει -ἀνέτρεξα στή συντομη ἀκολουθία- καί τ’ ἄλλα δύο ὑπό ἀσυνήθιστες συνθῆκες. Πραγματικά, χρειάστηκε νά βαπτίσω δύο παιδάκια, σ’ ἕνα περιβάλλον πολύ περίεργο: στήν κατοικία πού, φθάνοντας ἐκεῖ, τήν πέρασει γιά σωρό κορπιᾶς. Δέν εἶχα τίποτε, οὔτε ροῦχα, οὔτε λειτουργικά βιβλία. Στάθηκε ἀναγκαῖο, λοιπόν, ἐγώ ὁ ἴδιος νά συνθέσω προσευχές καί νά κατασκευάσω μέ μιά πετσέτα ἕνα πετραχήλι. Ἐκεῖνο τό ἄθλιο παλιόσπιτο ἦταν τόσο χαμηλό, πού δέν μποροῦσα νά σταθῶ ὄρθιος, παρά μόνο σκυμμένος. Ἕνας ξύλινος κάδος χρησιμοποιήθηκε γιά κολυμβήθρα καθώς τελείωνα τό μυστήριο, μ’ ἐνοχλοῦσε ἕνα μοσχάρι πού κουνιόταν δίπλα ἀπό τό κάδο. Δέν εἶχα ἅγιο χρίσμα10, ἀλλά θυμήθηκα ὅτι ἤμουν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων· ἀντικατέστησα λοιπόν τή χρίση μέ ἐπίθεση χειρῶν πάνω στά παιδιά καί ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τώρα πού ἔγινα ἀρχιεπίσκοπος, δέν ἔχω πλέον τήν εὐκαιρία νά βαπτίζω· ἔχουν ἀναλάβει οἱ ἱερεῖς μου.
Στό Πλάχινο, εἶναι συνήθεις οἱ πολύ δυνατές παγωνιές. Δέν ὑπάρχουν ἐκεῖ οὔτε κόρακες οὔτε σπουργίτια. Εἶναι τόσο ἔντονο τό κρύο πού τά πουλιά πετώντας θά μεταμορφώνονταν σέ πέτρες καί θά ἔπεφταν. Δύο μῆνες στό Πλάχινο, δέν εἶδα παρά μόνο μία φορά ἕνα πουλάκι -ὅμοιο μέ μεγάλη μπάλα μέ τριανταφυλλί φτέρωμα- κουρνιασμένο σ’ ἕνα θάμνο. Μοῦ συνέβη νά ζήσω περιόδους ψύχους ἐξαιρετικά ἐπώδυνες, μέ τόν σίβερ11 –τόν ἄνεμο τοῦ βορρᾶ- νά φυσᾶ δίχως σταματημό γιά πολλές μέρες. Αὐτό τόν ἄνεμο, τ’ ἄλογα καί οἱ ἀγελάδες μέ δυσκολία τόν ὑποφέρουν· τά καημένα ζῶα παραμένουν νύχτα-μέρα ἀκίνητα, μέ τά ὀπίσθιά τους στραμμένα πρός τόν βορρά.
Στή σοφίτα τῆς ἴζμπας μου, φιλέτα ψαριοῦ ἦταν κρεμασμένα μέ μεγάλα ξύλινα φλοτέρ, πού ὅταν φυσοῦσε ὁ σίβερ, ἔκαναν θόρυβο τέτοιο σάν τό «Μακάβριο χορό» τοῦ Γκρίγκ. Πράγματι, μέρα-νύχτα ἔπρεπε νά βγῶ γιά νά ἱκανοποιήσω τίς σωματικές μου ἀνάγκες στό χιόνι καί τό κρύο, πράγμα ἤδη πολύ δύσκολο τήν κανονική περίοδο· ἡ κατάσταση γινόταν εἰλικρινά ἀπελπιστική ὅταν φυσοῦσε ὁ σίβερ. Ἔτσι ἔζησα λίγο περισσότερο ἀπό δύο μῆνες στό Πλάχινο. Δέν εἶδα οὔτε μία ψυχή νά περνάει ἀπό αὐτό τό χωριουδάκι.
Ἀρχές Μαρτίου, ὁ Κύριος μέ ἀνακούφισε μέ τρόπο πού δέν περίμενα. Ἐπρόκειτο νά ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅταν ἔφτασε ἡ ἀλληλογραφία στό Πλάχινο καί μου ἔδωσαν ἕνα γράμμα μέσα στό ὁποῖο ὁ ἀρχηγός τῆς GPU μου πρότεινε εὐγενικά νά ἐπιστρέψω στό Τουρουχάνσκ. Δέν καταλάβαινα γιατί, ἀλλά ἔμαθα κατά τήν ἐπιστροφή μου. Κάποιος χωρικός εἶχε πεθάνει στό νοσοκομεῖο τῆς πόλης. Χρειάστηκε νά χειρουργηθεῖ, ἀλλά ἀπόντος ἐμοῦ κανείς δέν ἦταν ἱκανός. Τό γεγονός θύμωσε τόσο πολύ τους κατοίκους τοῦ Τουρουχάνσκ, πού ὁπλισμένοι μέ φοῦρκες, κόσες καί τσεκούρια, ἐπιτέθηκαν στή GPU καί τό ἐπαρχιακό συμβούλιο, Ἡ τοπική ἐξουσία, θορυβημένη, ἔστειλε ἀμέσως γράμμα στό Πλάχινο.
Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς δέν ἦταν πολύ δύσκολος. Μπελάδες δέν εἶχα παρά μόνο στό χωριό τοῦ Ἀθηνογένη. Εἶχε στείλει αὐτός τόν ἕναν ἀπό τούς γιούς του γιά νά μέ ὁδηγήσεις στό χωριουδάκι πού εἶχε ζήσει ὁ Στάλιν. Τό ἄλογο πήγαινε περπατητά καί ὁ ἁμαξάς ἀρνιόταν νά τό κάνει νά ἐπιταχύνει. Κάποια στιγμή δέν ἄντεξα: πῆρα τά χαλινάρια καί βάλθηκα νά μαστιγώνω τό ἄλογο. Ὁ ἁμαξάς πήδηξε ἀπό τό ἕλκηθρο κι ἔτρεξε πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Δέν μοῦ ἔμενε πιά παρά μισή στροφή μέ τό ἄλογο νά βηματίζει πρός τήν ἴζμπα τοῦ Ἀθηνογένη. Αὐτός ὁ «ἀληθινός χριστιανός» μ’ ἔλουσε βρίζοντάς μέ χυδαῖα, ἐμένα τόν ἐπίσκοπο, ἀλλά ὁ θυμός του κάλμαρε, ὅταν τοῦ ἔδωσα ἕνα χρυσό νόμισμα τῶν πέντε ρουβλίων. Μοῦ προμήθεψε ἕνα ζευγάρι καλά ἄλογα καί γιά ἁμαξά ἕναν ἄλλο γιό του.
Σ’ ἕνα ἄλλο χωριουδάκι δοκίμασα νά σέρνουν τό ἕλκηθρο ἕξι δυνατά σκυλιά τῆς Σιβηρίας. Ἔτρεχαν γρήγορα, ἀλλά ξαφνικά τό ἕνα δάγκωσε ἕνα ἄλλο κι αὐτό ἕνα τρίτο, ὁπότε ρίχτηκαν ὅλα σέ μιά ἀπερίγραπτη μάχη. Ὁ ἁμαξάς πήδηξε ἀπό τό ἕλκηθρο καί ἄρχισε νά μαστιγώνει τά σκυλιά μέ τό ξύλινο ραβδί πού χρησιμοποιοῦσε γιά νά τά κατευθύνει. Ἡ τάξη ἀποκαταστάθηκε καί τά σκυλιά τότε μᾶς μετέφεραν δίχως ἐμπόδια στόν προορισμό μας.
Ὁ πρῶτος πού μέ ὑποδέχτηκε στό Τουρουχάνσκ μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες καί ἀνυπόκριτη χαρά, ἦταν ὀ νεαρός πολιτοφύλακας πού μέ εἶχε συνοδεύσει ἀπό τό Τουρουχάνσκ στό Πλάχινο.
Ξανάπιασα δουλειά στό νοσοκομεῖο. Ὁ ἀρχηγός τῆς GPU πού μέ κακία καί δόντια πού ἔτριζαν μέ εἶχε ἀποστείλει στόν βορρά γιά νά τιμωρηθῶ λόγω ἀπειθείας, μέ ὑποδέχτηκε μέ ἐξαιρετική εὐγένεια. Ζήτησε νά μάθει γιά τήν ὑγεία μου καί γιά τή ζωή μου στό Πλάχινο.
Κάποια μέρα ἔλαβε χώρα γεγονός…. πικάντικο! Ὁ ἀρχηγός τῆς GPU ἦρθε νά μέ δεῖ στό νοσοκομεῖο γιά νά κανονίσει μία ὑπόθεση. Καθώς μιλούσαμε, μία ὁμάδα ἀπό Τουγκούζους μπῆκαν μέσα στό δωμάτιο ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, μέ τά χέρια τό ἕνα πάνω στό ἄλλο –οἱ παλάμες κοιτώντας ψηλά- γιά νά λάβουν τήν εὐλογία μου. Σηκώθηκα καί τούς εὐλόγησα ὅλους ἐνῶ ὁ ἀρχηγός τῆς GPU ἔκανε πώς δέν πρόσεχε τίποτε. Φυσικά, συνέχισα νά πηγαίνω στό μοναστήρι πάνω σέ ἕλκηθρο καλυμμένο μέ χαλί. Ἡ δεύτερη παραμονή μου στό Τουρουχάνσκ διήρκησε ἑπτά μῆνες: ἀπό τόν Εὐαγγελισμό μέχρι τό Νοέμβριο.
Στό μέσον τοῦ καλοκαιριοῦ -δέν ξέρω μέ ποιό τρόπο- ὁ Θεός μέ εἰδοποίησε ὅτι ἡ ἐξορία μου ἔφθασε στό τέλος της. Περίμενα μέ ἀνυπομονησία τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς ὑπόσχεσης, ἀλλά οἱ ἑβδομάδες περνοῦσαν χωρίς νά φαίνεται κάποια ἀλλαγή. Ἔπεσα σέ ἀκηδία. Μιά μέρα, μέσα στό ἱερό βῆμα τοῦ χειμερινοῦ ναοῦ πού ἐπικοινωνοῦσε μέσω μιᾶς πόρτας μέ τόν θερινό ναό, προσευχόμουν μέ δάκρυα μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς ἀμφιβολία ὑπῆρχε μέσα σ’ αὐτή τήν προσευχή κάποιος γογγυσμός ἐνάντια στόν Κύριο Ἰησοῦ, ἐπειδή ἡ ὑπόσχεση ἀπελευθέρωσής μου ἀργοῦσε νά ἐκπληρωθεῖ. Ξαφνικά, εἶδα τόν Χριστό στήν εἰκόνα, νά ἀποστρέφει τό πρόσωπό Του ἀπό μένα. Τρομαγμένος, ἀπελπισμένος, δέν τολμοῦσα πλέον νά κοιτάξω τήν εἰκόνα. Σά βρεγμένη γάτα βγῆκα ἀπό τό ἅγιο βῆμα καί μπῆκα στόν θερινό ναό, ὅπου εἶδα πάνω στό ἀναλόγιο τόν Ἀπόστολο. Τόν ἄνοιξα μηχανικά καί ἄρχισα νά διαβάζω τό πρῶτο ἐδάφιο πού ἔπεσε στά μάτια μου. Δυστυχῶς, πλέον, δέ θυμᾶμαι τό κείμενο, ἀλλά εἶχε θαυμαστό ἀποτέλεσμα. Βρῆκα μέσα ἐκεῖ ἀνακατεμένα τό θράσος μου νά γογγύσω κατά τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἔλλειψη κατανόησής μου. Ἔλαβα ἐπίσης τή διαβεβαίωση τῆς ὑπόσχεσης ὅτι θά ἐπελευθερωθῶ, πού ἀνυπόμονα περίμενα.
Ἐπέστρεψα στό θυσιαστήριο τοῦ χειμερινοῦ ναοῦ καί εἶδα μέ χαρά ὅτι ὁ Χριστός μέ κοιτοῦσε πάλι μέ τά χαροπάροχα φωτεινά του μάτια.
Δέν ἦταν θαῦμα;

—————————-

1.Ἐπωφελούμενη τῆς φήμης τοῦ συζύγου της, πού γνώριζε καλά τόν Λένιν, ἡ Αἰκατερίνα Πέσκοβα, παρενέβαινε συχνά πρός ὄφελος τῶν πολιτικῶν κρατουμένων. Συνεδρίαζε στό κέντρο τῆς Μόσχας, ὅπου ἔρχονταν οἱ οἰκογένειες καί τήν ἐκλιπαροῦσαν. Οἱ παρεμβάσεις της πού ἦταν αἰτιολογημένες, συχνά κατέληγαν σέ ἀπελευθερώσεις κρατουμένων ἤ σέ μειώσεις ποινῶν.
2.Στήν κυριολεξία «πατερούλη». Λαϊκός χαϊδευτικός τρόπος ν’ ἀπευθύνονται στούς ἱερεῖς.
3.Μέλος τῆς κομμουνιστικῆς νεολαίας.
4.Στήν ἰατρική ὁρολογία «βλεφαροχάλασις»: πρόκειται γιά ἀτροφία τοῦ δέρματος τοῦ ἄνω βλεφάρου, πού συνοδεύεται ἀπό χαλάρωση τοῦ ὑποδόριου κυτταρικοῦ ἰστοῦ. Ἡ μεγάλη ἀναδίπλωση πού μέ αὐτό τόν τρόπο προκύπτει, μπορεῖ νά πέσει μέχρι τό κάτω μέρος τοῦ ματόκλαδου καί νά ἐμποδίζει τήν ὅρασή πρός τά ἐπάνω.
5.Ἦταν ὁ πατήρ Μαρτίνος Ρίμσα (†1941), ὁ ὁποῖος ἦταν δάσκαλος στή Λευκορωσία γιά περίπου 40 χρόνια προτοῦ ἀκολουθήσει μαθήματα ποιμαντικῆς στή Μόσχα καί φύγει ἑκουσίως γιά τή Σιβηρία πρίν τήν ἐπανάσταση. Συνελήφθη ἀπό τούς μπολσεβίκους ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παραβρεθεῖ στή βεβήλωση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τῆς Mangasée, πρᾶγμα πού τοῦ κόστισε 12 χρόνια ἐξορίας. Ἦταν πατέρας πολυάριθμης οἰκογένειας, μέ μία κόρη κομμουνίστρια, ἡ ὁποία, ἀρκετά χρόνια ἀργότερα, λυπήθηκε πού δέν εἶχε συναντήσει τόν Σεβασμιώτατο Λουκᾶ. Αὐτός ἀπό τήν πλευρά του, δέ σταμάτησε ποτέ νά βοηθάει ὑλικά τόν πατέρα Μαρτίνο.
6.Γι’αὐτή τήν αἵρεση πού καταδιώχτηκε ἀπό τους μπολσεβίκους, βλέπε VOLKOV, La secte des castrats russec, préface de Pievre Vidal- Naquet, Paris, Les Belles Letters, 1995.
7.Ὁ Μαλιούτα Σκουράτοφ ἦταν ἀρχηγός τῶν μπράβων τοῦ Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ. Ὁ μητροπολίτης Φίλιππος ἐξορίστηκε στό Τβέρ διότι –τό 1568, στόν Καθεδρικό τῆς Κοιμήσεως τοῦ Κρεμλίνου στή Μόσχα κατήγγειλε ἀπ’ ἄμβωνος τίς βιαιοπραγίες τοῦ τσάρου. Ὁ Μαλιούπα Σκουράτοφ ξαναῆρθε τήν ἑπόμενη χρονιά στό Τβέρ γιά νά δολοφονήσει, πνίγοντάς τον, τόν μητροπολίτη ὁ ὁποῖος ἁγιοποιήθηκε. Στάθηκε ὁ τελευταῖος ἱεράρχης πού ἀντιτέθηκε στόν τσάρο γιά ἠθικούς λόγους.
8.Χωριό πού περιλάμβανε ὅλο κι ὅλο δύο σπίτια.
9.Περίπου 1m3.
10. Τό ἅγιον χρίσμα ἤ μύρον εἶνα ἔλαιο πού ἀποτελεῖται ἀπό ἐλαιόλαδο καί διάφορα πολύτιμα βάλσαμα καθαγιασμένο ἀπό τόν ἐπίσκοπο δι’ ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τό ὁποῖο μία ποσότητα διατηρεῖται σέ κάθε ναό γιά τίς βαπτίσεις καί τά χρίσματα.
11.Φοβερά παγωμένος ἄνεμος τῶν πολικῶν περιοχῶν τῆς Σιβηρίας.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.