«Η μοιραία ημέρα» (13-ις Αυγούστου 1922) για τη Μικρασιατική καταστροφή – Σαράντου Καργάκου.

Στις 7.30 το απόγευμα (της 13-ις Αυγούστου του 1922) ο Αρχιστράτηγος μαζί με τους επιτελείς του είχαν εκπονήσει σχέδιο επιχειρήσεων που σε γενικές γραμμές ήταν αντίθετο προς τις επισημάνσεις του Τρικούπη και των δύο άλλων Σωματαρχών. Από τη διαταγή αυτή θα επισημάνουμε τα ακόλουθα σημεία.4

α) Ο εχθρός παρά την πολυμέτωπη σφοδρή επίθεσή του δεν εξεδήλωσε ακόμη την πρόθεσή του σχετικά με τον ποιον τομέα προτίθεται να κτυπήσει αποφασιστικά. (Ο Τρικούπης τον είχε υποδείξει).

β) Υποτιμώντας την πολεμική αξία των Τούρκων και υπερτιμώντας τον πολεμικό δυναμισμό των καταπεπονημένων Ελλήνων μαχητών, ο Αρχιστράτηγος αποφάσισε να στερήσει από τον Κεμάλ την επιθετική πρωτοβουλία και να αναλάβει αυτός, δηλαδή ο ελληνικός στρατός, την πρωτοβουλία μιας επιθετικής ενεργείας «ευρέως μετώπου» με αντικειμενικό σκοπό «να συντρίψη την θέλησιν του εχθρού». Πιο διευρυμένος αντικειμενικός σκοπός ήταν η «απώθησις του εχθρού νοτίως της γραμμής των συγκοινωνιών του». Προφανώς, λόγω Αυγούστου, ο Χατζανέστης και οι επιτελείς του έβλεπαν μόνον «επί χάρτου» ήταν εφικτό να υλοποιηθούν. Και η διαταγή καταλήγει σε μία οδηγία που θυμίζει τις ανάλογες διαταγές του Χίτλερ, όταν πια ήταν ορατό και από τυφλό ότι ο πόλεμός «του» είχε χαθεί.

«Αι δια την αντεπίθεσιν συγκεντρώσεις θα ενεργηθώσι παρά του Β’ Σώματος Στρατού νύκτωρ (=στη διάρκεια της νύκτας), η δε εξόρμησις τουλάχιστον των V, και XIII (μεραρχιών) την πρωίαν της 15ης τρέχοντος το βραδύτερον».

Η διαταγή αυτή έφερε «τα πάνω κάτω» στο Μέτωπο. Το Β’ Σώμα στρατού ανέστειλε τη μεταφορά του 26ου Συντάγματος στο Αφιόν Καραχισάρ. Ένα τάγμα που είχε ήδη επιβιβασθεί, διατάχθηκε να αποβιβαστεί. Ωστόσο, ο Τρικούπης επέμενε να μη διακοπεί η κίνηση της ΙΧ Μεραρχίας προς το Αφιόν. Και στις 12 το βράδυ έστειλε στη Στρατιά ένα πληρέστατο δελτίο πληροφοριών. Μνημονεύουμε μόνον τα εξής:

«Κατά πληροφορίας αξιωματικού αιχμαλωτισθέντος, επιτεθείσαι κατ’ ανωτέρω τομέως μας δυνάμεις πέντε μεραρχιών. Πίεσις εξακολουθεί ισχυρώς (…) Εχθρός διαθέτει πολύ πυροβολικόν και αφθονίαν πυρομαχικών. Πρόθεσις εχθρού καταφανής προς ανατροπήν μετώπου υποτομέων Καλετζίκ, Σαβράν και Σινάν Πασά. Κατάστασις μετώπου παραμένει κρίσιμος».

Και για το λόγο αυτό ο Τρικούπης θεωρεί εντελώς απαραίτητη την παρουσία του μετακληθέντος Συντάγματος της ΙΧ Μεραρχίας, «ως όντος μόνης εφεδρείας». Ο Τρικούπης είχε κοινοποιήσει το δελτίο του και στους δύο άλλους Σωματάρχες. Κατόπιν αυτού, ο Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού με δική του πρωτοβουλία στις 3 τα ξημερώματα διέταξε τη μεταφορά του 26ου Συντάγματος στο Αφιόν. Παράλληλα το Α’ Σώμα, γύρω στα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Αυγούστου, μετακίνησε τη Μοίρα της Ορεινής Πυροβολαρχίας – για να ενισχύσει την ΙΧ Μεραρχία. Παράλληλα η Στρατιά προσπαθούσε να συγκεντρώσει και να αναδιοργανώσει τις διασκορπισθείσες δυνάμεις μετά την παραπλανητική επίθεση του Κεμάλ στην Ορτάντζα στις 8 Αυγούστου. Η προσπάθεια ήταν ομολογουμένως σημαντική, άλλ’ επικίνδυνη παρέμενε η κατάσταση στη σκέψη των επιτελών του Γενικού Στρατηγείου. Το βράδυ είχε σχηματισθεί η πεποίθηση ότι το μέτωπο στο Αφιόν έμενε αρραγές και, συνεπώς, η σχεδιασθείσα αντεπίθεση μπορούσε να μεταφερθεί την επομένη ή την μεθεπομένη.

Τα πράγματα όμως δεν είχαν την πορεία που προσδοκούσε το Γενικό Στρατηγείο. Ώρα με την ώρα οι εξελίξεις πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Τουλάχιστον, αν ο Αρχιστράτηγος ήταν στο Ουσάκ, αντί της εξωπραγματικής επιθέσεως που σχεδίαζε, θα είχε τη στοιχειώδη στρατιωτική λογική, μετά τη διάσπαση το μετώπου στον τομέα των ΙV και Ι Μεραρχιών, να διατάξει την από τα πράγματα επιβαλλόμενη σύμπτυξη των Α’ και Β’ Σωμάτων σε μεγαλύτερο βάθος προς Δ. και να σχηματίσει τη δεύτερη γραμμή αμύνης με παγιδευτικούς θυλάκους για τον αντίπαλο.

Επειδή, όμως, ο πόλεμος είναι κάτι χειρότερο από ανεμοζάλη, είναι δύσκολο ο μελετητής να μην υποστεί ζάλη κατά την εξέταση των προσφερομένων δεδομένων. Γι’ αυτό, μετά τη συμφορά, πολλοί έγραψαν για το τι συνέβη στο άλφα ή στον βήτα τομέα, πως έδρασε η τάδε και η δείνα μονάδα, ποιος αξιωματικός υστέρησε και ποιος διακρίθηκε. Έτσι είναι δύσκολο να κάνουμε μια ακριβή αποτίμηση και πολύ περισσότερο αντικειμενικό απολογισμό ευθυνών. Ένα, πάντως, είναι βέβαιο: ότι στην ελληνική αναμέτρηση ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε. Λίγο – πολύ τις αιτίες τις έχουμε προσδιορίσει και θα προσθέσουμε κι άλλες. Παρακάτω θα επιδιώξουμε να εικονογραφήσουμε το τι έγινε σε διάφορες μονάδες.

Τι συνέβη στον τομέα της Ι Μεραρχίας.

Όπως έχει προλεχθεί, το ρήγμα στο μέτωπο που κατείχε η μεραρχία αυτή προκλήθηκε στις 2 μ.μ. στο κέντρο αντιστάσεως του Χασάν Μπελ. Κατόπιν αυτού ολόκληρη η Μεραρχία κινδύνευε να κτυπηθεί από τα νώτα και τη δεξιά της πλευρά από μία δύναμη 2.000 Τούρκων ιππέων. Έσπευσε τότε στο στρατηγείο της, στο Κιλίτζ Ασλάν, με αυτοκίνητο ο Διοικητής της VIΙ Μεραρχίας Βασίλειος Κουρουσόπουλος. Πίσω του ερχόταν η μεραρχία του. Μόλις έφθασε εκεί (4.30 μ.μ.) έλαβε διαταγή από τον υποστράτηγο Αθαν. Φράγκου να διαμοιράσει τις δυνάμεις σε διάφορους τομείς που βρίσκονταν υπό απειλή. Εν τω μεταξύ με διαταγή του Τρικούπη το στρατηγείο της Ι Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στο Μπαλ Μαχμούτ απ’ όπου έδωσε εντολή στο 37ο Σύνταγμα πεζικού να σπεύσει και να ενισχύσει τον υποτομέα του Σινάν Πασά, ώστε να καταστεί εφικτή η απόκρουση των Τούρκων που απειλούσαν το κέντρο αντιστάσεως στο Χασάν Μπελ.

Άλλ’ η διαταγή έπεσε στο κενό, διότι ο Διοικητής του υποτομέα τηλεφώνησε στην Ι Μεραρχία ότι το Χασάν Μπελ είχε ήδη εγκαταλειφθεί και οι επιφορτισμένοι με την υπεράσπισή του είχαν άτακτα υποχωρήσει προς το Σινάν Πασά. Ο Διοικητής της VII Μεραρχίας συν/χης Μουρουσόπουλος ανέλαβε την διοίκηση του υποτομέα αυτού και μετά από επιτόπια εξέταση διαπίστωσε ότι δύο θέσεις στηριγμάτων κρατιούνταν ακόμη καλά, ενώ η εγκατάλειψη του Χασάν Μπελ οφειλόταν στη λιποψυχία του ταγματάρχη Ράντου, διοικητή του 1/5 τάγματος. Ο πανικόβλητος ταγματάρχης αντικαταστάθηκε πάραυτα και τη διοίκηση του τάγματος ανέλαβε ο αρχαιότερος λοχαγός, που αμέσως προέβη στην ανασύνταξή του. Ένα άλλο τάγμα, το 2/5 υπό τον λοχαγό Αθανάσιο Γαλή «εμάχετο σθεναρώς» (Χαρ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Β’, σ. 564). Οι επόμενες προσπάθειες κατέτειναν στο να κλείσουν τα κενά που είχαν σχηματισθεί και να επιτευχθεί, δια περιπόλων, η σύνδεση ανάμεσα στις μαχόμενες μονάδες.

Δυστυχώς για τον ελληνικό στρατό από της 6ης απογευματινής η σιδηροδρομική και τηλεγραφική σύνδεση με την Σμύρνη είχαν διακοπεί. Οι Τούρκοι κτυπούσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κι έτσι δημιουργούσαν «νεκρό πεδίο» στα νώτα του ελληνικού στρατού. Η μάχη της πρώτης ημέρας (13 Αυγούστου) τελείωσε με μεγάλες απώλειες για την Ι Μεραρχία. Μόνο το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων που κρατούσε με τρία τάγματα τον υποτομέα του Καραγκιοζιλί, δεν είχε υποστεί απώλειες. Η Μεραρχία, με διάφορα τάγματα εξακολουθούσε να διατηρεί τους υποτομείς Σαβρόν και Σινάν Πασά.

Ο τομέας της ΙV Μεραρχίας.

Το απόγευμα της 13ης Αυγούστου ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά του κέντρου της ΙV μεραρχίας που κρατούσε το 35ο Σύνταγμα Πεζικού. Ο διοικητής αναγκάσθηκε να ζητήσει επικουρίες που έφθασαν «περί λύχνων αφάς», κατά το λυκόφως, αλλά μειωμένες κατά το ήμισυ. Στις 4 μ. μ. στην ίδια περίπου περιοχή άλλες δυνάμεις τουρκικές επιτέθηκαν στο κέντρο αντιστάσεως στο Καμελάρ, που το υποστήριζαν δύο λόχοι του Ι/35 τάγματος. Στο κρισιμώτερο σημείο της μάχης ο διοικητής του 3/42 λόχου Ευζώνων Γεωργουσόπουλος με δική του πρωτοβουλία αντεπιτέθηκε και ανακατέλαβε τις απολεσθείσες θέσεις του Καμελάρ, βοηθούμενος και από τμήματα του Αποσπάσματος Πλαστήρα, που επιτέθηκαν κατά των Τούρκων από τ’ αριστερά.

Ωστόσο, μεταξύ Ι και ΙV μεραρχίας είχε σχηματισθεί κενό το οποίο έσπευδαν να καλύψουν τουρκικές δυνάμεις, τις οποίες ανέκοψαν δύο τάγματα του Αποσπάσματος Πλαστήρα. Αυτός, αντιλαμβανόμενος ότι κατά τη διάρκεια της νύκτας θα υποστεί επίθεση, εζήτησε, όπως έχει προλεχθεί, να προστεθεί στη δύναμή του και το ΙΙΙ τάγμα που βρισκόταν στον Αφιόν. Έλαβε υπόσχεση αποστολής αλλά η μάχη είχε πλέον λάβει διαστάσεις. Από τις 5 μ.μ. το τουρκικό πυροβολικό συγκέντρωσε τα πυρά του «επί ενός διχαλωτού και πριονοειδούς βράχου», όπου είχαν οχυρωθεί τα δύο τάγματα του Πλαστήρα. Δύο ώρες μετά κινήθηκαν απειλητικά κατά του βραχώδους ερείσματος δύο τουρκικές μεραρχίες. Μπροστά στον κίνδυνο ν’ απολεσθούν τα δύο εκλεκτά τάγματα και η οχυρή θέση που ήταν για τη στιγμή εκείνη το μοναδικό πρόφραγμα για τον συγκεκριμένο τομέα, η ΙV μεραρχία έθεσε στη διάθεση του συν/χη Πλαστήρα το ΙΙΙ τάγμα, που έφθασε στο Καλετζίκ την επόμενη (14 Αυγούστου) στις 2 μετά το μεσημέρι.

Το σημαντικό είναι ότι ο μέραρχος άφησε στον Πλαστήρα απόλυτη πρωτοβουλία. Αυτός ενημέρωσε τη μεραρχία ότι θα ήταν άκρως επικίνδυνο να διενεργήσει αντεπίθεση στη διάρκεια της νύκτας και προέκρινε ως καταλληλότερη ώρα το χάραμα της επομένης. Πολύ σωστά ο διοικητής της ΙV μεραρχίας, ξέροντας τη δυσχερή θέση στην οποία είχε βρεθεί η Ι Μεραρχία, συνέστησε στον Πλαστήρα να καλύψει το κενό του Καγιαντιμπί, ώστε ν’ αποφευχθεί ο κίνδυνος η Ι Μεραρχία να πλευροκοπηθεί και από τη μεριά αυτή. Η ΙV μεραρχία, μαχόμενη συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας της 13ης Αυγούστου, είχε πλέον εξαντληθεί. Οι απώλειές της ήταν τρομακτικές. Το Ι/35 τάγμα είχε χάσει 17 αξιωματικούς, 4 υπαξιωματικούς και 346 οπλίτες. Από αυτούς νεκροί ήσαν 3 αξιωματικοί, 4 υπαξιωματικοί και 81 στρατιώτες. Σοβαρές ήσαν οι απώλειες και 11ου Συντάγματος Πεζικού. Ουσιαστικά, οι μονάδες, λόγω απωλείας των αξιωματικών, ήσαν ακέφαλες.

Στον τομέα της V Μεραρχίας, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, διενεργήθη αντεπίθεση στις 1.30 μ.μ. και ανακαταλήφθηκε, όπως έχει προλεχθεί, η Δασωμένη Κορυφή. Οι Τούρκοι καταδιωκόμενοι ξέφυγαν στο Σαμουλή Νταγ. Λίγο πριν νυχτώσει η μεραρχία ενισχύθηκε κατά το δεξιό πλευρό της με την προσθήκη ενός τάγματος της ΧΙΙ Μεραρχίας που, προς το παρόν, δεν είχε σοβαρές οχλήσεις. Επίσης οχλήσεις κατά την πρώτη ημέρα δεν είχε και η ΙΙ Μεραρχία. Ωστόσο, μια είδηση έκανε τον μέραρχο να ανησυχεί. Περίπου 300 Τούρκοι ιππείς επιτέθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Τουμλού Μπουνάρ˙ ανατίναξαν δύο γέφυρες, διασκόρπισαν τα φυλάκια της σιδηροδρομικής γραμμής και κατέστρεψαν το δίκτυο επικοινωνίας. Ουσιαστικά ένα μέρος του μετώπου είχε απομονοθεί.

«Η μοιραία ημέρα».

Η «μοιραία ημέρα», όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς η 13η Αυγούστου, δεν ήταν απολύτως για τους Έλληνες ανεπιτυχής, ούτε απολύτως επιτυχής για τους Τούρκους, με εξαίρεση τη δράση του ιππικού τους. Όπως γνωρίζουμε, την επίθεση παρακολούθησαν «εκ του σύνεγγυς» ο Κεμάλ, ο αρχηγός του επιτελείου του Φεβζή Πασά και οι διοικητής της 1ης Στρατιάς Ισμέτ Πασά. Η επιλογής της ώρας επιθέσεως ήταν η πλέον ενδεδειγμένη, παρά τους κινδύνους που εγκυμονούσε η κίνηση τέτοιου μεγέθους μονάδων. Πάντως, οι καταδρομείς, που δρουν κατά μικρό αριθμό, θεωρούν ως καλύτερη στιγμή για επίθεση τη δεύτερη ή την τρίτη μεταμεσονύκτια ώρα. Τότε ο αντίπαλος βρίσκεται στο κατώτερο επίπεδο σωματικής και ψυχικής καταστάσεως. Λέγεται ότι οι Τούρκοι στρατιώτες, όπως είχαν κάνει οι άγριοι πολεμιστές του Μάχντι κατά την επίθεση εναντίον του Κίτσενερ στο Χαρτούμ, είχαν καπνίσει χασίς ή είχαν ποτισθεί με αφιόνι. Δεν το αποκλείω αλλά δεν είναι το αφιόνι που φέρνει τη νίκη. Απλώς αυτό βοηθά τον μαχητή να αψηφά τον θάνατο.

Αυτός, πάντως, με το οποίο είχε διαποτισθεί σε ισχυρές δόσεις ο Τούρκος στρατιώτης είναι ο φόβος. Ο φόβος – άλλ’ όχι μόνον αυτός – είναι αναγκαίος σε κάθε στρατό, γιατί στο φόβο βασίζεται ο σεβασμός προς τους ανωτέρους και η πειθαρχία. Ούτε εξ άλλου οι μεγάλοι πολέμαρχοι είναι απαλλαγμένοι από το συναίσθημα του φόβου. Ο εύλογος φόβος πριν από τη μάχη κυλά στις φλέβες τους ορμητικά και κάνει την καρδιά τους να χτυπά πιο δυνατά. Κυρίως, βάζει χαλινό στην παρόρμηση και στο άλογο θάρρος. Ο Κεμάλ, που είχε συμμετοχή σε πλήθος μαχών από τον καιρό της Κυρηναϊκής (1911), ποτέ δεν ένιωθε τόσο ζωντανός όσο σε τούτη τη στιγμή της μεγάλης συγκρούσεως. Μπορεί να μισούσε τον αντίπαλό του˙ δεν τον υποτιμούσε. Η υποτίμηση του αντιπάλου ήταν το «μείον» των ελληνικών στρατηγείων.

Μέχρι το μεσημέρι της 13ης Αυγούστου ο Κεμάλ δεν είχε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε. Δύο μεραρχίες του που κατ’ επανάληψη επιτέθηκαν κατά του υψώματος 1310 απέτυχαν. Κατά τη 1 μ.μ. η 5η τουρκική μεραρχία έφθασε ως το κύριο κέντρο της ελληνικής αντιστάσεως, υποχρεώθηκε να συμπτυχθεί στη βάση εξορμήσεώς της. Από Έλληνες αιχμαλώτους οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ότι τις αντεπιθέσεις είχε διενεργήσει το θρυλικό 5/42. Στο κενό που είχε σχηματισθεί μεταξύ Ι και ΙV Μεραρχίας (πρόκειται για το στενό του Καγιαντιμπί) επιτέθηκε το Α’ Σώμα του τουρκικού στρατού που μέχρι τις 10.30’ είχε καταλάβει όλη την πρώτη γραμμή αντιστάσεως στον τομέα αυτό (Τιλκί Κιρί Μπελ και Κιλίτζ Αρσλάν Μπελ). Αντίθετα, οι επιθέσεις προς το Τοκλού Τεπέ και Χασάν Μπελ απέτυχαν, διότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν με πείσμα σ’ έναν ολοήμερο αγώνα.

Το Χασάν Μπελ στάθηκε μοιραίο και για τον γενναίο Τούρκο διοικητή της 57ης μεραρχίας, που είχε διαταχθεί από τον Κεμάλ να το καταλάβει, πράγμα που θα επέφερε την άμεση διάσπαση του ελληνικού μετώπου. Ένα τάγμα του, όμως, έχασε τον προσανατολισμό και η επιχείρηση απέτυχε. Ο διοικητής χρέωσε την ευθύνη στον εαυτό του και αυτοκτόνησε.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στις επιτυχείς προσπάθειες, για την ανακατάληψη του Τιλκί Κιρί Μπελ και Κιλίτζ Αρσλάν Μπελ. Ένα μεγάλο μέρος του τομέα αυτού είχε μέχρι το απόγευμα ανακαταληφθεί. Με την ενίσχυση μάλιστα της VII μεραρχίας η πλήρης ανακατάληψη θα είχε συντελεσθεί, αν ένα άλλο γεγονός δεν έπαιζε ρόλο πιο καθοριστικό τις πολεμικές εξελίξεις προς όφελος των Τούρκων.

Από την πρώτη τους εμφάνιση στην ιστορία, οι Τούρκοι διακρίθηκαν ως εξαιρετικοί ιππείς. Ο Κεμάλ δεν αγνόησε το όπλο αυτό και το χρησιμοποίησε επιτυχώς. Συγκεκριμένα το V σώμα, που ήταν σώμα ιππικού καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας (12ης προς 13η Αυγούστου ) πορεύθηκε προς το όρος Ακάρ και προχώρησε, έχοντας εντόπιους οδηγούς, μέσω μιας ημιονικής οδού, που ήταν άλλωστε η μοναδική και – κακώς – αφύλακτη. Οι ιππείς οδηγούσαν τα άλογά τους το ένα πίσω από το άλλο («φάλαγγα καθ’ ίππον») κρατώντας τα από τα χαλινάρια. Το πρωί της 13ης Αυγούστου μία τουρκική μεραρχία είχε διασχίσει το βουνό κι είχε καταλάβει το Τσάι Χισάρ, ενώ δύο άλλες δεν είχαν προλάβει να περάσουν την κορυφογραμμή. Αν στο σημείο αυτό δέχονταν την επίθεση του ελληνικού ιππικού, όχι απλώς θα είχαν αποκρουσθεί αλλά πιθανώς και να είχαν αφανιστεί.

Αλλά το ελληνικό ιππικό – μικρότερο συγκριτικά από το τουρκικό – έσπευδε να καλύψει τα κενά σε άλλους τομείς κι έτσι έμεινε αφύλακτη η κορυφογραμμή και μεταβλήθηκε σε «Κοιλάδα της Ρωγμής». Διότι οι Τούρκοι ιππείς σε διάστημα μιας ημέρας κατόρθωσαν να φθάσουν στα νώτα των Ελλήνων, να καταλάβουν τη σιδηροδρομική γραμμή, να αποκόψουν την τηλεφωνική και τηλεγραφική επικοινωνία ανάμεσα σε Σμύρνη και στην ελληνική γραμμή μετώπου και με την 1η μεραρχία τους να φθάσουν ως τους λόφους γύρω από το Αϊβαλί (όχι τις γνωστές παραθαλάσσιες Κυδωνίες).

Στο διάστημα αυτό το Γ’ Σώμα του ελληνικού στρατού δεν δέχθηκε καμμιά επίθεση. Για να ακινητοποιηθεί και να μη χρησιμοποιηθεί στον κύριο άξονα των μαχών, οι Τούρκοι έκαναν κάποιες εναντίον του επιδεικτικές επιχειρήσεις, ώστε ο Σωματάρχης να μην τολμήσει να κατευθυνθεί προς Ν., όπου κρινόταν η τύχη του πολέμου. Επιθέσεις επίσης έγιναν εναντίον της Ανεξάρτητης Μεραρχίας άλλ’ όλες αποκρούσθηκαν με επιτυχία. Ομοίως, με επιτυχία αποκρούσθηκε η επίθεση κατά της Χ Μεραρχίας. Όλα, όμως, αυτά ήσαν παραπλανητικά τεχνάσματα του Κεμάλ για να μη σπεύσουν όλες αυτές οι ελληνικές δυνάμεις στο σημείο όπου αυτός έδινε την πιο κρίσιμη μάχη.

Υποσημείωση.

4. Το σχέδιο υπό μορφή διαταγής ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει στα βιβλία του Ν. Τρικούπη, του Συν/χη Μ. Πάσσαρη («Διάσπασις, Αιχμαλωσία, Διάλυσις», σσ’. 135-137) του Χαρ. Τριανταφυλλίδη (όπ. π. τ. Β’, σσ’. 560-561) και αλλαχού.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.