Η ζωή και η δράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου: Πορεία προς την μονοκρατορία (Β’) – Σαράντου Καργάκου.

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων
[Edictum Mediolani (*1)]

Μετά το 312 ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στο να αποδίδει την νίκη του στον Χριστό, αλλά με διάφορα; Διατάγματα άρχισε να υποστηρίζει τον Χριστιανισμό. Βέβαια και πριν από αυτόν είχαν εκδοθεί διατάγματα περί θρησκευτικής ανοχής, που είχαν ευνοήσει τους χριστιανούς, αλλά αυτό που μπορεί να θεωρήσει κανείς ως αφετηρία της «επισημοποιήσεως» της νέας θρησκείας είναι το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (Edictum Mediolani).

Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες: ο Μαξιμίνος πεθαίνει στις αρχές του 312 κι έτσι ο Λικίνιος απέμεινε μόνος κύριος της Ανατολής, όπως ο Κωνσταντίνος στη Δύση. Οι δύο άρχοντες αποφάσισαν να συναντηθούν στα Μεδιόλανα, για να ρυθμίσουν ζητήματα αρχής και να λύσουν χρονίζοντα προβλήματα. Ένα από αυτά ήταν το πρόβλημα των διωγμών κατά των χριστιανών(*2). Λέγεται ότι ο Λικίνιος προερχόμενος από την Ανατολή, όπου το χριστιανικό στοιχείο είχε υπεροχή, εισηγήθηκε στον Κωνσταντίνο και αυτός δέχτηκε, να εκδοθεί τον Φεβρουάριο του 313 το περίφημο Edictum Mediolani(*3).

Το Διάταγμα αυτό στηρίχθηκε στην προΰπαρξη νόμου περί ανοχής. Πρόκειται περί της «lex Julia», δηλαδή του Ιουλίου νόμου βάσει του οποίου ήταν πράξη αξιόποινη (crimen majestatis) κάθε ενέργεια διωγμού εναντίον οπαδών θρησκείας που η ρωμαϊκή νομοθεσία θεωρούσε νόμιμη ή θεμιτή (regilio licita). Ο Χριστιανισμός είχε κηρυχθεί αθέμιτη, μη επιτρεπτή θρησκεία(regilio licita) και γι’ αυτό είχαν επιβληθεί οι εναντίον του διωγμοί. Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων ο Χριστιανισμός όχι μόνον αναγνωρίστηκε ως regilio licita και συνεπώς κατέπαυσαν οι εναντίον του διωγμοί αλλά, όπως έγραψε ο καθ. Στεφανίδης, ανυψώθηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Επί πλέον, αποδόθηκαν στους χριστιανούς οι περιουσίες που είχαν δημευθεί ή αποζημιώθηκαν για όσες είχαν εν τω μεταξύ πουληθεί. Όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος («Εκκλησιαστική Ιστορία», Χ, 5) ανακλήθηκαν όσοι είχαν εξοριστεί και απελευθερώθηκαν όσοι είχαν φυλακιστεί.

Και κάτι ακόμη που συνέβαλε μακροπροθέσμως στην ισχυροποίηση της νέας θρησκείας: οι τάφοι των μαρτύρων προσφέρθηκαν στην Εκκλησία, η οποία έκτοτε θεωρείται κληρονόμος του πιο πολύτιμου γι’ αυτή θησαυρού, με κάθε έννοια είτε ευλαβή είτε ανευλαβή.

Μετά την έκδοση του Διατάγματος πολλοί χριστιανοί αναθάρρησαν και μιμούμενοι τον αυτοκράτορα άρχισαν με δικές τους εισφορές να κτίζουν ναούς, ενώ η θέση πολλών επισκόπων ανυψώθηκε σε περιωπή ηθικά και υλικά, χάρη στην εύνοια και την γενναιοδωρία του Κωνσταντίνου. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι το Διάταγμα των Μεδιολάνων, το τόσο υποστηρικτικό για την υπόθεση των χριστιανών, στρεφόταν κατά των παλαιών θρησκειών. Είναι αναγκαίο όμως να τονισθεί ότι με την έκδοση αυτή οι δύο αυτοκράτορες καθιέρωναν την ανεξιθρησκία και δεν εθέσπιζαν την επιβολή μιας και μόνης θρησκείας, δηλαδή τον Χριστιανισμό.

Ο Ευσέβιος που διασώζει το Διάταγμα σε ελληνική απόδοση είναι σαφής:
«Σκοπών (ο Κωνσταντίνος) την ελευθερία
της θρησκείας ουκ αρνητέαν είναι, αλλ’ ενός
εκάστου τη διανοία και βουλήσει εξουσίαν
δοτέον του τα θεία πράγματα τημελείν (*4)
κατά την αυτού πραόιρεσιν».

Μετάφραση: Πρόθεση του Κωνσταντίνου ήταν να μην απαρνηθεί την ελευθερία της θρησκείας αλλά να δώσει στη διάνοια και στη βούληση του καθενός την ευχέρεια να εκπληρώνει τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις σύμφωνα με την δική του προαίρεση.

Παρά την σαφή διάταξη του Εδίκτου οι γυιοί του Κωνσταντίνου, όπως θα δούμε παρακάτω, και ο πολύς Θεοδόσιος, όχι μόνο δεν σεβάστηκαν τη ρήτρα περί ανεξιθρησκίας αλλά εξαπέλυσαν διωγμούς, θεωρώντας αμαρτία την ειδωλολατρία και απαγόρευαν με ποινή θανάτου την τέλεση θυσιών προς τιμή των αρχαίων θεών. Ο Θεοδόσιος μάλιστα υπήρξε ακόμη πιο αυστηρός, διότι με διάταγμα του 392 (Θεοδοσιανός Κώδιξ XVI 10, 12) θεωρούσε πράξεις προδοσίας την τα’ελεση θυσίας στα είδωλα και την τιμωρούσε με θανατική ποινή. Όσοι μάλιστα εισέρχονταν από ευλάβεια στους ναούς των εθνικών, θεωρούνταν μιασμένοι και όφειλαν να καθαρθούν και επί πλέον να τιμωρηθούν. Μοιραίοι οι παλαιοί διωγμοί είχαν δημιουργήσει πάθη που ο φανατισμός τα όξυνε στο έπακρο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι από τη μία ακραία κατάσταση να μεταφέρονται στην άλλη. Έτσι πολλοί χριστιανοί δεν ήθελαν απλώς να δικαιωθούν , ήθελαν να εκδικηθούν. Κάποιοι μάλιστα ζητούσαν να εφαρμοσθούν επί των ειδωλολατρών οι ποινές που προβλέπονται από την Παλαιά Διαθήκη.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα απειλητικής κυριαρχίας οι ειδωλολατρικοί ναοί έκλεισαν σιγά- σιγά και μόνον στη Ρώμη, για λόγους παραδοσιακούς, αφέθηκε ένας χώρος λατρείας για τους πατρώους θεούς, αν όντως ισχύει αυτό που αναφέρει ο Θεοδοσιανός Κώδικας (De pagan. XVI, 10).

Ωστόσο, όπως έχει προλεχθεί, ο Κωνσταντίνος παρά την όποιας μορφής στήριξη κι αν προσέφερε στον Χριστιανισμό, δεν αρνήθηκε την ευλάβειά του – έστω από δεισιδαιμονία- προς ορισμένα ειδωλολατρικά στοιχεία, που με έμμεσο τρόπο παρεισέδυσαν – με άλλη συμβολική φόρτιση- και στη χριστιανική λατρεία, όπως, για παράδειγμα, σεβασμός προς τον ήλιο. Ένας μεγάλος βυζαντινολόγος γράφει γι’ αυτό:

«Οπωσδήποτε η “μεταστροφή” του Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη επί του Μαξεντίου το 312, δεν πρέπει να θεωρήται ως πραγματική ματαστροφή στον χριστιανισμό εφ’ όσον έγινε πραγματικός Χριστιανός, μόνον το χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε Pontifex maximus και χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις “ημέρα του ήλιου” (dies solis) και “ανίκητος ήλιος” (sol invictus) που, την περίοδο αυτή, συνήθως εννοούσαν τον θεό των Περσών, τον Μίθρα, του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Μερικές φορές αυτή η λατρεία του Ήλιου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής της λατρείας του Ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανός sol invictus ήταν ο Απόλλων. Ο Mauris παρατηρεί ότι η θρησκεία του Ηλίου έδωσε στον Κωνσταντίνο μία τεράστια λαϊκότητα(*5)».

——————

(*1): Σε νεότερη εποχή τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη του Διατάγματος. «Στην σύγχρονη επιστήμη γίνεται δεκτό ότι το έγγραφο που διασώζει ο Ευσέβιος είναι αντιγραφή του rescriptum που δημοσιεύτηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ενώ το έγγραφο του Λακτάντιου είναι έγγραφο του rescriptum που δημοσιεύτηκε στην Καισάρεια’ (Δ. Αποστολίδης, οπ. Παρ., σ. 71). Ο αυτός συγγραφέας στην ίδια σελίδα παρατηρεί ότι στα σωζόμενα έγγραφα δεν υπάρχει επιστολή ανάλογου περιεχομένου προς τους επιτελείς του Λικινίου, για τον εξής απλό λόγο: στην δική τυ επικράτεια δεν γίνονταν διωγμοί. Σχετικά δε με το σύμφωνο των Μεδιολάνων (διότι περί συμφώνου πρόκειται), μπορεί το νομοτυπικό μέρος να απασχολεί τον ιστορικό ερευνητή, «αλλά το προέχον και θεμελιακό στοιχείο είναι η πρωτόγνωρη, στη δημόσια ζωή της αυτοκρατορίας, θεσμική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας».

(*2): Ένα χρόνο πριν ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος είχαν εκδώσει διάταγμα υπέρ των χριστιανών, με το οποίο υποχρεώθηκε να συμφωνήσει και ο Μαξιμίνος. Τούτο το διάταγμα υπήρξε η πρόδρομη μορφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων.

(*3): Είχε εκφρασθεί η υπόνοια πως μετά την απόλυτη κυριαρχία του Κωνσταντίνου πλάστηκε από τους χριστιανούς η παράδοση πως το Διάταγμα έγινε με πρωτοβουλία δική του. Αλλά κι αν έγινε με πρωτοβουλία του Λικινίου, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Ήδη από την επαύριον της μάχης στην Μουλβία και ως τον θάνατό του ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Χριστιανισμού.

(*4): Το ρήμα τημελώ σημαίνει φροντίζω , γνοιάζομαι. Τημέλεια= φροντίδα, επιμέλεια. Τημελής= ο φροντιστικός, ο επιμελής (βλ. ατημέλητος.

(*5): A.A. Vasiliev: «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453» εκδ. Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σ.70).

Η σύγκρουση Κωνσταντίνου και Λικινίου

Στα Μεδιόλανα, εκτός των άλλων που προαναφέρθηκαν, έγιναν και οι γάμοι του Λικινίου με την αδερφή του Κωνσταντίνου ως επισφράγηση της συμμαχίας των δύο ανδρών. Ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε υπέρτατος άρχοντας (Augustus maximus) κι έτσι κατόρθωσε να επεκτείνει την ισχύ του Διατάγματος και στην Ανατολή, όπου ίσχυαν ακόμη οι διοικητικού νόμοι του Γαλερίου.

Η ασφάλεια των ακραίων περιοχών της αυτοκρατορίας υποχρέωσε τους συνάρχοντες να χωρισθούν και ο μεν Κωνσταντίνος έσπευσε αμέσως προς τον Ρήνο για να καταπαύσει την αναταραχή των Φράγκων, ο δε Λικίνιος προς την Ανατολή, για να αντιμετωπίσει τον Μαξιμίνο που είχε εισβάλει στα δικά του εδάφη και είχε μάλιστα καταλάβει το Βυζάντιο. Ο Λικίνιος τον νίκησε στην Θράκη και τον υποχρέωσε να επανακάμψει στην Ασία. Αυτός όμως συνέχισε την προετοιμασία για νέα εκστρατεία. Στην διάρκεια όμως αυτών των ετοιμασιών ασθένησε και πέθανε στην Κιλικία. Τρία χρόνια αργότερα, το 316, πέθανε στο φρούριο του Ασπαλάθου, το σημερινό Σπάλατο (Spalato ή Split) και ο Διοκλητιανός, ο δημιουργός της τετραρχίας. Επί μία δεκαετία, γεμάτη κοσμογονικές αναταράξεις, έζησε σε μία εκούσια απομόνωση(*1). Έτσι έμειναν δύο άρχοντες στην τότε γνωστή οικουμένη: ο Λικίνιος στην Ανατολή και ο Κωνσταντίνος στη Δύση.

Αλλά δεν εβράδυνε να επέλθει η ρήξη. Λέγεται ότι ο Λικίνιος επέτρεψε την βεβήλωση ανδριάντων του Κωνσταντίνου στην Ανατολή, αφού προηγουμένως είχε υφάνει εναντίον του συνομωσία. Ίσως, όμως, ο Κωνσταντίνος να είχε διαβλέψει πως το μέλλον της Αυτοκρατορίας δεν βρισκόταν στις εκτάσεις και στους πληθυσμούς που είχε υπό την κυριαρχία του. Το μέλλον βρισκόταν στην πιο εξελιγμένη πολιτιστικά και οικονομικά Ανατολή. Γι’ αυτό, με αφορμή την προσβολή των ανδριάντων του, έφυγε από την Γαλατία και εισέβαλε στην Παννονία. Στην συμβολή του Δουνάβεως και του Δραύου, στην πόλη Κίβαλις της Σλοβενίας συγκρούσθηκε με τον Λικίνιο. Παρόλο που ο Κωνσταντίνος διέθετε 20.000 άνδρες και ο Λικίνιος 35.000, κατόρθωσε μετά από πεισματώδη μάχη να επικρατήσει και να υποχρεώσει τον Λικίνιο να υποχωρήσει στο Σίρμιο(*2) (Οκτώβριος 314).

Αλλά, παρά την ήττα του, ο Λικίνιος κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρόνο να ανασυγκροτήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του και μάλιστα, για να υπονομεύσει το κύρος του Κωνσταντίνου, ανακήρυξε ένα στρατηγό, τον Βάλλη ή Ουάλλεντα, Αύγουστο στη Δύση. Με αυτόι πέτυχε να εξοργίσει ακόμα εντονότερα τον Κωνσταντίνο, ο οποίος προέλασε νοτιότερα και τον νίκησε σε μία μάχη στη Θράκη, κατά το ίδιο έτος. Ωστόσο, ο νικήτής, φειδόμενος ίσως της αδελφής του, δεν θέλησε να συντρίψει τον Λικίνιο αλλά ήλθε σε νέο διακανονισμό. Σύμφωνα με αυτόν, ο Λικίνιος υποχρεώθηκε να θανατώσει τον Βάλλη και να παραδώσει στον Κωνσταντίνο το Ιλλυρικόν, όπως λεγόταν τότε η χερσόνησος του Αίμου, και να κρατήσει μόνο τη Θράκη. Έτσι, ο Λικίνιος περιορίστηκε μόνο στην Ασία, στην Αίγυπτο και φυσικά στην Θράκη. Ο Κωνσταντίνος όμως , δεν ησύχασε. Απέκρουσε μία ισχυρή προώθηση των Γότθων στις Κάτω Χώρες του Δουνάβεως και λόγω τις επιτυχίας αυτής προσέλαβε την επωνυμία Gothicus Maximus.

Μετά τις νίκες αυτές, την 1η Μαρτίου του 317 έφτασε στην πόλη Σαρδική(*3) της Μοισίας (νυν Σόφια), όπου έγιναν προς τιμήν του μεγάλες τελετές. Ο Κωνσταντίνος προχώρησε σε νέες διοικητικές μετατροπές. Συγκεκριμένα οι τρεις γυιοί του (*4) και ο ανιψιός του Λικινιανός (γυιός της αδερφής του και του Λικινίου) ανακηρύχθηκαν καίσαρες. Έτσι προέκυψε η πρώτη χριστιανική δυναστεία της ιστορίας, αφού τότε πρωτοεμφανίστηκε η πρώτη επίσημη χριστιανική σημαία, το λάβαρο(*5), η οποία, αντί του ρωμαϊκού αετού, έφερε στην κορυφή του κονταριού μέσα σε χρυσό στεφάνι το μονόγραμμα του Χριστού και στο κρεμάμενο ύφασμα τις μορφές του Κωνσταντίνου και των γυιών του. Η συμφιλίωση των δύο ανδρών που κράτησε επί μία οκταετία έδωσε μία ανάσα ειρήνης στην Αυτοκρατορία και έφερε μια γενικότερη ανακούφιση.

——————–
(*1): Το ανάκτορό του, πλάι στη θάλασσα, οχυρωμένο με περίβολο, είναι ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων που εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη. Ο χώρος, κατάλληλα διαμορφωμένος, αποτελεί το πιο αξιοθέατο σημείο του Σπλίτ.

(*2): Το Σίρμιο (άσχετο προς αυτό της Ιταλίας, όπου είχε την έπαυλή του ο Κάτουλος) είναι πόλη της Κάτω Παννονίας στα σύνορα με την Μοισία. Είναι κτισμένη στην αριστερή όχθη του Σαύου. Στην πόλη αυτή ο Κωνσταντίνος ίδρυσε βασιλικό νομισματοκοπείο. Ήταν διάσημη ως ρωμαϊκό οχυρό. Στην πόλη αυτή μαρτύρησαν το 303, επί Διοκλητιανού, 73 χριστιανοί.

(*3): Η ονομασία Σαρδική ή Σερδική οφείλεται στο γεγονός ότι ιδρυτές της ήσαν Θράκες από την φυλή των Σέρδων. Από τον 14ο αιώνα οι Βούλγαροι την ονόμασαν Σόφια, επειδή και σε αυτή – κατά μίμηση της ΚΠόλεως- είχε ιδρυθεί ναός της Αγίας Σοφίας.

(*4): Πρόκειται για τον πρωτότοκο Κρίσπο, για ένα άλλο παιδί που είχε αποκτήσει με μία παλλακίδα, την Μινερβίνα, και για το αρτιγένητο παιδί της Φαύστας.

(*5): Η λέξη λάβαρον από το λατινικό labarum υποδηλώνει αρχικά την στρατιωτική χριστιανική σημαία που καθιέρωσε ο Κωνσταντίνος. Τη φύλαξη του λαβάρου είχαν αναλάβει 50 στρατιώτες, που κριτήριο για την επιλογή τους, εκτός από τα σωματικά προσόντα, ήταν η χριστιανικότητά τους.

Η συντριβή του Λικινίου

Αλλ’ ο Λικίνιος δεν έπαυε να αντενεργεί κατά του Κωνσταντίνου. Διότι ο δεύτερος άρχισε να εκδίδει σειρά διαταγμάτων στην Δύση και να στηρίζει την πρόοδο των χριστιανών, ενώ στην Ανατολή ο Λικίνιος άρχισε το 321 διωγμό κατ’ αυτών(*1). Η σύγκρουση τώρα δεν ήταν σύγκρουση δύο φιλόδοξων ανθρώπων αλλά σύγκρουση δύο κόσμων: του ανατέλλοντος χριστιανικού και του δύοντος ειδωλολατρικού. Ήταν μια σύγκρουση με σύνθετα παραγοντικά στοιχεία, ιστορικά αναπόφευκτη. Οι δύο άρχοντες συγκέντρωσαν, μετά από προετοιμασία διάρκειας, μεγάλες δυνάμεις και το 324 ήσαν έτοιμοι για την αναμέτρηση. Ο Κωνσταντίνος διέθετε πλοία, τα πλείστα μεταγωγικά, τα οποία συγκέντρωσε στον Πειραιά(*2) και στρατό 130.000 ανδρών, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει στην Θεσσαλονίκη. Οι δυνάμεις του Λικινίου ήσαν υπέρτερες: 350 πλοία και 165.000 άνδρες. Τούτο δείχνει πως η Ανατολή είχε περισσότερες δυνατότητες πολεμικής παρασκευής, ιδίως ναυτικής. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Ανδριανούπολη και ο Κωνσταντίνος, μετά από πεισματώδη μάχη,
κέρδισε νέο θρίαμβο, που τον ανέδειξε μοναδικό άρχοντα και στην Δύση και στην Ανατολή. Ο Λικίνιος σώθηκε και προφτάσει να οχυρωθεί στο Βυζάντιο.

Εν τω μεταξύ ο νεότατος αλλά γενναιότατος γυιός του Κωνσταντίνου, ο Κρίσπος, επικεφαλής του στόλου, από τον Πειραιά μετακινήθηκε προς την Θεσσαλονίκη και από εκεί έπλευσε προς τον Ελλήσποντο, όπου αναμετρήθηκε με τον στόλο του Λικινίου. Τον νίκησε και έφερε τα πλοία του προ των τειχών του Βυζαντίου, το οποίο είχε αρχίσει ήδη να πολιορκεί από ξηράς ο πατέρας του. Ο Λικίνιος, αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί από τον Κρίσπο, αντιμετώπιζε την παντελή έλλειψη εφοδίων και γι’ αυτό διέφυγε κρυφά προς την Ασία, η οποία, ανεξάντλητη σε στρατιωτικό δυναμικό, μέσα σε χρόνο μικρό του προσέφερε μια νέα στρατειά 130.000 ανδρών.

Τούτη τη φορά, ωσάν να ήθελε να προκαλέσει τη μοίρα του, καθαίρεσε τον Κωνσταντίνο από τη θέση του Αυγούστου και την προσέφερε στον στρατηγό Μαρτινιανό. Όλα αυτά ήσαν αέρινα κτίσματα. Ο Κωνσταντίνος διαπεραιώθηκε στη Μικρά Ασία και στις 18 Σεπτεμβρίου του 324 νίκησε κατά κράτος τον Λικίνιο στη Χρυσούπολη (Σκούταρι). Το Βυζάντιο και η Χαλκηδών(*3) παραδόθηκαν στον νικητή. Ο Λικίνιος που είχε και πάλι νικηθεί, κατέφυγε στη Νικομήδεια αλλά η πόλη δεν είχε δυνάμεις επαρκείς να ανθέξει σε μακρά πολιορκία. Τότε, με παρέμβαση της συζύγου του προς τον αδερφό της Κωνσταντίνο, ο Λικίνιος παραδόθηκε με τον όρο ο νικητής να φεισθεί της ζωής του. Όντως, ο Κωνσταντίνος του επέτρεψε να ζήσει και του όρισε ως τόπο διαμονής την Θεσσαλονίκη. Δεν επέζησε. Ο Κωνσταντίνος, επειδή είχε την υπόνοια ότι ο Λικίνιος είχε επαφές με βαρβαρικά φύλα της Βαλκανικής, με σκοπό την ανατροπή του, διέταξε τη θανάτωσή του (325). Η συνωμοτική δράση του Λικινίου βεβαιώνεται από πολλές πηγές, τις οποίες είχε συλλέξει επιμελώς ο
ιστορικός Απόστολος Καρπόζηλος στο έργο του «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» (τ. Α’).

—————-
(*1): Σύμφωνα με τους Ευσέβιο και Θεοφάνη, έδιωξε όλους τους χριστιανούς από την αυλή του και από τη διοίκηση επέβαλε, ως προϋπόθεση διορισμού στον κρατικό μηχανισμό, την προσφορά θυσίας σε κάποιον ειδωλολατρικό θεό. Παράλληλα, λόγω αντιδράσεως, εξαπολύθηκαν διωγμοί. Μεταξύ των θυμάτων ήσαν και οι «Τεσσαράκοντα εν Σεβαστεία μάρτυρες», τους οποίους η Εκκλησία τιμά την 9η Μαρτίου (ονομαστική εορτή του γράφοντος).

(*2): Είναι από τις σπάνιες φορές που το ένδοξο τούτο λιμάνι εμφανίζεται πάλι στο πεδίο της ιστορικής δράσης.

(*3): Η Χαλκηδών ανομάζεται από τους Τούρκους Καντίκοϊ ή Καδήκιοϊ.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΠΟΛΕΩΣ (Από την Αγία Σοφία του Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού)
Τόμος Α’ Εκδόσεις, ΣΙΔΕΡΗΣ Ι. Αθήνα, Απρίλιος του 2012.

Παράβαλε και:
Η ζωή και η δράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου: Πορεία προς την μονοκρατορία (Α’)
Το Διάταγμα των Μεδιολάνων 313 Μ. Χ. (1000 χρόνια μετά!).

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.