Οι Λωτοφάγοι – Φώτη Κόντογλου.

Το μεγάλο το Μπουγάζι είχε παραμέσα ένα άλλο πιο μικρότερο, ολότελα κρυμμένο. Όσοι ανθρώποι ζούσανε κει πέρα, ήτανε ακόμα πιο πρωτινοί˙ Οι άλλοι, οι παραέξω, μπροστά τους φαινόντανε πονηρεμένοι. Φαντάσου λοιπόν τι ανθρώποι ήτανε!
Για δαύτους το μεγάλο μπουγάζι ήτανε η όξω θάλασσα. Μέσα τα νερά ήτανε πιο ρηχά, βρισκόντανε μεριές που θαλάσσωνες και πάγαινες ανοιχτά ίσαμε μια τουφεκιά διάστημα, δίχως ν’ ανεβεί το νερό απάν’ από το γόνατό σου. Είχε και βαθιά νερά, κατά το μπάσιμο, κοντά στην Τρύπια Πέτρα και στ’ Αϊτού τη Φωλιά˙ εκεί τα νερά ήτανε κρεμάμενα κι άπατα, γιατί, τότες ακόμα που δεν είχε ο κόσμος ανθρώπους, εκεί πέρα ήτανε ηφαίστειο. Αλλά παραμέσα η φύση ήτανε πολύ ήμερη, σα να ‘τανε φτιασμένη για κείνους τους απλούς ανθρώπους, γεμάτη μικρούς κόρφους, που χωρίζανε ο ένας τον άλλον με μια μύτη στολισμένη με παράξενα βράχια, που δεν τα βλέπει άνθρωπος σε πολλά μέρη.
Σε κάθε τέτοια αγκάλη βρισκόντανε και από μια – δυο βάρκες παμπάλαιες, και ψαρεύανε ή στεκόντανε φουνταρισμένες. Ένας άμμος ψιλός σαν πάσπαλη και κατακάθαρος σκέπαζε τον πάτο, που μπορούσες να δεις και μια τρίχα μέσα στο νερό. Δω κ’ εκεί ήτανε πέτρες ανθισμένες με θαλασσολούλουδα, με μύδια και με καλογριές, πόχουνε χρώμα σιδερένιο. Καβούρια λοξοπατούσανε από κάθε μεριά, το νερό σα σιντέφι ασημόπαιζε απ πάνου τους. Μυριάδες τρύπες έβλεπες απάνου στον άμμο, άλλες σαν κλειδαρότρυπες, άλλες στρογγυλές, άλλες μονές, άλλες διπλές, άλλες μ’ ένα αλώνι ολόγυρα, όπως κάνουνε τα μερμήγκια. Η κάθε μια είχε από κάτου, βαθιά στα έγκατα, κι από ένα ιδιαίτερο ζωΰφι, γιατί ανεσαίνουνε από κείνες τις τρύπες. Άλλη είναι της αχιβάδας, άλλη είναι της καραβίδας, άλλη της σουλήνας, άλλη του κυδωνιού, άλλη του χτενιού, κι άλλες έχουνε ειδών – ειδών σκουλήκια. Απάνου στον άμμο, σε μισό μπόγι νερό, είναι σκόρπιες οι κίτρινες κοροχύλες, που ‘ναι πολύ νόστιμες, όμοιες με κείνες που τις λέγανε οι παλαιοί πορφύρες. Άμμος και κοροχύλια έζωνε την αγκάλη ολόγυρα. Εδώ ταίριαζε κείνος ο απλός λόγος: «Συ περιεστοίχισας την θάλασσαν ψάμμω, Συ προς αναπνοάς τον αέρα εξέχεας!»
Σ’ άλλες πάλε μεριές έχει βράχια ριζωμένα, μαύρα από τη σκουριά της θάλασσας. Εκεί πέρα τα νερά είναι πιο βαθιά, και βρίσκουνται οι καλόγνωμες, τα πετρόμυδα και τ’ άγρια τα παβούρια, οι μαχαιροβγάλτες της θάλασσας, χωμένα μέσα στις τρύπες. Οι ατραγάνες πάλε είναι πέτρες σκόρπιες στον πάτο για σωριασμένες, σκεπασμένες από κάτι σκέδια ίδια με τούρκικα γράμματα˙ απάνου τους φυτρώνουνε τα μύδια, τα στρείδια, οι καλόγνωμες, οι αχινοί, οι κοροχύλες, οι κολυφάδες, οι φούσκες, κι ό,τι άλλο έχει η θάλασσα, εξόν απ’ όσα είναι χωμένα στον άμμο. Όλα τούτα ευωδιάζουνε, γιατί αυτές οι θάλασσες βγάζουνε μιαν ιδιαίτερη μοσκοβολιά.
Κατά τη νοτιά, στο πιο αποτραβηγμένο μέρος, στο πιο απάνεμο, βρίσκεται μια μικρή αγκάλη, ρηχή και φυτρωμένη από μακριά φύκια, τη λεγόμενη κρομμυδιά˙ εκεί πέρα είχανε το λημέρι τους τρεις – τέσσερις βάρκες.
Οι ψαράδες ήτανε από δυο – τρεις σε κάθε βάρκα. Η πιο καινούργια ήτανε ίσαμε τριάντα χρονών. Από χρόνια δεν είχανε βγει όξω από την Τρύπια Πέτρα, που ήτανε η πόρτα ανάμεσα σο όξω μπουγάζι και στο μέσα μπουγάζι. Δε βλέπανε ποτές άλλο πλεούμενο, εξόν από κάτι ψαρόβαρκες και κάτι μικρά τρεχαντήρια, που μπαίνανε καμιά φορά από την όξω θάλασσα. Στα πέντ’ έξι χρόνια μια φορά φανερωνότανε σ’ αυτά τα νερά και κανένα καΐκι μεγαλύτερο, με μπαστούνι και με ξάρτια, σκαρί αχταρμάς με πανί σακολεβίσο, σέρνοντας τη μικρή φελούκα από πίσω, για να πάρει καμιά μυλόπετρα από το Χοντρόβουνο.
Λοιπόν σε κείνη τη φωλιά ζούσανε μιαν απλοχεριά ανθρώποι: δυο – τρεις γέροι, τρεις – τέσσεροι μεσόκοποι, άλλα τόσα παλληκάρια, κ’ ένα – δυο παιδιά μικρά. Τα εργαλεία τους ήτανε δίχτυα και παραγάδια, μονάχα μια μεγάλη ψαρόβαρκα είχε και μια καλαμωτή, που ‘ναι ένα είδος δίχτυα τεντωμένα με καλάμια. Ένα – δυο γέροι, οι πιο φτωχοί, είχανε μονάχα πεζόβολα, δηλαδή ένα μικρό δίχτυ που το πετάνε από τη στεριά θαλασσωμένοι, και πιάνουνε κάτι μικρόψαρα.
Ό,τι πιάνανε ο παγαίνανε στο χωριό και παίρνανε ψωμί, λάδι, τυρί, ελιές, κρομμύδια και λίγον καπνό και τσιγαρόχαρτο˙ παράδες λιγοστούς παίρνανε.
Οι βάρκες ήτανε δεμένες η καθεμιά σ’ ένα παλούκι χορταριασμένο, πόβγαινε όξω από το νερό, τα φύκια και τα μούσκλια γλύφανε την καρίνα τους και την κοιλιά τους˙ θάρρειες πως καθόντανε απάνου στα χορτάρια. Τις ώρες που τραβιόντανε τα νερά με την ξέρα, γέρνανε στην μπάντα σα γέρικες πρισκοκοίλες γαδούρες, με την κοιλιά τους μαύρη από την πίσσα που ήτανε καλαφατισμένοι οι αρμοί. Κείνα τα πλεούμενα μυρίζανε κατράμι, στουπί και θαλασσίλα. Τ’ αγέρι κατέβαινε από το βουνό μυρισμένο από τις πεύκες κι από τ’ άλλα τα δέντρα, και περνούσε απάνου από τη θάλασσα κι από τις βάρκες, φέρνοντας από την αντικρινή στεριά μυρουδιά απ παλιό ξύλο κι από πίσσα. Στην κουπαστή είχανε τσατάλια, δηλαδή διχαλωτά ξύλα από κλαδιά δεντρών με δυο και τρία διχάλια, για να βάζουνε το κατάρτι, την αντένα, τα κουπιά, το καμάκι και την απόχη˙ από κει κρεμάζανε και κανένα καλάθι, το μισό μέσα στο νερό, για να ‘ναι ζωντανά τα ψάρια και τα θαλασσινά που πιάνανε. Οι άγκουρές τους ήτανε αρχαίες και στο σκέδιο και στην ονομασία, λεγόμενες τριχάλια.
Τη μέρα με τη ζέστη σταυρώνανε τα κουπιά, βάζανε απάνου την αντένα, και κάνανε τσαντίρι με τα πανιά, που ήτανε κόκκινα, βαμμένα με τον πεύκο όπως τα δίχτυα˙ τα βάφανε μέσα σε μια κουφάλα στα βράχια της ακρογιαλιάς. Εκεί πέρα ήτανε στοιβαγμένα κοχύλια θησαυρός, λογής – λογής, με σκέδια να κάθεσαι ξαπλωμένος και να τα περιεργάζεσαι, ξύλα γλυμμένα από τη θάλασσα σαν κόκκαλα, αλαφρόπετρες που πλεύανε στο νερό, σουπιοκόκκαλα, φελλοί και κομμάτια πεύκος. Παραπέρα έπιανε το κεραμιδόχωμα, φυτρωμένο με βρούλλους και με σκίνους.
Εκεί πέρα ήτανε κάποιο καμίνι μ’ ένα καλύβι, γιατί κάνανε κεραμίδια κάτι ανθρώποι απλοί σαν τους ψαράδες˙ με εκείνους κάνανε παρέα, σα να ‘τανε μιαν οικογένεια, παιρνόντανε και συναμεταξύ τους, επειδή το καλοκαίρι φέρνανε και τις γυναίκες τους.
Εκεί κοντά βρισκόντανε και κάτι μαντριά, κ’ οι τσομπάνηδες κατεβαίνανε, τρώγανε και κουβεντιάζανε όλοι μαζί. Τούτοι πια ήτανε ακόμα πιο παλαιοί, πριν να βγει το σίδερο, που λέμε, αφού ρωτούσανε να μάθουνε από τους αλλουνούς το τι γίνεται ο κόσμος.
Κανένας απ’ όλους τους ανθρώπους, που ήτανε μαζεμένοι σε κείνη την αγκάλη, δεν έμαθε γράμματα, μήτε είχε δει βιβλίο ποτές του, όξω από το τσιγαρόχαρτο κι από της εκκλησιάς τα βιβλία.
Κάμποσον καιρό έζησα μαζί τους, τότες που ήμουνα μικρός. Σα βασίλευε ο ήλιος, τρώγαμε όλοι μέσ’ από μια κούπα χωματένια, με ξυλένια κουτάλια ή περόνια, και κουβεντιάζαμε. Πολλές φορές οι ηλικιωμένοι, πριν πλαγιάσουνε, ακουμπούσανε στην κουπαστή με το τσιγάρο στο στόμα, καθισμένοι στον πάτο της βάρκας, και κουβεντιάζανε από βάρκα σε βάρκα. Ύστερα, επειδή νυστάζαμε από τον ήλιο και από την κούραση, πέφταμε να κοιμηθούμε. Εγώ κ’ ένα παιδίι κοιμόμαστε μέσα σε μια βάρκα που δε θα πάγαινε τη νύχτα για ψάρεμα, ο μπάρμπα – Κυριάκος κοιμότανε, στην άλλη με τον πιο μικρότερο, κι ο μεγαλύτερος ο γυιός του, ο αγριό- Γιάννος, πλάγιαζε όξω με τους κεραμιδαραίους. Στρώναμε λοιπόν από κάτου ένα καρπετί φαντό, κι από πάνου παίρναμε το πάπλωμα, καπλαντισμένο μ’ ένα κατακάθαρο σεντόνι που μοσκοβολούσε, γιατί οι γυναίκες δεν τους αφήνανε παραριχμένους, μόνο τους διατηρούσανε καθαρά από το χωριό. Μακάριος ύπνος! «Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα!» που λέγει το Ψαλτήρι. Μας νανούριζε το κλακ – κλακ που κάνανε τα κυματάκια και τα ρέματα στην πλώρη της βάρκας. Καταλάβαινα από κάτου μου το ρηχό τον πάτο δυο πιθαμές από την καρίνα, και φανταζόμουνα πριν να με πάρει ο ύπνος τα μικρά ψαράκια και τα καβούρια που περπατούσανε μέσα στα χορτάρια.
Τον Δεκαπενταύγουστο φυσούσανε βοριάδες κ’ ήτανε πιο γλυκός ο νύπνος, με κείνη τη λίγη ψύχρα˙ μαζευόμαστε μέσα στο πάπλωμα και μας θόλωνε σιγά –σιγά, ενώ ακούγαμε όξω να βογγά μακριά το μπουγάζι με τις μεγάλες θάλασσες. Από κάτ’ από την πλώρη άναβε το καντήλι μπροστά στο κόνισμα τ’ Άγιου Νικόλα, σφαλισμένο σ’ ένα βαμμένο φανάρι˙ απ’ όξω φαινότανε το φως μέσα στη σκοτεινιά, όπως γύριζε η βάρκα την πλώρη της από δω και από κει απάνου στην άγκουρα, κ’ έδινεν ελπίδα σε κανένα στρατοκόπο π’ απόμεινε αργά μακριά από το σπίτι του. Το τριζόνι, που το λέγανε τριξαλίδα, τραγουδούσε όλη τη νύχτα το νανάρισμά του.
Το πρωί έβγαινε ο ήλιος κι όλα γελούσανε, σα να γεννιότανε η πλάση κείνη τη μέρα. «Ότι προσήγαγες την σκιάν της νυκτός, και έδειξας πάλιν ημίν το φως της ημέρας!»
Τ’ απομεσήμερο με την κάψα κάναμε την τέντα μας˙ καλάριζε σιγά – σιγά μπάτης από τη στεριά, κ’ εμείς κρεμάζαμε τα κεφάλια μας χαζεύοντας τον πάτο που νερόφεγγε κατ’ από τη βάρκα, ανάμεσα στα ήμερα κύματα που κυνηγούσε το ‘να τ’ άλλο. Τα φύκια γλύφανε την κοιλιά της και την καρίνα της και μοσκοβολούσανε˙ βλέπαμε αθερίνες να περνάνε κατ’ από τη σκάφη κοπάδια – κοπάδια. Ύστερα πέφταμε στον ύπνο, με το πρόσωπο ξαναμμένο από τον ήλιο κι από την αρμύρα, νανουρισμένοι από το αγέρι που μας ερχότανε από πέρα και μύριζε ρετσίνι από το πεύκο. Σαν ξυπνούσαμε, τα βουνά είχανε αποσκιάσει, ο ήλιος είχε γείρει κατά το Σαρμουσάκι.
Τη νύχτα το πολυκάντηλο του ουρανού κρεμότανε από πάνου μας. Ο Ιορδάνης ποταμός θαμόφεγγε σα ρέμα συννεφένιο. Κατά την αυγή η Αρκούδα κρυβότανε πισ’ από τον Προφήτ’ Ηλία, και τ’ άλλα τ’ άστρα γέρνανε κατά το βασίλεμα. Μονάχα τ’ άστρο της τραμουντάνας δε σάλευε από τον τόπο του, σα χρυσό καρφί καρφωμένο στον ουρανό.
Πριν να χαράξει, ακουγόντανε ολοτρόγυρα στα βουνά οι τσομπάνηδες που λαλούσανε τα ζωντανά. Πριν να βγει ο ήλιος από την ανατολή, συναπαντιόντανε οι στρατοκόποι και καλημεριζόντανε στα διάσελα και στα φρύδια των βουνών που φυσούσε δυνατά ο αγέρας, κ’ ύστερα κατηφορίζανε στα χαμηλώματα, που δεν τα βρίσκει ο βοριάς, μόνο ακούγεται το βουητό της θάλασσας πίσω από τα χαμοβούνια˙ απάνου τους δε φυτρώνει άλλο από κρίταμα κι’ απ’ αρμυρήθρες, που τα τρώνε με το ξίδι οι απλοί ανθρώποι. Σε κείνα τα μονοπάτια μπορεί να συναπαντηθείς καμιά φορά και με τον Τηλέμαχο, που πάγει να ‘βρει το χαμένο πατέρα του, ή με το Λουκά και με τον Κλεώπα, που τραβάνε για τους Εμμαούς.
Κει που περπατάς στην ακρογιαλιά για να φέρεις βόλτα τον κόρφο και ν’ ανηφορίσεις απάνου στα βουνά κατά το χωριό, βλέπεις μακριά μια μαύρη γιαλόπετρα που την λούζει το κύμα, κι από πάνου της σαλεύει στον άνεμο ένα άγριο δέντρο, ρίχνοντας τον ίσκιο του απάνου στην πέτρα. Σε λίγο τη ζυγώνεις και πριν να την προσπεράσεις, θαρρείς πως από πίσω της θα δεις τον Προφήτη Ιωνά, να τον ξερνά το θεριόψαρο απάνου στην άμμο.
Παραπέρα περνάς ένα ξεροπόταμο που βγαίνει στη θάλασσα σκαμμένο στον ψιλό μαλαμοκαπνισμένον άμμο, και τα ψαράκια μπαινοβγαίνουνε μέσα, επειδής η θάλασσα με την πλήμμα εμπήκε μέσα στο ρέμα. Κάτι τζιτζιφιές μυρίζουνε εκεί κοντά, πλάγι σ’ έναν καλαμώνα˙ από ‘να μαντρί, που ‘ναι στ’ από πάνου στο βουνό, γαβγίζουνε τα τσομπανόσκυλα.
Σε κάθε βουνό, σε κάθε ράχη, είναι κι από ‘νας άγιος σε τούτο είναι ο Πρόδρομος, σε κείνο ο Προφήτ’ Ηλίας μέσα στη σπηλιά, σε κείνο ο αββάς Πίορ, σε κείνο ο Άγιος Μακάριος ο Ρωμαίος, στ’ άλλο ο Άγιος Αντώνιος, στ’ άλλο ο Μέγας Ευθύμιος. «Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας!»
Από την άλλη μεριά πάλε, σε κείνο το έρημο το μαντρί με το σωρό την κοπριά, που φαίνεται από πάνου από τ’ αντικρινό τ’ ακρωτήρι, κάθεται ο γέρο – Εύμαιος. Σε μια μεγάλη καπνισμένη σπηλιά, που ξεχωρίζει ανάμεσα στα δέντρα, είναι χωμένος και κοιμάται ο Κύκλωπας ο Πολύφημος. Απάνου στη Νησοπούλα, που ‘ναι στη μέση της θάλασσας και τη δροσίζουνε τ’ αγέρια, κάθουνται οι Νεράϊδες κ’ η νεράϊδα η Καλυψώ.
Ο γέρο – Νηρέας κείτεται ξαπλωμένος σε μια γλώσσα αμμουδερή, στη ρίζα ενούς βράχου π’ αποσκιάζει το νερό μπαίνοντας μπροστά στον ήλιο. Από τη πέρα μεριά φυσά ο Τρίτωνας μέσα στην κοχύλα και βογγά, ύστερα βουτά στην ολόδροση θάλασσα και κολλά στον πάτο, που νεροφέγγει φυτρωμένος από πυκνά μαύρα φύκια. Εκεί ζούνε τα μύδια φυτρωμένα στην αρμυρή ρίζα τους, τ’ άσπρα τα κυδώνια, ο βασιλέας των θαλασσινών, οπού τα λένε πεινάσματα, γιατί, όσο τρως από δαύτα, τόσο πεινάς αντί να χορτάσεις. Ανάμεσα στα θαλασσινά χορτάρια φτερουγίζει με μυστήριο η μακρομούτσουνη καμήλα της θάλασσας, η χαϊδεμένη κόρη της με τη γυριστή ουρά, μικρό ζωΰφι ίσαμε μια μαρίδα, ιπποκάμπη λεγόμενη στην αρχαία γλώσσα.
Τις μέρες που φυσά αγέρας πολύς, τα κύματα αφρισμένα χτυπάνε στην ακρογιαλιά κι αγριεύει η ήμερη και περικλεισμένη κείνη θάλασσα˙ τα νερά στο πέλαγο ανεκατώνουνται, μια γίνουνται μαβιά, μια πρασινίζουνε από τον αγέρα, τα κύματα κλώθουνται θυμωμένα κι ανακαμαριάζουνε σαν τ’ άλογα με τη χήτη ξεμπλεγμένη. Γλάροι πετάνε από πάνου και βρέχουνε κάθε τόσο το φτερό τους στην αρμύρα. Οι αμμουδιές γίνουνται κάτασπρες από τους αφρούς π’ αναδιπλώνουνται ολοένα. Οι θάλασσες πέφτουνε σαν κριάρια απάνου στους μαύρους βράχους και ραντίζουνε με τ’ αρμυρό νερό τους τη στεριά, ίσαμε πέρα που πιάνουνε τα δέντρα. Μέσα στις σκοτεινές σπηλιές βουΐζει ο αντίλαλος: «Ποσειδάων! Ποσειδάων!»
Απάνου τη στεριά ο αγέρας ανεμαλλιάζει τα χαμόκλαδα, τις κουνούκλες, τις αστοιβιές, τους σκίνους και τα ρείκια˙ οι ακρίδες και τ’ άλλα τα μαμούδια κάθουνται γαντζωμένα, για να μην τα πάρει ο άνεμος. Από μέσα από κάτι αγριοπρινάρια, που ‘ναι πλαγιασμένα από τους βοριάδες, ξεπετιούνται άξαφνα δυο – τρεις κοράκοι καταπάνου στον άνεμο, με τα φτερά κρεμασμένα σα σπασμένα, κράζοντας βραχνιασμένοι «κρα, κρα» απάνου από τ’ αφρισμένα τα νερά π’ αναταράζουνται με μεγαλοπρέπεια.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.