Γράμματα για τον Αγιο Πορφύριο (Α’).

ΓΡΑΜΜΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.

Έλαβα και το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε το Ησυχαστήριο «Κοντά στο γέροντα Πορφύριο» και το μελετώ. Το βρίσκω κατ’ αρχήν καλό και ωφέλιμο. Ο συγγραφέας Κ. Γιαννιτσιώτης μας μεταδίδει με αξιοπιστία (κατά το ανθρώπινον) το πνεύμα του Γέροντα, περικλείνοντάς το, κατ’ ανάγκην, μέσα στα όρια του δικού του «δοχείου».
Κάποτε πέρασα από το γνωστό μεγάλο Γέροντα των Κατουνακίων, τον Πάπα – Εφραίμ, για να πάρω την ευχή του και άρχισε να μου μιλά με απαράμιλλο ενθουσιασμό, για τον μακαριστό μας γέροντα. Σας μεταφέρω τμήμα του διαλόγου μας.
Γ. Εφραίμ: Βλέπεις τη θάλασσα;
Μοναχός Αγιορείτης (Μ.Α.): Ναι.
Γ.Ε. Τέτοια είναι και η Χάρις που έλαβε ο π. Πορφύριος. Ωκεανοί Χάριτος ρέουν από τον π. Πορφύριο. Αν όμως σε στείλω να μας φέρεις νερό από τη θάλασσα πόσο θα μπορέσεις να φέρεις;
Μ.Α. Μα, όσο χωράει το κουβαδάκι μου…
Γ.Ε. (Με ενθουσιασμό) Ακριβώς!
Ακριβώς έτσι συμβαίνει με όσους θέλουν να γράφουν για έναν άγιο. Όσον αφορά για ορισμένες αρνητικές κριτικές, ότι τάχα είναι επιπόλαιες ενέργειες οι εκδόσεις των βιβλίων για το γέροντα, προσωπικά δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Το μεγαλείο του γέροντα είναι ότι συγκατέβη στο επίπεδο του απλού και πονεμένου ανθρώπου των ημερών μας και του μίλησε στη γλώσσα του. Έρχεται τώρα αυτός ο πονεμένος, ο αγωνιζόμενος για τη σωτηρία του Χριστιανός και μας δίνει τις εμπειρίες του. Δεν είναι αυτό υπέροχο;
Ένας σύγχρονος Νεοέλληνας ποιητής λέει: «Και ανάγνωση ξέρεις και πολλά θα μάθεις αν στο ασήμαντο εμβαθύνεις». Εκείνο που, κατά τη γνώμη πολλών (μάλλον ολίγων), υποβιβάζει το γέροντα – λένε δηλαδή ότι πρέπει κάποιος πνευματικός άνθρωπος να γράψει για να δώσει το ύψος και το βάθος του γέροντα – στην πραγματικότητα τον προβάλλει. Εκείνο που φαίνεται φτηνό στα μάτια ορισμένων, μάλλον είναι πάρα πολύ πλούσιο, γιατί μέσα σ’ αυτές τις απλές ιστοριούλες – παραβολές, τους απλούς και απέριττους διαλόγους του γέροντα, δίνεται η διδασκαλία της Εκκλησίας μας τη γλώσσα του καθημερινού ανθρώπου του 20ου αιώνα. Θα έρθει, ελπίζω και η ώρα που ένας πνευματικός άνθρωπος, αξιοποιώντας όλο αυτό το υλικό, θα ξεσκεπάσει το λαμπρό αστέρι του γέροντα, από το σύννεφο με το οποίο ο ίδιος το περιέβαλε από ταπείνωση και αγάπη: από ταπείνωση, για να κρύβει την αρετή του και από αγάπη, για να μπορεί να ζει ανάμεσά μας, να τον αντέχουμε.
Μου πρότειναν από κάποιο μοναστήρι του Αγ. Όρους να συνεργαστούμε για να γράψουμε ένα βιβλίο για το γέροντα Πορφύριο, στο οποίο ο γέροντάς τους θα έδινε, ως πνευματικός και αυτός τη δέουσα αξία που αρμόζει σ’ ένα άγιο σαν τον γέροντα Πορφύριο. Επειδή φοβήθηκα ότι μάλλον θα έδιναν το δικό τους πνεύμα με το όνομα του γέροντα Πορφυρίου και για άλλους λόγους, απέρριψα την πρότασή τους. Συζήτησα το θέμα με τον γέροντα Παΐσιο το μακαριστό, και μου συνέστησε να σημειώνω ό,τι θυμάμαι για να μη χαθούν. Σημειώνω επιγραμματικά ό,τι θυμάμαι με την προοπτική κάποτε να τα αναπτύξω. Πιστέψτε με όμως, δεν μπορούν να ξεχωρίσουν από προσωπικά βιώματα χωρίς να «χάσουν» γιατί όλα με το γέροντα εγίνοντο μέσα από διαπροσωπικές σχέσεις. Ακόμα και όταν μας μιλούσε για τα ζητήματα της εκκλησίας, ή της κοινωνίας ή των παιδιών, απαντούσε σε δικά μου προσωπικά ερωτήματα κι αναζητήσεις, μου μιλούσε με τον τρόπο που εγώ τα βίωνα. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να δοθούν, χωρίς να δώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, ή να μιλήσω και να θίξω πρόσωπα και πράγματα. Εύχομαι, δι’ ευχών του γέροντος, ο Θεός να μου δώσει τη δύναμη να το κάνω και αυτό, κάποια στιγμή στο μέλλον, αν είναι θέλημά Του.
Στο σημείο αυτό θα σας πω δύο πολύ χαριτωμένα:
(α) Μετά την προς Κύριον αποδημίαν του γέροντος Πορφυρίου, έψαξα να βρω διδάσκαλο και καθοδηγητή στα πρώτα βήματα της μοναχικής μου πολιτείας, κατά το «Μπορείτε να έχετε πολλούς διδασκάλους, όχι όμως και πολλούς πατέρας» του Απ. Παύλου. Κατέφυγα στον γέροντα Παΐσιο ο οποίος ευχαρίστως (τον ευγνωμονώ δι’ αυτό) απεδέχθη. Πολλές φορές όταν τον ερωτούσα κάτι, πριν μου απαντήσει έστρεφε το πρόσωπό του δεξιά και συνομιλούσε με κάποιον, που εγώ ούτε έβλεπα ούτε άκουγα, αισθανόμουν όμως την παρουσία του. Άκουγα μόνο τη μία πλευρά του διαλόγου, τον γέροντα Παΐσιο, που τελικά μου έδινε την απάντηση. Με κατελάμβανε τέτοιο δέος που δεν τολμούσα να ρωτήσω με ποιον συνομιλεί. Ήξερα όμως βαθειά μέσα μου ότι ήταν ο γέροντας, γιατί τον έβλεπα με τα μάτια της ψυχής.
(β) Παραμονές Χριστουγέννων ’93. Ευρισκόμουν σε κατάσταση πολύ δύσκολη. Σωματικές ασθένειες και φρικτοί πόνοι, εξεγέρσεις των παθών, πόλεμος του πονηρού και μέσω ανθρώπων. Λέγω «Χριστές μου τί Χριστούγεννα θα κάνω εφέτος» και επικαλέστηκα το γέροντα (Λίγο πριν φύγει μου είπε «Να με επικαλείσαι»). Το βράδυ της 22ας Δεκεμβρίου μόλις μπόρεσε λίγο να με πάρει ο ύπνος, ήλθε. Στην αρχή νόμισα ότι ζούσε ακόμη, βρισκόταν σ’ αυτή τη ζωή και μου λέει: «Έλα να με πας μια βόλτα». Τον παίρνω αγκαζέ και αντί να τον πάω με πήγε. Ήμασταν μαζί, έτσι νομίζω, όλη τη νύκτα. Ταξιδέψαμε σε πολλά μέρη, ήλθαμε και στο Μοναστήρι, πήγαμε και στα παιδιά. Την άλλη μέρα το πρωί φύγαν όλα, θλίψεις, μελαγχολίες, στενοχώριες, λογισμοί, φύγαν όλα και ήλθε η γαλήνη, η ειρήνη, η χαρά, οι καλοί λογισμοί, λογισμοί ταπεινοί και συγχωρητικοί για όλους και για όλα και προ πάντων η χάραξη της παρά πέρα μοναχικής μου πολιτείας. Ήταν επίσκεψη της Θείας Χάριτος δια του γέροντος Πορφυρίου, έτσι μου είπε ο διακριτικός Πνευματικός μου.
Είναι τρέλλα που το λέω, αλλά ο γέροντας μου είπε: «Να γίνεις τρελλός ρε» και αυτή ήταν μια από τις τελευταίες του συστάσεις, ίσως και η τελευταία. Ο Θεός να με φωτίσει να καταλάβω τι εννοούσε…
Θα έρθει η ώρα που θα μιλήσει ο Θεός για το γέροντα. Είναι αυτό βαθειά πεποίθησίς μου (και πολλών) θα αποκαλύψει το μεγάλο Του Άγιο Πορφύριο.
Όσο για τη συνομιλία με τους Κουτλουμουσιανούς (είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του φυλλαδίου και της κασέτας «Το Πνεύμα το Ορθόδοξον είναι το αληθές», με τίτλο «Ανοίγεις τα χέρια σου στο Θεό». Στο κενό που υπάρχει στην ηχογράφηση ο γέροντας έδινε πρακτικές οδηγίες για το καθημερινό πρόγραμμα του μοναχού.*
α) Τόνισε τη γνωστή του θέση, να διαβάζουμε κατανοητά τις ακολουθίες (δηλαδή να μη τις παραλείπουμε ούτε να τις διαβάζουμε βιαστικά).
β) Είπε κατά ποίον τρόπο πρέπει να καθόμαστε στο στασίδι για να μη μας παίρνει ο ύπνος και να προσέχουμε. Να μη γέρνουμε πίσω, δεξιά ή αριστερά. Όρθιο το σώμα, τεντωμένοι οι ώμοι, το κεφάλι ίσια μπροστά.
γ) Συνέστησε το ψαλτήρι να μην διαβάζεται στον όρθρο, αλλά κάποια ώρα της ημέρας, για να μην είναι κουρασμένοι οι μοναχοί και να το κατανοούν (Γνωρίζετε την αγάπη του για το ψαλτήρι˙ στο κελλί του, το διαβάζανε 11 π.μ.).
δ) Είπε ότι ο μοναχός που ακολουθεί επιμελώς το μοναχικό πρόγραμμα της Μονής (ακολουθίες, κατ’ ιδίαν προσευχή, διακόνημα κ.λ.π.) σιγά – σιγά χωρίς να το καταλάβει αγιάζεται).
ε) Επανέλαβε κάτι, που είχε πει και στους Σέρβους μοναχούς.
«Το ζήτημα είναι να βρεις ένα τρόπο να ανοίξεις μία τρύπα στον ουρανό».
Με συγχωρείτε αν σας κούρασα με την πολυλογία μου. Ευχαριστώ που με θυμάστε. Να εύχεστε για μένα.
Αγιορείτης μοναχός.
*Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως: Επειδή ο αγιορείτης που γράφει αυτό το γράμμα ήτο παρών στη συζήτηση που ηχογραφήσαμε τον ερωτήσαμε με γράμμα τι είπε ο γέροντας την ώρα που λείψαμε και μας απαντά.

ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ Ε.Γ.
Έτσι γνώρισα τον μακαριστό γέροντα Πορφύριο.
Επί πολλά χρόνια, διδάσκω στην Ελλάδα την ελληνική και ρωσσική γλώσσα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, είχα μαθητές μου στο μάθημα των ρωσσικών τον μικροβιολόγο και τώρα καθηγητή της ιατρικής σχολής κ. Γ. Π. και την κόρη του. Ο καθηγητής μου μου έφερνε πολλές φορές στο μάθημα κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου για να τα μεταφράσουμε. Ακολουθούσε συζήτηση για τον Θεό και την πίστη μας. Σε μια τέτοια συζήτηση, διηγήθηκα στον κ. Γ. Π. πώς, όταν ήμουν μικρή, δεν έβγαινα από την εκκλησία. Η μητέρα μου ήταν πολύ θεοσεβούμενη και τα ιδανικά αυτά, όπως ήταν φυσικό, όχι απλώς μου τα μετέδωσε, αλλά μου τα μεταφύτευσε.
Έτσι, στα γυμνασιακά μου χρόνια, βρέθηκα να διδάσκω σ’ ανώτερα κατηχητικά σχολεία. Ακολούθησε όμως ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος. Με το τέλος του εμφυλίου βρέθηκα στην Σοβιετική Ένωση, όπου έζησα επί 15 ολόκληρα χρόνια.
Εδώ, το θρησκευτικό μου αίσθημα χαλάρωσε. Δεν ξερριζώθηκε όμως. Ακούγοντας αυτά ο κ. Γ. Π. μου μίλησε για τον γέροντα Πορφύριο και μου υποσχέθηκε μάλιστα να μου τον γνωρίσει. Με κάλεσε μια μέρα να πάω μαζί με την οικογένειά του στο μοναστήρι να τον γνωρίσω. Έτσι κι έγινε.
Συνάντηση πρώτη.
Ο κ. Γ.Π. μίλησε με τον παππούλη από τηλεφώνου. Του είπε πως θα τον επισκεφθούμε την Κυριακή που ακολουθούσε κι ο γέροντας μας περίμενε. Η πόρτα άνοιξε και περνώντας στο δωμάτιό του ένιωσα δέος. Αντίκρυσα πάνω σ’ ένα κρεβάτι έναν γέροντα ισχνό και χλωμό. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλιες με είδε. Άνοιξε τα δυο του χέρια, τα σήκωσε ψηλά και μου έκανε νόημα να πάω κοντά του. Η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική. Πλησίασα, γονάτισα μπροστά του, ακούμπησα τις παλάμες των χεριών μου στα γόνατά του και περίμενα. Έτσι γονατιστή άκουσα τα όσα μου είπε.
-«Πρόσεξες παιδί μου, πως άνοιξα τα χέρια μου, όταν σε είδα; Σπάνια το κάνω αυτό. Πού πάς παιδί μου; Εσύ, είσαι δικό μας παιδί». Μετά άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή του στο Άγιον Όρος. Όταν πρωτοπήγα στο Άγιον Όρος, μου είπε, εκτός από τους γεροντάδες που είχα στο καλύβι μου, γνώρισα και έναν Ρώσσο καλόγερο ο οποίος με το παράδειγμά του με έμαθε πολλά. Με φώναζε πάντα: «Ε, ουτσενίκ» (ε, μαθητή). Την νύχτα ξημερώνοντας Κυριακή ή μεγάλη εορτή σηκωνόμασταν όλοι οι μοναχοί των Καυσοκαλυβίων την ώρα της προσευχής και τρέχαμε στην κεντρική εκκλησία που τη λέμε Κυριακό. Τον έβλεπα πως έρριχνε τις μετάνοιες. Έρριχνε συνέχεια μετάνοιες κι ήταν και ψηλός!… Από τότε θυμάμαι, δεν ξέρω τι έγινε μέσα μου και μπορούσα να βλέπω μερικά πράγματα νωρίτερα από το κανονικό. Για παράδειγμα, όταν ήμουν μόνος μου στο καλύβι έβλεπα να έρχονται οι γέροντές μου ή καλόγεροι και κατέβαινα να τους υποδεχθώ ή και να τους δείξω το δρόμο».
Την ώρα, που ο γέροντας Πορφύριος μου μιλούσε, από το στόμα του αναδυόταν μια ευχάριστη μυρωδιά.
Το απέδωσα στην λιτή διατροφή του γέροντα.
Φεύγοντας ένοιωσα ανάλαφρη και πλημμυρισμένη από μια ανεξήγητη χαρά.
Στο δρόμο της επιστροφής η σύζυγος του μαθητού μου μας είπε πως ένα άρωμα ξεχύθηκε στο δωμάτιο, όταν μιλούσαμε με τον γέροντα. Έμοιαζε με άρωμα λουλουδιών και ρώτησε την αδελφή του παππούλη, τι λιβάνι ήταν αυτό που μύρισε τόσο όμορφα.
Δεν ήταν λιβάνι απάντησε η αδελφή του. Συμβαίνει αυτό κάπου – κάπου με τον παππούλη, όταν μιλάει.
Συνάντηση δεύτερη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο κ. Γ.Π. με ρώτησε αν ήθελα να πάμε ξανά στον παππούλη μιας και θα πήγαινε εκείνος με την οικογένειά του να τον επισκεφθούν.
Δέχθηκα ευχαρίστως. Αυτή τη φορά πήρα μαζί μου κι ένα χαρτί, όπου είχα γράψει πολλά από τη ζωή μου. Με δέχθηκε με τον ίδιο ενθουσιασμό. Έμεινα μόνη με τον γέροντα. Άρχισα την εξομολόγησή μου, διαβάζοντας το χαρτί, για να μην αφαιρέσω πολύν απ’ τον πολύτιμο χρόνο του. Έκλαιγα με λυγμούς.
Σηκώθηκε, έβγαλε τον μαύρο σκούφο του, πήρε ένα βιβλίο και ρίχνοντας στο κεφάλι μου το πετραχήλι του μου διάβασε μιαν ευχή. Βγαίνοντας από το δωμάτιό του νόμιζα πως πετούσα. Το βάρος μου είχε ελαχιστοποιηθεί.
Συνάντηση τρίτη.
Ήταν βράδυ, όταν στο σπίτι μου χτύπησε το τηλέφωνο. Χάρηκα, όταν άκουσα την σύζυγο του μαθητού μου Γ.Π.
Με παρεκάλεσε, αν ήταν δυνατόν, να πάω την επομένη το πρωί μαζί της στον γέροντα, σαν μεταφράστρια. Ήρθε, μου είπε, μια εσθονή με το άρρωστο παιδί της και θέλει να το παρουσιάσει στον γέροντα. Δέχθηκα με μεγάλη ευχαρίστηση. Το άλλο πρωί αμέσως με το χτύπημα του κουδουνιού κατέβηκα κάτω. Γνωρίστηκα με την μητέρα του παιδιού. Το όνομά της ήταν Καικιλία.
Το αγοράκι της ένα παχουλούτσικο και χαριτωμένο παιδί ηλικίας 8-9 ετών καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η διαδρομή μας ως το μοναστήρι ήταν εύκολη κι ευχάριστη. Περάσαμε όλοι μαζί στο δωμάτιο του παππούλη. Ο καλοκάγαθος γέροντας μας περίμενε. Του είχαν μιλήσει για μας την παραμονή.
Το βλέμμα του καρφώθηκε στο παιδί. Εκείνο πλησίασε, του φίλησε γονατίζοντας το χέρι και στάθηκε δίπλα του. Η Καικιλία συγκινημένη, μου είπε, αφού του φίλησε το χέρι, ότι ήρθε για το άρρωστο παιδί της και πως παρακαλεί να το βοηθήσει να βρει την υγεία του.
Όλ’ αυτά τα μετέφερα στον γέροντα.
Πριν αρχίσει η μητέρα να του εξηγεί, τι συμβαίνει με το άρρωστο παιδί της, ο γέροντας είπε, πως το παιδί φέρεται εριστικά κι εκδικητικά σε τρία επίπεδα της ζωής του. Στην οικογένειά του, στο σχολείο και στην αυλή του σπιτιού τους, όταν παίζει με τ’ άλλα παιδιά.
Στο σπίτι μαλώνει με τους γονείς του και με τον αδελφό του. Αχ, πώς τον χτυπάει μερικές φορές!… πώς σπρώχνει τη μητέρα του… στο σχολείο έρχεται στα χέρια με τους συμμαθητές του, τους χτυπάει, τους κλωτσάει!…
Αμ, στην αυλή! Τα καϋμένα τα παιδάκια. Τι τραβάνε!… τα μετέφρασα όλ’ αυτά στην Καικιλία. Έτσι είναι μου απάντησε. Μα πώς τα ξέρει όλ’ αυτά;
Χτυπάει τα παιδιά τόσο άσχημα στο σχολείο και στην αυλή, που με κάνει και ντρέπομαι. Με τί μούτρα ν’ αντικρύσω τους γονείς και τους δασκάλους του; Μου λένε να το πάρω απ’ το σχολείο κι αν δεν το κάνω εγώ, θα το κάνουν οι ίδοι αποβάλλοντάς το δια παντός.
Μετέφερα στον γέροντα όσα μου είπε η μητέρα κι εκείνος συνέχισε: τον αδελφό του τον μισεί επικίνδυνα. Το μετέφρασα στην μητέρα. Ναι, έτσι είναι, είπε η Καικιλία. Φοβάμαι για τη ζωή του άλλου μου γιου. Φοβάμαι, φοβάμαι μη μου το κάνει ανάπηρο. Μια φορά το χτύπησε πολύ άσχημα. Το βλέπω, είπε ο γέροντας, όταν τα μετέφερα όλ’ αυτά, και πάλι συνέχισε. Στην κρεββατοκάμαρά σας μένει ως αργά. Ξαπλώνει ανάμεσά σας κι αρνείται να πάει στο δωμάτιό του. Ακριβώς έτσι συμβαίνει, είπε πάλι η μητέρα, κι αν επιμείνω, σηκώνεται χτυπάει τα παράθυρα, κλωτσάει τις πόρτες, αναποδογυρίζει τραπέζια. Μετανοιώνει όμως, όταν περάσει ο θυμός του και κλαίει. Κλαίει με φωνή. Στο σχολείο είναι ο πρώτος στην τάξη. Στη μουσική είναι πολύ δυνατός. Παίζει στο πιάνο τόσο δύσκολα κομμάτια, που τον θαυμάζουν όλοι. Τέτοια δεξιοτεχνία σ’ αυτή την ηλικία!
-Αυτό είναι καλό, απάντησε ο γέροντας, όταν του τα μετέφερα.
Σ’ αυτό το σημείο, πήρε το παιδί κοντά του, έπιασε το κεφάλι του με τις δυο του παλάμες και τόσφιξε δυνατά φέροντάς το προς το στήθος του.
Καϋμένη μητέρα!! Κοίταζε μαρμαρωμένη αυτή τη σκηνή κι απ’ τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα. Μαζί με τις ευχές του γέροντα έσμιγαν κι οι ευχές της βασανισμένης μάνας για την υγεία του παιδιού της.
-Τί να κάνω γέροντα, είπε με πνιγμένη φωνή. Ποια θεραπεία ν’ ακολουθήσω;
-Να επικεντρώσετε την προσοχή του σ’ ό,τι αγαπάει. Αφήνετέ τον να παίζει πιάνο, όσο θέλει. Δείξατέ του στοργή κι αγάπη. Να παινεύετε κάθε καλή του πράξη. Το σπουδαιότερο: Έχει ο Θεός, το θέλει.
Έμεινα κατάπληκτη. Νόμισα, πως το άρρωστο παιδί το εξήτασε ένας πολύ έμπειρος ψυχίατρος, ένας ψυχαναλυτής. Ρωτάω τώρα τον μαθητή μου κ. Γ.Π., πώς έχει στην υγεία του αυτό το παιδί και μου απαντάει: Είναι καλά. Δεν έχει κανένα πρόβλημα.
Έτσι γνώρισα τον γέροντα Πορφύριο. Τον επικαλούμαι και θα τον επικαλούμαι πάντα νοερά σ’ όλη μου τη ζωή. Μεγάλη ευγνωμοσύνη θα χρωστώ στον μαθητή μου κ. Γ.Π. και την οικογένειά του για το μεγάλο καλό που μου κάνανε.
Επανασυνδέθηκα με την εκκλησία και ξανάνοιωσα το ΜΕΓΑΛΕΙΟ της συνειδητής Πίστης.
Ε.Γ. Καθηγήτρια Ρωσσικής Φιλολογίας.

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ Α.Τ.
Πως θεραπεύτηκα με την ευχή του Γέροντος.
Έλαβα την επιστολήν σας και σας ευχαριστώ για τις ευχές όλων σας. Με ερωτήσατε αν ξεύρω άλλο τι εκτός της γνωστής επιστολής μου προς τον π. Νικόδημο.1 Θα σας γράψω δύο περιπτώσεις προσωπικής μου εμπειρίας. Εκτός αυτών όμως επειδή ο αγαπητός και φίλος μου εν Χριστώ μου διηγήθηκε δύο ακόμη περιπτώσεις, τον παρεκάλεσα να μεριμνήσει να φτάσουν σε σας και να τις γνωρίσετε από τα ίδια πρόσωπα, τα οποία ο πατήρ Πορφύριος ευηργέτησε δια του χαρίσματος της ιάσεως.
Την άνοιξη του ’82 ενόσησα από οξεία οσφυοϊσχιαλγία αριστερά, με έντονες ριζιτικές εκδηλώσεις. Άλγος, υπαισθησία έξω επιφανείας αριστερού κάτω άκρου, καυσαλγία μέχρι τα 2,5 δάκτυλα του άκρου ποδός. Πολύ σύντομα προσετέθη και μία ατροφία του ιδίου άκρου περί τα 2,5 εκ., υπόλειμμα της οποίας παραμένει μέχρι αυτή τη στιγμή. Εκτός της οίκοι παραμονής μου, φαρμακευτικής θεραπείας, νοσηλείας μου εις ορθοπεδικήν κλινικήν της πόλεώς μας, επεσκέφθηκα δύο Καθηγητάς στη Θεσσαλονίκη (Ορθοπεδικό και Νευροχειρουργό) και τον τότε Διευθυντή της ορθοπεδικής κλινικής του Νοσοκομείου Κιλκίς. Ο Καθηγητής της Νευροχειρουργικής μου ανακοίνωσε πως σε περίπτωση που θα προχωρούσε σε παράλυση το σύστοιχο άκρο, θα με έβαζε στο χειρουργείο. Το διάστημα των 3 αυτών ημερών που εξεταζόμουν έμενα σε μονοκατοικία φιλοξενούμενος από τον αδελφό μου. Και για ν’ ανεβώ στο επάνω πάτωμα έπρεπε να πιάνω το κάγκελο της σκάλας κι έτσι σέρνοντας σχεδόν το πόδι μου, ανέβαινα με πολύ πόνο. Η κατάστασίς μου όμως χειροτέρευε. Μάλιστα πήγα και 2 φορές για βελονισμό. Μέρες τώρα είχα και τον ψυχικό πόνο που μου προξενούσε η σκέψη να βγω στο εξωτερικό για εγχείρηση, διότι στην Ελλάδα ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η μέθοδος και δεν είχα εμπιστοσύνη.
Έτσι αποφάσισα να επισκεφθώ τον Άγιο Πατέρα μας.
Εκείνος με δέχθηκε αμειδίαστος μεν, με πατρική αγάπη όμως.
-Πάτερ, ήλθα όπως τότε με την σύζυγό μου, να σας ζητήσω τώρα βοήθεια και για μένα. Πολύ πονώ.
-Δεν κάνει να πειράζουμε τον Θεό, μου είπε. να πας και στο εξωτερικό…
Τότε έκλαψα.
-Πήγες σε γιατρούς;
-Πήγα.
-Σε μεγάλους γιατρούς πήγες;
-Πήγα στον τάδε, στον τάδε κι έκαμα 2 φορές βελονισμούς.
-Όχι βελονισμό… αυτά είναι… ξέρεις…. Από τις ανατολικές θρησκείες… καταλαβαίνεις. Όχι βελονισμούς.
Σηκώθηκε, πήρε τον Σταυρό.
-Πού πονάς; Με ρώτησε.
-Εδώ πάτερ. Με σταύρωσε όπου πονούσα.
Βγήκα απ’ το κελλάκι του, όπως μπήκα ως προς τον πόνο. Στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης με παρέλαβε ο αδελφός μου. Στο αυτοκίνητό του με πολύ πόνο σχεδόν άφησα σαν πεταμένο το σώμα μου στα πίσω καθίσματα. Όμως την ώρα που άρχισα ν’ ανεβαίνω την σκάλα, διεπίστωσα ότι μπορούσα με λιγότερο πόνο ν’ ανεβώ και χωρίς την βοήθεια του καγκέλου. Πήρα θάρρος. Τάχυνα λίγο τα βήματα της ανόδου μου. Αυτό έδιωξε την μέχρι τότε θλίψη μου, ξάπλωσα κι έπεσαν τα μάτια μου στο εικόνισμα της Παναγίας και μούρθε χαρά και αισιοδοξία. Επέστρεψα στην Ξάνθη όπου καθημερινώς και από λίγο καταλάβαινα την βελτίωσή μου. Βεβαίως συνέχιζα να παίρνω φαρμακευτική αγωγή και να κάνω φυσικοθεραπεία περίπου 20 ημερών. Όταν αισθάνθηκα αρκετά καλά, ώστε να ξαναρχίσω να εργάζομαι, θεώρησα υποχρέωσή μου να κατεβώ να ευχαριστήσω τον ευεργέτη μου. Με δέχτηκε με χαμόγελο, με χαρά. Τώρα, μου είπε, ν’ ανεβαίνεις βουνά. Εγώ όμως είχα ακόμη στο μυαλό μου τον λόγο του Πατρός που μου μίλησε για εξωτερικό κι έτσι σκέφθηκα να τον ρωτήσω γιατί με προβλημάτιζε αυτό.
-Πάτερ, για το εξωτερικό που μου είπατε;
-Εσύ, το είπες αυτό, μου απήντησε τονίζοντάς το, εσύ.
-Μα, είπα μέσα μου, αφού μου το είπε γιατί τώρα μου έδωσε αυτήν την απάντηση;
Για πολλές ημέρες λοιπόν και αυτός ο λόγος και κάποιος άλλος παρέμενε σαν γρίφος, με την παραξενιά του μέσα μου χωρίς να μπορώ να δώσω κάποια εξήγηση. Αλλά είπα όσο και παράξενοι να μας φαίνονται οι λόγοι των αγίων αυτό δεν οφείλεται σ’ αυτούς αλλά σε μας που δεν έχουμε την ικανότητα να τους αντιληφθούμε. Ο άλλος «παράξενος» λόγος του ήταν αυτός που μου είπε: «Δεν κάνει να πειράζουμε τον Θεό». Μα εγώ δεν ήλθα για να πειράξω το Θεό. Πονώ πραγματικά και όπως θεράπευσε το χέρι3 της συζύγου μου ήλθα να ζητήσω την βοήθειά του και για μένα. Έπρεπε να περάσουν μέρες, όταν πια ήμουν αρκετά καλύτερα στην υγεία μου για να καταλάβω ότι ο γέροντας μου μιλούσε τότε με το χάρισμα της διοράσεως.
Πράγματι, από την πρώτη στιγμή διείδε την σκέψη – ζιζάνιο (να βγω στο εξωτερικό) που μου προξενούσε τον ψυχικό πόνο και που προέρχονταν από μια αδύναμη και άθερμη πίστη. Έτσι πρώτα φανέρωσε την ασθενή πίστη, την «μισή – μισή» πίστη με την οποία προσερχόμουν στο Θεό δια του αγίου Του (αφού η πιο πολλή πίστη είχε στραφεί στο εξωτερικό) λέγοντάς μου – Δεν πρέπει να πειράζουμε τον Θεό, και εξηγώντας για ποιον λόγο μου είπε αυτό, φανέρωσες το ζιζάνιο: «Να πας και στο εξωτερικό». Δηλαδή εσύ έρχεσαι μεν να ζητήσεις βοήθεια ενώ ήδη είχες πάρει την απόφαση για το εξωτερικό (πράγματι σχεδόν είχα πάρει την απόφαση). Τότε γιατί περνάς κι από δω…. Μήπως… και βοηθηθείς… πράγματι, έτσι προσευχόμουν, αλλά ήταν τίμιο αυτό ενώπιον του Θεού;
Έφυγα πολύ χαρούμενος και αισιόδοξος από το Γέροντα και παρεκάλεσα το Θεό να μου χαρίσει την ευκαιρία να αφιερώσω λίγες ημέρες από τις διακοπές μου στις εργασίες της ανεγέρσεως της Μονής σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης μου.
Πράγματι, ήλθε μια μοναδική και απρόσμενη ευκαιρία για 10 ημέρες κατά τις οποίες χαιρόμουν τους ιδρώτες και τις ευλογίες της εργασίας στις πιο καυτερές μέρες του καλοκαιριού που απελάμβανα κοντά στην ανάσα του αγίου Πατρός.
Την πρώτη μέρα, μέχρι ν’ ανεβώ στον γέροντα να πάρω την ευχή του για το αν θα μείνω ή όχι, ο επί των έργων κύριος μου έδωσε κάποια εργασία κατά την οποία τραυμάτισα ένα πλαστικό σωλήνα χωρίς όμως να προκληθεί ζημιά. Και όταν ανεβήκαμε με αυτόν στον γέροντα, έστρεψε την προσοχή μου στο συμβάν που κανείς άλλος εκτός από εμένα δεν το γνώριζε, κι ούτε εγώ είχα προλάβει να του το αναφέρω. Με συμβούλεψε προσοχή, να μην κάνω ζημιά. Το 10ήμερο εκείνο ήτο όαση πνευματικής τροφοδοσίας μου. Κοντά στον αγαπητό φίλο του Θεού και άγιο φίλο μας θεοφόρο π. Πορφύριο.
Σε κάποια άλλη επίσκεψή μου στον Άγιο αυτό τόπο του Ωρωπού, όταν κάθισα στην τράπεζα για φαγητό και αφού προηγουμένως έκαμα προσευχή, με την πρώτη μπουκιά που έβαλα στο στόμα μου, αισθάνθηκα ένα μούδιασμα του ουρανίσκου. Αστραπιαία πέρασε ο λογισμός μου στο ότι βρισκόμουν προ ευλογιών που προέρχονταν από τον Γέροντα και επεκαλέσθηκα την ευλογία του. Έτσι είπα: Τη ευχή του Πατρός Πορφυρίου Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου. Την ίδια στιγμή εξαφανίστηκε το μούδιασμα και συνέχισα ομαλά το φαγητό…
Συγγνώμην που περιέγραψα τα γεγονότα με λεπτομέρεια. Πιστέψτε με ότι άφησα απ’ έξω κι άλλα. Αλλά συντομότερα δεν ξεύρω αν μπορούσα να σας τα γράψω. Τα προσκυνήματά μου στον γέροντα, στο κελλάκι του Γέροντα, τις ευχές όλων σας.
Α.Τ.
Υποσημειώσεις.
1. Αυτή η επιστολή έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο Κλ. Ιωαννίδη. Ο γέρων Πορφύριος, Μαρτυρίες και εμπειρίες, σελ. 126.
2. Σημ: Τότε με τη σύζυγο δεν πήγαμε για το χέρι της. ούτε πέρασε από το νου μας (κι όταν ακόμη βρισκόμαστε κοντά του) να του ζητήσουμε βοήθεια. Πήγαμε αφού ακούσαμε για τον Πατέρα, να πάρουμε την ευχή του. Κι εκείνος μόνος του έπιασε το χέρι της και αμέσως εξηφανίσθη ο πόνος και η νόσος.

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥ Χ,Β.
Η απάντηση του Θεού στην εφηβική δυσπιστία.
Και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν του Πέτρου είδε την Πενθεράν αυτού βεβλημένην και πυρέσσουσαν και ήψατο της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός, και ηγέρθη και διηκόνει Αυτώ.
(Ματθαίου η’ 14).
Εάν μη σημεία και τέρατα ίδητε, ου μη πιστεύσητε. (Ιωάννου δ’ 48).
Το περασμένο καλοκαίρι άκουσα στην τηλεόραση μία συζήτηση σχετικά με την αγία Ζώνη της Θεοτόκου που είχαν φέρει στην Αθήνα. Ανάμεσα στα βασικά ερωτήματα ήταν αν ο κόσμος πιστεύει στα θαύματα ή όχι και πιο ουσιαστικά αν γίνονται θαύματα ή όχι.
Έτσι σήμερα αποφάσισα να γράψω την δική μου εμπειρία και να καταθέσω την μαρτυρία μου για την Θεία Δύναμη και την επιρροή Της πάνω μας.
Όντας γύρω στα χρόνια 1978-80, μαθητής των τελευταίων τάξεων του Λυκείου, επηρεασμένος από την υλιστική, και «αμφισβητήστικη» τάση της ηλικίας και του ρεύματος της εποχής εκείνης, έψαχνα, στις συζητήσεις που κάναμε στο σχολείο με το θεολόγο καθηγητή, να μάθω γιατί ο Παντοδύναμος Θεός δεν κάνει κάτι που να μας πείσει για την παρουσία Του και την Δύναμή Του. Με λίγα λόγια ρωτούσα «Γιατί δεν γίνεται σήμερα ένα θαύμα για να πιστέψουμε;». Βαριά η ερώτηση, που η απάντησή της έμελλε να μου φανερωθεί 10 χρόνια μετά και μάλιστα με τρόπο που τουλάχιστον για μένα και για αρκετούς από το περιβάλλον μου δεν χωράει αμφισβήτηση.
Υπηρετούσα τη θητεία μου ενώ παράλληλα τελείωνα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, και ταυτόχρονα με την σύζυγό μου, σχεδιάζαμε το τι και πως θα καθορίζαμε την ζωή μας μετά την απόλυσή μου. Είχα ήδη σταδιοδρομήσει επαγγελματικά και το μέλλον ανοιγόταν μπροστά μου στην ηλικία των 27. Δεν μπορώ τέλος να πω ότι δεν πίστευα πάντα στο Θεό. Πίστευα όμως με τον τρόπο της εποχής, και πήγαινα να λειτουργηθώ κάθε Πάσχα.
Το φοβερό μαντάτο όμως που έμαθα παραμονή των Φώτων του 1990, έμελλα να αλλάξει τη ζωή μου και τα πιστεύω μου. Ένα μικρό πρήξιμο στη βάση του λαιμού μου, έκανε το συνάδελφο γιατρό της μονάδας που υπηρετούσα, να με στείλει για εξετάσεις στο νοσοκομείο.
Η διάγνωση ήταν ρητή. Λέμφωμα ή πιο καθαρά, καρκίνος του λεμφικού συστήματος. Και να είναι σίγουρο στα 27 μου χρόνια, το μόνο που δεν φανταζόμουν ότι μπορούσα να πάθω, ήταν καρκίνος.
Ακολούθησε ένα ταξίδι στο Λονδίνο όπου άρχισε μια πολύ βασανιστική θεραπεία με ειδικά φάρμακα, τα Χημειοθεραπευτικά, που όπως πολύ ωραία τα περιέγραψε κάποιος καρκινοπαθής γιατρός, «είναι σαν να σου βάζουν ποντικοφάρμακο στο αίμα» και εν συνεχεία ακτινοβολίες στον τράχηλο και στο θώρακα, το όλον δέκα βασανιστικοί μήνες. Έβλεπα στην διάρκεια των μηνών αυτών, την λύπη των φίλων και δικών μου για το κατάντημά μου και την αλλαγή του χαρακτήρα μου. Από ένας θορυβώδης και λαλίστατος άνθρωπος, είχα κλειστεί τελείως σπίτι μου και η γυναίκα μου έλεγε μέσα της, όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα «Ας μιλήσει, Θεέ μου». Τίποτα δεν με ενδιέφερε και θυμάμαι πάντα με τρόμο τις νύχτες εκείνου του καιρού, που έσφιγγα για να κοιμηθώ το χέρι της γυναίκας μου, αγωνιώντας, για το αν θα ξυπνήσω το πρωί.
Όπως ήτο επόμενο και το θρησκευτικό συναίσθημα έγινε μέσα μου πολύ πιο έντονο, αλλά και δικοί μου άνθρωποι που ήσαν άνθρωποι του Θεού, προσπαθούσαν, μα με λίγο Αγιασμό, μα με κάποιο λαδάκι από κάποιο μοναστήρι, να με βοηθήσουν.
Στη Μαλακάσα, σε ένα Μοναστήρι, ζούσε κάποιος γέροντας. Ο γέρων Πορφύριος, μεγάλος σε ηλικία, που ήταν λέει χαρισματικός και διορατικός και είχε μεγάλες, υπερφυσικές δυνάμεις. Μία συγγενής μου που πίστευε σε αυτόν, τον επισκέφθηκε για να ζητήσει την βοήθειά του για μένα. Το μόνο που τη ρώτησε ήταν: «Ξέρω, πες μου μόνο τ’ όνομά του». Η γυναίκα του είπε και αφού προσευχήθηκε για λίγο μαζί του έφυγε.
Ξαναπήγε, ξανατηλεφωνήθηκε μαζί του, και πάντα η διαβεβαίωση του γέροντα ήταν ότι θα γίνω καλά.
Πράγματι, ο καιρός πέρασε και ο καρκίνος εδώ σχεδόν και πέντε χρόνια, είναι μία φοβερή ανάμνηση πλέον για μένα.
Όλοι μου λένε, για την τρομερή ψυχραιμία και θέληση που είχα δείξει και την προσπάθεια που κατέβαλα. Όμως, εκείνο που ξέρω είναι ότι μόνο έτσι δεν ήμουν μέσα μου. Ήμουν ένα ψυχικό και σωματικό κουρέλι που ήταν έρμαιο της ασθένειας αλλά και το ψυχισμού της. Γιατί μέχρι τότε για μένα, όπως και για την πλειοψηφία του κόσμου, καρκίνος ίσον θάνατος.
Και είναι πράγματι πολύ δύσκολο και απαιτεί μεγάλος θάρρος που εγώ αφ’ εαυτού, δεν είχα.
Το που βρέθηκαν τα ψυχικά αυτά αποθέματα, το ανακάλυψα όταν ένα πρωινό που πέρναγα από τη Μαλακάσα, ζήτησα από ένα φίλο μου, που με μετέφερε με το αυτοκίνητό του, να με πάει να ευχαριστήσω το γέροντα. Πράγματι πήγαμε στο Μοναστήρι, και σταθήκαμε και τυχεροί, αφού μας δέχτηκε ο υπερήλικας και ταλαιπωρημένος γέροντας. Το μόνο που μπόρεσα να του πω ήταν «Σε ευχαριστώ, γιατί ξέρω ότι εσύ με έκανες καλά». Ο γέροντας δε μίλησε, με σταύρωσε με ένα μικρό σταυρουδάκι που μου το χάρισε και έφυγα. Έτσι κατάλαβα πραγματικά ,ότι όλα αυτά που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσω το πρόβλημα, από το να βρω το σωστό γιατρό, μέχρι το κουράγιο που χρειάζονταν, δεν τα βρήκα εγώ αλλά μου τα έστειλε ο Θεός, με τη μεσιτεία του μακαριστού πια γέροντα Πορφυρίου.
Σίγουρα πολλοί που θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές α ισχυριστούν ότι η επιστήμη έχει κάνει τρομερά άλματα και μπορεί να νικήσει πολλές μορφές καρκίνου. Ναι το παραδέχομαι, αλλά κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το τι κουράγιο και το τι θάρρος χρειάζεται νάχει η ψυχή του αρρώστου για να τα καταφέρει. Για να δώσω την έκταση των ψυχικών αποθεμάτων που χρειάζονται, αρκεί να αναφέρω ότι ένας γιατρός μου είπε: «50% εγώ με τα φάρμακα και 50% εσύ με την ψυχή σου». και σας διαβεβαιώνω, ότι ανθρώπινο μυαλό μόνο του, δεν μπορεί να τα βρει. Μόνο η Θεία Χάρις μπορεί να στα δώσει.
Όπως είναι φυσικό, σαν ένα πολύ μικρό ευχαριστώ στην πολύτιμη βοήθειά του, αναζήτησα και διάβασα διάφορα βιβλία που μετά την εκδημία του, δημοσιεύτηκαν και περιέγραφαν την ζωή και τα χαρίσματα το γέροντα Πορφυρίου. Ένα από όλα το ξεχώρισα. Ήταν ιδιαίτερα «ζωντανό», καθώς το έγραφε ένα από τα πνευματικά του παιδιά, ο Ανάργυρος Καλλιάτσος. Τον άνθρωπο ούτε τον γνωρίζω, ούτε είχα διαβάσει νωρίτερα κάποιο βιβλίο του. Δεν γνωρίζω καν, αν είναι συγγραφέας. Το γιατί το αναφέρω, θα το καταλάβει ο αναγνώστης πιο κάτω.
Πρόσφατα, ο αδελφός ενός προσώπου από τον στενό μου περιβάλλον, αντιμετώπιζε έντονα ψυχικά προβλήματα, για τα οποία μάλιστα, όχι μόνο δεν ήξερε πώς να τα αντιμετωπίσει, αλλά αρνιόταν και την επίσκεψη σε ψυχίατρο. Είχαμε συζητήσει και μαζί και διαπίστωσα και εγώ την αρνητική του στάση. Είναι όμως νέος, πατέρας δύο μικρών παιδιών και το ζήτημα μας απασχολούσε, όλους όσοι τον ξέραμε, έντονα.
Στις 20/1/95 και ενώ τα πράγματα χειροτέρευαν για αυτόν, ο γέροντας εμφανίστηκε στον ύπνο μου και με πρόσταξε: «Θα δώσεις στην αδελφή του (με την οποία γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και είχε αναλάβει τις προσπάθειες για την γιατρειά του) το βιβλίο του Καλλιάτσου και θα της πεις να πάει τον αδελφό της στο Μοναστήρι να προσκυνήσει και θα γίνει καλά».
Επειδή όταν λες κάτι τέτοιο ίσως φανεί περίεργο, της τα έδωσα όλα αυτά γραμμένα. Την άλλη μέρα το πρωί, πήγα στο βιβλιοπωλείο αλλά δυστυχώς είχε εξαντληθεί. Έτσι το έβγαλα φωτοτυπία και της το έδωσα. Εκείνη έπραξε κατά την προσταγή του γέροντα, και ο αδελφός της και στο γιατρό πήγε και σήμερα είναι καλύτερα και από πριν.
Και μιας και ζούμε στην εποχή του «ορθολογισμού», και σίγουρα θα βρεθούν κάποιοι να πουν ότι ανήκω στην αντίπερα όχθη, σας διαβεβαιώνω ότι υπηρετώ μια από τις πλέον ορθολογιστικές επιστήμες, την οικονομική και δεν διακατέχομαι από κανενός είδους θρησκοληψία. Και η ζωή μου όχι μόνο μετά την περιπέτειά μου έγινε καλύτερη, αλλά τόσο καλύτερη, ώστε όταν κρατώ το παιδί μου από το χέρι, μέσα στην εκκλησία, να δοξάζω σιωπηλά το Θεό για τα Δώρα Του, και πραγματικά να αισθάνομαι ότι είναι «τα Σα εκ των Σων». Και να Τον ευχαριστώ πολλές φορές για το ότι μέσα από την περιπέτειά μου, βρήκα το πραγματικό νόημα της ζωής.

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.