Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 31-ος: Πώς πρέπει να εξετάζει καθένας τον εαυτό του.

Για το πώς πρέπει να εξετάζει καθένας τον εαυτό του και να ερευνά προσεκτικά όσα συμβαίνουν μέσα του˙ και πώς πρέπει να παραθέτει τα έργα του σε σύγκριση με τις εντολές του Χριστού.

Αδελφοί και πατέρες, στην
κατήχηση που προηγήθηκε
άφησα τότε, για να μη μακρύνω περισσότερο το λόγο, τα διδάγματά της ελλιπή, αν και ήθελα πολύ να πω τι σημαίνει να εξετάζει κάποιος τον εαυτό του, τώρα όμως έρχομαι με την παρούσα κατήχηση να επιστρέψω σ’ εσάς το χρέος του λόγου, επειδή ορίσθηκα γι’ αυτό το έργο και χρωστώ πάντοτε να προσφέρω την καθορισμένη μερίδα του λόγου στην αγάπη σας.
Τί λοιπόν σημαίνει, όπως τότε είπα, να προσέχουμε και να εξετάζουμε τον εαυτό μας; Να προσέχει καθένας τον εαυτό του σημαίνει αυτό, το να πει δηλαδή μέσα του: «Μήπως λοιπόν με εξουσιάζει κάπως το οποιοδήποτε πάθος; Και μάλιστα, όπως ακούω στις θείες Γραφές, ότι δεν μπαίνει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που έχει και ένα μόνο πάθος˙ διότι έχει γραφεί˙ ¨Αν κάποιος τηρήσει όλο το νόμο, αλλά αμαρτήσει σε ένα, έχει παραβάτης σε όλᨻ1 Παρόμοια και το να προσέχει καθένας τον εαυτό του σημαίνει αυτό˙ το να λέει δηλαδή καθένας μέσα του: «Μήπως κάποτε παραμέλησα αυτή ή εκείνη την εντολή, ή μήπως παραμελώ και καταφρονώ αυτήν την εντολή και δεν εφαρμόζω εκείνη; Διότι ο Χριστός και Θεός λέει˙ ¨Δεν θα καταργηθεί ένα γιώτα ή μία μικρή γραμμή από το νόμο των εντολών μου, ωσότου να γίνουν όλα¨.2 Και ακόμη λέει: ¨Εκείνος που καταργεί μία απ’ αυτές τις πολύ μικρές εντολές και διδάσκει τους ανθρώπου σαν κάνουν έτσι, θα ονομασθεί ελάχιστος στη βασιλεία των ουρανών¨».3
Αλλά βέβαια πρέπει να προσέχουμε και στις θείες Γραφές, και πρέπει ο άνθρωπος, όταν διαβάζονται εκείνες, να βλέπει τον εαυτό του˙ να παρατηρεί δηλαδή και να εξετάζει καλά την ψυχή του, σαν μέσα σε καθρέπτη, σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Τί εννοώ; Ακούει κάποιος τον Κύριο να λέει: «Μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών».4 Πρέπει λοιπόν να φέρει στη μνήμη του, πως περνά τις μέρες του. Και αν μετανοεί με καλό τρόπο, ας αυξήσει και ας εντείνει την εργασία του˙ αν όμως μετανοεί με αμέλεια, ας διορθωθεί.
Ακόμη ακούει τον Κύριο να λέει: «Είναι μακάριοι οι ταπεινόφρονες, διότι η βασιλεία των ουρανών είναι δική τους».5 Πρέπει λοιπόν να εξετάζει και να ελέγχει πάντοτε τον εαυτό του σε κάθε δυσάρεστο συμβάν, εννοώ στις ύβρεις, στις προσβολές, στους εξευτελισμούς, και έτσι να βλέπει τον εαυτό του, αν άραγε και υπάρχει στον ίδιο αυτή η αρετή της ταπείνωσης ή όχι˙ διότι εκείνος που έχει αποκτήσει αυτή την αρετή υπομένει όλα χωρίς λύπη και δυσφορία, χωρίς δηλαδή να πληγώνεται η καρδιά του από κάτι απ’ αυτά που συμβαίνουν. Αν μάλιστα και πληγωθεί λίγο, όμως δεν ταράζεται εντελώς˙ απεναντίας για εκείνο το πλήγωμα της καρδιάς του, διότι λυπήθηκε έστω και λίγο και δεν δέχθηκε μάλλον με χαρά αυτά, που του συνέβησαν, μαστιγώνει και εξευτελίζει τον εαυτό του, λυπάται και κλαίει, με το να μπει στον εσώτερο χώρο6 της ψυχής ή του κελλιού του, και έτσι, πέφτοντας γονατιστός μπροστά στον Θεό, εξομολογείται σ’ αυτόν σαν να έχασε όλη του τη ζωή.
Στη συνέχεια ακούει ακόμη τον Κύριο να λέει: «Είναι μακάριοι οι πράοι».8 Ποιός άλλωστε που πενθεί κάθε μέρα, θα εξακολουθήσει να ζει με οργή και δεν θα γίνει πράος; Διότι όπως σβήνει η φλόγα της φωτιάς από το νερό, έτσι σβήνει ο θυμός της ψυχής από το πένθος και από τα δάκρυα˙ και τόσο πολύ, ώστε, αφού παραμείνει κάποιος πολύ καιρό σ’ αυτή την κατάσταση, να μεταστραφεί το ¨θυμικό της ψυχής του και να φθάσει στην ακινησία.9 Γι’ αυτό πρέπει να βλέπει κάποιος τον εαυτό του και ως προς αυτό, αν δηλαδή είναι πραγματικά πράος, διότι ένα τέτοιος άνθρωπος δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση να δει παράβαση της εντολής του Θεού, αλλά θρηνεί αδιάκοπα γι’ αυτούς που αμαρτάνουν, σαν να αμαρτάνει εκείνος.
Έπειτα πρέπει κατά τον ίδιο τρόπο να βλέπει τον εαυτό του, ων πεινά και διψά τη δικαιοσύνη του Θεού˙ διότι υπάρχει κάποιος που επιδιώκει να βρει τη δικαιοσύνη, αλλά που δεν πεινά και δεν την διψά˙ διότι δικαιοσύνη είναι ο Θεός, όπως ακούς να ονομάζεται ο ίδιος ήλιος δικαιοσύνης.10 Εκείνος λοιπόν που πεινά και διψά τον Θεό, θεωρεί όλο τον κόσμο και αυτά που υπάρχουν στον κόσμο σκύβαλα και λογαριάζει τις τιμές από τους άρχοντες ως ντροπή, ή δεν αισθάνεται διόλου τις ανθρώπινες τιμές.
Και στη συνέχεια ακούει τον Κύριο να λέει: «Είναι μακάριοι οι ελεήμονες».11 Άραγε ποιοί είναι οι ελεήμονες; Είναι αυτοί που δίνουν χρήματα και τρέφουν τους φτωχούς; Όχι. Αλλά ποιοί είναι; Είναι αυτοί, που έγιναν φτωχοί για εκείνον, που έγινε φτωχός για χάρη μας,12 και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, έχουν όμως στη μνήμη τους νοερά πάντοτε τους φτωχούς και τις χήρες και τα ορφανά και τους αρρώστους, αλλά και αυτοί, που πολλές φορές τους βλέπουν που συμπάσχουν μ’ αυτούς και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως ήταν ο Ιώβ, που έλεγε: «Εγώ έκλαψα για τον κάθε αδύνατο».13 Αυτοί, και όταν έχουν, ελεούν τους φτωχούς με χαρά και υπενθυμίζοντας σε όλους, χωρίς φθόνο, αυτά που χρειάζονται για τη σωτηρία της ψυχής, πειθαρχώντας σ’ αυτόν που είπε: «Χωρίς δόλο έμαθα τη σοφία, χωρίς φθόνο την προσφέρω».14 Αυτοί είναι εκείνοι που μακαρίζονται από τον Κύριο, οι αληθινοί δηλαδή ελεήμονες˙ γι’ αυτό και μ’ αυτή την ελεημοσύνη, σαν με κάποια σκάλα, ανεβαίνουν και φθάνουν στην τέλεια καθαρότητα της ψυχής.
Απ’ αυτό το πράγμα και απ’ αυτή την καθαρότητα μακάρισε ο Θεός τους καθαρούς στην καρδιά, λέγοντας τέτοια λόγια: «Είναι μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό»,15 γνωρίζοντας, επειδή είναι Θεός και Νομοθέτης μας, ότι αν δεν φθάσει η ψυχή μας να έχει τέτοια διάθεση, ούτε πενθεί διαρκώς, ούτε αποκτά τέλεια πραότητα, ούτε διψά τον Θεό, ούτε ελευθερώνεται από τα πάθη, ούτε γίνεται σαν καθαρός καθρέπτης. Αν δεν συμβούν αυτά, δεν θα δει ποτέ καθαρά μέσα της το πρόσωπο του Δεσπότη˙ η ψυχή άλλωστε, που γίνεται τέτοια, βλέπει πάντοτε τον Θεό και συμφιλιώνεται μ’ αυτόν, και ανάμεσα στον Δημιουργό μας και Θεό και στην ψυχή, που πριν ήταν εχθρική απέναντί του, γίνεται ειρήνη, και τότε αυτή μακαρίζεται από τον Θεό ως ειρηνοποιός. Διότι ο Κύριος λέει: «Είναι μακάριοι οι ειρηνοποιοί, διότι αυτοί θα ονομασθούν υιού του Θεού»16˙ αυτοί δηλαδή που συμφιλιώθηκαν συνειδητά μ’ εκείνον, που ήρθε να δώσει ειρήνη σ’ αυτούς που ήταν μακριά από τον Θεό και που ήρθε να δώσει ειρήνη σ’ αυτούς που ήταν μακριά από τον Θεό και σ’ αυτούς που ήταν κοντά του,17 με το να συμφιλιώσει με τον δικό του Πατέρα εμάς, που ήμασταν εχθροί,18 και να ενώσει και να κάνει ένα αυτά, που ήταν αποχωρισμένα,19 να μεταδώσει δηλαδή σ’ εμάς Άγιο Πνεύμα και να πάρει ο ίδιος τη δική μας σάρκα. Αυτοί λοιπόν που τον είδαν είναι ολοφάνερο ότι και συμφιλιώθηκαν αληθινά μαζί του, με το να αποκτήσουν την ειρήνη, που ζητούσαν, και να γίνου υιοί του Θεού. Ο Θεός λοιπόν είναι αυτός που δικαιώνει, ποιός τότε είναι εκείνος που θα καταδικάσει;20 Αν όμως εσύ δεν αγαπάς τον αδελφό σου που τον βλέπεις, πώς μπορείς να αγαπάς τον Θεό που δεν έχεις δει;21 Αν όμως δεν μπορούμε, ή μάλλον, να πούμε, δεν θέλουμε να αγαπούμε τον Θεό, είναι φανερό ότι και δεν συμφιλιωθήκαμε μ’ αυτόν. Αλλά ας φροντίσουμε να τον δούμε και να συμφιλιωθούμε μ’ αυτόν και να τον αγαπήσουμε, αδελφοί, με όλη μας την ψυχή, όπως ο ίδιος άφησε εντολή.23
Έπειτα ακούει ακόμη τον Κύριο να λέει: «Είναι μακάριοι αυτοί που διώκονται για τη δικαιοσύνη»,23 και εξετάζει με προσοχή, ερευνώντας τον εαυτό του, αν διώχθηκε για χάρη της εντολής του Θεού, επειδή «όλοι όσοι θέλουν να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού θα διωχθούν»,24 όπως ο απόστολος λέει. Γι’ αυτό και ο Κύριος, προσθέτοντας, λέει: «Είστε μακάριοι, όταν σας χλευάσουν και σας διώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία εξαιτίας μου. Να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση, διότι η αμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς».25 Για ποιό λόγο λοιπόν έβαλε στο τέλος αυτούς που διώκονται και χλευάζονται, και για ποιό λόγο προστάζει σ’ αυτούς με εξουσία αναφωνώντας: «Να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση»;26 Διότι εκείνος, που έδειξε μετάνοια ανάλογη με τα αμαρτήματά του και έγινε απ’ αυτό ταπεινός – για να σου πω άλλη μία φορά, επαναλαμβάνοντας τα ίδια-, αυτός αξιώνεται και να πενθεί κάθε μέρα, και γίνεται πράος, και πεινά και διψά από την ψυχή του τον ήλιο της δικαιοσύνης,27 και φθάνει να γίνει εύσπλαχνος και πονετικός, επειδή οικειοποιείται μέσα του τα πάθη και τις θλίψεις και τις αδυναμίες όλων, και καθώς κλαίει και καθαρίζεται, βλέπει τον Θεό και συμφιλιώνεται μαζί του και γίνεται πραγματικά ειρηνοποιός και αξιώνεται να ονομασθεί υιός του ίδιου του Θεού. Ένας τέτοιος λοιπόν, και όταν διώκεται και δέρνεται και εξευτελίζεται, και όταν χλευάζεται και βρίζεται και ακούει να λέγεται κάθε κακός λόγος εναντίον του, μπορεί να υπομένει με χαρά και ανείπωτη αγαλλίαση˙ και επειδή το γνωρίζει αυτό ο Δεσπότης Θεός, είπε απερίφραστα: «Να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση».28 Εκείνος όμως που δεν έγινε τέτοιος και δεν απέκτησε πλούσια μέσα του την ενυπόστατη χαρά,29 πώς άραγε θα μπορέσει να υπομείνει χωρίς μνησικακία όλα αυτά; Με κανένα τρόπο!
Γι’ αυτό λοιπόν, πατέρες και αδελφοί μου, αν είναι δυνατό, ας μη σταματήσουμε ποτέ, κάθε μέρα και κάθε ώρα, να ανακρίνουμε και να ερευνούμε με κάθε προθυμία τους εαυτούς μας˙ αλλά φέροντας στο νου μας, όπως είπαμε, όλες τις εντολές, ας προσέχουμε, εξετάζοντας και παρατηρώντας τους εαυτούς μας σε κάθε μία απ’ αυτές. Και αν βρεθούμε ότι τις εκπληρώσαμε, ας ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη Θεό, και ας τις τηρήσουμε πιστά και στο εξής˙ αν όμως κάποια εντολή δεν την σκεφθήκαμε ακόμη και δεν την εκτελέσαμε, ας τρέξουμε, παρακαλώ, ώσπου να την πιάσουμε και να την κρατήσουμε δυνατά, για να μη συμβεί, καταφρονώντας την, να ονομασθούμε ελάχιστοι στη βασιλεία των ουρανών.30 Διότι, ανεβαίνοντας έτσι μία μία τις εντολές, σαν τα σκαλιά μιας σκάλας, θα φθάσουμε, γνωρίζω καλά, στην ίδια την πύλη31 του ουρανού, όπου, όπως είπαμε προηγουμένως, στέκεται ο Δεσπότης μας, σκύβοντας και λέγοντας σε όλους εμάς: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω»32˙ και όταν φθάσουμε εκεί και τον δούμε, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο να τον δει, και λάβουμε από εκείνον τη βασιλεία των ουρανών, που είναι το Άγιο Πνεύμα, θα έχουμε αυτή τη βασιλεία πάντοτε μέσα μας, όπως διακηρύττει απερίφραστα ο ίδιος ο Δεσπότης33˙ και έτσι θα ζήσουμε επάνω στη γη σαν άγγελοι, ή, μάλλον, σαν υιοί του Θεού άγιοι και μιμητές σε όλα του Πατέρα μας και Θεού34˙ που μακάρι όλοι εμείς να απολαύσουμε τη γλυκύτατη θέα του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Ιακ. 2, 10
2. Ματθ. 5, 18
3. Ματθ. 5, 19
4. Ματθ. 4, 17
5. Ματθ. 5, 3
6. Πρβ. Ματθ. 6, 6
7. Ματθ. 5, 4
8. Ματθ. 5, 5
9. Ακινησία˙ εδώ, η αοργησία.
10. Ματθ. 4, 2
11. Ματθ. 5, 7
12. Πρβ. Β’ Κορ. 8, 9
13. Ιώβ 30, 25
14. Σ’ Σολ. 7, 13
15. Ματθ. 5, 8
16. Ματθ. 5, 9
17. Πρβ. Εφ. 2, 17
18. Πρβ. Ρωμ. 5, 10
19. Πρβ. Εφ. 2, 14
20. Πρβ. Ρωμ. 8, 33
21. Πρβ. Α’ Ιω. 4, 20
22. Πρβ. Μάρκ. 12, 30
23. Ματθ. 5, 10
24. Β’ Τιμ. 3, 12
25. Ματθ. 5, 11-12
26. Ματθ. 5, 12
27. Μαλ. 4, 2
28. Ματθ. 5, 12
29. Ενυπόστατη χαρά˙ ο Χριστός.
30. Πρβ. Ματθ. 5, 19
31. Στο αρχαίο κείμενο: πόλιν (SC 113, σ’. 236). Διορθώσαμε: πύλην. Την έκφραση πύλη του ουρανού συναντήσαμε και στον εικοστό ένατο Λόγο, σ’. 293 (SC 113, σ’. 178).
32. Ματθ. 11, 28
33. Πρβ. Ματθ. 5, 48. Εφ. 5, 1. Α Πέτρ. 1, 15

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.