Η έξοδος της ψυχής ενός πρεσβυτέρου της Νουρσίας – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Αλλά να μην αποσιωπήσω και αυτό, που ανέφερε πως συνέβη στην επαρχία της Νουρσίας1 ο ευσεβής άνδρας αββάς Στέφανος,2 ο οποίος εκοιμήθη πριν από όχι πολύ καιρό εδώ στην πόλη μας και τον οποίο γνώρισες και ο ίδιος καλά.
Έλεγε πως εκεί κάποιος πρεσβύτερος διοικούσε την εμπιστευμένη σε αυτόν εκκλησία με μεγάλο φόβο Κυρίου. Αυτός από τον καιρό που δέχθηκε την Χειροτονία του, την πρεσβυτέρα του την αγαπούσε σαν αδελφή του, αλλά και σαν εχθρό του φυλαγόταν από αυτήν. Ποτέ δεν την άφηνε να έρχεται πολύ κοντά του και δεν της επέτρεπε να τον πλησιάσει για καμιά δικαιολογία. Είχε ξεκόψει μαζί της εκ θεμελίων κάθε κοινωνία οικειότητας. Γιατί είναι αλήθεια πως έχουν και αυτό το ιδίωμα οι άγιοι άνδρες: για να είναι πάντοτε μακριά από τα απαγορευμένα, πολλές φορές ξεκόβουν από τους εαυτούς τους και τα επιτρεπόμενα. Έτσι αυτός ο άνδρας, για να μη περιέλθει σε κανένα πταίσμα εξαιτίας της, αρνιόταν στον εαυτό του και την πιο αναγκαία εξυπηρέτηση διαμέσου αυτής.
Αυτός λοιπόν ο ευσεβής πρεσβύτερος, όταν συμπλήρωσε πολλά χρόνια ζωής, τον τεσσαρακοστό χρόνο από την χειροτονία του3 προσεβλήθη από βαριά καύση πυρετού και έφθασε στα τελευταία του. Όταν η πρεσβυτέρα του τον είδε να έχουν πια παραλύσει τα μέλη του και να είναι ξαπλωμένος σαν νεκρός, προσπάθησε να διαγνώσει αν υπήρχε μέσα του ακόμα ζωτική πνοή, βάζοντας το αυτί της στη μύτη του. Εκείνος διατηρούσε ακόμα λεπτότατη αναπνοή και, μόλις την αισθάνθηκε, με όσο λιγοστό κουράγιο διέθετε για να μπορέσει να μιλήσει, μέσα στο βρασμό της ψυχής του περισυνέλεξε λίγη φωνή και άρθρωσε: «Φύγε από μένα, γυναίκα. Ακόμα ζει η σπίθα. Πάρα μακριά το άχυρο».
Σαν απομακρύνθηκε λοιπόν εκείνη, ανέλαβε δυνάμεις το σώμα του και άρχισε με μεγάλη αγαλλίαση να φωνάζει: «Καλώς ήλθαν οι κύριοί μου, καλώς ήλθαν οι κύριοί μου. Πώς καταξιώσατε να έλθετε στον τόπο τιποτένιο δούλο σας; Έρχομαι, έρχομαι. Ευχαριστώ, ευχαριστώ». Και καθώς επανελάμβανε ξανά και ξανά αρκετές φορές αυτές τις κουβέντες, οι γνωστοί του που του παραστεκόντουσαν γύρω – γύρω ρωτούσαν να μάθουν σε ποιους τις έλεγε. Εκείνος με απορία τους απάντησε: «Καλά, δεν τους βλέπετε που ήρθαν εδώ οι άγιοι Απόστολοι; Τον μακάριο Πέτρο και τον Παύλο τους πρώτους των Αποστόλων δεν τους βλέπετε;». Και στραμμένος ξανά προς αυτούς, έλεγε: «Να, έρχομαι, να, έρχομαι». Και με αυτά τα λόγια παρέδωσε την ψυχή του και έδωσε βέβαιη μαρτυρία πως αληθινά είδε τους αγίους Αποστόλους, ακολουθώντας τους.
Πράγματι συμβαίνει πολλές φορές στους δικαίους, κατά τον θάνατό τους να δέχονται οπτασίες των προηγηθέντων αγίων για να μην φοβηθούν την καταδικαστική απόφαση του θανάτου τους, αλλά, καθώς δεικνύεται στον νου τους ο όμιλος των εντός της Βασιλείας πολιτών, να λυθούν από τον δεσμό της σάρκας τους χωρίς λύπη και φόβο.

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. Ι, 4, 8
2. Προφανώς ήταν κι αυτός πρόσφυγας στη Ρώμη μετά τη Λομβαρδική εισβολή.
3. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής η χειροτονία σε πρεσβύτερο γινόταν στις περιοχές εκεί μετά τα 35 χρόνια. Άρα ο γέροντας εδώ ήταν τουλάχιστον 75 χρονών.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.