Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στον Μακεδονικό αγώνα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Η έκρυθμη κατάσταση στη Μακεδονία είχε ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση των μεγάλων δυνάμεων. Αυστρία και Ρωσία ενεπλάκησαν πρώτες στο Μακεδονικό ζήτημα υπογράφοντας τον Οκτώβριο του 1902 το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της Βιέννης το οποίο υποβλήθηκε στην Υψηλή πύλη τον Φεβρουάριο του 19031. Το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων αυτών προέβλεπε τα εξής: α) ο Χιλμή πασάς διοριζόταν για τρία χρόνια γενικός επόπτης των τριών νομαρχιών της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσυφοπεδίου˙ β) ο στρατός της Μακεδονίας θα τελούσε στο εξής υπό τις διαταγές του γενικού επόπτη˙ γ) η Οθωμανική τράπεζα αναλάμβανε την είσπραξη των φόρων και την πληρωμή των μισθών και των δαπανών των πολιτικών και των στρατιωτικών υπαλλήλων˙ δ) η είσπραξη της δεκάτης ανατίθετο σε εργολάβους ή στις κατά τόπους κοινότητες˙ ε) η χωροφυλακή και η αστυνομία θα τελούσαν στο εξής υπό τη διοίκηση και εποπτεία ξένων αξιωματικών και θα καταρτίζονταν από Οθωμανούς και μη, κατ’ αναλογία του πληθυσμού και στ) παραχωρήθηκε γενική αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους, καταδίκους ή φυγάδες που είχαν κατηγορηθεί για τα πολιτικά τους φρονήματα.2
Ωστόσο, την περαιτέρω ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στα μακεδονικά πράγματα επέβαλε ένα ακόμα γεγονός. Στις 20 Ιουλίου 1903 ξέσπασε στη Δυτική Μακεδονία η εξέγερση του Ίλιντεν, η οποία προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα. Η εξέγερση εκδηλώθηκε στο βιλαέτι (διοικητική περιφέρεια) του Μοναστηρίου, το οποίο περιλάμβανε τις επαρχίες Μοναστηρίου, Αχρίδος, Πρεσπών, Κορυτσάς, Φλωρίνης, Καστοριάς, Γρεβενών και Ελασσώνος, και οργανώθηκε από την εσωτερική Μακεδονική επαναστατική οργάνωση (ΕΜΕΟ) κατά της οθωμανικής κυριαρχίας, στόχο όμως είχε να εκθέσει στις τουρκικές αρχές το ελληνικό στοιχείο των εξεγερμένων περιοχών.
Ειδικότερα, στις 20 Ιουλίου 1903, ημέρα που η ορθόδοξη εκκλησία τιμά τη μνήμη του προφήτη Ηλία, εξ ου και Ίλιντεν, δηλαδή Ηλιού ημέρα, ομάδες σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών της βορειοδυτικής Μακεδονίας, υπό την καθοδήγηση και τις υποσχέσεις του βουλγαρομακεδονικού κομιτάτου, κήρυξαν την ανεξαρτησία της περιοχής (Δημοκρατία του Κρουσόβου) από το Οθωμανικό κράτος. Στόχος ήταν να βγει ο πληθυσμός στα βουνά και να δώσει την εντύπωση στους ισχυρούς της Ευρώπης ότι επρόκειτο για μια γενικευμένη εξέγερση, αναμένοντας υλική και στρατιωτική βοήθεια. Αυτό ωστόσο δεν επετεύχθη. Οι τουρκικές δυνάμεις που έφτασαν στην περιοχή κατέστειλαν με αμείλικτο τρόπο την εξέγερση. Πυρπόλησαν ολόκληρα ελληνικά και βουλγαρικά χωριά και κατέστρεψαν τις περιουσίες τους, προκαλώντας με τη βίαιη καταστολή τη φρίκη και τον αποτροπιασμό στη διεθνή κοινότητα.
Με αφορμή την εξέγερση του Ίλεντεν και τα σκληρά αντίποινα των οθωμανικών αρχών, οι μεγάλες Δυνάμεις παρουσίασαν τον Οκτώβριο του 1903 νέο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το σχέδιο της Μυρστέγης.3 Το επικαιροποιημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων προέβλεπε μεταξύ άλλων ριζικές αλλαγές στη διοίκηση και τη δικαιοσύνη και νέα διοικητική διαίρεση στα βιλαέτια της Μακεδονίας με σκοπό την καλύτερη κατανομή των αντιμαχόμενων εθνοτήτων στην περιοχή.4 Με αφορμή δε την κλιμάκωση της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης και την αποτελεσματική προώθηση και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, το σχέδιο της Μυρστέγης επέβαλλε την αποστολή ξένων παρατηρητών στην περιοχή.
Η Μακεδονία χωρίστηκε τότε σε τέσσερις ζώνες επιρροής, τις οποίες ανέλαβαν να οργανώσουν διοικητικά οι μεγάλες δυνάμεις και να τις εποπτεύσουν. Στην Αγγλία ανατέθηκαν οι επαρχίες Δράμας και Καβάλας, στη Γαλλία οι Σέρρες, στη Ρωσία η Θεσσαλονίκη, στην Ιταλία το Μοναστήρι και η Καστοριά, ενώ στην Αυστρία η επαρχία των Σκοπίων.
Οι συμφωνίες αυτές, οι οποίες έλαβαν στη συνέχεια διεθνή χαρακτήρα, αποτέλεσαν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την ειρήνευση στη Μακεδονία. Όπως συνέβη και με τα διατάγματα του Τανζιμάτ τον 19ο αιώνα, οι μεγάλες δυνάμεις με τα προγράμματα της Βιέννης και της Μυρστέγης επέβαλαν στην υψηλή πύλη τις αναγκαίες εκείνες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με στόχο τον τερματισμό της βίας στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων. Παρ’ όλα αυτά, πολλά από τα σημεία των μεταρρυθμιστικών σχεδίων ερμηνεύτηκαν ως η μοναδική ευκαιρία που είχαν μέχρι τότε οι εμπλεκόμενες χώρες, Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, να αναλάβουν εδαφικές αξιώσεις έναντι της Μακεδονίας.
Ο μητροπολίτης Δράμας ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα τις αποφάσεις των ξένων δυνάμεων για τη Μακεδονία. Πίστευε ότι η αμνηστία που προέβλεπε το σχέδιο της Βιέννης για τους πολιτικούς κρατουμένους θα έδινε τη δυνατότητα να απελευθερωθούν από τις φυλακές οι εγκληματίες, γεγονός που θα οδηγούσε σε ένα νέο γύρο συγκρούσεων με τη βουλγαρική πλευρά. Επιπλέον, ο Χρυσόστομος δεν είχε εμπιστοσύνη ούτε στον θεσμό των ξένων παρατηρητών που όριζε το πρόγραμμα της Μυρστέγης, καθώς σύμφωνα με τον ιεράρχη οι μεγάλες δυνάμεις άλλοτε υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Τουρκίας και άλλοτε μεριμνούσαν για την προστασία των βουλγαρικών διεκδικήσεων εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας.
Κατά κακή συγκυρία, την επαρχία Δράμας ανέλαβαν Βρετανοί αξιωματικοί, οι οποίοι ήρθαν σε σύγκρουση με τον Χρυσόστομο, καθώς πίστευαν ότι ο Μητροπολίτης υποκινούσε τον τοπικό πληθυσμό σε πράξεις αντίστασης, καλλιεργώντας την ένταση και την αστάθεια στην περιοχή. Από την πλευρά του ο ιεράρχης κατηγορούσε τους Άγγλους παρατηρητές διότι μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων, γεγονός που το απέδιδε στον Άγγλο συνταγματάρχη Έλλιοτ5 και τον ανταποκριτή της εφημερίδας των Τimes στην περιοχή Τζ. Μπάουτσερ.6
Οι φόβοι του Χρυσοστόμου επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσει ότι τα μεταρρυθμιστικά σχέδια θα είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση της ειρήνης και της καταλλαγής στην ευρύτερη περιοχή, από τα μέσα του 1904 παρατηρήθηκε αναζωπύρωση των συγκρούσεων.
Στις 8 Απριλίου 1904 η υψηλή πύλη υπέγραψε με τη Βουλγαρία συμφωνία, που προέβλεπε τον τερματισμό της ένοπλης βουλγαρικής δράσης στη Χερσόνησο του Αίμου. Σε αντάλλαγμα τη Τουρκία χορήγησε γενική αμνηστία, με αποτέλεσμα να αποφυλακιστούν δύο χιλιάδες κρατούμενοι σε όλη τη Μακεδονία. Η γενική αμνηστία είχε πετύχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα στη μακροχρόνια ελληνοβουλγαρική διαμάχη. Οι Βουλγαρομακεδόνες αντάρτες που είχαν αφεθεί ελεύθεροι, έδειχναν τώρα μεγαλύτερη σκληρότητα, καταφεύγοντας σε συνεχείς δολοφονικές επιδρομές και λεηλασίες.
Ο Χρυσόστομος αντιδρά στην εγκληματική δράση των κομιτατζήδων και καυτηριάζει την ανοχή που επιδεικνύουν στις βουλγαρικές ωμότητες, τόσο οι τουρκικές αρχές όσο και οι ξένοι παρατηρητές. Συντάσσει επιστολές διαμαρτυρίας προς το πατριαρχείο, την οθωμανική διοίκηση και τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων και καταγγέλλει τις αυθαιρεσίες του Βουλγαρισμού.
Στο χωριό Κουμπάλιστα, εκεί που ο μητροπολίτης είχε επαναφέρει ένα χρόνο πριν στο πατριαρχείο όλες τις σχισματικές οικογένειες, είκοσι πέντε χρόνια μετά την ένταξή τους στην Εξαρχία, συνέβη το εξής. Όταν δόθηκε η αμνηστία, ελευθερώθηκαν από τις φυλακές δεκαπέντε περίπου Βούλγαροι κομιτατζήδες, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ισόβια δεσμά, κατηγορούμενοι για κατοχή όπλων στα κρησφύγετα που διατηρούσαν. Η πρώτη ενέργεια μετά την αποφυλάκισή τους ήταν να φτάσουν πάνοπλοι στο χωριό και ενώ τελείτο στην εκκλησία ακολουθία, εισέβαλαν σε αυτήν και έβγαλαν έξω τον λειτουργό ιερέα και τους πιστούς. Υπό το βάρος των απειλών και της τρομοκρατίας οι σχισματικές οικογένειες που είχαν επανέλθει στο πατριαρχείο πριν από μόλις ένα χρόνο, δήλωναν τώρα μέλη της Εξαρχίας. Ο Μουδίρης της Προσοτσάνης, όπου υπαγόταν η Κουμπάλιστα, παρέδωσε την εκκλησία στους Βουλγάρους ισχυριζόμενος ότι οι οικογένειες των εξαρχικών ήταν περισσότερες και ταυτόχρονα πίεζε τους υπόλοιπους κατοίκους να αποκηρύξουν το οικουμενικό πατριαρχείο, ώστε να επικρατήσει η ειρήνη και η ησυχία στο χωριό.
Όταν ο άγιος ενημερώθηκε για τα γεγονότα στην Κουμπάλιστα, κατήγγειλε τον Μουδίρη στον Μουτεσαρίφη της Δράμας, ο οποίος όμως υποστήριξε τις ενέργειες του πρώτου. Ο Χρυσόστομος απευθύνθηκε τότε στην γενικό επιθεωρητή της Μακεδονίας, στον οποίο εξέθεσε την αδικία που είχε συμβεί, λέγοντας πως η εκκλησία στην Κουμπάλιστα είχε κατοχυρωθεί στο πατριαρχείο με σουλτανικό φιρμάνι, γεγονός που δεν επέτρεπε την αλλαγή ιδιοκτήτη, ανεξάρτητα από το πλήθος των πατριαρχικών στο χωριό. Μη έχοντας λάβει κάποια απάντηση στις επιστολές του, ο μητροπολίτης μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου άκουσε από τον ίδιο τον Χιλμή πασά ότι η εκκλησία είχε αποδοθεί οριστικά στη βουλγαρική πλευρά, επειδή οι εξαρχικοί ήταν περισσότεροι και επιπλέον διότι οι κάτοικοι για δεκαετίες είχαν αποκηρύξει το πατριαρχείο. «Τότε δε ηνεώχθησαν και εμού οι οφθαλμοί και κατενόησα το μυστηριώδες και άγραφον περιεχόμενον των όρων της Τουρκοβουλγαρικής συνεννοήσεως περί εκκλησιών και σχολών τι σημαίνει»,7 έγραψε ο ιεράρχης.
Την ίδια τύχη είχε και η εκκλησία στο Σκρίτζοβο. Στο χωριό αυτό ο Χρυσόστομος είχε πετύχει τη μεγαλύτερη μεταστροφή σχισματικών στην επαρχία του. Η εκκλησία και το σχολείο της κοινότητας, υπό την απειλή και το φόβο εκτελέσεων, παραδόθηκαν στους Βουλγάρους, αφού θεωρήθηκε ότι το χωριό ήταν εξαρχικό για είκοσι πέντε χρόνια και ότι πριν από μόλις ένα χρόνο είχε επανέλθει στο Πατριαρχείο με ενέργειες του μητροπολίτη Δράμας. Γι’ αυτό και η εκκλησία θα έπρεπε να αποδοθεί στην Εξαρχία. Ομοίως, τα χωριά Εγρί Δερέ, Γκόρντιτσα και Καρλίκοβα της επαρχίας Ζιχνών, τα οποία ανέκαθεν ανήκαν στους κόλπους της μεγάλης εκκλησίας, δεχόμενα ληστρικές επιθέσεις από φυγάδες εγκληματίες, δήλωναν πίστη στη Βουλγαρική εξαρχία για να αποφύγουν τις επιθέσεις και διώξεις των κομιτατζήδων.
Σε εκκλησιαστικό επίπεδο το μεγαλύτερο χτύπημα του βουλγαρικού κομιτάτου έγινε στον Βώλακα, στο χωριό όπου ο Χρυσόστομος είχε ευλογήσει την πρώτη αθρόα προσέλευση εξαρχικών στο πατριαρχείο μετά την άφιξή του στη Δράμα. Και στην περίπτωση αυτή, οι αποφυλακισμένοι που εγκαταστάθηκαν εκεί χώρισαν τους κατοίκους σε δύο στρατόπεδα και επέβαλαν το καθεστώς του εκ περιτροπής εκκλησιάζεσθαι.
«Ό,τι ο λόγος του Θεού κατώρθωσεν, αυτοί δια μαχαίρας το εξερρίζωσαν»,8 έγραφε ο άγιος. Τα νέα ρήγματα που δημιουργούνταν στο σώμα της εκκλησίας προκαλούσαν πολλή θλίψη στον μητροπολίτη. «Δεν έμειναν πλέον λόγοι και παρηγορίαι εις το στόμα ημών, τας οποίας να μη εξηντλήσαμεν διδάσκοντες την υπομονήν, την εγκαρτέρησιν, την αυτοθυσίαν, το μαρτύριον, χάριν του τιμιωτάτου των αγαθών της πατρώα΄ς θρησκείας μας».9
Έκτοτε ο αγώνας του Χρυσοστόμου ήταν πολυμέτωπος. Είχε να αντιμετωπίσει τόσο τα εγκλήματα του βουλγαρικού κομιτάτου, όσο και την προκλητική ανοχή των τουρκικών αρχών και ξένων παρατηρητών.
Το καλοκαίρι του 1904 διαπράχθηκε ένα ακόμα στυγερό έγκλημα στο Τσερέσοβο. Στο χωριό αυτό, που βρίσκεται στα όρια της επαρχίας Δράμας, είχε μεταβεί την προηγούμενη χρονιά ο Χρυσόστομος ως αρχιερατικός επίτροπος της μητροπόλεως Νευροκοπίου, είχε ανοίξει την εκκλησία και είχε επαναφέρει τις σχισματικές οικογένειες στο πατριαρχείο. Στο στόχαστρο του κομιτάτου μπήκε ο προεστός Θεόδωρος Αθανασίου, ηλικίας τριάντα ετών, το στήριγμα των Ελληνορθοδόξων κατοίκων.10 Ο εν λόγω έπεσε θύμα δύο Βουλγάρων από το ίδιο χωριό, «οίτινες τη υποκινήσει των ληστανταρτών επιτιθέντες κατά του δυστυχούς και ταλαιπώρου τούτου Θεοδώρου εφόνευσαν αυτόν δια πυροβόλου και κατεκρεούργησαν θηριωδώς δια μαχαιρών, βυθίσαντες ούτω εις μέγα πένθος και άρρητον συμφοράν πάντας τους ορθοδόξους χριστιανούς του χωρίου Τσιρεσόβης, απολέσαντας τον μόνον ισχυρόν αυτών προστάτην και κηδεμόνα».11

Υποσημειώσεις
1. Dakin, ό. π., σ’, 255
2. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 23
3. Murzsteg: πόλη της Αυστρίας
4. Dakin, ό. π., σ’. 257
5. Το αρχείον, τ. Α’,σσ’. 165-167, 349-352, 355-356, 359-360, 362- 363, 424.
6. Πολίτη, ό. π., σσ’. 25-26
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 56
8. Ό. π., σ’. 16
9. Ό. π., σσ’ 55-56
10. ΕΑ ΚΔ (1904) 379- 380, 403-458
11. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 65

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.