Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στον Μακεδονικό αγώνα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Το 1904 αποτελεί έτος σταθμό για τη Μακεδονία και την ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, η οποία λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, λόγω της γενικής αμνηστίας που είχαν παραχωρήσει οι Μεγάλες Δυνάμεις προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση, όσο και λίγω της ανοχής που επεδείκνυαν οι οθωμανικές αρχές και οι ξένοι παρατηρητές στις βουλγαρικές θηριωδίες. Καθοριστική, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθεί και η άφιξη στη Μακεδονία των πρώτων ένοπλων σωμάτων από την ελεύθερη Ελλάδα.
Το ελληνικό κράτος, ύστερα από μια μακρά περίοδο αναμονής στο Μακεδονικό ζήτημα, αποφάσισε να εμπλακεί ενεργά με σκοπό την προστασία των ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή. Έτσι, από το καλοκαίρι του 1904 φτάνουν στη δυτική Μακεδονία οι πρώτες στρατιωτικές αποστολές από την ελεύθερη Ελλάδα και την Κρήτη, γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη του Μακεδονικού αγώνα που θα διαρκέσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια (1904- 1908).
Κορυφαία μορφή του Μακεδονικού αγώνα υπήρξε ο Παύλος Μελάς (1870 – 1904). Αξιωματικός του ελληνικού στρατού και γόνος επιφανούς οικογένειας των Αθηνών, ο Παύλος Μελάς ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες στρατιωτικούς που οραματίστηκαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τη βουλγαρική τυραννία. Ύστερα από δύο ανιχνευτές αποστολές στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, τον Αύγουστο του 1904 πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας,1 επικεφαλής ομάδας τριάντα πέντε ανδρών από τη Μακεδονία, την Κρήτη και τη Λακωνία. Η εμφάνιση του γενναίου αξιωματικού στα μακεδονικά εδάφη προκαλούσε χαρά και ανακούφιση στους ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και τρόμο στους κομιτατζήδες. Ωστόσο, στις 13 Οκτωβρίου 1904, ευρισκόμενος στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς, περικυκλώθηκε από τουρκικό απόσπασμα εκατόν πενήντα ανδρών. Στην προσπάθειά του να διασπάσει τον κλοιό και να διαφύγει, τραυματίσθηκε θανάσιμα.2
Ο πρόωρος θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινή γνώμη και το πανελλήνιο. Αν και πέθανε στην έναρξη του Μακεδονικού αγώνα, η προσφορά του υπήρξε σημαντική, αφού με τον ηρωισμό και τη θυσία του αποτέλεσε το σύμβολο των εθνικών αγώνων του ελληνισμού στη Μακεδονία.
Στη μνήμη του πρώτου και κορυφαίου αυτού Μακεδονομάχου, ο Έλληνας διπλωμάτης και γυναικαδελφός του Ίων Δραγούμης έγραψε: «Ο θάνατός του είνε ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τους μαργωμένους, δυναμώνει τους αδυνάτους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου ο θάνατος του Ωραίου, ο θάνατος του Αντρείου».3
Τη θυσία του Παύλου Μελά ύμνησε και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς: «Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ώ παλληκάρι!»4
Από το 1904 η Μακεδονία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Η Ελλάδα εμπλέκεται περαιτέρω στην ελληνοβουλγαρική σύγκρουση με την αποστολή μυστικών ένοπλων στρατιωτικών σωμάτων, καθώς καλείται να υπερασπιστεί τους ελληνικούς πληθυσμούς από τη βουλγαρική εγκληματική δράση. Από την άλλη, η Βουλγαρία ανασυντάσσεται και προσπαθεί να εδραιώσει την παρουσία της στις περιοχές όπου είχε τη γλωσσική υπεροχή. Αναμφισβήτητα, η είσοδος των στρατιωτικών αποστολών από την ελεύθερη Ελλάδα άλλαξε τη δυναμική των εξελίξεων στην ελληνοβουλγαρική διαμάχη υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Ωστόσο, το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχισε να καταφεύγει σε εκτελέσεις Ελλήνων προκρίτων της Μακεδονίας, με στόχο να καταβάλει το ηθικό και την αντίσταση των ελληνικών πληθυσμών.
Ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα του Βουλγαρισμού συνέβη τον Ιούλιο του 1905 στο Εγρί Δερέ (Καλλιθέας) της Δράμας. Το χωριό αριθμούσε διακόσιες οικογένειες και ήταν ανέκαθεν προσηλωμένο στο Οικουμενικό πατριαρχείο και τον Ελληνισμό. Από τη δημιουργία της Εξαρχίας (1870), το βουλγαρικό κομιτάτο είχε βάλει στο στόχαστρο την οικογένεια Κομβόκη, τα μέλη της οποίας ήταν πρόκριτοι και επιφανή στελέχη της ελληνικής κοινότητας. Είκοσι πέντε χρόνια πριν, Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν συλλάβει τον αρχηγό της οικογένειας και, αφού τον είχαν περιλούσει με πετρέλαιο, τον είχαν κάψει ζωντανό. Τώρα έπρεπε να πέσουν και οι δύο γιοί του, Βασίλειος και Προκόπιος, οι οποίοι είχαν φανεί άξιοι διάδοχοι του αείμνηστου πατέρα τους, καθώς αρνούνταν να δηλώσουν πίστη στην Εξαρχία, αποτελώντας με τη ζωή και το παράδειγμά τους το στήριγμα των πατριαρχικών κατοίκων της κοινότητας.
Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Ιουλίου 1905 πολυμελής βουλγαρική συμμορία πολιόρκησε την οικία του μεγαλύτερου αδελφού Βασίλειου Κομβόκη, ο οποίος βρισκόταν στο σπίτι με την γυναίκα του, τις τρεις νύφες των γιών του και τα εγγόνια του, το μεγαλύτερο των οποίων ήταν δέκα ετών. Μετά από ανταλλαγή πυρών, έπεσαν νεκροί ο Βασίλειος, η γυναίκα του Αναστασία και η πρώτη νύφη του, ηλικίας τριάντα ετών. Οι δολοφόνοι δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αφού στη συνέχεια με δυναμίτη πυρπόλησαν το σπίτι ώστε να μην διασωθεί κανείς. Σε λίγη ώρα το σπίτι του Βασιλείου Κομβόκη είχε παραδοθεί στις φλόγες, ενώ την τελευταία στιγμή σώθηκαν οι άλλες δύο νύφες με τα παιδιά τους. Την ίδια τύχη είχε και το σπίτι του αδελφού του, Προκοπίου, ο οποίος το βράδυ εκείνο διέμενε στους αγρούς λόγω αγροτικών εργασιών και γι’ αυτό διέφυγε τον κίνδυνο. Επιπλέον, ενώ κατέστρεφαν το σπίτι του έτερου αδελφού Κομβάκη, οι κομιτατζήδες δεν δίστασαν να εκτελέσουν εν ψυχρώ έναν δεκαεξάχρονο νέο, ονόματι Απόστολο, επειδή τόλμησε να φωνάξει ότι καίγεται το σπίτι του Προκοπίου Κομβόκη. Οι επικεφαλείς της συμμορίας που διέπραξαν τα εγκλήματα αυτά είχαν καταδικασθεί δύο χρόνια πριν σε ισόβια δεσμά, αλλά έπειτα αφέθηκαν ελεύθεροι με τη χορήγηση της γενικής αμνηστίας.
Ο Χρυσόστομος πληροφορήθηκε τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας το πρωί της Κυριακής, την ώρα της θείας Λειτουργίας. Μετά την απόλυση ξεκίνησε για τον τόπο της συμφοράς, για την οποία ενημέρωσε την επομένη το πατριαρχείο.
«Παναγιώτατε, φρικτόν και αποτρόπαιον θέαμα εξετυλίχθη έμπροσθεν των εκθάμβων και δακρυβρέκτων οφθαλμών μας˙ εδέησε να σκάψωμεν τα φλογίζοντα ερείπια οδηγούμενοι υπό της οσμής της οπτωμένης ανθρωπίνης σαρκός δια να εύρωμεν που έκειντο αι κατακαείσαι άμορφοι μάζαι των ανθρωπίνων πτωμάτων˙ και επί τέλους τας εύρομεν πυριφλέκτους και εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε μόνον τα έντερα και τα όργανα του στήθους διετήρουν σαρκώδη τινά κατάστασιν, εμφαίνουσαν ότι αυτά ήσαν σώματα ανθρώπινα! Συνελέξαμεν την τέφραν και τα τεμάχια των καέντων κοκκάλων εντός σάκκων και τελέσαντες την νενομισμένην νεκρώσιμον ακολουθίαν τεσσάρων εν ταυτώ νεκρών, νεομαρτύρων Ορθοδόξων, εν μέσω των σπαρακτικών λυγμών και ποταμών πικρών δακρύων και λαλήσαντες αυτοίς, εφόσον ενεχώρει, επ’ εκκλησίας τα της παραμυθίας και της Χριστιανικής ελπίδος και εγκαρτερήσεως ρήματα, επανήλθομεν ταύτη τη στιγμή, ώρα 3η της νυκτός εις Δράμαν, κλαίοντες ακόμη και οδυρόμενοι δια τα επισκήψαντα κατά του ευσεβούς ημών Γένους εις τα μέρη ταύτα δεινά ταύτα, τα οποία μέχρι τίνος θα προβώσι και τίνας συνεπείας θα έχωσιν ουδεμία ανθρωπίνη σύνεσις δύναται να προΐδη και ουδεμία κυβερνητική δύναμις ισχύει να εμποδίση».5
Είναι άξια θαυμασμού η ακάματη διακονία του Χρυσοστόμου. Την ημέρα εκείνη ο άγιος τέλεσε το πρωί τη θεία λειτουργία. Έπειτα, αναχώρησε για τον τόπο του εγκλήματος που απείχε από τη Δράμα πέντε ώρες οδοιπορία. Εκεί, μετά από συγκλονιστικές στιγμές για την ανακάλυψη των αποτεφρωμένων πτωμάτων, τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία και παρηγόρησε τις οικογένειες των θυμάτων. Στη συνέχεια επέστρεψε στην πόλη της Δράμας στις τρεις τα ξημερώματα, διανύοντας άλλες πέντε ώρες διαδρομή. Και αφού έφτασε στην έδρα της μητροπόλεως, ο ακατάβλητος ιεράρχης είχε τη δύναμη και το κουράγιο να συντάξει στη διάρκεια της νύχτας την έκθεση που απέστειλε την επομένη στο πατριαρχείο.
Η πορεία των πραγμάτων έδειξε πως το Εγρί Δερέ της επαρχίας Ζιχνών έμελλε να πληρώσει ακριβά την προσήλωσή του στους κόλπους του οικουμενικού πατριαρχείου και του Ελληνισμού. Λίγους μήνες μετά τα εγκλήματα στις οικίες των αδελφών Κομβόκη, βουλγαρική συμμορία από την Πλάβνα έστησε ενέδρα έξω από το Εγρί Δερέ σε πέντε προκρίτους της κοινότητας. Στη δολοφονική ενέδρα έπεσαν οι τρεις εξ αυτών, οι δύο γιοι του προεστού Μιχαήλ Κοτζάμπαση και ο καπνομεσίτης Νικόλαος Τσαρουχάς. «Οι άνδρες των αιμάτων, αφού εβασάνισαν σκληρώς και απανθρώπως τα ευγενή ταύτα τρία θύματα, ηλικίας 24-27 ετών, νέους πλήρεις χρηστών ελπίδων και δια την ατυχή πατρίδα των και δια την ορθόδοξον εκκλησίαν, κατέσφαξαν και κατεκρεούργησαν κυριολεκτικώς τα σώματά των».6
Ο Χρυσόστομος δοκιμάζει για άλλη μια φορά πολλή θλίψη. Οι συμμορίες των κομιτατζήδων, εξοντώνοντας τους προκρίτους των ελληνικών κοινοτήτων που αντιστέκονταν στις αξιώσεις του βουλγαρικού κομιτάτου, είχαν σπείρει την απόγνωση στους κατοίκους της περιοχής. Σε απάντηση ο ιεράρχης καταγγέλλει τα εγκλήματα του Βουλγαρισμού στις τουρκικές αρχές, καταδικάζει τη στάση των εκπροσώπων των Μεγάλων δυνάμεων οι οποίοι «θεώνται απαθώς τα γινόμενα αίσχη και τας μιαιφονίας» και ζητά από το πατριαρχείο την προστασία των ορθοδόξων από τη συνεχώς αυξανόμενη εγκληματική δράση των εξαρχικών.
Την ίδια περίοδο το βουλγαρικό κομιτάτο, εκτός από τα πλήγματα που είχε επιφέρει κατά των Ελλήνων προκρίτων, πέτυχε να προσεταιρισθεί και έναν κληρικό της ιεράς Μητροπόλεως Δράμας. Στην Καρλίκοβα (Μικρόπολη) ο εφημέριος του χωριού, οικονόμος πατήρ Ιωάννης, ο οποίος είχε λάβει το χάρισμα της ιερωσύνης από τον προκάτοχο του αγίου, Μητροπολίτη Δράμας Φιλόθεο, «τη βία υποκύψας», αρνήθηκε κατά την απογραφή του οθωμανικού πληθυσμού να εγγραφεί ως ορθόδοξος αυτός και η οικογένειά του, παροτρύνοντας και άλλους ομοεθνείς να πράξουν το ίδιο, ώστε να συγκροτηθεί στην περιοχή σχισματική βουλγαρική κοινότητα. Όταν ο Χρυσόστομος πληροφορήθηκε το γεγονός, μετέβη στην Καρλίκοβα και προσπάθησε να πείσει τον εν λόγω κληρικό να επανέλθει στην κανονικότητα της εκκλησίας. Εκείνος, ωστόσο, αρνήθηκε να συμμορφωθεί και ο ιεράρχης τον έθεσε σε αργία. Έπειτα, βλέποντας ο Χρυσόστομος την εμμονή στην πλάνη «του εγγηράσαντος εν τη ορθοδοξία παρά Ιωάννου» ζήτησε από την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου την καθαίρεση του αποστάτη ιερέα, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να πατάξει εν τη γενέσει κάθε παρέκκλιση από τον πολυμέτωπο αγώνα που διεξήγε τότε η εκκλησία και το γένος.7
Το περιστατικό αυτό αποδεικνύει πως ο Μητροπολίτης Δράμας έδειχνε ιδιαίτερη αυστηρότητα σε όσους κληρικούς περνούσαν είτε από επιλογή, είτε από φόβο στις τάξεις των εξαρχικών. Το ίδιο είχε πράξει τρία χρόνια νωρίτερα και στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια), όταν είχε απολύσει τον σχισματικό ιερέα του χωριού. Αντίθετα, ο Χρυσόστομος έδειχνε μεγάλη αγάπη και συγχωρητικότητα σε όσους κληρικούς επέστρεφαν στις τάξεις των πατριαρχικών. Την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1903, όταν ο ιεράρχης είχε μεταβεί στο χωριό Σκρίτζοβο (Σκοπιά), είχε δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία τους σχισματικούς ιερείς, οι οποίοι είχαν ζητήσει την επιστροφή τους στο πατριαρχείο. Ο άγιος είχε διαβάσει τις συγχωρητικές ευχές της εκκλησίας και τους είχε επιτρέψει την ίδια μέρα να συλλειτουργήσουν μαζί του.8
Σχετικά με τη στάση που έπρεπε να κρατούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί της επαρχίας του απέναντι στα εγκλήματα των εξαρχικών, ο άγιος έγραφε: «τους ημετέρους, καθ’ ο έχομεν ιερόν χρέος, κωλύομεν από αντεκδικήσεων, διδάσκοντες να επιρρίπτωσι την εαυτών μέριμναν επί τον ειπόντα «εμοί εκδίκησις εγώ ανταποδώσω» (Εβρ. ι’ 30».9 Ωστόσο, εμπνεόμενος από τη ζωή του προστάτη αγίου του, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στηλίτευε την αδικία και αγωνιζόταν για την προστασία του ορθόδοξου ποιμνίου του.
Την περίοδο αυτή αρχίζει να αναδεικνύεται η διάσταση ανάμεσα στον οικουμενικό πατριάρχη και τον μητροπολίτη Δράμας. Ο Χρυσόστομος πιέζει το Φανάρι για μια πιο δραστήρια εμπλοκή στο Μακεδονικό ζήτημα. Από την άλλη, ο Ιωακείμ Γ’ δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα. Είχε διατελέσει μητροπολίτης Βάρνης στη Βουλγαρία και μητροπολίτης Θεσσαλονίκης στη Μακεδονία την περίοδο που δημιουργήθηκε το βουλγαρικό σχίσμα και η εξαρχία. Ο πατριάρχης ήταν βαθύς γνώστης τόσο του Μακεδονικού ζητήματος όσο και της επαμφοτερίζουσας πολιτικής που εφάρμοζε η υψηλή πύλη στα Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό, ο Ιωακείμ Γ’ είχε υιοθετήσει μια εθναρχική αντίληψη για τον ρόλο του πατριαρχείου στην οθωμανική αυτοκρατορία, σύμφωνα με την οποία το Φανάρι ακολουθούσε την πολιτική των χαμηλών τόνων και των παρασκηνιακών ενεργειών, στοιχεία που θα εξασφάλιζαν και στο μέλλον την παρουσία του οικουμενικού πατριαρχείου στα εδάφη της Μακεδονίας. Αντίθετα, ο Χρυσόστομος θεωρούσε ότι στη δεδομένη χρονική συγκυρία με την έξαρση του εθνικισμού τα βαλκάνια, η εμμονή στις αρχές της εθναρχικής παράδοσης ήταν επιζήμια για τα συμφέροντα του Ελληνισμού στη Μακεδονία.10
Αναμφισβήτητα, οι σχέσεις του μητροπολίτη Δράμας με το οικουμενικό πατριαρχείο δοκιμάστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Έν πολλοίς, αυτό οφείλεται στην αγάπη και αφοσίωση του Χρυσοστόμου στον γέροντά του, πατριάρχη πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνο Ε’, και την άδικη απομάκρυνσή του από τον οικουμενικό θρόνο το 1901 με σκοπό την επανεκλογή του Ιωακείμ Γ’. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η διάσταση αυτή δεν αφορούσε τα δύο εν προκειμένω πρόσωπα. Η έντονη προσωπικότητα του Ιωακείμ Γ’ και ο τρόπος άσκησης της εκκλησιαστικής διοίκησης είχαν προκαλέσει ένα ρήγμα στους κόλπους της ιεραρχίας, δοκιμάζοντας για πολλές δεκαετίες τη συνοχή του οικουμενικού πατριαρχείου.
Στο ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να αγνοείται η πατριαρχική κρίση το φθινόπωρο του 1904, όταν οκτώ συνοδικοί αρχιερείς, με αφορμή τη συζήτηση στην ιερά σύνοδο για τον καταρτισμό των εκκλησιαστικών κανονισμών της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, κατηγόρησαν τον πατριάρχη για προσβλητική και ανοίκεια συμπεριφορά προς τα μέλη της ιεράς συνόδου, αξιώνοντας την παραίτησή του. Συνέταξαν δε και υπόμνημα προς την υψηλή πύλη, με το οποίο ζητούσαν την έκδοση του σχετικού αυτοκρατορικού διατάγματος για την απομάκρυνση του Ιωακείμ Γ’ από τον οικουμενικό θρόνο. Ο τελευταίος απέλυσε τότε πατριαρχικά πιττάκια11 με τα οποία απάλλασσε από τα συνοδικά καθήκοντα τέσσερις από τους οκτώ διαφωνούντες ιεράρχες, τους οποίους διέταξε έπειτα να αναχωρήσουν εντός πέντε ημερών για τις επαρχίες τους. Τους επόμενους δε μήνες ο Ιωακείμ Γ’ αντικατέστησε και τους άλλους τέσσερις συνοδικούς μητροπολίτες, οι οποίοι τον είχαν κατηγορήσει και είχαν ζητήσει την παραίτησή του.
Η δίκαιη, ωστόσο, αποτίμηση της προσωπικότητας και του έργου του Μεγαλοπρεπούς Οικουμενικού Πατριάρχη επιβάλει να σημειωθούν τα εξής. Ο Ιωακείμ Γ’ ήταν ο τελευταίος ίσως εκπρόσωπος της εθναρχικής παράδοσης και του οικουμενικού ρόλου της μεγάλης Εκκλησίας πριν την έξαρση του εθνικισμού στα Βαλκάνια και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Πατριάρχης ακολουθούσε σχεδόν δογματικά την πολιτική και διπλωματική των χαμηλών τόνων και της αποφυγής των συγκρούσεων με την υψηλή πύλη. Η στάση αυτή δεν ήταν μια προσωπική επιλογή ή ιδιορρυθμία. Αποτελούσε θεμελιώδη αρχή της φαναριώτικης πολιτικής, σύμφωνα με την οποία το γένος είχε πολύ περισσότερα να κερδίσει εάν διασφάλιζε την ειρηνική συνύπαρξή του με το οθωμανικό κράτος.
Οι ιδέες περί ελευθερίας και αυτοδιάθεσης των λαών δεν έδειχναν να πείθουν την παραδοσιακή ηγεσία του εξωελλαδικού Ελληνισμού, διότι υπήρχε πάντα ο φόβος ότι μια τοπική εξέγερση ή ένα επαναστατικό κίνημα, ακόμα και αν είχε επιτυχή έκβαση, θα εξέθετε το υπόλοιπο τμήμα του υπόδουλου Ελληνισμού στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Τα δραματικά γεγονότα που μεσολάβησαν, από την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, απέδειξαν ότι οι ανησυχίες αυτές δεν ήταν αβάσιμες.12
Υποσημειώσεις.
1. Το ψευδώνυμο του Παύλου Μελά ήταν τα υποκοριστικά των ονομάτων των δύο παιδιών του: Μίκης (Μιχάλης) και Ζέζας (Ζωή).
2.
3. Βλ. «Ο θάνατος του παλληκαριού», Μακεδονικόν Ημερολόγιον (1910) 207-220.
4. Δραγούμη, 1907, σ’. 136
5. Κωστή Παλαμά, Η Πολιτεία και η μοναξιά, εκδότης Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήναι 1912, σ’. 58
6. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 72-73. – πρβλ. ΕΑ ΚΕ (1905) 377- 378
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 81
8. Ό. π., σσ’. 80,83
9. Ό. π., σσ’. 32-33
10. Ό. π., σ’. 82
11. Ό. π., σ’. xli.
12. Πιττάκιον: πατριαρχική επιστολή η οποία κοινοποιεί σε έναν κληρικό την απόφαση του πατριάρχη για την αλλαγή της θέσεως ή της καταστάσεώς του στο διοικητικό σύστημα της εκκλησίας, όπως προαγωγή, διάκριση ή τιμωρία.
13. Χρήστος Πατρινέλης, «Οι σχέσεις της εκκλησίας με την κυρίαρχη οθωμανική πολιτεία» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1975, σσ’. 125 -126.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στον Μακεδονικό αγώνα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.