Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 34-ος: Δεν είναι ακίνδυνο να κρύβουμε το τάλαντο που μας δίνεται από τον Θεό.

Ότι δεν είναι ακίνδυνο να κρύβουμε το τάλαντο που μας δίνεται από τον Θεό˙ διότι πρέπει να το φανερώνουμε αυτό και να το δείχνουμε σε όλους και να διακηρύττουμε με ευγνωμοσύνη τις ευεργεσίες του Θεού για την ωφέλεια αυτών που τις ακούν, και αν ακόμη κάποιοι δυσαρεστούνται.

Αδελφοί και πατέρες και τέκνα στο όνομα το Χριστού του Θεού, τί υποθέσατε γι’ αυτά που διδαχθήκατε πολλές φορές από μένα με διάφορες ομιλίες; Τί σκεφθήκατε μέσα σας εναντίον εκείνου που με παρρησία είπε αυτά; Μήπως αντιληφθήκατε ότι μίλησα έξω από τις θείες Γραφές; Μήπως με κατηγορήσατε κρυφά, ότι έχω μιλήσει υπερβολικά; Μήπως με κατακρίνατε, ότι μίλησα με μεγαλοστομία; Αν λοιπόν αντιδράσατε έτσι σ’ αυτά που ειπώθηκαν, ας σας συγχωρέσει ο Χριστός, εγώ όμως παρακαλώ την αγάπη σας να μην επιμείνει κανείς σ’ αυτό το αμάρτημα. Διότι δεν τα έγραψα αυτά για επίδειξη, ας μην το επιτρέψει αυτό ο Θεός, που με ελέησε και με οδήγησε σ’ αυτά˙ αλλά, έχοντας στο νου μου τις δωρεές του Θεού, που αυτός χάρισε σ’ εμένα τον ανάξιο από την αρχή της ζωή μου ως αυτή τη στιγμή, τον ανυμνώ, ευχαριστώντας τον ως εύσπλαχνο Δεσπότη και ευεργέτη Κύριό μου, και προσφέρω σε όλους εσάς με ευγνωμοσύνη το τάλαντο, που μου δόθηκε απ’ αυτόν. Διότι, πώς μπορώ να αποσιωπήσω αυτές τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του, ή να κρύψω με αχαριστία το τάλαντο,1 που μου δόθηκε, κάνοντας όπως ένας αχάριστος και κακός δούλος;
Επειδή λοιπόν δεν μπορώ να το κάνω αυτό, διακηρύττω την ευσπλαχνία του, ομολογώ τη χάρη του, δείχνω σε όλους την καλοσύνη του προς εμένα και παρακαλώ και εσάς με τη διδασκαλία του λόγου μου να αγωνισθείτε νε μετάσχετε στις δωρεές του και να απολαύσετε αυτά που εγώ ο ανάξιος απόλαυσα με την ανείπωτη καλοσύνη του. Διότι δεν σας αδικώ ως προς αυτό, ούτε σας αδίκησα διόλου, αλλά ποθώ να μεταδώσω απ’ αυτά, που έχω λάβει, στους ομοδούλους μου, σ’ αυτούς δηλαδή που είστε εσείς, που αξιωθήκατε να λέγεσθε και να ονομάζεστε λαός του Χριστού και ιερό ποίμνιο και βασιλικό ιερατείο.2
Όπως λοιπόν ένας φιλάδελφος φτωχός, που ζήτησε και έλαβε χρυσάφι από κάποιον φιλόχριστο και ελεήμονα, επιστρέφει στους φτωχούς συντρόφους του, τρέχοντας με χαρά, και τους πληροφορεί, λέγοντάς τους μυστικά, «Τρέξτε γρήγορα και εσείς, για να λάβετε», δείχνοντας με το δάκτυλό του και φανερώνοντας σ’ αυτούς εκείνον που του έδωσε το χρυσάφι˙ αν όμως δυσπιστούν, ανοίγει την παλάμη του και δείχνει και το χρυσάφι, για να πιστέψουν και να τρέξουν γρήγορα και να προλάβουν χωρίς καθυστέρηση εκείνον τον ελεήμονα άνθρωπο. Έτσι λοιπόν και εγώ ο τιποτένιος, που είμαι φτωχός και γυμνός από κάθε καλό και δούλος στην αγιότητα όλων σας, αφού έλαβα πείρα από τη φιλανθρωπία και τη συμπόνια του Θεού, επειδή προσήλθα σ’ αυτόν με μετάνοια και απόλαυσα με τη μεσιτεία του αγίου Συμεών, του πατέρα μου και πατέρα σας, τη χάρη, εγώ, δηλαδή, που είμαι ανάξιος για κάθε χάρη, δεν αντέχω να κρύβω τη χάρη μόνος μέσα στην ψυχή μου, αλλά διακηρύττω τις δωρεές του Θεού σε όλους εσάς, τους αδελφούς και πατέρες μου, και φανερώνω, όσο μπορώ, ποιο είναι το δώρο, που δόθηκε σ’ εμένα, και διακηρύττω με το λόγο μου, σαν να δείχνω επάνω στην παλάμη μου, όχι απόμερα και κρυφά, αλλά φωνάζοντας δυνατά: «Τρέξτε, αδελφοί, τρέξτε». Και δεν φωνάζω μόνο, αλλά και δείχνω τον Δεσπότη, που μου έδωσε το δώρο, προβάλλοντας πάλι σ’ εσάς το λόγο αντί το δάχτυλο.
Ένας άνθρωπος βέβαια, αν θα δώσει σε κάποιον φτωχό έναν οβολό, και έπειτα ο φτωχός εκείνος θα το διέδιδε, για να δώσει αυτός ο άνθρωπος βοήθεια και σε άλλους φτωχούς, οργίζεται και γίνεται σκληρότερος στο να δίνει βοήθεια, ο Θεός όμως δεν κάνει έτσι, αλλά εντελώς αντίθετα. Διότι, αν ο Θεός δώσει σε κάποιον ένα πνευματικό χάρισμα, δηλαδή ένα δώρο, και αυτός δεν το διακηρύξει σε όλους και δεν το κάνει γνωστό, λέγοντας: «Ελάτε στον Δεσπότη, που δίνει με απλοχεριά σε όλους και δεν αφήνει κανέναν να φύγει άδειος», αλλά, αφού λάβει το δώρο, το κρύψει, χώνοντάς το στη γη,3 ο Θεός οργίζεται τότε περισσότερο μ’ αυτόν, που έλαβε το δώρο, επειδή είναι φθονερός και δεν θέλει να το λάβουν οι αδελφοί του, όπως ο ίδιος.
Γι’ αυτό λοιπόν δεν αντέχω να μην πω τα θαυμαστά του Θεού, που είδα και γνώρισα στην πράξη και στην πείρα, αλλά και διακηρύττω σε όλους τους άλλους, σαν να βρίσκομαι μπροστά στον Θεό, λέγοντας με δυνατή φωνή: «Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί για σας με το θάνατο η θύρα της μετάνοιας˙ τρέξτε ώστε να προλάβετε, πριν από την αναχώρησή σας από τη ζωή˙ βιασθείτε για να λάβετε˙ χτυπάτε για να ανοίξει4 σ’ εσάς ο Δεσπότης τις πύλες του Παραδείσου, πριν από το τέλος σας, και να φανερώσει σ’ εσάς τον εαυτό του5˙ φροντίστε να αποκτήσετε τη βασιλεία των ουρανών μέσα σας6 και συνειδητά, και να μην αναχωρήσετε απ’ αυτή τη ζωή χωρίς τη βασιλεία των ουρανών, και κυρίως όσοι υπερηφανεύεσθε ότι την έχετε μέσα σας, χωρίς να το αισθάνεστε, ενώ δεν την έχετε διόλου εξαιτίας της υπερηφάνειας».
Πώς λοιπόν, πες μου, θα δει τον Πατέρα του Χριστού εκείνος που δεν απέκτησε νουν Χριστού;7 Αυτός μάλιστα που δεν βλέπει τον Χριστό να μιλά μέσα του, με τί ή πώς θα πει «Αββά», δηλαδή, Πατέρα;8 Αυτός που δεν απέκτησε συνειδητά μέσα του τη βασιλεία των ουρανών, πώς θα μπει σ’ αυτή μετά το θάνατο; Αυτός που δεν είδε να μένει μέσα του, δια μέσου του Πνεύματος, ο Υιός μαζί με τον Πατέρα,9 πώς θα είναι μαζί τους στη μέλλουσα ζωή, όπως ο Κύριος είπε: «Πατέρα, αυτούς, που μου έδωσες, θέλω, όπου είμαι εγώ, να είναι και εκείνοι μαζί μου, για να βλέπουν τη δόξα τη δική μου, που μου έδωσες, διότι με αγάπησες πριν δημιουργηθεί ο κόσμος;»10 Και ακόμη ο Κύριος είπε: «Δεν παρακαλώ μόνο γι’ αυτούς, αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν με το λόγο τους σ’ εμένα, για να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ εσένα, και αυτοί να είναι μ’ εμάς ένα. Και εγώ, τη δόξα, που μου έδωσες, την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα, εγώ δηλαδή ενωμένος μ’ αυτούς και εσύ ενωμένος μ’ εμένα, ώστε να αποτελούν μία τέλεια ενότητα, και να γνωρίζει ο κόσμος ότι εσύ με έστειλες και ότι τους αγάπησες αυτούς, όπως αγάπησες εμένα».11
Αυτός λοιπόν, αδελφοί, είναι ο τρόπος της μεγαλοστομίας μου, όπως νομίζουν κάποιοι. Έτσι με κινεί η αγάπη του Θεού να φανερώσω σ’ εσάς, τους δικούς μου πατέρες και αδελφούς, την ανείπωτη προς εσάς αγαθότητα και αγάπη του Θεού μας, ο οποίος χάρη σ’ αυτή την αγάπη δοξάζει πλουσιοπάροχα με τέτοιο τρόπο και με τόσες δωρεές εκείνους που ελπίζουν σ’ αυτόν.
Αλλά απαντήστε, παρακαλώ, σ’ εμένα που ρωτώ: «Τί λοιπόν; Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό,12 χωρίς να γνωρίζει, και ο Υιός είναι με τον Πατέρα χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να βλέπει;» Οπωσδήποτε θα λέγατε «Όχι». Αν δεχθούμε δηλαδή αυτό, και δογματίσουμε, ότι ο Πατέρας και ο Υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τότε η πίστη μας χάθηκε και εξαφανίσθηκε˙ διότι, αν ο Πατέρας και ο Υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, είναι απόλυτη ανάγκη και εμείς να μη γνωρίζουμε εντελώς τον Πατέρα και τον Υιό˙ αν όμως συμβαίνει αυτό, είναι επόμενο να είμαστε χωρίς Θεό, εφόσον δεν γνωρίζουμε τον Θεό. Αν όμως λέει: «Όπως ακριβώς εκείνος, ο Πατέρας δηλαδή γνωρίζει τον Υιό, και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα»,13 τότε και ο Υιός ως Θεός είναι μαζί με τον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας είναι το ίδιο μαζί με τον Υιό˙ επειδή, όταν ο Χριστός λέει: «Όπως ακριβώς εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ εσένα, έτσι και αυτοί είναι ενωμένοι μ’ εμένα και εγώ είμαι ενωμένος μ’ αυτούς»,14 φανερώνει οπωσδήποτε την ισότητα της ένωσης μεταξύ τους. Με τη διαφορά, ότι η ένωση του Υιού με τον Πατέρα είναι φυσική και συνάναρχη, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό είναι από υιοθεσία και από χάρη, άλλωστε είμαστε όλοι ενωμένοι και αχώριστοι με τον Θεό σε ένα, όπως πάλι ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Εγώ είμαι ενωμένος μ’ αυτούς και εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα, ώστε να αποτελούν μία τέλεια ενότητα», – για ποιό λόγο; – «για να γνωρίζει ο κόσμος ότι εσύ με έστειλες, και ότι τους αγάπησες, όπως αγάπησες εμένα».15 Και ο Παύλος λέει: «Όπου δεν υπάρχει Έλληνας και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι όλα και μέσα σε όλους».16
Αυτά λοιπόν ακούστε τα, όσοι νομίζετε ότι είστε πνευματικοί άνθρωποι, και πιστέψτε σ’ αυτόν17 που μιλά, και εμένα, που μιλώ σ’ εσάς με το λόγο της χάρης για τις δωρεές, που λαμβάνουν από τον Θεό εκείνοι που προστρέχουν σ’ αυτόν με θερμή πίστη και κάνουν τις εντολές του, εμένα, που υπηρετώ το Πνεύμα, που μιλά σ’ εμένα από τον ουρανό, απαλλάξτε με από κάθε κατηγορία. Αλλά, ποιός είναι αυτός που μιλά, ακούστε τον ίδιο τον Κύριο που λέει: «Διότι δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά είναι το Πνεύμα του Θεού που μιλά μέσα σας».18
Βλέπετε ότι δεν λέω εγώ στην αγάπη σας τα υπερφυσικά και μεγάλα, αλλά τα λέει το Πνεύμα του Θεού που μιλά μέσα μου. Αυτό μάλιστα βεβαιώνει και ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους αποστόλους, λέγοντας: «Καμία προφητεία δεν προήλθε ποτέ από θέλημα ανθρώπου, αλλά, κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, μίλησαν άγιοι άνθρωποι του Θεού».19 Αν και εγώ, επειδή είμαι τιποτένιος και ανάξιος, είμαι μακριά από κάθε αγιοσύνη και μακριά από τους αγίους ανθρώπους, ωστόσο δεν μπορώ να αρνηθώ τη δωρεά, που μου δόθηκε από τον Θεό˙ επειδή όμως είμαι χρεώστης στην χάρη του, σας υπηρετώ με τα λόγια του Θεού και φανερώνω με τη διδασκαλία το δώρο και το χάρισμα που δόθηκε σ’ εμένα με την επίθεση των χεριών του αρχιερέα, που με οδήγησε στην ιεροσύνη, όπως αυτός ο ίδιος ο πρωτοκορυφαίος από τους αποστόλους παραγγέλλει σ’ εμάς, διότι λέει: «Ο καθένας από σας, ανάλογα με το χάρισμα που λάβατε, να το χρησιμοποιείτε, για να υπηρετείτε τους άλλους ως καλοί διαχειριστές της ποικίλης χάρης του Θεού. Όποιος δηλαδή μιλά, ας μιλά με τη συναίσθηση ότι λέει λόγια Θεού, όποιος υπηρετεί τους άλλους, ας τους υπηρετεί με τη συναίσθηση ότι το κάνει με τη δύναμη, που έλαβε, όπως χορηγεί ο Θεός».20
Λοιπόν το Πνεύμα είναι που μιλά, αδελφοί, όχι εγώ, όπως με βεβαίωσε ο Κύριος και ο πιστός μαθητής του. Αν όμως λέω ψέματα, τότε, πού θα αποφύγω την αναπόφευκτη δίκη, η οποία καταδικάζει στην απώλεια εκείνους που λένε ψέματα; Διότι η Γραφή λέει: «Θα εξολοθρεύσεις όλους όσου λένε το ψέμα».21 Όπως δηλαδή εκείνος, που δεν πιστεύει σ’ αυτόν που μιλά με το Πνεύμα, αμαρτάνει και βλασφημεί το Πνεύμα, που μιλά, έτσι επίσης και αυτός που δεν έχει την ουράνια χάρη του Πνεύματος, αν τολμήσει να πει ότι «μιλώ με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος», θα είναι όπως ο Σίμων ο Μάγος22 και οι ομόφρονές του, αποξενωμένος από τον Θεό και ενάντιος στον Θεό. Διότι εκείνος που αντιστέκεται στα λόγια του Πνεύματος είναι οπωσδήποτε ενάντιος στον Θεό. Ο Θεός δηλαδή είναι αχώριστος και αδιαίρετος˙ το Άγιο Πνεύμα μάλιστα είναι αχώριστο από την αιωνιότητα και τη βασιλεία του Πατέρα και του Υιού.
Μη λοιπόν, θελήσετε, αδελφοί, να γίνεται θεομάχοι και αντίθεοι, αλλά ελάτε, προσκυνήστε και προσπέστε23 μαζί μ’ εμένα, και μη σηκωθείτε, ωσότου να λάβετε τη δωρεά του Θεού, όπως έλαβα με τη χάρη του και εγώ ο ανάξιος. Δεν λέω σ’ εσάς, αδελφοί, τίποτε το αντίθετο, αλλά δείχνω τε όλους εσάς πλούσια την αγάπη μου. Αν λοιπόν έλεγα ότι εγώ έλαβα δωρεάν τη χάρη από τον Πατέρα των φώτων, από τον οποίο προέρχεται κάθε τέλειο δώρο,24 αλλά ότι δεν θέλω να τη λάβετε εσείς, θα ήμουν δίκαια μισητός και από τον Θεό και από σας τους ίδιους˙ τώρα όμως που παρουσιάζω την αλήθεια από τη θεία Γραφή και από την ίδια την εμπειρία μου, και σας δείχνω τη βασιλική οδό,25 σε τί σας βλάπτω; Αν όμως δεν καταδέχεστε να διδάσκεσθε από μένα, επειδή με θεωρείτε ασήμαντο και αφανή και ελάχιστο, τότε γνωρίστε και μάθετε ότι ο Θεός διάλεξε όσους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, για να ντροπιάσει τους σοφούς, και τους ανίσχυρους και τους περιφρονημένους, για να ντροπιάσει τους ένδοξους και τους δυνατούς.26
Αλλά ίσως θα παρουσιασθεί κάποιος μπροστά μας και θα πει: «Είναι μεγάλα και υπερβολικά και επάνω από την ανθρώπινη δυνατότητα αυτά που λέγονται». Και εγώ σου λέω, ότι πραγματικά είναι μεγάλα και επάνω από τη φύση μας, διότι, όπως ειπώθηκε, είναι λόγια του Θεού. «Και πώς», λέει, «κανείς από τους μεγάλους πατέρες δεν μίλησε για τον εαυτό του τόσο απροκάλυπτα και δεν είπε τέτοια λόγια, που εσύ λες για τον εαυτό σου;» Διέφυγε την προσοχή σου, άνθρωπέ μου! οπωσδήποτε λοιπόν οι απόστολοι και οι πατέρες έχουν πει περισσότερο λόγια, που συμφωνούν και ξεπερνούν τα λόγια μου, αλλά το κύρος αυτών που τα είπαν κάνει αποδεκτά και πιστευτά τα λεγόμενά τους, ενώ η δική μου ασημότητα κάνει να φαίνονται σ’ εσάς σαν ψεύτικα και αποκρουστικά ακόμη και αυτά που είναι ομολογημένα από όλους.
Μπορώ ωστόσο να αναφέρω και άλλη αιτία, για την οποία, και χωρίς να το θέλω, αποκάλυψα αυτά. Ποιά είναι αυτή; Η ψεύτικη και αλόγιστη ανοησία και γνώμη εκείνων που λένε ότι δεν υπάρχει πια στις μέρες μας επάνω στη γη και ανάμεσά μας τέτοιος άνθρωπος. Και πρόσεξε πόσο πανούργα είναι η κακία! Διότι, αν εγώ δεν μιλήσω φανερά, αλλά φροντίσω να κρύψω το χάρισμα, εκείνοι νομίζουν ότι λένε την αλήθεια˙ αν όμως εγώ μιλήσω, αποκαλύπτοντας την αλήθεια, με κατηγορούν αμέσως σαν υπερήφανο, αδιαφορώντας για τα λόγια των αγίων αποστόλων. Ποιά είναι αυτά; Είναι το: «Εμείς έχουμε νουν Χριστού».27 Άραγε αυτό το θεωρείτε, θα έλεγα σ’ αυτούς, έκφραση υπερβολικής υπερηφάνειας; Επίσης το: «Απ’ αυτό γνωρίζουμε ότι ο Χριστός είναι μέσα μας, δηλαδή από το Πνεύμα που μας έδωσε».28 Αυτό πώς θα το στρέψετε εναντίον αυτού που το λέει; Αλλά και το: «Ή μήπως ζητάτε απόδειξη ότι ο Χριστός μιλά με το στόμα μου;»29˙ και το: «Νομίζω ότι έχω Πνεύμα Θεού»30˙ και το: «Εμείς όμως δεν λάβαμε πνεύμα δουλείας, για να έχουμε και το αίσθημα του φόβου, αλλά λάβαμε πνεύμα υιοθεσίας, με το οποίο φωνάζουμε˙ ¨Αββά Πατέρᨻ31˙ και το: «Ο Θεός, που είπε να λάμψει από το σκότος φως, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας»;32 Λοιπόν όλα αυτά θα θεωρηθούν από σας ότι είναι λόγια υπερηφάνειας; Τί ανοησία!
Αν όμως θέλεις να μάθεις και τον τρόπο της έλλαμψης, ο οποίος συντελείται μέσα σ’ αυτούς που αγαπούν τον Κύριο, άκου τον ίδιο τον Παύλο, που λέει: «Έχουμε αυτό το θησαυρό μέσα σε πήλινα δοχεία»,33 δηλαδή στα σώματά μας. «Αν όμως», κάποιος λέει, «δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στις μέρες μας, τί γίνεται;» Σε ρωτώ, πες μου, γιατί δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος; «Διότι», λέει, «και αν ακόμα θέλει να γίνει κάποιος, δεν μπορεί να γίνει, νομίζω, τέτοιος στις μέρες μας, όπως και αν δεν θέλει, δεν γίνεται». Αν λοιπόν λες ότι, και αν ακόμη θέλει κάποιος να γίνει, δεν μπορεί, που θα εφαρμόσουμε το: «Σε όσους όμως τον δέχθηκαν, σ’ αυτούς έδωσε την εξουσία να γίνουν τέκνα του Θεού»34˙ και το: «Αν θέλετε, θα είστε όλοι θεοί και υιοί του Υψίστου»35˙ και το: «Να γίνετε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος»;36 Αν πάλι λες ότι, αν δεν θέλεις κάποιος, δεν γίνεται, δες ότι εσύ καταδίκασες τον εαυτό σου, επειδή δεν θέλεις και δεν προτιμάς να γίνεις˙ διότι, αν θέλεις να γίνεις, μπορείς.
Αν όμως εσύ δεν έγινες τέτοιος, υπάρχουν ωστόσο με τη θέληση του Θεού άλλοι πάρα πολλοί, που έγιναν τέτοιοι, που ο ίδιος δεν τους γνωρίσεις. Διότι, αν στα χρόνια του Ηλία ο Θεός είχε επτά χιλιάδες άνδρες, που δεν γονάτισαν στο είδωλο του Βάαλ,37 έχει πολύ περισσότερους τώρα, όταν σκόρπισε πλούσια επάνω μας το Άγιο Πνεύμα του.38 Αν όμως κάποιος δεν πετά από τον εαυτό του όλα και δεν έρχεται γυμνός και δεν ζητά να το λάβει, η αιτία βαρύνει αυτόν που δεν θέλει, όχι τον Θεό. Διότι, όπως ακριβώς η φωτιά, για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα, δέχεται με προθυμία και με φυσικό τρόπο τα ξύλα, έτσι και η χάρη του παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος ζητά να ανάψει τις ψυχές μας, ώστε να φωτίσει και εκείνους, που είναι στον κόσμο, και να κατευθύνει μ’ αυτούς, με τους οποίους φωτίζει τον κόσμο, την πορεία των πολλών, ώστε, βαδίζοντας και αυτοί με σωστό τρόπο, να πλησιάσουν τη φωτιά, και ένας ένας, ή και όλοι μαζί, αν είναι δυνατό, να ανάψουν και να λάμψουν ανάμεσά μας σαν θεοί, για να ευλογείται και να πληθύνεται το σπέρμα του Θεού του Ιακώβ39 και να μην πάψει να υπάρχει θεόμορφος άνθρωπος που να λάμπει σαν φως επάνω στη γη.
Εγώ βέβαια έτσι νομίζω ότι έχει η αλήθεια και είναι το θέλημα το Θεού για μας, που μας έπλασε ο ίδιος και μας τίμησε και μας δόξασε τον παλαιό καιρό με τη δόξα της εικόνας του40˙ εσείς όμως δείτε και εξετάστε αυτά που λέγονται από μένα. Και αν δεν φρονώ και δεν λέω, ως προς αυτά που ειπώθηκαν, τα ίδια με τους αποστόλους και τους αγίους και θεοφόρους πατέρες, και δεν επαναλαμβάνω και εγώ τα λόγια των αγίων Ευαγγελίων, που ειπώθηκαν από τον Θεό, αν δεν ανάβω φανερά σε όλους με αποδείξεις τη ζωοποιό ενέργεια και δωρεά, που υπάρχει σ’ αυτά τα λόγια, που όμως σβήσθηκε αστόχαστα από ανόητους συλλογισμούς, όσο εξαρτάται απ’ αυτούς, και δεν δείχνω το φως, ότι λάμπει πια, υποστηρίζοντας και λέγοντας όλα από τις ίδιες τις άγιες Γραφές, εγώ, από τη μία, ας είμαι αποχωρισμένος από τον Κύριο τον Θεό και τον Ιησού Χριστό με την παραχώρηση του Αγίου Πνεύματος, επειδή διδάσκω αντίθετα από ό,τι δίδαξαν και ευαγγελίσθηκαν οι θείοι απόστολοι, εσείς, από την άλλη, όχι μόνο να φράξετε τα αυτιά σας στο άκουσμα των λόγων μου, αλλά και να με φονεύσετε, λιθοβολώντας ως ασεβή και άθεο. Αν όμως αποκαθιστώ τα δεσποτικά και αποστολικά διδάγματα, που διαστρέφονται από κάποιους, συλλέγοντας πάλι από τις ίδιες τις θείες Γραφές αυτά που στηρίζουν και διορθώνουν τη σκέψη εκείνων που τα διαστρέφουν και εκείνων που πείθονται σ’ αυτούς, και συμβουλεύω σ’ αυτούς, την ανάσταση και την αφθαρσία και τη ζωή και τη βασιλεία των ουρανών και τα ίδια τα αιώνια αγαθά, να μην τα προσδοκούν όλα ως μελλοντικές ελπίδες, αλλά διδάσκω ότι άλλα απ’ αυτά είναι μπροστά μας και αποκαλύπτονται και φαίνονται και βλέπονται και δίδονται ως αρραβώνες41 στους εκλεκτούς και σ’ αυτούς που πρόκειται να σωθούν ακόμη απ’ αυτή τη ζωή, ενώ άλλα προθυμοποιήθηκα να αποδείξω και να βεβαιώσω ότι τοποθετήθηκαν γι’ αυτούς ως αμοιβές μετά το θάνατο και την ανάσταση, ρωτώ, δεν πρέπει μάλλον να είμαι δεκτός απ’ αυτούς και από όλους και πολύ αγαπητός, επειδή παρουσιάζω έργο της τέλειας αγάπης;
Διότι, όπως ακριβώς εκείνος, που βρήκε κρυμμένο θησαυρό και τον φύλαξε μόνο για τον εαυτό του, είναι αξιοκατάκριτος από όλους και καταδικάζεται ως φιλάργυρος, εκείνος όμως που δεν τον κρύβει για τον εαυτό του, αλλά τον δείχνει και τον φανερώνει σε όλους, και αφήνει τον καθένα να πάρει όσο θέλει, είναι οπωσδήποτε και από τον Θεό αξιέπαινος και από τους ανθρώπους αποδεκτός, έτσι και εγώ θα μιλώ με τη χάρη του Θεού για τα πνευματικά, σαν να είμαι παράφρων.42 Διότι πραγματικά το θησαυρό, που είναι κρυμμένος από τις θείες Γραφές, που μου καταδείχθηκε από άγιο άνδρα σε κάποιο μέρος, δεν αμέλησα διόλου να σηκωθώ και να αναζητήσω και να δω, αλλά, αφού παρακάλεσα να μου γίνει εκείνος βοηθός και συνεργός, και τον έκανα εκείνον βοηθό και συνεργό, άφησα κάθε άλλη εργασία και ασχολία της ζωής και πήγα στον τόπο, όπου εκείνος ο αγαθός άνδρας μου φανέρωσε με τα γραφόμενά του ότι βρίσκεται ο θησαυρός, και δεν σταμάτησα νύχτα και μέρα, με πολύ κόπο και μόχθο, να ανοίγω λάκκο, να σκάβω, να πετώ έξω το χώμα και να προχωρώ το σκάψιμο σε βάθος, ωσότου άρχισε ο θησαυρός να αστράφτει από επάνω μαζί με το χώμα. Αφού λοιπόν κοπίασα πολύ καιρό να σκάβω και να πετώ το χώμα, είδα με θαυμασμό ολόκληρο το θησαυρό, που βρισκόταν κάπου κάτω, να είναι απλωμένος, όπως νομίζω, επάνω από όλη τη γη, ανόθευτος και καθαρός από κάθε ρύπο, και βλέποντάς τον, κραυγάζω διαρκώς και φωνάζω έτσι σ’ εκείνους, που απιστούν και δεν θέλουν να κοπιάζουν και να σκάβουν: «Ελάτε να δείτε όλοι όσοι απιστείτε τις θείες Γραφές». Αυτό μάλιστα το κάνω, υπακούοντας ασφαλώς στον Σολομώντα που λέει: «Χωρίς δόλο έμαθα, χωρίς φθόνο μεταδίδω αυτά που έμαθα».43 Γι’ αυτό λοιπόν το φωνάζω αυτό σε όλους, έτσι όπως ειπώθηκε: «Ελάτε να μάθετε ότι ο απερίγραπτος θησαυρός, που ξεπερνά κάθε αρχή και εξουσία,44 δεν υπάρχει μόνο στη μέλλουσα ζωή, αλλά είναι πια μπροστά στα μάτια σας και στα χέρια σας και στα πόδια σας. Ελάτε να βεβαιωθείτε ότι ο θησαυρός αυτός, για τον οποίο σας μιλώ, είναι το φως του κόσμου».45
Και δεν το λέω αυτό εγώ από μόνος μου, αλλά το είπε και το πληροφορεί ο ίδιος ο θησαυρός,46 λέγοντας: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή,47 εγώ είμαι ο σπόρος του σιναπιού,48 που κρύβεται βαθιά μέσα στη γη, εγώ είμαι το μαργαριτάρι, που αγοράζεται49 από τους πιστούς, εγώ είμαι η βασιλεία των ουρανών, που κρύβεται μέσα σας.50 Και όπως είμαι ορατός από εκείνους, που με ζήτησαν και με βρήκαν σ’ αυτή τη ζωή, έτσι θα λάμψω και μέσα τους και επάνω σε όλους αυτούς, όπως δηλαδή λάμπω τώρα, αν και είμαι κρυμμένος, με το να είμαι υπεράνω από όλους τους ουρανούς.51 Εγώ, ο αχώρητος ως προς τη φύση, γίνομαι και στην παρούσα ζωή χωρητός μέσα τους κατά χάρη, και εγώ, ο αόρατος, χωρίς να παρουσιάζομαι όσος είμαι, αν και μένω ολόκληρος ορατός, γίνομαι ορατός, αλλά όσο δέχεται η φύση και η δυνατότητα εκείνων που με βλέπουν. Εγώ είμαι η ζύμη, που η ψυχή πήρε και έβαλε στα τρία μέρη της,52 και αναζυμώθηκε και έγινε ολόκληρη όμοια μ’ εμένα˙ διότι, όποια είναι η ζύμη, τέτοιο γίνεται και το αλεύρι, που με το νερό και το αλάτι ανακατώνεται με τη ζύμη˙ διότι μαζί μ’ εμένα, τον Υιό, λέει, υπάρχει ο ομοφυής53 Πατέρας μου και ο Παράκλητός του, και αυτοί αντιστοιχούν από τη φύση τους με το νερό και το αλάτι. Εγώ είμαι που για τους δούλους μου έγινα αντί για τον ορατό παράδεισο νοητός παράδεισος, μέσα στον οποίο θα βάλω όλους εκείνους, που πιστεύουν σ’ εμένα και αναγεννώνται με τη συνέργεια του Πνεύματος, εκείνους δηλαδή που δεν μπορούν πια να αμαρτάνουν,54 και που ο άρχοντας του κόσμου δεν μπορεί να κάνει κάτι εναντίον τους,55 διότι εγώ είμαι ενωμένος μ’ αυτούς, και αυτοί είναι ενωμένοι μ’ εμένα,56 και νικούν τον κόσμο,57 επειδή βρίσκονται έξω από τον κόσμο,58 και έχουν μαζί τους εμένα τον ισχυρότερο από όλους. Εγώ είμαι η φωτόμορφη πηγή του αθάνατου ρείθρου και ποταμού, που μέσα της λούζονται, όχι μετά το θάνατο, αλλά όλη την ώρα, αυτοί που με αγαπούν από την ψυχή τους, με το νερό που αναβλύζει από μένα, και καθαρίζονται στο σώμα και στην ψυχή από κάθε ρύπο, και αστράφτουν ολόκληροι σαν λαμπάδα και σαν τις ακτίνες του ήλιου. Εγώ είμαι ο ήλιος, που ανατέλλω σ’ αυτούς κάθε ώρα όπως το πρωί, και γίνομαι ορατός νοερά, όπως εμφανιζόμουν και προηγουμένως στους προφήτες, που με έβλεπαν και με ανυμνούσαν, με το να επικαλούνται διαρκώς εμένα˙ διότι ο Δαβίδ λέει: ¨Το πρωί άκουσέ με, το πρωί θα παρουσιαστώ μπροστά σου και θα με δεις¨.59 Και άλλος προφήτης λέει: ¨Τότε θα αστράψει το πρωί το φως σου και θα ανατείλει στη στιγμή η θεραπεία των πληγών σου¨,60 όταν δηλαδή και εσύ θα τηρήσεις τις εντολές μου».
Αλλά και για ποιο άλλο λόγο αναγκάζομαι έτσι, να λέω στην αγάπη σας όλα όσα ο Θεός λέει, σ’ εμένα, διψώντας τη σωτηρία μας, παρά για να μάθετε οπωσδήποτε και να πεισθείτε με όλα, ότι εκείνοι που είναι καθηλωμένοι στο σκότος πρέπει να δουν το μεγάλο φως να λάμπει,61 αν πραγματικά έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σ’ αυτό, αλλά και για να μη νομίζουν κάποιοι από σας ότι έλαμψε βέβαια το μεγάλο φως, αλλά ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι, που είναι ακόμη στο σώμα, να δουν αυτό το φως. Διότι, αν δεν ήταν δυνατό να το δουν, τότε γιατί έλαμψε και γιατί λάμπει, χωρίς να γίνεται ορατό απ’ αυτούς; Αλλά, ας πω καλύτερα ότι το φως υπήρχε βέβαια πάντοτε, και ότι πάντοτε έλαμπε και λάμπει μέσα σ’ αυτούς που έχουν καθαρισθεί, και ότι έφεγγε στο σκότος και το σκότος δεν το εξουδετέρωσε,62 και τώρα λάμπει και το σκότος δεν το εξουδετερώνει, ούτε δηλαδή το αγγίζει. Το να πει όμως «τώρα», ότι ανέτειλε στο λαό που είναι καθηλωμένος στο σκότος,63 σημαίνει ότι τώρα ευδόκησε να αποκαλυφθεί σ’ αυτούς στους οποίους και εμφανίζεται˙ διότι οι άλλοι, με το να βρίσκονται στο σκότος, δεν το αντιλαμβάνονται. Διότι ο αόρατος Θεός εμφανίσθηκε βέβαια με σώμα στα αισθητά μάτια, σε όλους εκείνους που τον είδαν, και στους άπιστους και στους πιστούς, έγινε όμως γνωστός κα αποκαλύφθηκε το φως της θεότητας του μόνο σ’ εκείνους που ήταν πιστοί με τα έργα, οι οποίοι και έλεγαν σ’ αυτόν: «Να, Κύριε, εμείς εγκαταλείψαμε όλα και σε ακολουθήσαμε»64˙ και με το να πουν «όλα», περιέλαβαν και τα κτήματα και τα χρήματα και τα θελήματα, και το να καταφρονήσουν την ίδια την πρόσκαιρη ζωή και να τη σιχαθούν, επειδή γεύθηκαν εκείνη την ίδια την αληθινή και αιώνια ζωή, διότι το γλυκύτερο είναι ασφαλώς και το προτιμότερο˙ αυτό ακριβώς που είναι ο ίδιος ο Θεός.
Αλλά σας παρακαλώ όλους εσάς, πατέρες και αδελφοί, να φροντίσετε να γίνετε μέτοχοι σ’ αυτή τη ζωή που είναι το φως του Θεού, το ίδιο δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, που αγιάζει αυτούς, που μετέχουν σ’ αυτό, και τους κάνει θεούς με την υιοθεσία. Και να μη λησμονήσετε τα τόσα λόγια που είπα σ’ εσάς, αλλά πρώτα βέβαια να μάθετε οι ίδιοι να κάνετε πάντοτε το καλό, και έπειτα να διδάξετε και τους άλλους να το κάνουν,63 για να είναι ο λόγος της διδασκαλίας σας έμπρακτος και αποδεκτός από εκείνους, που τον ακούν. Αλλιώς, εγώ θα είμαι αθώος για όλους εσάς, διότι δεν παρέλειψα να σας αναγγείλω αυτά, που ειπώθηκαν και φανερώθηκαν και προστάχθηκαν σ’ εμένα από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, δια μέσου του προσκυνητού και αγίου Πνεύματός του, να αναγγείλω δηλαδή τις υψηλές δωρεές και τα χαρίσματα του συνάναρχου Θεού και Πατέρα του, που τη μετοχή τους δίνει πάντοτε και ως τώρα με την πίστη σ’ αυτούς, που τη ζητούν με κόπο, ο ίδιος ο αγαθός και ευεργέτης Θεός μας, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ματθ. 25, 18
2. Πρβ. Α’ Πέτρ. 2, 9
3. Πρβ. Ματθ. 25, 18
4. Πρβ. Ματθ. 7, 7. Λουκ. 11, 9
5. Πρβ. Ιω. 14, 21
6. Πρβ. Λουκ. 17, 21
7. Α’ Κορ. 2, 16
8. Ρωμ. 8, 15. Γαλ. 4, 6
9. Πρβ. Ιω. 14, 23. 15, 4-7
10. Ιω. 17, 24
11. Ιω. 17, 20-23
12. Πρβ. Ιω. 3, 35
13. Ματθ. 11, 27. Λουκ. 10, 22. Ιω. 10, 15
14. Ιω. 17, 21-23
15. Ιω. 17, 23
16. Κολ. 3, 11
17. Εννοεί το Άγιο Πνεύμα, όπως φαίνεται και στη συνέχεια.
18. Ματθ. 10, 20
19. Β. Πέτρ. 1, 21
20. Α’ Πέτρ. 4, 10-11
21. Ψαλμ. 5, 7
22. Πρβ. Πράξ. 8, 18-23
23. Πρβ. Ψαλμ. 94, 6
24. Πρβ. Ιακ. 1, 17
25. Πρβ. Αριθ. 20, 17
26. Πρβ. Α’ Κορ. 1, 27-28
27. Α’ Κορ. 2, 16
28. Α’ Ιω. 3, 24. 4, 13
29. Β’ Κορ. 13, 3
30. Α’ Κορ. 7, 40
31. Ρωμ. 8, 15. Γαλ. 4, 6
32. Β’ Κορ. 4, 6
33. Β’ Κορ. 4, 7
34. Ιω. 1. 12
35. Ψαλ. 81, 6
36. Α’ Πέτρ. 1, 16
37. Πρβ. Ρωμ. 11, 4
38. Πρβ. Τίτ. 3, 5-6
39. Πρβ. Ψαλ. 21, 24 (σπέρμα του Θεού Ιακώβ˙ οι πιστοί).
40. Γέν. 1, 27
41. Αρραβώνες˙ η πρόγευση των αιωνίων αγαθών.
42. Πρβ. Β’ Κορ. 11, 17 και 23
43. Σ’ Σολ. 7, 13
44. Πρβ. Εφ. 1, 21
45. Πρβ. Ιω. 8, 12. 9, 5
46. Πρβ. Ματθ. 13, 44 (θησαυρός, ο Χριστός).
47. Ιω. 11, 25
48. Ματθ. 13, 31. Μάρκ. 4, 31. Λουκ. 13, 19
49. Ματθ. 13, 46
50. Λουκ. 17, 21
51. Πρβ. Εφ. 4, 10
52. Κατά τον άγιο Συμεών η ψυχή του ανθρώπου είναι τριμερής (ψυχή +νους +λόγος), εικονίζοντας την Αγία Τριάδα (Θεολογικός δεύτερος, σ’. 368, σημ. 16).
53. Ομοφυής˙ αυτός που έχει την ίδια φύση.
54. Πρβ. Α’ Ιω. 3, 9
55. Πρβ. Ιω. 14, 30 (άρχοντας του κόσμου˙ ο διάβολος)
56. Ιω. 6, 56. 15, 4-5
57. Πρβ. Α’ Ιω. 5, 4-5
58. Πρβ. Ιω. 17, 14 και 16
59. Ψαλ. 5, 4
60. Ησ’. 58, 8
61. Πρβ. Ησ’. 9, 2
62. Πρβ. Ιω. 1, 1-5
63. Πρβ. Ησ’. 9, 2
64. Ματθ. 19, 27
65. Πρβ. Ματθ. 5, 19

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.