Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 35-ος: Ευχαριστία στον Θεό για τις δωρεές που αξιώθηκε να λάβει.

Ευχαριστία στον Θεό για τις δωρεές, που αξιώθηκε να λάβει. Και διδασκαλία πως ο Θεός φανερώνεται πάντοτε σ’ αυτούς, που είναι καθαροί στην καρδιά,1 και με ποια γεγονότα και με ποια γνωρίσματα.

Σε ευχαριστώ και σε προσκυνώ και γονατίζω μπροστά σου, Κύριε του παντός και πανάγιε Βασιλιά, διότι με ελέησες, ενώ ήμουν ανάξιος, και με τίμησες και με δόξασες, όπως ο ίδιος θέλησες, από την αρχή, διότι και πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος από σένα, καθώς με είχες ολόκληρο μέσα σου,2 με τίμησες δοξάζοντας με το λόγο3 και με την εικόνα σου. Διότι για τίποτε άλλο δεν δημιούργησες από το μηδέν τα πάντα, παρά για μένα, που δημιουργήθηκα σύμφωνα με τη δική σου εικόνα και ομοίωση,4 με το να με κάνεις βασιλιά όλων των επιγείων δημιουργημάτων για τη δόξα της δικής σου μεγαλουργίας και αγαθότητας. Σε ευχαριστώ, διότι κάθε αίτημά μου και κάθε επιθυμία μου την εκπλήρωσες για το καλό μου, σύμφωνα με τις υποσχέσεις, που έδωσες σ’ εμάς τους δούλους σου, και που χάρισες σ’ εμένα, τον ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, περισσότερα από όσα έλπιζα και επιθυμούσα. Διότι είπες: «Ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου με πίστη, θα το λάβετε».5 Σε ευχαριστώ, διότι, όταν πόθησα να δω έναν από τους αγίους σου και πίστεψα να βρω μ’ αυτόν έλεος από σένα, εσύ όχι μόνο το έκανες αυτό, αγαθέ, και μου έδειξες γνήσιο δούλο σου, εννοώ τον μακάριο και άγιο Συμεών, και ευδόκησες να αγαπηθώ από εκείνον, αλλά και μου δώρισες μύρια άλλα αγαθά, που δεν έλπιζα.
Διότι από πού τάχα θα γνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος, ότι εσύ ο καλός μας Δεσπότης είσαι τόσο καλός, ώστε να κυριευθώ από την επιθυμία για σένα; Από πού τάχα θα γνώριζα ότι φανερώνεις τον εαυτό σου σε όσους έρχονται σ’ εσένα, ενώ ακόμη αυτοί ζουν στον κόσμο, ώστε να ζητήσω να σε δω; Από πού τάχα θα γνώριζα ότι αξιώνονται για τέτοια χαρά και ανάπαυση εκείνοι που δέχονται μέσα τους το φως της χάρης σου; Από πού μάλιστα και πώς θα γνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος ότι λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα σου εκείνοι που έχουν πιστέψει σ’ εσένα; Διότι νόμιζα ότι πίστευα σ’ εσένα τέλεια και φανταζόμουν ότι έχω όλα όσα χαρίζεις σ’ εκείνους, που σε φοβούνται, αν και δεν είχα διόλου τίποτε, όπως το έμαθα αυτό ύστερα στην πράξη. Από πού τάχα θα γνώριζα, Δέσποτα, ότι εσύ, αν και είσαι αόρατος και αχώρητος, βλέπεσαι και χωράς μέσα μας; Από πού τάχα θα μπορούσα ποτέ να σκεφθώ ότι εσύ ο Δεσπότης, που δημιούργησες τα σύμπαντα, ενώνεσαι με τους ανθρώπους, που ο ίδιος έπλασες, και τους καθιστάς θεοφόρους και τους κάνεις υιούς σου, ώστε και να τα ποθήσω αυτά και να ζητήσω να τα λάβω από σένα; Από πού μάλιστα θα γνώριζα, Κύριε, ότι έχω τέτοιον Θεό, τέτοιον Δεσπότη, τέτοιον προστάτη, πατέρα και αδελφό και βασιλιά, εσένα, που έγινες φτωχός για χάρη μου6 και έλαβες μορφή δούλου;7
Πραγματικά, φιλάνθρωπε Δέσποτά μου, δεν γνώριζα διόλου κανένα από όλα αυτά. Διότι, αν και έσκυψα και ανέγνωσα κάποτε γι’ αυτά μέσα στις θείες Γραφές, που οι άγιοί σου συνέταξαν, άκουγα ωστόσο σαν να λέγονταν αυτά για κάποια άλλα ή σε κάποιους άλλους, και ήμουν αναίσθητος σε όλα αυτά, που ήταν γραμμένα, χωρίς να μπορέσω διόλου ποτέ να τα εννοήσω. Αν και άκουγα δηλαδή τον κήρυκά σου Παύλο να φωνάζει και να λέει: «Αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε, αυτά ο Θεός ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπουν»,8 πίστευα ότι είναι αδύνατο κάποιος, που είναι με σώμα, να φθάσει σε θέαση εκείνων των αγαθών. Νόμιζα μάλιστα ότι έδειξες αυτά μόνο σ’ εκείνον από γενναιοδωρία, και δεν γνώριζα ο άθλιος ότι αυτό γίνεται από σένα και σε όλους αυτούς, που σε αγαπούν. Από πού μάλιστα ή πώς θα μπορούσα να γνωρίσω ότι καθένας που πιστεύει σ’ εσένα γίνεται δικό σου μέλος,9 απαστράπτοντας με τη χάρη σου τη θεότητά σου – ποιός θα το πιστέψει αυτό; -, και ότι θα γίνει μακάριος, με το να γίνει μακάριο μέλος του μακαρίου Θεού; Από πού τάχα θα γνώριζα ότι εσύ γίνεσαι γι’ αυτούς που πεινούν για σένα, αντί για ορατή τροφή, αθάνατος και άφθαρτος άρτος10 που δεν τον χορταίνει κανείς, και αθάνατη πηγή,11 γι’ αυτούς που διψούν, και αστραφτερός χιτώνας,12 γι’ αυτούς που φορούν για χάρη σου φτωχικά ενδύματα; Αν και άκουγα δηλαδή να λέγονται αυτά από τους κήρυκές σου, υπέθετα ότι γίνονται μόνο στη μέλλουσα ζωή και μετά την ανάσταση, και δεν γνώριζα ότι πραγματοποιούνται οπωσδήποτε και τώρα, που έχουμε και περισσότερη ανάγκη απ’ αυτά.
Αυτά, ούτε τα γνώριζα, πανάγιε Βασιλιά, ούτε τα επιθύμησα ποτέ, ούτε ζήτησα να λάβω κάποιο απ’ αυτά, αλλά, φέρνοντας στη μνήμη τις αμαρτίες μου, ζητούσα γι’ αυτές μόνο τη συγχώρηση και επιθυμούσα να βρω μεσίτη και πρεσβευτή, όπως προηγουμένως είπα, Κύριε, ώστε με την προσευχή εκείνου και την υποταγή μου σ’ εκείνον να λάβω, έστω και στο μέλλον, την άφεση των πολλών αμαρτημάτων μου. Επειδή όμως άκουγα να λένε όλοι ομόφωνα ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή επάνω στη γη τέτοιος άγιος, έπεφτα σε περισσότερη λύπη. Ωστόσο όμως ποτέ δεν πίστεψα αυτό, αλλά, Δέσποτα Χριστέ, όπως γνωρίζεις, απαντούσα σ’ αυτούς και έλεγα: «Κύριέ μου, ελέησον! Αλλά, απορώ, τόσο δυνατότερος από τον Δεσπότη Θεό έγινε ο διάβολος, ώστε να τους τραβήξει όλους προς τον εαυτό του και να τους περιλάβει στη μερίδα του, για να μη μείνει κανείς στο μέρος του Θεού;»
Γι’ αυτό, όπως νομίζω, φιλάνθρωπε Βασιλιά, ενώ εγώ καθόμουν στο σκότος της ζωής και μέσα στις συμφορές, έλαμψες το άγιο φως σου και μου έδειξες μέσα σ’ αυτό τον άγιό σου. Και όπως έκανες με τον δούλο σου Παύλο, που, ενώ σε καταδίωκε, τον κάλεσες με τη θεία εμφάνισή σου, και, μάλιστα, όταν εκείνος σε είδε και σε ρώτησε, «Ποιός είσαι;», εσύ δεν απάντησες, «Εγώ είμαι ο δημιουργός του ουρανού και της γης˙ εγώ είμαι που έφερα τα πάντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη»˙ ούτε είπες, «Εγώ είμαι ο Θεός που υπάρχει»,13 ή «ο Θεός Σαβαώθ»,14 ή «ο Θεός των πατέρων σου»15˙ ούτε είπες κάποια άλλη από τις ονομασίες της δόξας σου. Αλλά είπες σ’ αυτόν μόνο αυτό: «Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ καταδιώκεις»16˙ για να γνωρίσει καλά ότι εσύ είσαι ο Θεός, που για μας τους ανθρώπους έγινες άνθρωπος, που εκείνος καταδίωκε. Έτσι έκανες και μ’ εμένα, Δέσποτα, όταν ευδόκησες να μου δείξεις τον άγιό σου Συμεών.
Όταν δηλαδή το θείο σου φως καταφώτισε τα πάντα, αλλά και εμένα τον ταλαίπωρο, και έκανε τη νύχτα σαν φωτεινότατη μέρα, με αξίωσες να δω αυτόν με τρόπο φοβερό στο ίδιο το ύψος της θεότητάς σου, σαν σε ουρανό, να στέκεσαι κοντά στη θεία σου δόξα, χωρίς να τον στολίσεις με κάποιο στεφάνι, ούτε με φωτεινό ένδυμα, ούτε με αλλαγμένη όψη, αλλά τον έδειξες σ’ εμένα τέτοιον, στον ουρανό, όπως ήταν, όταν ζούσε μαζί μας και τον βλέπαμε καθημερινά επάνω στη γη. Για ποιό λόγο; Για να μη νομίσω ότι άλλος είναι αυτός που ήταν μαζί μας και άλλος αυτός που φανερώθηκε σ’ εμένα εκεί στον ουρανό, και έτσι, με το να παραπλανηθώ, εγώ το χαμένο πρόβατο,17 να απομακρυνθώ από τον καλό ποιμένα.18
Αλλά όμως ούτε μ’ αυτό το θαύμα, που έγινε, ήρθα εγώ ο άθλιος σε συναίσθηση˙ και επειδή από ραθυμία και αμέλεια παρασύρθηκα λίγο λίγο, έπεσα στα προηγούμενα κακά, ή και σε χειρότερα. Εσύ όμως, εύσπλαχνε και μακρόθυμε Βασιλιά, ούτε τότε με περιφρόνησες, αλλά με επανέφερες μ’ αυτόν τον άγιό σου και με αξίωσες να πέσω στα άγια πόδια του, αφού με το δυνατό χέρι σου και τη μεγαλόπρεπη δύναμή σου με έβγαλες από τον πλάνο κόσμο και από τα πράγματα και τις απολαύσεις του˙ και αφού και σωματικά και ψυχικά με απομάκρυνες από όλα – ώ για το θαύμα, ώ για την αγάπη και τη συμπάθειά σου για μας, εσένα του φιλάνθρωπου Θεού! -, με έβαλες στην παράταξη αυτών που σε υπηρετούν. Μετά απ’ αυτά λοιπόν, Δέσποτα, όχι μόνο τη συγχώρηση των αμέτρητων αμαρτιών μου, αλλά και όλα τα αγαθά, που προανέφερα, έδωσες σ’ εμένα με τις πρεσβείες του αγίου σου, ή, καλύτερα, ο ίδιος έγινες για μένα τα πάντα.
Αφού λοιπόν κατοίκησες προηγουμένως μέσα σ’ εκείνον19 και τον φώτιζες με το φως της θείας δόξης, όταν εγώ τον πλησίασα και κράτησα με μετάνοια και πίστη τα πόδια του, αμέσως αισθάνθηκα θεία θερμότητα, έπειτα να αναδύεται μικρή λάμψη, έπειτα να πνέει θεία πνοή από τα λόγια εκείνου, έπειτα να βγαίνει απ’ αυτή την πνοή φωτιά μέσα από την καρδιά, που ανέβλυζε αδιάκοπους ποταμούς από δάκρυα, έπειτα να περνά μέσα από το νου μου λεπτή ακτίνα γρηγορότερη από την αστραπή, έπειτα εμφανίσθηκε σ’ εμένα, μέσα στη νύχτα, κάτι σαν φως και σαν μικρή και φλογοειδής νεφέλη, που κάθισε επάνω στο κεφάλι μου, καθώς ήμουν πεσμένος με το πρόσωπο στη γη και έκανα δέηση, έπειτα απομακρύνθηκε, και ύστερα από λίγο εμφανίσθηκε σ’ εμένα στον ουρανό.
Στη συνέχεια, ενώ σκεφτόμουν τι είναι αυτό που βλέπω, συνέβη κάποιο άλλο παραδοξότερο από όλα αυτά. Ενώ δηλαδή πειραζόμουν στον ύπνο από τους πονηρούς δαίμονες και παρασυρόμουν με πανουργία στο πάθος της ρεύσης και αντιστεκόμουν έντονα και ζητούσα εσένα τον Κύριο του φωτός για βοήθεια, ξύπνησα, φεύγοντας άβλαβος από τα χέρια των δαιμόνων. Καθώς μάλιστα θαύμαζα μέσα μου την αντίσταση και την ανδρεία μου, ή καλύτερα την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεφτόμουν από πού πραγματοποιήθηκε ασυνήθιστα αυτή η νίκη, ώστε, ενώ κοιμόμουν, να πολεμώ και να γίνομαι δυνατότερος από τους αντιπάλους και εχθρούς μου, και να τους νικώ τελειωτικά με παράδοξο τρόπο με τη βοήθεια του Χριστού – τί θαύμα! -, είδα αμέσως αυτόν, που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό, να είναι μέσα μου, εσένα εννοώ τον Δημιουργό μου και Βασιλιά Χριστό, και τότε γνώρισα ότι δική σου είναι η νίκη˙ αυτή δηλαδή που έκανες να επιτύχω εναντίον του διαβόλου.
Αλλά όμως δεν γνώριζα ακόμη, Δέσποτα, ότι εσύ, που με έπλασες από λάσπη,20 ήσουν αυτός που μου χάρισες όλα αυτά τα καλά˙ δεν γνώριζα ακόμη ότι εσύ ήσουν ο ανυπερήφανος Θεός μου και Κύριος. Διότι δεν είχα αξιωθεί ακόμη να ακούσω τη φωνή σου, για να σε γνωρίσω˙ δεν μου είχες πει ακόμη μυστικά ότι «Εγώ είμαι». Ήμουν δηλαδή ανάξιος και ακάθαρτος, επειδή ακόμη είχα φραγμένα τα αυτιά της ψυχής με τη λάσπη της αμαρτίας, και κλεισμένα τα μάτια μου από απιστία και άγνοια και από την αίσθηση και τη σκοτεινιά των παθών. Και έβλεπα βέβαια έτσι εσένα τον Θεό μου, επειδή όμως δεν γνώριζα, ούτε πίστευα ότι ο Θεός βλέπεται από κάποιον, όσο δηλαδή μπορεί να ιδωθεί από τους ανθρώπους, γι’ αυτό δεν αντιλαμβανόμουν ότι αυτό, που εμφανιζόταν σ’ εμένα, άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς, είναι Θεός ή δόξα του Θεού, αλλά το ασυνήθιστο αυτό θαύμα μου προξενούσε κατάπληξη και γέμιζε από χαρά όλη την ψυχή μου και όλη την καρδιά μου, ώστε να νομίζω ότι και το ίδιο μου το σώμα μετέχει σ’ εκείνη την ανείπωτη χάρη.
Αλλά όμως δεν γνώριζα ακόμη καθαρά τότε, το ποιος ήσουν εσύ, που εγώ έβλεπα. Στην αρχή δηλαδή έβλεπα συχνότερα ένα φως, άλλοτε βέβαια μέσα μου, όταν η ψυχή μου απολάμβανε γαλήνη και ειρήνη, άλλοτε ωστόσο αυτό το φως φαινόταν κάπου έξω μακριά, ή και κρυβόταν εντελώς και μου προξενούσε, με το να κρύβεται, αβάσταχτη θλίψη, επειδή σκεφτόμουν ότι οπωσδήποτε δεν θα φανεί άλλο πια. Αλλά, επειδή πάλι θρηνούσα και έκλαιγα και έδειχνα όλη μου την ξενιτεία και την υπακοή και την ταπείνωση, εμφανιζόταν αυτό το φως, όπως ο ήλιος, που διαπερνά το πάχος του νέφους και προβάλλει λίγο λίγο ευχάριστος και ολόκληρος.
Έτσι λοιπόν εσύ ο ανέκφραστος, ο αόρατος, ο αψηλάφητος, ο ακίνητος, εσύ που είσαι παντού και σε όλα πάντοτε παρών, και που γεμίζεις τα πάντα κάθε ώρα, για να εκφρασθώ έτσι, με το να βλέπεσαι και να κρύβεσαι μέρα και νύχτα, με το να φεύγεις και να έρχεσαι, να εξαφανίζεσαι και να εμφανίζεσαι ξαφνικά, έδιωξες λίγο λίγο το σκότος, που ήταν μέσα μου, απομάκρυνες το νέφος λέπτυνες το πάχος, καθάρισες τη θαμπάδα από τα νοερά μάτια, απέφραξες και άνοιξες τα αυτιά της διάνοιάς μου, αφαίρεσες το κάλυμμα της αναισθησίας και νέκρωσες μαζί μ’ αυτά κάθε πάθος και κάθε σαρκική ηδονή, και τα απομάκρυνες εντελώς από εμένα. Γι’ αυτό λοιπόν και αφού με έκανες τέτοιον, καθάρισες τον ουρανό από κάθε νέφος˙ ουρανό εννοώ την ψυχή μου, που καθαρίστηκε, και που μέσα της, δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο ή από πού, καθώς έρχεσαι, χωρίς να γίνεσαι ορατός, βρίσκεσαι ξαφνικά εσύ, ο πανταχού παρών, και εμφανίζεσαι σαν άλλος ήλιος. Θαυμάζω την ανείπωτη συγκατάβασή σου!
Αυτά είναι, αδελφοί, τα θαυμαστά έργα του Θεού προς εμάς! Καθώς δηλαδή ανεβαίνουμε σε τελειότερη πνευματική κατάσταση, ο άμορφος και ασχημάτιστος Θεός δεν έρχεται πια χωρίς μορφή και χωρίς σχήμα, όπως προηγουμένως, ούτε πραγματοποιεί σ’ εμάς την παρουσία και τον ερχομό του φωτός του σιωπηλά. Αλλά πώς έρχεται; Με κάποια μορφή, αλλά με μορφή Θεού˙ ο Θεός άλλωστε δεν παρουσιάζεται με σχήμα ή με εικόνα, αλλά παρουσιάζεται απλός, παίρνοντας μορφή μέσα σε ένα ακατανόητο και απλησίαστο και άμορφο φως – διότι δεν μπορούμε να πούμε ή να εκφράσουμε για τον Θεό τίποτε περισσότερο. Στην αρχή δηλαδή ο αόρατος παρουσιάζεται φανερά, και γνωρίζεται με πολύ συνειδητό τρόπο, και βλέπεται ολοκάθαρα˙ ο κατά φύση Θεός μιλά και ακούει, χωρίς να γίνεται ορατός, και συνομιλεί όπως ένας φίλος με το φίλο του, πρόσωπο με πρόσωπο21 μ’ αυτούς, που γεννήθηκαν απ’ αυτόν22 και έγιναν θεοί κατά χάρη˙ και ως πατέρας αγαπά τους υιούς του και αυτοί τον αγαπούν με πολύ θερμή αγάπη˙ και γίνεται γι’ αυτούς παράξενο θέαμα και φοβερότερο άκουσμα, που ούτε μπορεί να ειπωθεί απ’ αυτούς, όπως αξίζει, ούτε ανέχεται να συγκαλυφθεί με τη σιωπή. Καθώς δηλαδή αυτοί ανάβουν πάντοτε από τον πόθο του και διδάσκονται απ’ αυτόν μυστικά μέσα τους, άλλοτε γράφουν, θρηνώντας για τα ξένα πάθη, και άλλοτε φανερώνουν, αποδοκιμάζοντας τα δικά τους παραπτώματα˙ και άλλοτε, εξιστορώντας με ευχαριστία τις ευεργεσίες και τις ενέργειες της χάρης, που έγιναν σ’ αυτούς, ανυμνούν, θεολογώντας, εκείνον που τους αλλοίωσε με θεουργικό τρόπο, και άλλοτε, αν ακούσουν να λέγεται κάτι αντίθετο και λαθεμένο για την ψυχική μας σωτηρία, γράφουν, διορθώνοντας σύμφωνα με το μέτρο της γνώσης, που τους δόθηκε, παραθέτοντας τις μαρτυρίες από τις θείες Γραφές, και δεν μπορούν διόλου να ηρεμήσουν ή να χορτάσουν από την εξιστόρησή τους. Για ποιό λόγο; Επειδή δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στο Άγιο Πνεύμα, που είναι μέσα τους, τους οποίους και κινεί, αλλά και το ίδιο επίσης κινείται απ’ αυτούς και γίνεται μέσα σ’ αυτούς όλα, όσα ακούς να λέγονται στις θείες Γραφές για τη βασιλεία των ουρανών: μαργαριτάρι,23 κόκκος σιναπιού,24 ζύμη,25 νερό,26 φωτιά,27 ψωμί,28 ποτό ζωής,29 πηγή που είναι ζωντανή και αναβλύζει και χύνει ποταμούς από πνευματικά λόγια,30 από λόγια δηλαδή θείας ζωής˙ λαμπάδα, κλίνη, νυφικό δωμάτιο, νυμφώνας,31 νυμφίος,32 φίλος,33 αδελφός,34 και πατέρας.
Και γιατί επιχειρώ να διηγηθώ τα πάντα λέγοντας πολλά, αν και είναι αναρίθμητα; Πώς δηλαδή μπορεί να απαριθμήσει και να εξιστορήσει η γλώσσα με το λόγο αυτά, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε;35 Πραγματικά, δεν μπορεί με κανένα τρόπο! Διότι, αν και έχουμε όλα μέσα μας, επειδή περιφέρουμε με τον εαυτό μας τον Θεό, τον χορηγό όλων αυτών, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε διόλου, ούτε με το νου να απαριθμήσουμε, ούτε με το λόγο να εξιστορήσουμε.
Αυτά λοιπόν τα έγραψα, πατέρες και αδελφοί, όχι για επίδειξη, ποτέ κάτι τέτοιο – διότι τί άλλο έχω δικό μου, για να το δείξω, από τότε που ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου, εκτός από αμαρτίες και ακαθαρσίες και πολλές ανομίες, με τις οποίες, όπως νομίζω, δεν εξισώνεται ως προς το πλήθος ούτε η άμμος της θάλασσας -, αλλά θέλοντας να φανερώσω και να παραθέσω σ’ εσάς τα θαυμαστά έργα του Θεού, αν και το κάνω όχι όπως αξίζει, αλλά ανάλογα με τη δύναμή μου˙ και επιπλέον, για να ωφελήσω με την εξιστόρηση εκείνους που νομίζουν ότι έχουν ασυναίσθητα Άγιο Πνεύμα, που έλαβαν από το θείο βάπτισμα. Διότι ο λόγος μας διδάσκει καταρχήν για την τέλεια σκότωση και ζόφωση, για την αποξένωση δηλαδή από το θείο φως, όταν διηγείται με σαφήνεια και για την άγνοια που έχουμε για τον Θεό, στη συνέχεια μας διδάσκει για τον έλεγχο που γίνεται από τη συνείδηση, έπειτα για το φόβο, έπειτα για την επιθυμία της συγχώρησης των αμαρτιών, οπότε ο άνθρωπος ζητά να βρει βοηθό και μεσολαβητή γι’ αυτό – διότι, όπως είναι φανερό, δεν μπορεί κάποιος να πλησιάσει μόνος του αδιάντροπα τον Θεό, επειδή ο ίδιος βαρύνεται από τις πολλές αισχρές αμαρτίες – στη συνέχεια μας διδάσκει για την ανεύρεση του μεσολαβητή και ποιμένα και πρεσβευτή, αλλά και πως τον είδε και αυτόν, με τη νοερή έλλαμψη του Πνεύματος, πράγμα μάλιστα που δείχνει ότι έγινε η αρχή της έλλαμψης, στην οποία προηγουμένως ήταν αμύητος, και πως μετά το γεγονός της αποκάλυψης έφυγε πάλι από μπροστά του η θέαση του Πνεύματος, και πώς, αφού στερήθηκε αυτή, έπεσε πάλι σε σκότος πολλών αμαρτιών. Μετά απ’ αυτά φανέρωσε και τη δεύτερη κλήση, που έγινε με τη μεσολάβηση του ποιμένα, έπειτα την υπακοή, την πίστη, την ταπείνωση, την υποταγή, και απ’ αυτές την ολοφάνερη αλλοίωση, που γίνεται λίγο λίγο μέσα μας, ως προς τη γνώση και τη θέαση, που εκείνος, που δεν την αισθάνθηκε να γίνεται μέσα του, σύμφωνα με τη διήγηση του λόγου, δεν είναι δυνατό να έχει Άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα του. Αλλά βέβαια ο λόγος δείχνει, όπως είπα προηγουμένως, ότι, εξιστορώντας λεπτομερέστερα αυτά, εγώ δεν καυχώμαι, αλλά διηγούμαι τα θαμαστά έργα του Θεού, αυτά που από φιλαγαθία κάνει ο Θεός σ’ εκείνους που τον ζητούν με όλη τους την ψυχή και με όλη τους την καρδιά, ώστε κάθε πρόφαση και παράβαση να λάβει δίκαια την ανταμοιβή,36 κατά τη μέρα που ο Θεός θα κρίνει το ανθρώπινο γένος˙ σ’ αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ματθ. 5, 8
2. Αναφέρεται στην προαιώνια βουλή του Θεού για τη δημιουργία του ανθρώπου.
3. Λόγος˙ το λογικό, ως θεόσδοτη ικανότητα της ψυχής.
4. Πρβ. Γέν. 1, 26
5. Ιω. 14, 13
6. Πρβ. Β’ Κορ. 8, 9
7. Πρβ. Φιλιπ. 2, 7
8. Α’ Κορ. 2, 9
9. Πρβ. Α’ Κορ. 12, 27
10. Πρβ. Ιω. 6, 32-35
11. Πρβ. Ιω. 4, 14
12. Πρβ. Ρωμ. 13, 14
13. Έξ. 3, 14
14. Α’ Βασ’. 1, 3 (Θεός Σαβαώθ˙ ο Θεός των αγγελικών δυνάμεων).
15. Γέν. 46, 3. Έξ. 3, 13
16. Πράξ. 9, 5˙ 22, 8
17. Πρβ. Λουκ. 15, 6
18. Πρβ. Ιω. 10, 11
19. Εννοεί τον Συμεών τον Ευλαβή.
20. Πρβ. Γέν. 2, 7
21. Πρβ. Έξ. 33, 11
22. Αναφέρεται στην άνωθεν γέννηση του ανθρώπου (βλ. Ιω. 3, 3 και 5)
23. Πρβ. Ματθ. 13, 46
24. Πρβ. Ματθ. 13, 31. Μάρκ.
25. Πρβ. Ματθ. 13, 33. Λουκ. 13, 21
26. Πρβ. Ιω. 4, 10
27. Πρβ. Ματθ. 3, 11. Λουκ. 12, 49
28. Πρβ. Ιω. 6, 32
29. Πρβ. Ιω. 4, 14
30. Πρβ. Ιω. 4, 14. 7, 38
31. Πρβ. Ματθ. 22, 10
32. Πρβ. Ιω. 3, 29
33. Πρβ. Ιω. 15, 14-15
34. Πρβ. Ματθ. 12, 49-50. Μάρκ. 3, 34-35. Λουκ. 8, 21
35. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 9
36. Πρβ. Εβρ. 2,2

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.