Η εξορία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Τρίγλια (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στις 3 Οκτωβρίου 1907 ο Χρυσόστομος παρέλαβε τα προσωπικά του αντικείμενα που εστάλησαν από τη Δράμα και αναχώρησε σιδηροδρομικώς για την Κωνσταντινούπολη. Την επομένη αφίχθη στη Βασιλεύουσα και μη βρίσκοντας πλοίο για την Τρίγλια κατέλυσε σε ξενοδοχείο της συνοικίας Πέραν. Από εκεί έστειλε στον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ το ακόλουθο τηλεγράφημα:
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Φθάσας σήμερον αισίως και μη ευρών ατμόπλοιον προς αναχώρησιν, διότι αργά απηλλάγην του σταθμού, και καταλύσας εις το Ξενοδοχείον Βριστόλ εν Πέραν, χωρίς να μεταβώ εις Φανάριον, οπόθεν και η Υμετέρα σεπτή Παναγιότης δι’ απρόοπτον λυπηρόν περιστατικόν απουσίαζεν, απευθύνω θερμήν παράκλησιν προς την Υμετέραν σεπτοτάτην Κορυφήν, αν μοι επιτραπή εκ του σύνεγγυς ελθών να καταφιλήσω την παναγίαν Αυτής δεξιάν και να λάβω τας συγχωρητικάς ευχάς Της απερχόμενος πλέον εις την πατρίδα μου.
Υποδιατελώ μετά σεβασμού υιικού
Εν τω Πέραν τη 4 Οκτωβρίου 1907
Της Υμετέρας προσκυνητής μοι Παναγιότητος
Ελάχιστος θεράπων
+ Ο Δράμας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ1

Στο λιτό αυτό τηλεγράφημα ο ιεράρχης απευθύνεται στον Ιωακείμ Γ’ με πολλή ταπείνωση και υιική αγάπη. Αρχικά, τον προσφωνεί με το «Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα», κάτι που έκανε μόνο για τον Γέροντά του, πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε’. Έπειτα, ενώ στη Θεσσαλονίκη διατάχθηκε να μεταβεί στην Τρίγλια χωρίς να διέλθει από την Κωνσταντινούπολη, τώρα ζητούσε από «την σεπτοτάτην Κορυφήν» να του επιτραπεί να επισκεφθεί το Φανάρι, προκειμένου «να λάβει τας συγχωρητικάς ευχάς Της», φεύγοντας για την πατρίδα του. Τέλος, εξέφραζε τον πλήρη σεβασμό και την αφοσίωσή του στο πρόσωπο του Πατριάρχη.
Ωστόσο, προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση του Χρυσοστόμου, ο Ιωακείμ Γ’ απάντησε την ίδια μέρα με το ακόλουθο αυστηρό και ιδιαίτερα σκληρό ιδιόχειρο γράμμα του:
«Η γνώμη μου. ο Δράμας δεν πρέπει να γίνη δεκτός εν τοις Πατριαρχείοις, ούτε των Αγίων Συνοδικών τις να επισκεφθή αυτόν ούτε υπάλληλός {τις} των Πατριαρχείων. Διότι ούτος εδημιούργησεν εις εαυτόν την τοιαύτην θέσιν προς βλάβην της Εκκλησίας και όλης της Ιεραρχίας».2
Η απάντηση του Πατριάρχη στην ανθρώπινη και εκκλησιαστικά ορθή επιθυμία του Χρυσοστόμου να τον επισκεφθεί διερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, φανερώνει τη μεγάλη διάσταση που είχε προκύψει σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Μητροπολίτης Δράμας κατηγορείτο σε ανώτατο επίπεδο για «βλάβη της Εκκλησίας και όλης της Ιεραρχίας». Αν και η αναφορά αυτή ήταν υπερβολική, εντούτοις αποτύπωνε τη φήμη που είχε αποκτήσει η πληθωρική προσωπικότητα του Χρυσοστόμου.
Έχει αναλυθεί επαρκώς στην παρούσα μελέτη ότι η διαχείριση του Μακεδονικού ζητήματος συγκλόνισε τον Ελληνισμό και δίχασε πολλές φορές την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία. Η απάντηση του Ιωακείμ Γ’ σε αυτό το ύφος στο αίτημα του Χρυσοστόμου για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση, πριν την εκτόπιση του τελευταίου στην Τρίγλια, δείχνει ότι ο πατριάρχης αποδοκίμαζε με τον πιο σαφή τρόπο τις ενέργειες του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία. Ο Ιωακείμ Γ’ θεωρούσε πως η έντονη εθνική δράση του Μητροπολίτη Δράμας τον είχε οδηγήσει σε σύγκρουση τόσο με τους Εξαρχικούς όσο και με τις τουρκικές αρχές, ενώ η αντιπαράθεσή του με τους Άγγλους και Γάλλους αξιωματικούς της διεθνούς χωροφυλακής έπληττε καίρια την εικόνα του πατριαρχείου στην περιοχή.
Επιπλέον, ο Ιωακείμ Γ’, ενώ αρχικά ακολούθησε την πολιτική που εγκαινίασε ο προκάτοχός του, αποστέλλοντας στη Μακεδονία νέους, δυναμικούς και φωτισμένους ιεράρχες, με πρώτο τον Γερμανό Καραβαγγέλη (1900), ο οποίος εξελέγη μητροπολίτης Καστορίας επί Κωνσταντίνου Ε’ , έπειτα, και καθόλη τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του (1901- 1912), ακολούθησε τη φαναριώτικη πολιτική των χαμηλών τόνων και της αποφυγής κάθε σύγκρουσης με την Υψηλή Πύλη. Στις κατηγορίες δε που του αποδίδονταν την εποχή εκείνη για αδράνεια και ατολμία στο Μακεδονικό Ζήτημα, ο Ιωακείμ Γ’ απαντούσε: «Φρονώ ότι δια τρόπου μαλακού ενεργούντες παρά τη Κυβερνήσει πλειότερον επιτυγχάνομεν».3 Έτσι, όταν οι οθωμανικές αρχές εξαπέλυσαν συντονισμένη επίθεση εναντίον των μητροπολιτών της Μακεδονίας, ο πατριάρχης φάνηκε να υποτάσσεται στις απαιτήσεις της υψηλής πύλης και απομάκρυνε από τις έδρες τους όλους τους ιεράρχες που είχαν εμπλακεί στον Μακεδονικό Αγώνα.
Ασφαλώς, εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ο Χρυσόστομος, ο οποίος αφ’ ενός έλαβε ενεργό μέρος στην ελληνοβουλγαρική διένεξη και αφ’ ετέρου δεν είχε διστάσει να συγκρουστεί με τις τοπικές αρχές και τους ξένους παρατηρητές της επαρχίας του. Ο Μητροπολίτης Δράμας, αν και είχε μαθητεύσει και είχε υπηρετήσει από θέση ευθύνης τη φαναριώτικη αυτή πολιτική και διπλωματία έναντι της Υψηλής Πύλης, έκρινε πως τα δεδομένα στην ελληνοβουλγαρική σύγκρουση επέβαλλαν αλλαγή στάσης εκ μέρους του Πατριαρχείου.
Ο Χρυσόστομος είχε προβλέψει ότι η έλευση του ακραίου εθνικισμού στα Βαλκάνια θα άλλαζε τους συσχετισμούς των δυνάμεων τόσο στη Μακεδονία όσο και στις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι οποίες κατοικούνταν από πολυάριθμες μη μουσουλμανικές κοινότητες. Αυτό που εισηγείτο ο ιεράρχης ήταν ότι, σε έναν κόσμο και σε μια περιοχή που άλλαζε τόσο ραγδαία, το Φανάρι θα έπρεπε να προσαρμόσει την εκκλησιαστική και εθνική του πολιτική υπέρ του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του. Αυτό άλλωστε θα μπορούσε να το τολμήσει ο Ιωακείμ Γ’ στα όρια της σχετικής αυτονομίας και των προνομίων που απολάμβανε το οικουμενικό πατριαρχείο μέχρι την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων (1908).
Η διέλευση του αγίου από την Κωνσταντινούπολη είχε όμως και έναν ακόμα στόχο. Ο Χρυσόστομος επιθυμούσε να συζητήσει με τα μέλη της ιεράς συνόδου το επείγον θέμα της αποστολής στη Δράμα ενός ιεράρχη ή κάποιου ανώτερου κληρικού ο οποίος θα τον αναπλήρωνε μέχρι την οριστική διευθέτηση της υπόθεσής του και θα ασκούσε τη διοίκηση της Μητροπόλεως. Ωστόσο, μετά την άρνηση του Ιωακείμ Γ’ να τον δεχθεί στην έδρα του πατριαρχείου, απέστειλε στις 7 Οκτωβρίου 1907 επιστολή, με την οποία ζητούσε από το Φανάρι την τοποθέτηση του μητροπολίτη Βάρνης Νεοφύτου4 στη θέση του αρχιερατικού επιτρόπου της ιεράς Μητροπόλεως Δράμας.

Τέσσερις μέρες μετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Χρυσόστομος αναχωρούσε ατμοπλοϊκώς για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Η έλευσή του στην Τρίγλια δεν θύμιζε αυτή τη φορά καμία άλλη αντίστοιχη επίσκεψη στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν και ο ιεράρχης έγινε δεκτός από τους κατοίκους της μικρής κωμόπολης με πολλή αγάπη, χαρά και ενθουσιασμό, ο ίδιος ένιωθε απερίγραπτη θλίψη για την απομάκρυνσή του από τη Δράμα και την έξοδο από την ενεργό διακονία της Εκκλησίας. Ο άγιος γνώριζε πως η μετακίνηση και εγκατάστασή του στην Τρίγλια ισοδυναμούσε με εξορία και τιμωρία, ενώ με αυτόν τον τρόπο θεωρούσε ότι επιχειρείτο η πλήρης εξουδετέρωσή του.
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στο επίσημο εβδομαδιαίο ενημερωτικό φύλλο του οικουμενικού πατριαρχείου η μετάβαση του μητροπολίτη Δράμας στη γενέτειρά του μνημονεύεται ως «κανονική άδεια δια τινά καιρόν».5 Το Φανάρι, αν και ανέδωσε στις πιέσεις της Υψηλής Πύλης και διέταξε την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Μακεδονία, επιθυμούσε «αδιστάκτως» να απαλλάξει τον ιεράρχη από τις κατηγορίες που του καταλόγιζαν και να τον αποκαταστήσει «προσηκόντως» στην έδρα της επαρχίας του.
Στις 18 Οκτωβρίου 1907 το πατριαρχείο ενέκρινε συνοδικώς την πρόταση που είχε υποβάλει ο άγιος στην Κωνσταντινούπολη, περί τοποθέτησης αρχιερατικού επιτρόπου στην ιερά μητρόπολη Δράμας, και διόρισε τον μητροπολίτη Βάρνης αντιπρόσωπο του Χρυσοστόμου.6 Στις 23 Νοεμβρίου 1907 ο μητροπολίτης Βάρνης Νεόφυτος «απήλθεν εις Δράμαν προς προσωρινήν διοίκησιν της επαρχίας».7

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 184-185
2. Ό. π., σ’. 185
3. Βλ. Παράρτημα «Εκκλησιαστικής Αληθείας» αριθμού 44 της 5 Νοεμβρίου 1904, σ’. ε’. {Οι κατηγορίες εναντίον του Ιωακείμ Γ’ για τους χειρισμούς του στο Μακεδονικό ζήτημα προέρχονταν και από την Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Παύλου Καρολίδη στον «Ταχυδρόμο» των Αθηνών, όπου επέκρινε το υπόμνημα του πατριάρχη το 1903 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, στο οποίο ο Ιωακείμ Γ’ μιλούσε «περί βουλγάρων και βλάχων ορθοδόξων εν Μακεδονία». Ο διαπρεπής καθηγητής Ιστορίας ανέφερε ότι επρόκειτο για ένα κολοσσιαίο σφάλμα, καθώς την εποχή εκείνη οι Βούλγαροι που διέπρατταν τα εγκλήματα κατά των Ελληνορθοδόξων ήταν σχισματικοί. Επίσης, οι πατριαρχικοί πληθυσμοί στη Μακεδονία, είτε ελληνόφωνοι είτε σλαβόφωνοι, είχαν ελληνική συνείδηση. Για τη στάση δε του Ιωακείμ Γ’ έναντι του Χρυσοστόμου, ο καθηγητής Παύλος Καρολίδης σημείωνε πως «είνε υπό πολλάς εξ αντικειμένου επόψεις επιλήψιμος». Για περισσότερα, βλ. ΕΑ ΚΖ (1907) 644}.
4. Ο Νεόφυτος Κοτζαμανίδης (1862-1931) γεννήθηκε στας Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Απόφοιτος της Θεολογικής σχολής της Χάλκης (1887), υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος και ιεροκήρυκας της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης, απ’ όπου εξελέγη το 1897 επίσκοπος Μοσχονησίων. Στις 27 Απριλίου 1906 αναδείχθηκε μητροπολίτης Βάρνης. Ωστόσο, κατά την άφιξή του στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους στο λιμάνι της Βάρνας, ως ο νέος Μητροπολίτης του οικουμενικού πατριαρχείου στην περιοχή, όχλος Βουλγάρων δεν επέτρεψε σε αυτόν και τη συνοδεία του να αποβιβαστούν. Έτσι, όταν πλησίασε στην αποβάθρα, οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πλοίο και να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη. Μετά από έντονα διαβήματα του πατριαρχείου προς τις βουλγαρικές αρχές ο Νεόφυτος μετέβη εκ νέου στην έδρα της επαρχίας του. Και τότε όμως, όταν έφτασε στις 24 Ιουνίου 1906, εξαγριωμένος όχλος Βουλγάρων άρχισε να τον λιθοβολεί, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. (Βλ. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 318-320. Έκτοτε διέμενε στο πατριαρχείο, αναλαμβάνοντας κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις και αποστολές της εκκλησίας, όπως αυτή του αρχιερατικού επιτρόπου της μητροπόλεως Δράμας, στη διάρκεια της πρώτης εξορίας του Χρυσοστόμου. Έπειτα, χρημάτισε μητροπολίτης Παραμυθίας (1909-1924), Σουφλίου (1924-1926) και Ικαρίας (1926-1931).
5. ΕΑ ΚΖ (1907) 623
6. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Το τέλος της εθναρχικής παράδοσης, Μαρτυρίες από ανέκδοτες επιστολές του Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα Δραγούμη», Ανάτυπο από τον τόμο Αμητός στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου, Αθήνα 1984, σ’. 490, σημ. 8
7. ΕΑ ΚΖ (1907) 710, 731

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.