Λόγος ηθικός δεύτερος (Α’): «Όποιους ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε» – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Τα κεφάλαια της εξέτασης του λόγου.

1.Προτρεπτικός λόγος από τον πρόλογο για τη μετάνοια˙ και για το ρητό του αποστόλου, «όποιους ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε» και τα λοιπά˙ και εναντίον εκείνων, που διαστρεβλώνουν αυτό το ρητό και όλη τη θεία Γραφή.
2.Ότι όλοι όσοι βαπτίσθηκαν στο όνομα του Χριστού και πίστεψαν σ’ αυτόν είναι προγνωρισμένοι και προορισμένοι από τον Θεό, ώστε να γίνουν οι ίδιοι όμοιοι με τον Υιό του˙ και για το ρητό του Μωυσή, «όταν διαχώριζε τα έθνη ο Ύψιστος» και τα λοιπά˙ όπου γίνεται λόγος και για την κλήση και την απόρριψη του Ισραήλ και την ένωσή του πάλι με τα έθνη.
3.Ανακεφαλαίωση όσων ειπώθηκαν στον πρώτο λόγο για τη φυσική εξήγηση, για τον Αδάμ και την Εύα, και για τις επτά μέρες και τους επτά αιώνες, και για τον παράδεισο.
4.Για τον κατακλυσμό, και για ποιά πράγματα ήταν σύμβολα, όσα βρίσκονταν μέσα στην κιβωτό˙ και για τον Αβραάμ, και το εκλεκτό λήμμα˙ και τι είναι αυτό το λήμμα˙ και για τον Ισραήλ και για τη περιτομή.
5.Ότι στον πρώτο κόσμο, που δημιουργήθηκε από την αρχή, προστέθηκαν στη συνέχεια άλλοι δύο κόσμοι, από τους οποίους ο τελευταίος είναι προτύπωση για εκείνα που πρόκειται να γίνουν μετά απ’ αυτά, αποτελώντας κάποιον ενδιάμεσο κόσμο, ανάμεσα στους αρχαίους καιρούς και τους ύστερους˙ και για ποιο πράγμα ήταν προεικόνιση η γη της επαγγελίας, και για ποιο η κιβωτός˙ για ποιο ο νόμος, για ποιο η στάμνα, για ποιο ο Μωυσής˙ για ποια πράγματα παρουσίαζαν προεικονίσεις αυτά που έγιναν μέσα στον παράδεισο και αυτά που έγιναν στον ίδιο τον Αδάμ, και τα λοιπά.
6.Στο ρητό του αποστόλου: «Αν λοιπόν η πτώση τους έγινε πλουτισμός του κόσμου» και τα λοιπά˙ και προσωποποίηση του καθενός από τους δύο λαούς, των εθνών δηλαδή και του Ισραήλ.
7.Ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι νέος κόσμος και η πίστη σ’ αυτόν νέος παράδεισος˙ και μαζί μ’ αυτά, ανακεφαλαίωση του πρώτου κόσμου, με την αντιπαραβολή αυτών, που δια μέσου του Χριστού πραγματοποιήθηκαν στην Εκκλησία, με εκείνα που διαπράχθηκαν σ’ εκείνο τον κόσμο. Και προς το τέλος επανάληψη του αποστολικού ρητού, «Όποιους προγνώρισε, αυτούς και προόρισε…».
Προτρεπτικός λόγος από τον πρόλογο για τη μετάνοια˙ και για τον ρητό του αποστόλου, «όποιος ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε» και τα λοιπά˙ και εναντίον εκείνων, που διαστρεβλώνουν αυτό το ρητό και όλη τη θεία Γραφή.

Έχω ακούσει πολλούς από τους ανθρώπου να λένε: «Επειδή ο απόστολος λέει, ¨όποιους ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε˙ και όποιους προόρισε, αυτούς και κάλεσε˙ και όποιους κάλεσε, αυτούς και δόξασε¨,1 ποιά θα είναι η ωφέλειά μου, αν κάνω πολλούς κόπους, αν δείξω επιστροφή και μετάνοια, αλλά δεν είμαι προγνωρισμένος από τον Θεό, ούτε προορισμένος να σωθώ και να γίνω σύμμορφος της δόξας του Υιού του και Θεού;» Σ’ αυτούς φυσικά πρέπει να απαντήσει κάποιος και να πει: Άνθρωποί μου, γιατί δεν σκέφτεστε εκείνα που σας σώζουν, αλλά εκείνα που σας καταστρέφουν, και εκλέγοντας τα δυσκολονόητα λόγια της θεόπνευστης Γραφής, τα διαρπάζετε και τα διαστρεβλώνετε και τα παρερμηνεύετε, για να σας οδηγήσουν στην απώλειά σας; δεν ακούτε κάθε μέρα τον Σωτήρα που φωνάζει: «Ορκίζομαι, ότι δεν θέλω διόλου το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά απεναντίας θέλω να επιστρέψει αυτός και να ζει;»2 Δεν τον ακούτε που λέει: «Μετανοείτε˙ διότι έχει φθάσει η βασιλεία των ουρανών»˙3 και ακόμη: «Αλήθεια σας λέω, χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό, που μετανοεί»;4 Μήπως δηλαδή είπε, ή μήπως σε κάποιους λέει, «Μη μετανοείτε, διότι δεν θα σας δεχθώ», ενώ σε κάποιους άλλους, ας πούμε στους προορισμένους, είπε, «Εσείς όμως να μετανοείτε, διότι σας προγνώρισα»; Όχι βέβαια, αλλά κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο και σε κάθε εκκλησία φωνάζει: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω».5 «Ελάτε», λέει, «όσοι βαρύνεσθε με πολλές αμαρτίες, σ’ αυτόν που σηκώνει επάνω του την αμαρτία του κόσμου6˙ ελάτε όσοι διψάτε,7 στην αστείρευτη και αθάνατη πηγή».
Μήπως ξεχώρισε ή μήπως διαχωρίζει κάποιον, τον ένα δηλαδή καλώντας σαν προγνωρισμένο, τον άλλο απομακρύνοντας, επειδή δεν είναι προγνωρισμένος; Με κανένα τρόπο. Γι’ αυτό λοιπόν μην παρασύρεσθε σε αμαρτωλές δικαιολογίες, ούτε να θέλετε να παίρνετε αφορμές από τα αποστολικά λόγια, για να οδηγηθείτε στην απώλειά σας, αλλά τρέξτε στον Δεσπότη, που σας καλεί. Διότι είτε τελώνης είτε πόρνος είτε μοιχός είτε φονιάς είτε οτιδήποτε άλλο είναι κάποιος, δεν τον αποστρέφεται ο Δεσπότης, αλλά σηκώνει ο ίδιος το φορτίο των αμαρτημάτων του και εκείνον τον παρουσιάζει αμέσως ελεύθερο. Και πώς σηκώνει το φορτίο του; Όπως κάποτε σήκωσε και του παράλυτου, λέγοντας σ’ αυτόν: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου»,8 και αμέσως αυτός ανακουφίσθηκε από το βάρος και απέκτησε πλούσια τη θεραπεία του σώματός του. Γι’ αυτό λοιπόν ας έρχεται στον Δεσπότη καθένας που θέλει. Και ο ένας ας φωνάζει: «Υιέ του Δαβίδ ελέησέ με».9 και αν ακούσει: «Τί θέλεις να σου κάνω;», ας πει σύντομα: «Κύριε, να αποκτήσω πάλι το φώς μου»˙ και αμέσως θα τον ακούσει να λέει: «Θέλω, απόκτησέ το φως σου».10 Ο άλλος ας φωνάζει: «Κύριε, η θυγατέρα μου», δηλαδή η ψυχή, «βασανίζεται φρικτά από δαιμόνιο»11˙ και θα τον ακούσει να λέει: «Αλλά εγώ θα έρθω και θα τη θεραπεύσω».12 Αν όμως κάποιος είναι οκνηρός και δεν θέλει να έρθει στον Δεσπότη, έστω, καθώς ο Δεσπότης έρχεται σ’ αυτόν και του λέει, «Ακολούθησέ με»,13 ας τον ακολουθήσει, όπως κάποτε ο τελώνης, αφήνοντας το τελωνείο και την πλεονεξία˙ και θα τον μεταβάλει, γνωρίζω καλά, σε ευαγγελιστή από τελώνη. Και αν κείτεται παράλυτος επί πολλά χρόνια από τη φιληδονία και την αμέλεια και τη ραθυμία, και δει ή τον ίδιο τον Δεσπότη ή κάποιο μαθητή του να έρθει και να του λέει: «Θέλεις να γίνεις υγιής;», αφού δεχθεί αμέσως τη μεγάλη χαρά το λόγο, ας πει: «Ναι, Κύριε, αλλά δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει στην κολυμβήθρα της μετάνοιας». Και αν ακούσει: «Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και ακολούθα με»,14 αφού σηκωθεί αμέσως, ας τρέχει πίσω από εκείνον που τον κάλεσε από τον ουρανό.
Αν όμως κάποιος δεν θέλει, ή να φιλά τον Χριστό όπως η πόρνη,15 ή να επιστρέφει με θερμή μετάνοια σ’ αυτόν όπως ο άσωτος γιος,16 ή να έρθει σ’ αυτόν, έστω, όπως η αιμορροούσα και η συγκύπτουσα,17 γιατί τότε και λέει, προβάλλοντας αμαρτωλές δικαιολογίες: «Όποιους προγνώρισε ο Θεός, αυτούς οπωσδήποτε και κάλεσε»;18 Θα μπορούσε ίσως να πει εύλογα κάποιος σ’ αυτόν, που είναι σε τέτοια κατάσταση, ότι ο Θεός, επειδή είναι προαιώνιος και γνωρίζει όλα πριν να τα δημιουργήσει, προγνώρισε και εσένα, ότι δηλαδή, όταν θα σε καλέσει, δεν θα υπακούσεις σ’ αυτόν, δεν θα πιστέψεις στις υποσχέσεις και στα λόγια του˙ αλλά όμως, παρ’ όλο που γνώριζε και αυτά, κατέβηκε, χαμηλώνοντας τους ουρανούς19 και με το να γίνει άνθρωπος, ήρθε για σένα εκεί όπου κείτεσαι πεσμένος˙ και με το να σε επισκέπτεται πολλές φορές κάθε μέρα, άλλοτε με τον εαυτό του, και άλλοτε με τους δούλους του, σε παρακαλεί να σηκωθείς επάνω από το μέρος όπου είσαι πεσμένος, και να τον ακολουθήσεις, καθώς ανεβαίνει στη βασιλεία των ουρανών, και να μπεις σ’ αυτή μαζί του. Και όμως εσύ δεν θέλεις. Ποιός λοιπόν, πες μου, είναι αίτιος για την απώλειά σου και για την παρακοή σου; Εσύ, που απειθείς και δεν θέλεις να ακολουθείς τον Δεσπότη σου, ή ο Θεός, που σε έπλασε, διότι σαν προγνώστης γνώριζε ότι δεν θα υπακούσεις σ’ αυτόν, αλλά θα επιμείνεις στη σκληρότητά σου και στην αμετανόητη καρδιά σου;20 Νομίζω οπωσδήποτε θα πεις ότι «δεν είναι αίτιος εκείνος, αλλά εγώ ο ίδιος». Διότι δεν είναι αιτία της δικής μας σκληρότητας η πρόγνωση του Θεού, αλλά η δική μας ανυπακοή.
Ο Θεός λοιπόν προγνωρίζει όλα, τα παρελθόντα και τα παρόντα συγχρόνως, και αυτά που πρόκειται να γίνουν ως τη συντέλεια του κόσμου, και τα βλέπει αυτά έτσι, σαν να υπάρχουν˙ και διότι όλα κοντά του και μπροστά του έχουν πραγματική ύπαρξη. Και όπως ακριβώς ο βασιλιάς βλέπει σήμερα στο θέατρο συγχρόνως αυτούς που τρέχουν και αυτούς που πυγμαχούν, αλλά ούτε για τους νικητές γίνεται αίτιος της νίκης, ούτε για τους ηττημένους γίνεται αίτιος της ήττας, αλλά η προθυμία αυτών που πυγμαχούν ή, αντίθετα, η χαύνωσή τους, είναι αιτία της νίκης ή της ήττας τους˙ έτσι να σκεφθείς και για τον ίδιο τον Θεό. Διότι, αφού μας τίμησε με το αυτεξούσιο και μας έδωσε εντολές, που μας διδάσκουν κυρίως το πώς πρέπει να αντιστεκόμαστε στους αντιπάλους, αφήνει τον καθένα από μας, με τη θέλησή του, ή να αντιστέκεται και να νικά τον εχθρό, ή να χαλαρώνει και να ηττάται ελεεινά απ’ αυτόν. Και δεν μας αφήνει μόνους, διότι γνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, αλλά και εκείνος ο ίδιος μας συμπαραστέκεται, και μάλιστα, όταν αποφασίζουμε να πολεμούμε, μάχεται μαζί μας, και δίνει μυστικά μέσα μας δύναμη, και πραγματοποιεί ο ίδιος κυρίως παρά εμείς την νίκη εναντίον του εχθρού. Αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να κάνει ο επίγειος βασιλιάς˙ διότι, καθώς και ο ίδιος είναι αδύναμος άνθρωπος, έχει ανάγκη από τους υπηκόους του, όπως έχουμε ανάγκη και εμείς.
Ο Θεός όμως, επειδή είναι ισχυρός και ανίκητος, μάχεται μαζί με εκείνους, που θέλουν αυτοπροαίρετα, όπως ειπώθηκε, να πολεμούν τον εχθρό, και κάνει τους ίδιους νικητές του πονηρού διαβόλου, αν όμως δεν θέλουν να πολεμούν, ή να παλεύουν και να τρέχουν, δεν τους αναγκάζει, για να μην αφαιρέσει την ελευθερία της λογικής φύσης μας, που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του, και μας κατεβάσει στην τάξη των άλογων ζώων. Έτσι λοιπόν μας βλέπει ο Θεός, σαν να είμαστε μέσα σε θέατρο, όπως δηλαδή και ο επίγειος βασιλιάς βλέπει, όπως ειπώθηκε, εκείνους που αγωνίζονται μέσα στο θέατρο. Αλλά ο επίγειος βασιλιάς δεν προγνωρίζει βέβαια εκείνους που πρόκειται να ηττηθούν ή να νικήσουν, αν δεν δει την κατάληξη και των δύο, και προετοιμάζει τα στεφάνια, δεν γνωρίζει όμως σε ποιους θα τα προσφέρει˙ ο επουράνιος βασιλιάς ωστόσο γνωρίζει προαιώνια και τους δύο με ακρίβεια. Γι’ αυτό και σ’ εκείνους που ζήτησαν απ’ αυτόν να καθίσουν από τα δεξιά και από τα αριστερά στη δόξα του, έλεγε: «Δεν εξαρτάται από μένα να το δώσω αυτό, αλλά θα δοθεί σ’ εκείνους για τους οποίους και έχει ετοιμασθεί».21
Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας και ο ίδιος ο Παύλος, εύλογα είπε: «Όποιους ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε˙ και όποιους προόρισε, αυτούς και κάλεσε˙ και όποιους κάλεσε, αυτούς και δικαίωσε».22 Λοιπόν δεν είναι αίτιο της νίκης το ότι ο Θεός προγνωρίζει εκείνους που πρόκειται να νικούν χάρη στη θέληση και στην προθυμία τους, όπως ούτε πάλι είναι αίτιο της ήττας το ότι ο ίδιος προγνωρίζει εκείνους που πρόκειται να πέσουν και να ηττηθούν, αλλά η προθυμία του καθενός από μας και η πρόθεση και η ίδια η ανδρεία είναι πρόξενοι της νίκης, ενώ απεναντίας η απιστία και η ραθυμία, η αμέλεια και η χαλάρωση είναι πρόξενοι της ήττας και της καταστροφής μας. Ας μη λέμε λοιπόν, καθώς είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της φιλοκοσμίας και φιληδονίας, «Όποιους ο Θεός προγνώρισε, αυτούς και προόρισε», εφόσον αυτό το ίδιο, τι δηλαδή σημαίνει, δεν το αισθανόμαστε.
Ναι, πραγματικά, ο Θεός προγνώρισε ότι είσαι αμελής και ανυπάκουος και ράθυμος, αλλά δεν πρόσταξε ούτε όρισε να μην έχεις την εξουσία να μετανοήσεις ή να σηκωθείς ή να πεισθείς, αν θέλεις. Αλλά εσύ, με το να λες αυτό, αποκαλείς φανερά τον Θεό ψεύτη. Διότι, αν και εκείνος λέει: «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς»,23 εσύ, επειδή ραθυμείς και δεν θέλεις να μεταστραφείς και να μετανοήσεις από την κακία σου, αντιμιλάς κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτόν και ισχυρίζεσαι ότι ο αψευδής Θεός ψεύδεται, με το να προφασίζεσαι έτσι τέτοιες προφάσεις. «Εκείνοι» λέει, «που πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, αλλά εγώ δεν είμαι από εκείνους. Γι’ αυτό λοιπόν και ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που τους προγνώρισε, αυτοί που και τους προόρισε».
Απορώ για την αναισθησία! Αλλά τί να πω για ψυχή απερίσκεπτη και χειρότερη από τους ίδιους τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε να ειπωθεί από τους δαίμονες κάποιος τέτοιος λόγος; Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμονας είπε ότι ο Θεός είναι αίτιος της απώλειάς του; Μη λοιπόν ρίχνουμε την αιτία στους δαίμονες˙ διότι, να, και η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από τους δαίμονες.
Από πού λοιπόν έμαθες, πες μου, ότι εσύ δεν είσαι από τους προγνωρισμένους και προορισμένους να γίνουν σύμμορφοι με την εικόνα της δόξας του Θεού; Πες μου, ποιός σου το ανάγγειλε αυτό; Μήπως σου το φανέρωσε ο Θεός, ή με τον εαυτό του ή με τους προφήτες του ή και με άγγελο; «Όχι», λέει, «αλλά υποθέτω, μήπως δεν είμαι προγνωρισμένος, για να σωθώ, και θα πάει χαμένος όλος ο κόπος μου». Και γιατί δεν πιστεύεις, μάλλον, από την ψυχή σου ότι ο Θεός έστειλε επάνω στη γη τον Υιό του τον μονογενή για σένα μόνο και για τη δική σου σωτηρία, επειδή σε προγνώρισε και σε προόρισε να γίνεις αδελφός του και συγκληρονόμος,24 και δεν φροντίζεις με ολόψυχη καρδιά να τον αγαπάς και να φυλάγεις τις σωτήριες εντολές του, και δεν πιστεύεις ότι, επειδή θυσιάσθηκε για σένα, δεν θα σε εγκαταλείψει ούτε θα αφήσει να χαθείς; Ή δεν τον ακούς που λέει: «Αν μία μητέρα θα μπορούσε να λησμονήσει τα παιδιά των σπλάχνων της, αλλά όμως εγώ δεν θα σε λησμονήσω»;25 Αν όμως εσύ σπεύδεις και κρίνεις τον εαυτό σου ανάξιο, και αποκόβεσαι θεληματικά από το ποίμνιο των προβάτων του Χριστού, πρόσεχε ότι δεν είναι κανείς άλλος πρόξενος της απώλειάς σου, αλλά εσύ.
Γι’ αυτό λοιπόν, αφού απορρίψαμε από τις ψυχές μας κάθε απιστία και νωθρότητα και δισταγμό, ας πλησιάσουμε με όλη μας την καρδιά και με αδίστακτη πίστη και θερμό πόθο, σαν νεοαποκτημένοι δούλοι, που αγορασθήκαμε με πολύτιμο αίμα26˙ και αφού σεβασθούμε το αντίτιμο, που δόθηκε για χάρη μας, και αγαπήσουμε τον Δεσπότη μας, που το κατέθεσε, και αποδεχθούμε την αγάπη του προς εμάς, ας γνωρίσουμε ότι, αν δεν ήθελε να σώσει με το αίμα του εμάς, που εξαγορασθήκαμε, δεν θα κατέβαινε στη γη και δεν θα θυσιαζόταν για μας˙ αλλά, όπως έχει γραφεί, το έκανε αυτό, επειδή ήθελε να σωθούν όλοι.27 Και άκουσε τον ίδιο που λέει: «Δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά να σώσω τον κόσμο».28 Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας.
Ότι όλοι όσοι βαπτίσθηκαν στο όνομα του Χριστού και πίστεψαν σ’ αυτόν είναι προγνωρισμένοι και προορισμένοι από τον Θεό, ώστε να γίνουν οι ίδιοι όμοιοι με τον Υιό του˙ και για το ρητό του Μωυσή, «όταν διαχώριζε τα έθνη ο Ύψιστος» και τα λοιπά˙ όπου γίνεται λόγος και για την κλήση και την απόρριψη του Ισραήλ, και την ένωσή του πάλι με τα έθνη.
Είναι λοιπόν και αυτά, χωρίς δυσκολία, σαφή και βέβαια. Αλλά πρέπει να αναφέρουμε και το σκοπό αυτών, που ειπώθηκαν, και το βάθος της γνώσης των αποστολικών λόγων και νοημάτων, για να μάθεις από εδώ ότι όλοι όσοι πίστεψαν στον Χριστό, μοναχοί και λαϊκοί, είναι προγνωρισμένοι και προορισμένοι, και ότι γίνονται όμοιοι με την εικόνα του Υιού του Θεού29˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και όλοι αυτοί ως προορισμένοι είναι και προσκαλεσμένοι˙ ως προσκαλεσμένοι είναι και δικαιωμένοι: ως δικαιωμένοι είναι και δοξασμένοι. Διότι εκείνοι που, αφού βαπτίσθηκαν και πίστεψαν στον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και έγιναν όμοιοι με την εικόνα του Υιού του Θεού, δεν διατηρούν τους εαυτούς τους σ’ αυτό, αυτοί χάνονται˙ εκείνοι όμως, που μένουν σταθεροί, σώζονται όλοι. Αλλά θα αρχίσω την ανάπτυξη από εδώ˙ θα αρχίσω δηλαδή από την αφετηρία και από εκεί που είναι καλύτερα να αρχίσω.
«Όταν», λέει, «διαχώριζε ο Ύψιστος τα έθνη», τους απογόνους του Αδάμ, που τους διασκόρπισε, «καθόρισε τα σύνορα των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του Θεού, και έγινε ο Ισραήλ μερίδα του Κυρίου και λαός του και μέρος της κληρονομίας του».30 Αυτό που λέει σημαίνει το εξής ο Θεός διαχώρισε όλα τα έθνη˙ ποιά λοιπόν ήταν αυτά τα έθνη; Εννοεί τους ίδιους τους απογόνους του Αδάμ. Αν λοιπόν όλοι είναι απόγονοι του Αδάμ, πώς τους ονομάζει έθνη; Τους ονομάζει, επειδή ο Αδάμ, πριν να παραβεί την εντολή του Θεού, ήταν αθάνατος, άφθαρτος και συμπολίτης και συνόμιλος με τους αγγέλους, και κατοικούσε τον παράδεισο, από τη στιγμή όμως που παρέβη την εντολή του ίδιου του Θεού στερήθηκε όλα αυτά τα αγαθά, και με το να γίνει φθαρτός και θνητός, διώχθηκε από τον παράδεισο, έτσι λοιπόν και όλοι όσοι γεννήθηκαν από τον Αδάμ˙ επειδή δηλαδή πλήθυναν, και με το να πέσουν στην άγνοια του Θεού, όπως εκείνος που είπε, «Θα θέσω το θρόνο μου επάνω στα σύννεφα του ουρανού και θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο»,31 και αυτοί οι ίδιοι, με το να σκεφθούν ασύνετα, άρχισαν να κτίζουν πύργο και επιχειρούσαν να ανεβούν στους ουρανούς. Και γι’ αυτό το λόγο, αντί να τους δώσει ο Θεός κατάρα και τιμωρία, ανακάτωσε τις γλώσσες τους32 και διέκοψε τη συμφωνία τους για το κακό˙ αφού μάλιστα τους απέκοψε σαν μέλη από το σώμα του Αδάμ και τους διαχώρισε και τους διασκόρπισε μακριά απ’ αυτόν και μακριά τον ένα από τον άλλο, έδωσε στο κάθε μέλος άλλη διάλεκτο, για να μην μπορούν πια να ενωθούν. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν δεν τους ονόμασε αυτούς ανθρώπους, αλλά έθνη.
Αφού μάλιστα ο Θεός τους διαμοίρασε σε όλη τη γη, έδωσε σε κάθε μερίδα33 άγγελο φύλακα. Και πρόσεξε με ακρίβεια, πως από την αρχή του κόσμου και από την αρχή των αιώνων όλα είναι προγνωρισμένα και προορισμένα από τον Θεό. Επειδή δηλαδή ο Θεός προόρισε την ανάπλασή τους με την αναγέννηση, έλαβε σαν από ένα σώμα του Αδάμ34 μία μερίδα, την πλευρά, όπως δηλαδή και η μερίδα που έλαβε απ’ αυτόν, και συμπλήρωσε βέβαια αντί για τη μερίδα, που έλαβε, σάρκα, ανοικοδόμησε όμως την πλευρά σε γυναίκα, και έτσι, καθώς βέβαια τη δανείσθηκε από το σώμα του Αδάμ και χάρισε σ’ αυτόν άλλη αντί γι’ αυτή, αυτό που δανείσθηκε ήταν μερίδα του και δεν θεωρούνταν μερίδα του σώματος του Αδάμ, αλλά ήταν μερίδα του Κυρίου, επειδή ήταν έξω από το σώμα του Αδάμ, αν και ελήφθη απ’ αυτό και ήταν συγγενικό του. Γι’ αυτό λοιπόν και δεν τοποθετήθηκε για τη μερίδα αυτή άγγελος φύλακας, αλλά δόθηκε σ’ αυτούς παιδαγωγός, όπως ενός υιού, ή και ως ηγέτης λαού και στρατού, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ,˙ ο Θεός όμως ήταν ο φύλακάς τους και ο προστάτης τους, γι’ αυτό και ονόμασε αυτό το λαό Ισραήλ, νου δηλαδή που βλέπει τον Θεό.35 Απ’ αυτό και ο Χριστός λέγεται ότι γεννήθηκε από τη θυγατέρα του Αδάμ και του Δαβίδ˙ γι’ αυτό μάλιστα και από τον απόστολο Ματθαίο γενεαλογείται36 η μερίδα αυτή, που κατάγεται, λέω, από το σώμα του Αδάμ, και δεν γενεαλογείται όλο το σώμα˙ επειδή δηλαδή αποσπάσθηκε το όλο σώμα από τη μερίδα, όπως ακριβώς και ολόκληρος ο Αδάμ στερήθηκε από τη θεϊκή δόξα.

Υποσημειώσεις.

1. Ρωμ. 8, 29-30
2. Ιεζ. 33, 11
3. Ματθ. 3, 2
4. Λουκ. 15, 7
5. Ματθ. 11, 28
6. Πρβ. Ιω. 1, 29
7. Πρβ. Ιω. 7, 37
8. Ματθ. 9, 2
9. Λουκ. 18, 39
10. Λουκ. 18, 41-42
11. Ματθ. 15, 22
12. Ματθ. 8, 7
13. Ματθ. 9,9
14. Πρβ. Ιω. 5, 6-8
15. Λουκ. 7, 38
16. Λουκ. 15, 21
17. Ματθ. 9, 20. Λουκ. 13, 11
18. Ρωμ. 8, 30
19. Ψαλμ. 17, 10
20. Πρβ. Ρωμ. 2, 5
21. Ματθ. 20, 23
22. Ρωμ. 8, 29-30
23. Ματθ. 9, 13
24. Πρβ. Ρωμ. 8, 17
25. Ησ’. 49. 15
26. Πρβ. Α’ Κορ. 6, 20. Α’ Πέτρ. 1, 19
27. Πρβ. Α’ Τιμ. 2, 4
28. Ιω. 12, 47
29. Πρβ. Ρωμ. 8, 29-30
30. Δευτ. 32, 8-9
31. Ησ’. 14, 14
32. Γέν. 11, 7
33. Μερίδα˙ το κάθε έθνος.
34. Γέν. 2, 21-22
35. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γλαφυρών εις την Γένεσιν Λόγος 2, 3 και Λόγος 5, 3. PG 69, 85B ΚΑΙ 276
36. Ματθ. 1, 1-16

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.