Για την εγκράτεια – Π.Β. Πάσχου.e

Για την εγκράτεια,
και ότι δεν πρέπει να την εννοούμε μονάχα για
τα φαγητά, μα και για τ’ άλλα κινήματα της ψυχής

α’. Μερικοί αδελφοί της Σκήτης, ήθελαν να ρωτήσουν για πνευματικά θέματα κάποιον Γέροντα, και είπαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπαίνοντας στο πλοίο για να πάνε σ’ εκείνον, βρήκαν κ’ έναν άλλο γέροντα που πήγαινε στον ίδιο προορισμό, και τον οποίο δεν εγνώριζαν [οί αδελφοί]. Κ’ εκεί που καθότανε στο πλοίο, ταξιδεύοντας, μιλούσαν μεταξύ τους για διάφορα θέματα από τους λόγους των αγίων Πατέρων και από την Αγία Γραφή, αλλά ο λόγος τους περνούσε συχνά και από τα εργόχειρά τους. Ωστόσο, ο γέροντας που συνταξίδευε μαζί τους σιωπούσε και δεν έλεγε τίποτε.
Όταν το πλοίο έφτασε στην όχθη και πλεύρισε να κατεβούν οι αδελφοί, βρέθηκε να πηγαίνει και ο σιωπηλός γέροντας προς τον άγιο Αντώνιο. Κι όταν έφτασαν κοντά του, λέγει στους μοναχούς ο αββάς Αντώνιος:
-Είχατε καλή συντροφιά, ταξιδεύοντας με τούτον τον γέροντα.
Και γυρνώντας μετά προς τον γέροντα, του λέει:
-Βρήκες καλούς αδελφούς για συντροφιά σου, αββά.
Τότε του λέει ο σιωπηλός γέροντας:
-Είναι μεν καλοί, άγιε Γέροντα, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα. Όποιος θέλει, μπορεί να μπει στο σταύλο τους και να λύσει τον όνο τους και να τον πάρει…
Αυτό το είπε ο γέροντας, διότι ό,τι τους ερχόταν στο στόμα το έλεγαν δίχως να σκεφτούν.

β’. Ο αββάς Δανιήλ έλεγε για τον αββά Αρσένιο:
-Όλη τη νύχτα την περνούσε άγρυπνος• και όταν, γύρω στα χαράματα, ήθελε από ανθρώπινη ανάγκη να κοιμηθεί, έλεγε στον ύπνο: «έλα τώρα κ’ εσύ, κακέ δούλε». Ξέκλεβε κλείνοντας τα μάτια του για λίγο, εκεί που καθόταν, και γρήγορα ξυπνούσε και σηκωνόταν επάνω αμέσως.

γ’. Ο αββάς Αρσένιος έλεγε:
-Είναι αρκετός ο ύπνος μιας ώρας για τον μοναχό, αν είναι πραγματικός ασκητής και αγωνίζεται.

δ’. Ο αββάς Δανιήλ έλεγε πάλι για τον αββά Αρσένιο:
-Τόσα χρόνια που έμενε κοντά σ’ έμας, του πηγαίναμε μονάχα ένα σακκούλι με σιτάρι. Και όχι μόνο του έφτανε, μα και όταν τον επισκεφτόμασταν, τρώγαμε κ’ εμείς από αυτό!

ε’. Ο ίδιος αββάς έλεγε για τον αββά Αρσένιο:
– Δεν άλλαζε το νερό, στα βάγια των φοινίκων που έπλεκε, παρά μόνο μιά φορά το χρόνο και όταν μονάχα χρειαζόταν, πρόσθετε λίγο νερό. Έκανε το εργόχειρο του πλέκοντας και ράβοντας τα βάγια των φοινίκων ως την έκτη ώρα. Βλέποντας αυτό το πράγμα, οι γέροντες τον ρώτησαν:
– Γιατί δεν αλλάζεις το νερό, άγιε Γέροντα, μια και βρωμάει;
Κ’ εκείνος τους είπε:
-Για τόσα θυμιάματα και τόσα μύρα που απόλαυσα στον κόσμο, είναι ανάγκη οπωσδήποτε να υποφέρω και τούτη τη δυσωδία…

Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» ολόκληρη την εντυπωσιακή αυτή συλλογή συμβάντων και λόγων από τη ζωή των Αγίων Γερόντων, σε rar μορφή.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.