Τα λειτουργικά αναγνώσματα της Παρασκευής της Ε. εβδομάδος των νηστειών.

Εις την Τριθέκτην

Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα
Ησαϊας ΜΕ. 11 – 17.

Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός, ο άγιος Ισραήλ, ο ποιήσας τα επερχόμενα. Ερωτήσατέ με περί των υιών μου, και περί των έργων των χειρών μου εντείλασθέ μοι. Εγώ εποίησα την γήν, και άνθρωπον επ’ αυτής, εγώ τη χειρί μου εστερέωσα τον ουρανόν, εγώ πάσι τοις άστροις ενετειλάμην, εγώ ήγειρα αυτόν μετά δικαιοσύνης βασιλέα, και πάσαι αι οδοί αυτού ευθείαι” ούτος οικοδομήσει την πόλιν μου, και την αιχμαλωσίαν του λαού μου επιστρέψει, ου μετά λύτρων, ουδέ μετά δώρων, είπε Κύριος Σαβαώθ. Ούτω λέγει Κύριος. Εκοπίασεν Αίγυπτος, και εμπορεία Αιθιόπων, και οι Σεβαείμ άνδρες υψηλοί επί σέ διαβήσονται, και σοί έσονται δούλοι, και οπίσω σου ακολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις, και διαβήσονται πρός σέ, και προσκηνήσουσί σοι, και προσεύξονται εν σοί, ότι ο Θεός εν σοί εστι, και ουκ έστι Θεός πλήν σού. Σύ γάρ ει Θεός, και ουκ ήδειμεν. Ο Θεός του Ισραήλ Σωτήρ. Αισχυνθήσονται και εντραπήσονται πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πορεύσονται εν αισχύνη. Εγκαινίζεσθε πρός με, νήσοι. Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον, ουκ αισχυνθήσονται, ουδέ μή εντραπώσιν έως του αιώνος έτι, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ.

Απόδοση.

Ο Κύριος ο Θεός, ο Άγιος του Ισραήλ, ο οποίος έχω ήδη κάνει όσα πρόκειται να γίνουν, λέω: «Ρωτήστε με, αν τολμάτε, για τη σχέση μου με τους γιους μου και τις θυγατέρες μου, και δώστε μου εντολές τι να κάνω. Εγώ δημιούργησα τη γη και τον άνθρωπο πάνω σ’ αυτήν, εγώ με το χέρι μου στερέωσα τον ουρανό, εγώ διατάζω όλα τ’ αστέρια. Εγώ ανέδειξα τον Κύριο ως βασιλιά που θα επιβάλει δικαιοσύνη, και άνοιξα όλους τους δρόμους μπροστά του. Αυτός την πόλη μου θ’ ανοικοδομήσει και τους αιχμαλώτους του λαού μου θ’ αφήσει να επιστρέψουν, χωρίς να πάρει λύτρα ούτε δώρα, λέω εγώ ο Κύριος Σαβαώθ».
Ο Κύριος Σαβαώθ λέει στον λαό του: «Όσα με κόπο απέκτησε η Αίγυπτος κι όσα απ’ το εμπόριο κέρδισαν οι Αιθίοπες μαζί με τους μεγαλόσωμους άνδρες της Σεβά θα οδηγηθούν σ’ εσένα, θα γίνουν δούλοι σου και θα σ’ ακολουθούν δεμένοι με χειροπέδες• θα έρθουν μπροστά σου, θα σε προσκυνήσουν και θα σε ικετεύουν, γιατί μόνο σ’ εσένα είναι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός απ’ τον δικό σου: ‘‘Πράγματι, εσύ είσαι ο Θεός, και δεν το γνωρίζαμε, Θεέ του Ισραήλ, σωτήρα μας’’. Θα ντροπιαστούν και θα εξευτελιστούν όλοι όσοι εναντιώνονται σ’ εμένα, και θα φύγουν ντροπιασμένοι. Εγκαινιάστε μία καινούρια σχέση μαζί μου, όσοι κατοικείται στις παραθαλάσσιες χώρες. Όσο για τον Ισραήλ, ο Κύριος θα τον σώσει μια για πάντα. Δεν θα ντροπιαστούν, ούτε πρόκειται να ταπεινωθούν πια μέσα στους αιώνες», λέει ο παντοκράτορας Κύριος.

Εν τω Εσπερινώ

Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις ΚΒ. 1 – 18.

Εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα, ο Θεός επείραζε τον Αβραάμ, και είπεν αυτώ” Αβραάμ, Αβραάμ, και είπεν. Ιδού εγώ. Και είπε. Λάβε τον υιόν σου τον αγαπητόν, όν ηγάπησας, τον Ισαάκ, και πορεύθητι εις την γήν την υψηλήν, και ανένεγκε αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν, επί έν των ορέων, ών άν σοι είπω. Αναστάς δέ Αβραάμ το πρωί, επέσαξε τον όνον αυτού, παρέλαβε δέ μεθ’ εαυτού δύο παίδας, και Ισαάκ τον υιόν αυτού, και σχίσας ξύλα εις ολοκάρπωσιν, αναστάς επορεύθη, και ήλθεν εις τον τόπον, όν είπεν αυτώ ο Θεός, τη ημέρα τη τρίτη. Και αναβλέψας Αβραάμ τοις οφθαλμοίς αυτού, είδε τον τόπον μακρόθεν, και είπεν Αβραάμ τοις παισίν αυτού. Καθίσατε αυτού μετά της όνου, εγώ δέ και το παιδάριον, διελευσόμεθα έως ώδε, και προσκυνήσαντες, αναστρέψομεν προς υμάς. Έλαβε δέ Αβραάμ τα ξύλα της ολοκαρπώσεως, και επέθηκεν Ισαάκ τω υιώ αυτού, έλαβε δέ και το πύρ μετά χείρας, και την μάχαιραν, και επορεύθησαν οι δύο άμα. Είπε δέ Ισαάκ προς Αβραάμ τον πατέρα αυτού. Πάτερ, ο δε είπε. Τί εστι τέκνον? Είπε δέ, Ιδού το πύρ και τα ξύλα, πού εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν? Είπε δέ Αβραάμ, ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον εις ολοκάρπωσιν, τέκνον. Πορευθέντες δέ αμφότεροι άμα, ήλθον επί τον τόπον, όν είπεν αυτώ ο Θεός, και ωκοδόμησεν εκεί Αβραάμ το θυσιαστήριον, και επέθηκε τα ξύλα, και συμποδίσας Ισαάκ τον υιόν αυτού, επέθηκεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων, και εξέτεινεν Αβραάμ την χείρα αυτού λαβείν την μάχαιραν, σφάξαι τον υιόν αυτού. και εκάλεσε αυτόν Άγγελος Κυρίου εκ του ουρανού, και είπεν αυτώ. Αβραάμ, Αβραάμ, ο δέ είπεν. Ιδού εγώ. Και είπε. Μή επιβάλης την χείρά σου επί το παιδάριον, μηδέ ποιήσης αυτώ μηδέν’ νύν γάρ έγνων, ότι φοβή σύ τον Θεόν, και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ. Και αναβλέψας Αβραάμ τοις οφθαλμοίς αυτού, είδε, και ιδού, κριός κατεχόμενος εν φυτώ Σαβέκ των κεράτων, και επορεύθη Αβραάμ, και έλαβε τον κριόν, και ανήνεγκεν αυτόν εις ολοκάρπωσιν, αντί Ισαάκ του υιού, αυτού. Και εκάλεσεν Αβραάμ το όνομα του τοπου εκείνου, Κύριος είδεν, ίνα είπωσι σήμερον, εν τω όρει Κύριος ώφθη. Και εκάλεσεν Άγγελος Κυρίου τον Αβραάμ δεύτερον εκ του Ουρανού, λέγων. Κατ’ εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ού ένεκεν εποίησας το ρήμα τούτο, και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ, ή μήν ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, ως τους αστέρας του ουρανού, και ως την άμμον, την παρά το χείλος της θαλάσσης, και κληρονομήσει το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων, και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γής, ανθ’ ών υπήκουσας της εμής φωνής.

Απόδοση.

Έπειτα από όσα συνέβησαν, ο Θεός έβαλε σε δοκιμασία τον Αβραάμ. Του φώναξε: «Αβραάμ, Αβραάμ», κι εκείνος απάντησε: «Ορίστε, εδώ είμαι». «Πάρε τον πολυαγαπημένο σου γιο, τον Ισαάκ», πρόσταξε ο Θεός, «πήγαινε στην περιοχή ‘‘Υψηλή’’ κι εκεί πρόσφερέ τον ως ολοκαύτωμα πάνω σ’ ένα από τα βουνά που θα σου πω».
Ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί, σαμάρωσε τον γάιδαρό του, πήρε μαζί του δύο δούλους και τον Ισαάκ τον γιο του και, αφού έσχισε ξύλα για το ολοκαύτωμα, έφυγε. Την τρίτη μέρα έφτασε στον τόπο που του είπε ο Θεός. Ο Αβραάμ σήκωσε τα μάτια του, είδε από μακριά τον τόπο, και είπε στους δούλους του: «Εσείς μείνετε εδώ με τον γάιδαρο, κι εγώ με το παιδί θα πάμε ως εκεί και, αφού προσκυνήσουμε, θα γυρίσουμε πίσω σ’ εσάς». Πήρε, λοιπόν, ο Αβραάμ τα ξύλα για το ολοκαύτωμα, τα φόρτωσε στον Ισαάκ τον γιο του, πήρε έπειτα στα χέρια του τη φωτιά και το μαχαίρι και προχώρησαν οι δυο μαζί. Καθώς προχωρούσαν, ο Ισαάκ απευθύνθηκε στον Αβραάμ τον πατέρα του: «Πατέρα», κι εκείνος αποκρίθηκε: «Τι είναι, παιδί μου;» «Να η φωτιά και τα ξύλα», είπε ο Ισαάκ, «το πρόβατο όμως για το ολοκαύτωμα που είναι;» Ο Αβραάμ απάντησε: «Ο ίδιος ο Θεός, παιδί μου, θα φροντίσει για το πρόβατο του ολοκαυτώματος».
Συνεχίζοντας τον δρόμο οι δυο τους, έφτασαν στον τόπο που του είπε ο Θεός. Εκεί ο Αβραάμ κατασκεύασε το θυσιαστήριο, τοποθέτησε τα ξύλα και, αφού έδεσε χειροπόδαρα τον Ισαάκ τον γιο του, τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω στα ξύλα. Έπειτα άπλωσε το χέρι του για να πάρει το μαχαίρι και να σφάξει τον γιο του. Άγγελος Κυρίου, όμως, του φώναξε από τον ουρανό και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ». Εκείνος αποκρίθηκε: «Ορίστε, εδώ είμαι». Ο άγγελος του είπε: «Μην απλώσεις το χέρι σου πάνω στο παιδί ούτε να του κάνεις τίποτα, γιατί τώρα κατάλαβα ότι σέβεσαι τον Θεό και δεν λυπήθηκες για χάρη μου τον αγαπητό σου γιο». Τότε ο Αβραάμ σήκωσε τα μάτια του και είδε ένα κριάρι πιασμένο από τα κέρατα σ’ έναν πυκνό θάμνο. Πήγε, το πήρε και το πρόσφερε ως ολοκαύτωμα αντί για τον Ισαάκ τον γιο του. Γι’ αυτό ο Αβραάμ ονόμασε τον τόπο εκείνο «Ο Κύριος είδε», ώστε να λένε σήμερα: «Στο βουνό φανερώθηκε ο Κύριος».
Ο άγγελος Κυρίου φώναξε από τον ουρανό για δεύτερη φορά τον Αβραάμ και του είπε: «Ορκίστηκα στον εαυτό μου», λέει ο Κύριος, «επειδή έκανες αυτή την πράξη, και για χάρη μου δεν λυπήθηκες τον αγαπημένο σου γιο, θα σε ευλογήσω πλουσιοπάροχα, θα πληθύνω τους απογόνους σου σαν τα άστρα του ουρανού και σαν την άμμο στις παραλίες της θάλασσας, και οι απόγονοί σου θα κατακτήσουν τις πόλεις των εχθρών. Μέσα από τους απογόνους θα ’ρθει η ευλογία σε όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στην εντολή μου».

Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι ΙΖ. 17 – 18, ΙΗ. 5

Αδελφοί εν ανάγκαις χρήσιμοι έστωσαν’ τούτου γάρ χάριν γεννώνται. Ανήρ άφρων επικροτεί και επιχαίρει εαυτώ, ως και ο εγγυώμενος εγγύη τον εαυτού φίλον, επί δέ των εαυτού χειλέων πύρ θησαυρίζει. Φιλαμαρτήμων χαίρει μάχαις, υψών δέ θύραν αυτού, ζητεί συντριβήν” ο δέ σκληροκάρδιος ου συναντά αγαθοίς. Ανήρ ευμετάβολος γλώσση, εμπεσείται εις κακά” καρδία δέ άφρονος, οδύνη τω κεκτημένω αυτήν. Ουκ ευφραίνεται πατήρ εφ’ υιώ απαιδεύτω, υιός δέ φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού. Καρδία ευφραινομένη ευεκτείν ποιεί, ανδρός δέ λυπηρού ξηραίνεται οστά. Λαμβάνοντος δώρα αδίκως εν κόλποις, ου κατευοδούνται αι οδοί” ασεβής δέ εκκλίνει οδούς δικαιοσύνης. Πρόσωπον συνετόν, ανδρός σοφού, οι δέ οφθαλμοί του άφρονος επ’ άκρα γής. Οργή πατρί υιός άφρων, και οδύνη τη τεκούση αυτόν. Ζημιούν άνδρα δίκαιον ου καλόν, ουδέ όσιον επιβουλεύειν δυνάσταις δικαίοις. Ός φείδεται ρήμα προέσθαι σκληρόν, επιγνώμων, μακρόθυμος δέ ανήρ, φρόνιμος. Ανοήτω επερωτήσαντι σοφίαν, σοφία λογισθήσεται, εννεόν δέ τις εαυτόν ποιήσας, δόξει φρόνιμος είναι. Προφάσεις ζητεί ανήρ βουλόμενος χωρίζεσθαι από φίλων, εν παντί δέ καιρώ επονείδιστος έσται. Ου χρείαν έχει σοφίας ενδεής φρενών, μάλλον γάρ άγεται αφροσύνη. Όταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών, καταφρονεί, επέρχεται δέ αυτώ ατιμία και όνειδος. Ύδωρ βαθύ λόγος εν καρδία ανδρός, ποταμός δέ αναπηδών, και πηγή ζωής” θαυμά σαι πρόσωπον ασεβούς ου καλόν, ουδέ όσιον εκκλίνειν το δίκαιον εν κρίσει.

Απόδοση.

Τ’ αδέρφια χρήσιμα ας είναι στις ανάγκες• γιατί γι’ αυτό γεννιούνται.
Ανόητος ο άνθρωπος που επαινεί τον εαυτό του και τον συγχαίρει, όπως κι εκείνος που για τους φίλους του που μπαίνει εγγυητής, και συγκεντρώνει στα χείλη του φωτιά.
Όποιος την αμαρτία αγαπά, χαίρεται με τις διαμάχες•
κι όποιος την πόρτα του επιδεικτικά ψηλώνει, γυρεύει να καταστραφεί•
ο σκληρόκαρδος, πάλι, δεν συναναστρέφεται τους καλούς.
Αυτός που εύκολα τα λόγια του αλλάζει, θα συναντήσει συμφορές•
κι η δυστυχία στον ανόητο απ’ το μυαλό του έρχεται.
Ο πατέρας δεν χαίρεται για τον άξεστο γιο του, ενώ ο γιος ο συνετός της μάνας του ευφροσύνη.
Καρδιά που χαίρεται, δημιουργεί ευεξία•
ενώ του λυπημένου ανθρώπου ξεραίνονται τα οστά.
Εκείνου που δωροδοκείται τίποτα δεν του πάει καλά• κι ο ασεβής εκτρέπει τη δίκαιη κρίση απ’ τον δρόμο της.
Το πρόσωπο το συνετό προδίδει άνθρωπο σοφό• ενώ του ανόητου τα μάτια άσκοπα περιφέρονται μέχρι της γης τις άκρες.
Οργή για τον πατέρα του ο ανόητος γιος• και ο πόνος γι’ αυτήν που τον γέννησε.
Να βλάφτει κάποιος δίκαιον άνθρωπο, δεν είναι καλό κι ούτε σωστό να σκευωρεί ενάντια σε δίκαιους άρχοντες.
Όποιος δεν ξεστομίζει μ’ ευκολία λόγια σκληρά, είναι γνωστικός,
ενώ φρόνιμος άνθρωπος είναι ο υπομονετικός.
Ένας ανόητος που θα ρωτήσει για σοφία, σοφός θα θεωρηθεί•
κι όποιος στον εαυτό του επιβάλλει σιωπή, φρόνιμος θα φανεί πως είναι.
Προφάσεις ο άνθρωπος γυρεύει, όταν από τους φίλους του θέλει να χωριστεί, και σε κάθε περίπτωση είναι αξιοκατάκριτος.
Δεν έχει ανάγκη από σοφία ο ανόητος, γιατί οδηγείται περισσότερο απ’ την ανοησία.
Όταν στο βάθος φτάσει των κακών ο ασεβής, δεν τα λογαριάζει•
Ενώ πάνω του πέφτει η ατιμία κι η ντροπή.
Οι σκέψεις στο μυαλό του ανθρώπου είναι σαν τα βαθιά νερά, ποτάμι που αναβλύζει και ζωηφόρα πηγή.
Καλό δεν είναι να μεροληπτεί κανείς για χάρη του ασεβή,
ούτε σωστό να διαστρέφει το δίκαιο στο δικαστήριο.

Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη σελ.216-227 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.