Το ελαφάκι με τον σταυρό, και: Προστάτις η λέαινα – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Η μεγάλη αγάπη του Γέροντα Παϊσίου προς τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο, πλημμύριζε την καρδιά του και το ξεχείλισμά της αγκάλιαζε και την άλογη κτίση. Ο Γέροντας αγαπούσε ιδιαίτερα τα άγρια ζώα και αυτά ένοιωθαν την αγάπη του και τον πλησίαζαν.
Ανάμεσά τους ήταν και ένα ελαφάκι, που πήγαινε καθημερινά στο κελλί του και έτρωγε από τα χέρια του. Ο Γέροντας του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με μπογιά, για να ξεχωρίζη. Ειδοποίησε και τους κυνηγούς, να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέχουν αυτό το ελάφι με τον σταυρό. Όπου κι αν το βρουν, να μην το χτυπήσουν. Δυστυχώς όμως, ένας κυνηγός, περιφρονώντας την εντολή, είδε κάποια μέρα το ελαφάκι και το σκότωσε, κάτι που πίκρανε βαθειά τον Γέροντα.
ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Αγαθά και κακά, ζωή και θάνατος,
πτωχεία και πλούτος παρά Κυρίου εστί.
ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ 11:14

Προστάτις η λέαινα
Από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας καταγόταν η Αγία Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος του Χριστού Θέκλα. Ήταν κόρη της Θεοκλείας, μιας επιφανούς Ελληνίδας, και είχε αρραβωνιασθή έναν νέο, ονόματι Θάμυρι.
Τον καιρό εκείνο βρισκόταν στο Ικόνιο και κήρυττε ο Απόστολος Παύλος. Ανάμεσα στους ακροατές ήταν και η Αγία Θέκλα, η οποία, ακούγοντας τα λόγια του από το παράθυρό της, ήρθε σε τέτοια κατάνυξι, που έμεινε εκεί τρία μερόνυκτα και δεν άκουγε ούτε την μητέρα της, που την καλούσε.
Μόλις έμαθε τα νέα ο μνηστήρας της, προσπάθησε να την καλοπιάση με τα λόγια, αλλά, βλέποντας ότι η Αγία δεν τον ήθελε πλέον, άρχισε να την φοβερίζη. Εξωργισμένος ο Θάμυρις ξεκίνησε να βρη τον Απόστολο Παύλο, επειδή τον θεώρησε υπεύθυνο για την στάσι της μνηστής του. Στον δρόμο συνάντησε δύο πανούργους ανθρώπους, τον Δημά και τον Ερμογένη, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να πάη στον ηγεμόνα της πόλεως και να καταγγείλη τον Απόστολο.
Πράγματι, ο Θάμυρις έκανε αυτό που του είπαν και ο ηγεμών διέταξε να φυλακίσουν τον Απόστολο. Όταν το έμαθε η Θέκλα, αποφάσισε να μαρτυρήση για την αγάπη του Χριστού. Πήγε στην φυλακή και δωροδόκησε τον φύλακα, για να την αφήση να μπη στο κελλί του φυλακισμένου. Εκεί παρεκάλεσε τον θείο Απόστολο Παύλο να την διδάξη τα της πίστεώς μας. Γρήγορα συνελήφθησαν και οι δύο και ωδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα. Εκείνος διέταξε να μαστιγώσουν τον Απόστολο και να τον διώξουν από την πόλι, την δε Αγία διέταξε να την κάψουν ζωντανή. Όταν όμως την εγύμνωσαν για να την ρίξουν στην πυρά, ο ηγεμόνας, βλέποντας το κάλλος της, λυπήθηκε και δάκρυσε. Η Αγία άρχισε να προσεύχεται νοερώς στον Κύριο, περιμένοντας την βοήθειά Του. Σε λίγο ακούσθηκαν φοβερές βροντές, αστραπές φώτισαν τον ουρανό και η ραγδαία βροχή, που έπιασε, έσβησε την φωτιά και έδιωξε το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί.
Η Αγία Θέκλα φόρεσε τα ρούχα της και έφυγε από την πόλι. Στον δρόμο συνάντησε τον Απόστολο Παύλο και μαζί έφθασαν στην Αντιόχεια. Εκεί ένας άρχοντας, ονόματι Αλέξανδρος, θαμπωμένος από την ομορφιά της Αγίας, πρόσφερε πολλά χρήματα στον Απόστολο για να του την δώση.
-Εγώ, κύριε, δεν την ηξεύρω, ούτε την ορίζω, απάντησε ο Απόστολος.
Ο Αλέξανδρος τότε άρπαξε την Αγία με την βία.
Εκείνη όμως τον έσπρωξε και φώναζε:
-Μη δυναστεύης την δούλη του Θεού, ασεβέστατε.
Λέγοντας αυτά και προσπαθώντας να ξεφύγη, του έσχισε τα ρούχα. Ο Αλέξανδρος, έξαλλος από θυμό, την κατηγόρησε στον ανθύπατο της πόλεως, ο οποίος τότε την καταδίκασε σε θάνατο ως «ιερόσυλο», επειδή τόλμησε να σχίση τα ρούχα του ηγεμόνα.
Ο δήμιος την έρριξε μέσα σ’ ένα λάκκο με λιοντάρια και αρκούδες. Τότε μία λέαινα, που ήταν πολύ άγρια, στάθηκε κοντά της και εμπόδιζε τα άλλα θηρία να την πλησιάσουν. Το μόνο, που έκανε στην Αγία, ήταν να της γλύφη τα πόδια. Όταν μία μεγάλη αρκούδα ώρμησε να ξεσκίση την Μάρτυρα, η λέαινα της επετέθη και την σκότωσε.
Βλέποντας αυτά ο δήμιος έρριξε μέσα στον λάκκο ένα τεράστιο και φοβερό λιοντάρι, που ήταν συνηθισμένο να τρώη ανθρώπους και το είχαν αφήσει, επίτηδες, πολλές ημέρες νηστικό. Η λέαινα όμως, προστατεύοντας την Αγία Θέκλα, πάλεψε μαζί του μέχρι που ξεψύχησαν και τα δύο.
Οι δήμιοι δεν το έβαλαν κάτω. Έβαλαν και άλλα θηρία στον λάκκο. Μάταια! Όλα στέκονταν σαν ήμερα αρνάκια, με σεβασμό, μπροστά στην αγιότητά της.
Ο ανθύπατος Αλέξανδρος διέταξε μετά τους στρατιώτες του να ρίξουν την Αγία σε μια βαθειά λίμνη, όπου ζούσαν πολλές άγριες και φοβερές φώκιες.
Μόλις είδε την λίμνη η Αγία Θέκλα, έπεσε μέσα λέγοντας:
-Εις το όνομά Σου, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, λαμβάνω σήμερα το Άγιον Βάπτισμα.
Οι γυναίκες, που παρακολουθούσαν την σκηνή, άρχισαν να κλαίνε, πιστεύοντας ότι θα της επιτεθούν οι φώκιες, και την παρακινούσαν να βγη αμέσως από το νερό. Η Αγία όμως δεν έπαθε τίποτα, γιατί ξαφνικά άρχισε ν’ αστράφτη και ένας κεραυνός, που έπεσε, έκαψε τις φώκιες.
Έρριξαν τότε οι δήμιοι στην λίμνη και άλλα θηρία, για να την κατασπαράξουν, αλλά οι γυναίκες που της παραστέκονταν έρριξαν μύρα (νάρδο, κασία και άμωμον) και από την ευωδία τα θηρία αποκοιμήθηκαν.
Έκπληκτοι οι δήμιοί της απ’ όσα θαυμαστά συνέβαιναν, αποφάσισαν να δοκιμάσουν και κάτι άλλο. Έδεσαν την Αγία και έστρεψαν εναντίον της δύο μανιασμένους ταύρους. Κι αυτοί όμως, αντικρύζοντας την Μάρτυρα, έμειναν ακίνητοι και δεν την πλησίασαν καθόλου.
Η Αγία Θέκλα τότε προσευχήθηκε:
-Ευχαριστώ Σοι, Κύριε ο Θεός μου, διότι με εφώτισες και Σε γνώρισα, ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Συ με έσωσες από την φωτιά και από τα θηρία, και σε Σένα μόνο ταιριάζει δόξα και προσκύνησις στους αιώνες˙ Αμήν.
Τότε ο Αλέξανδρος είπε στον ανθύπατο:
-Έχω δύο ταύρους άγριους και φοβερούς. Ας την δώσουμε σ’ αυτούς να την θανατώσουν.
-Κάνε εσύ ό,τι θέλεις σ’ αυτήν, διότι εγώ πλέον δεν βάζω το χέρι μου επάνω της, απάντησε ο ανθύπατος.
Την έδεσαν λοιπόν και την έρριξαν στους ταύρους, τους οποίους κατέκαιαν με πυρωμένα σίδερα και τους κεντούσαν, για να αγριέψουν περισσότερο. Οι ταύροι έμειναν όμως άπρακτοι, ενώ τα δεσμά της Αγίας λύθηκαν από μόνα τους.
Ο ανθύπατος αποφάσισε τότε να την αφήση ελεύθερη να γυρίση στο Ικόνιο. Όμως η Αγία, αφού αναζήτησε τον Απόστολο Παύλο, πήγε στην Σελεύκεια, στο όρος Καλαμών, όπου βρήκε μια σπηλιά και έμεινε εκεί για πολλά χρόνια. Η φήμη της απλώθηκε στις γύρω πόλεις και πολλές γυναίκες έφθαναν κάθε μέρα ως την σπηλιά της, για ν’ ακούσουν την διδασκαλία της, να ασκητεύσουν μαζί της ή και να θεραπευθούν, γιατί η Αγία, εκτός από τις ψυχές, θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες τους.
Οι γιατροί όμως των γύρω περιοχών, βλέποντας ότι όλοι οι άρρωστοι έτρεχαν στην Αγία Θέκλα για να θεραπευθούν, και μάλιστα δωρεάν, πλήρωσαν κάποιους ακόλαστους νέους, για να πάνε να την κακοποιήσουν. Εκείνη τότε σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και προσευχήθηκε:
-Κύριε Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οικτίρμων, η ελπίδα των απελπισμένων, η βοήθεια των αβοηθήτων, Συ, που με διέσωσες από την φωτιά και τα θηρία, από τον Θάμυρι και τον Αλέξανδρο και τον βυθό της θάλασσας, ελευθέρωσέ με από τα χέρια αυτών των ανόμων ανθρώπων, και μην αφήσης να με κακοποιήσουν και φθείρουν την παρθενία μου, την οποία αφιέρωσα σε Σένα, αγαπημένε μου Νυμφίε.
Τότε η Μάρτυς είδε την πέτρα, που ήταν μπροστά της, να ανοίγη. Εκείνη μπήκε μέσα και η πέτρα ξανάκλεισε, για να γίνη η αιώνια κατοικία της. Το μαρτύριό της είχε αρχίσει όταν ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, ενώ όταν απήλθε εις Κύριον ήταν ενενήντα ετών.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.