Αθανάσιος Καρπενησιώτης (θυσιάσθηκε 17 Ιουνίου 1821) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Αθανασιος Φουρλιδας ήταν το πραγματικό του όνομα. Απόμεινε ομως στην ιστορία σαν Καρπενησιώτης, απ’ το μικρό χωριό Άγιος Ανδρέας του Καρπενησίου, απ’ όπου καταγόταν. Τα γράμματα του λιγοστά, όσα του έμαθε ο παπάς του χωριού του. Μα ήταν από τους άντρες εκείνους του Εικοσιένα που η καρδιά τους χώραγε μέσα της όλη την Ελλάδα, απ’ τα πανάρχαια χρόνια ως τότε. Στο χωριό του τον φώναζαν «μτιούρα», που θα πει παλικάρι.
Πριν σηκώσει τ’ άρματα ο Θανάσης, είχε μάθει την τέχνη να τα διορθώνει. Και μ’ αυτή έζησε στις μεγάλες πολιτείες της Τουρκιάς, όπου από μικρός ξενητεύτηκε. Αργότερα πέρασε στις ηγεμονίες και νοίκιασε κτήματα μοναστηριακά, για να ζήσει. Και πήγαινε καλά. Αργότερα έγινε μικροκαπετάνιος στη φρουρά του Μιχαήλ Βόδα. Όταν ο Υψηλάντης μπήκε στις ηγεμονίες, ο Καρπενησιώτης έτρεξε στο πλευρό του, για να βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Και ο αρχηγός τον τίμησε με την εμπιστοσύνη του και τον έστειλε να οργανώσει τον πόλεμο στο Γαλάτσι.

30 Απριλίου 1821. Ο Καρπενησιώτης οργάνωσε καλά την άμυνα στο Γαλάτσι, με εξακόσιους άντρες. Έπιασε τους προμαχώνες που στήσανε οι Ρώσοι στον τελευταίο πόλεμο με τους Τούρκους. Οι δύο απ’ αυτούς ήταν μισογκρεμισμένοι και μόνο ο μεσιανός κρατιόταν ακόμα. Σ’ αυτόν επικέντρωσε την προσοχή του. Διακόσιοι άντρες, ήταν και δεν ήταν, όσοι αποφάσισαν να κρατήσουν το τούρκικο κύμα στα τρία εκείνα ταμπούρια.

Ξημέρωσε η άλλη μέρα, Κυριακή 1 του Μάη. Φτάνει ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης. Βάζει στη μέση της παράταξης του, το πεζικό με τα κανόνια και στις δύο πτέρυγες το ιππικό και προχωρεί. Δυό χιλιάδες ασκέρι. Η πρώτη έφοδος του, είναι ακράτητη. Πεζοί και καβαλάρηδες ορμούν μανιασμένοι. Θερίζονται
όμως απ’ τα παλικάρια του Καρπενησιώτη. Ο πασάς λυσσάει. Καινούργια έφοδο
προστάζει.

Σ’ ένα απ’ τα ταμπούρια που κρατούν οι Έλληνες, οι τοίχοι γκρεμίζονται και τα παλικάρια φεύγουν. Μένουν μόνο τριανταδύο παλικάρια, με τον λεοντόκαρδο Κοτήρα. Αγωνίζονται με πάθος, χωρίς να χάνεται ούτε «εν μολύβι άνευ αίματος εχθρικού». Τέσσερις ώρες βαστά η λυσσασμένη συμπλοκή. Και ύστερα με γυμνά σπαθιά σχίζουν τις εχθρικές τάξεις και μπαίνουν στο Γαλάτσι. Εκεί όμως καινούργια περιπέτεια τους περιμένει. Το εχθρικό ιππικό τους κυκλώνει σ’ ένα σπίτι. Νέα πάλη, σώμα με σώμα, κι εκεί. Οι Τούρκοι στο τέλος βάζουν φωτιά στο σπίτι, και ο Κοτήρας με τους συντρόφους του καίγονται όλοι ζωντανοί.
Η μάχη στο μεταξύ συνεχίζεται στο οχυρό του Καρπενησιώτη, που πολεμά μόνο με σαρανταπέντε συντρόφους. Οι άλλοι σκόρπισαν ή σκοτώθηκαν. Χιλιάδες εχθρών τους έχουν ζώσει από παντού. Μάταια ο Περκόφτσαλης φανατίζει τ’ ασκέρι του, να πατήσει με ρεσάλτο το οχυρό που κρατάνε μια χούφτα γκιαούρηδες. Απανωτά τα γιουρούσια, που πληρώνονται όμως ακριβά απ’ τα κλεισμένα παλικάρια του Καρπενησιώτη. Ο τόπος γεμίζει από κουφάρια τούρκικα που φτάνουν τα εφτακόσια.
Η άγρια πάλη κρατά ως το σούρουπο. Έπεσε και το σκοτάδι της νύχτας και το ταμπούρι έμεινε άπαρτο. Και το τελευταίο τουφεκίδι σταμάτησε. Τι θα γινόταν όμως την άλλη μέρα; Τα εφόδια των κλεισμένων στο ταμπούρι Ελλήνων σώνονταν και αυτοί πόσο θα άντεχαν ακόμα χωρίς βοήθεια; Και πήραν την απόφαση να μεταχειριστούν το στρατήγημα της κλεφτουριάς, σε ώρα απελπισίας.
Έπαιρνε να γλυκοχαράξει η άλλη μέρα και ακόμα έφεγγε στον ουρανό ένα αχνό φεγγάρι. Ο Καρπενησιώτης φιλεί τα πτώματα όσων συντρόφων σκοτώθηκαν και δίνει το σύνθημα στους ζωντανούς να τον ακολουθήσουν. Βγαίνουν ξυπόλυτοι και προχωρούν. Που και που πέφτουν πάνω στους κοιμισμένους Τούρκους, που κατακουρασμένοι απ’ την πολύωρη μάχη, αργούν να συνέλθουν. Μερικοί τους καταλαβαίνουν και αρχίζουν το τουφεκίδι. Τα παλικάρια πετάνε μακριά τις κάπες τους. Οι Τούρκοι, μέσα στο σύθαμπο, τις νομίζουν για σκιές ανθρώπων. Τις πυροβολούν αυτές και έτσι είκοσι παλικάρια καταφέρνουν να διασχίσουν τα εχθρικά πλήθη και να ξεφύγουν ζωντανοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους είκοσι ήταν και ο Καρπενησιώτης. Τον περίμεναν να γράψει και άλλες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας, σε λίγες μέρες.
Στη μικρή τριγωνική χερσόνησο που βρίσκεται κοντά στο χωριό Σκουλένι, ανάμεσα στο ρεύμα του Προύθου και τη λίμνη Μπραϊλίτσα, εκεί ακριβώς που συναντώνται τα νερά τους με τα νερά του Δούναβη, αποφασίζει ο Καρπενησιώτης να προτάξει την τελευταία αντίσταση. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας εκεί, ενώ μπορούσαν να περάσουν τον Προύθο και να σωθούν στη Βεσσαραβία. Δεν προτίμησαν τη φυγή. Έμειναν εκεί να υπερασπίσουν ό,τι και ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. Όχι την πατρίδα, αλλά την τιμή της πατρίδας. Τετρακόσιοι όλοι και όλοι έμειναν. Ορκίστηκαν και «εκοινώνησαν του αγίου άρτου» λέγοντας:
-Αυτό είναι το υστερνό ψωμί που τρώμε.
Καίνε ύστερα το χωριό Σκουλένι, για να μην προστατεύεται ο εχθρός, σκάβουν χαντάκια για να κάμουν τη μικρή τους χερσόνησο νησί, μαζεύουν κορμούς δέντρων και φτιάχνουν πρόχειρο ταμπούρι- πάνω του στήνουν τα εννιά τους κανόνια. Γκρεμίζουν και το ξύλινο γεφύρι του ποταμού Ζίζια και είναι έτοιμοι να δώσουν την ανέλπιδη μάχη.
Η απέναντι όχθη του Προύθου έχει μεταβληθεί σ’ ένα τεράστιο θεωρείο. Δύο ρωσικά συντάγματα πεζικού και ένα ιππικού από Κοζάκους, με διοικητή τον στρατηγό Ζαμπανιώφ και ένα πλήθος από Έλληνες, Βλάχους και Ρώσους χωριάτες, κατέβηκαν στην ακροποταμιά, που ήταν ουδέτερο χώμα, για να παρακολουθήσουν το δράμα που θα παιζόταν σε λίγο.

Δεκαεφτά Ιουνίου και ο Κεχαγιάμπεης φάνηκε να έρχεται, με τρεις χιλιάδες πεζούς, τρεις χιλιάδες καβαλάρηδες και οχτώ κανόνια. Όταν πλησίασαν αρκετά και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν, οι Έλληνες βάζουν φωτιά σε κάτι καλαμένιες αποθήκες αλατιού. Ο καπνός στραβώνει για λίγο τους εχθρούς. Ύστερα όμως ορμούν με λύσσα. Πρώτη η καβαλαρία τους.
Σε πρώτη δόση, ογδόντα κουφάρια τούρκικα στρώνονται στη γη. Τα ελληνικά μιδράλια τους θερίζουν. Είναι αδύνατο να προχωρήσουν. Οι Τούρκοι στήνουν τα κανόνια τους. Υπάρχει όμως κίνδυνος, μερικές μπάλες τους να πέσουν στην αντίπερα όχθη και να χτυπήσουν Ρώσους. Και τότε: Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει αποσταλμένους στο Ζαμπανιώφ να πάρει την άδεια. Και παίρνει την απόκριση:
-Και μια μπάλα να πέσει σε ρωσικό χώμα, θα σε χτυπήσω.
«Ούτω η νίκη εμειδία επί της κεφαλής των ολίγων, αλλά γενναίων πατριωτών», γράφει ο Φιλήμονας, «εξελθόντων του οχυρώματος και αμοιβαίως, παρακελευομένων εις την επί του πεδίου καταδίωξιν του εχθρού. Το δ’ απέναντι πλήθος των θεατών, όλον συγκίνησις και θαυμασμός, συνώδευε δια των ενθουσιωδεστέρων ανευφημιών αυτούς».
Ο Κεχαγιάμπεης δεν απελπίζεται. Προστάζει τους ντερβισάδες του να φανατίσουν τ’ ασκέρια και ύστερα αρχίζουν τα γιουρούσια απανωτά. Οχτώ ώρες κρατάει εκείνη η φοβερή ανθρωποσφαγή. Οι τετρακόσιοι Έλληνες μάχονται υπεράνθρωπα, πληγώνονται, σκοτώνονται, μα κανένας δεν φεύγει, να περάσει τον Προύθο και να σωθεί. Οι θεατές απ’ την απέναντι όχθη, παρακολουθούν τη φοβερή πάλι με αγωνία. Βγάζουν παρορμητικές κραυγές και οι Ρώσοι φαντάροι υπέρ των Ελλήνων. Μερικοί κινούνται να πάνε να τους ενισχύσουν. Οι αξιωματικοί τους όμως βγάζουν τα πιστόλια και τους εμποδίζουν.
Οι τετρακόσιοι σύντροφοι του Καρπενησιώτη μάχονται απεγνωσμένα. Ένας ένας όμως πέφτουν νεκροί και λιγοστεύουν. Και ο αρχηγός τους μπροστά μάχεται, σαν άλλος Διγενής. Λαβώνεται, μα δεν παρατιέται. Βλέποντας τους Τούρκους να πατάνε το ταμπούρι του, αδειάζει πάνω τους τις δύο του πιστόλες και τις πετά στο ποτάμι, να μην τις πάρουν οι Μουρτάδες και ατιμαστούν. Τραβάει ύστερα το σπαθί και ρίχνεται πάνω τους. Σκοτώνει δυο και πέφτει τέλος νεκρός από τα γιαταγάνια των σπαχήδων. Οι λίγοι που απομένουν ζωντανοί, ρίχνονται στο ποτάμι να γλιτώσουν. Τους τουφεκάν οι τούρκοι. Ελάχιστοι βγήκαν ζωντανοί στην απέναντι όχθη.
-Δέκα χιλιάδες τέτοιους στρατιώτες αν είχε ο Υψηλάντης, είπε ο Ρώσος διοικητής, θα μπορούσε να τα βάλει με σαράντα χιλιάδες Τούρκους.
Αυτό ήταν το τραγικό αλλά δοξασμένο τέλος του Θανάση Καρπενησιώτη. Ίδιο κι απαράλλαχτο με κείνο του συνονόματου του Θανάση Διάκου. Μόνο ο τόπος της θυσίας διαφέρει. Μεγάλες καρδιές. Και οι δύο είχαν τον τρόπο να δώσουν τις άνισες μάχες τους με τον εχθρό και να σωθούν. Προτίμησαν όμως τον τιμημένο θάνατο απ’ την προσωπική σωτηρία. Βάδισαν ατενίζοντας κατάματα το θάνατο, για να δώσουν παράδειγμα. Ιδιαίτερα του Καρπενησιώτη ο θάνατος ήρθε πάνω στο γλυκοχάραμα του αγώνα. Τότε που τα πλήθη των ραγιάδων ήταν ακόμα φοβισμένα, αναποφάσιστα. Και είχαν ανάγκη από ένα φωτεινό παράδειγ¬μα αυτοθυσίας. Και ο Καρπενησιώτης τους το έδωσε.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.