Του Οσίου Πατρός ημών Λουκά, Αρχιεπ. Κρημαίας – λόγος την ήμερα της όγδοηκονταετηρίδος του (27 Απριλίου του 1957).

Ας μην σας φανεί αυτοέπαινος αυτό πού θέλω να σας πω. Αλήθεια σας λέω, ότι δεν ζητώ την δόξα μου, αλλά την δόξα του Πέμψαντός με. Στο βιβλίο του Τωβίτ διαβάζουμε τα πολύ σημαντικά λόγια: «Μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα του Θεού άνακαλύπτειν ένδόξως» (Τωβίτ. 12, 7). Γι’ αυτά ακριβώς τα έργα του Θεού στην προσωπική μου ζωή, θέλω να σας μιλήσω.

Γνωρίζω ότι πολλοί άνθρωποι απορούν, πώς μπόρεσα εγώ, ένας διάσημος και σπουδαίος επιστήμονας και χειρουργός, να εγκαταλείψω την χειρουργική και την επιστήμη και να γίνω κήρυκας του Ευαγγελίου του Χρίστου. Αυτοί πού σκέφτονται έτσι, κάνουν μεγάλο λάθος, όταν νομίζουν, ότι είναι αδύνατον να συνδυάσουμε την επιστήμη με την θρησκεία. Αυτή η άποψη τους είναι τελείως εσφαλμένη, επειδή από την ιστορία της επιστήμης γνωρίζουμε, ότι ακόμα και μεγάλοι επιστήμονες, όπως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Κοπέρνικος, ο Παστέρ αλλά και ο δικός μας μεγάλος φυσιολόγος Παύλοβ, ήταν πολύ πιστοί άνθρωποι. Γνωρίζω ότι και σήμερα πολλοί από τους καθηγητές, είναι άνθρωποι πιστοί και πάντα ζητούν την ευλογία μου. Δεν θα μπορέσουμε όμως να μεταπείσουμε
αυτούς οι όποιοι με αμφισβητούν. Ας τους αφήσουμε.

Ομως πρέπει να ομολογήσω, ότι, και εγώ ο ίδιος, όλα αυτά πού έκανε σε μένα ο Κύριος ο Θεός μου, τα θεωρώ καταπληκτικά και ανεξήγητα. Αναλογιζόμενος όλη την μακρά μου ζωή, πολύ καθαρά βλέπω, πώς ο Κύριος με έναν δικό Του τρόπο, ήδη από τα νεανικά μου χρόνια, με οδηγούσε στην ίερωσύνη, πράγμα, το οποίο ποτέ, μα ποτέ μου δεν σκέφτηκα, επειδή αγαπούσα με πάθος την χειρουργική και παραδόθηκα σ’ αυτή με όλην την ψυχή μου. Αυτή Ικανοποιούσε την επιθυμία μου να υπηρετώ τους φτωχούς και τους ανθρώπους πού υποφέρουν, να ανακουφίζω τον πόνο τους και με όλες τις δυνάμεις μου να τους βοηθάω στις ανάγκες τους.

Με πολύ θαυμασμό θυμάμαι ένα γεγονός, το οποίο συνέβη πρίν 60 χρόνια. Οταν τελείωσα το γυμνάσιο, ο σχολάρχης μου έδωσε το απολυτήριο και μαζί μία Καινή Διαθήκη. Την είχα διαβάσει από παλιά, αλλά τότε την ξαναδιάβασα και πάλι από την αρχή μέχρι το τέλος. Σημείωσα όλα, όσα μου έκαναν εντύπωση. Αλλά τίποτα άλλο δεν μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, όσο εκείνα τα λόγια, τα οποία είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, όταν είδαν τον λαό χωρίς ποιμένα: «Ο μεν Θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι: δεήθητε ουν του Κυρίου του θερισμού, όπως εκβάλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού» (Ματθ. 9, 37). η καρδιά μου σκίρτησε από αυτά τα λόγια και μέσα μου αναφώνησα: μα πώς, Κύριε, είναι δυνατόν να υπάρχουν μόνο λίγοι εργάται στον θερισμό Σου; Σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, κράτησα βαθειά στην μνήμη μου αυτά τα λόγια.

Πέρασαν πολλά χρόνια. Αναγορεύτηκα διδάκτωρ της ιατρικής για την διατριβή μου: «Η τοπική αναισθησία», η οποία τιμήθηκε και με ένα πολύ μεγάλο βραβείο. Εργάστηκα σαν επαρχιακός γιατρός, υπηρέτησα τους αγρότες και τους εργάτες, θεραπεύοντας τις ασθένειες τους. Σ’ αυτήν την διακονία έβρισκα πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Πέρασαν ακόμα μερικά χρόνια. Αποφάσισα να γράψω ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο για την χειρουργική του εμπυήματος. Οταν έγραψα τον πρόλογο του, παρουσιάστηκε στο μυαλό μου μία επίμονη σκέψη, η οποία με τίποτα δεν έφευγε: «Οταν το βιβλίο αυτό θα ολοκληρωθεί, θα φέρει το όνομα ενός επισκόπου».
Πώς; Τί γίνεται; Ποιός επίσκοπος! Επαναλαμβάνω, ποτέ μου δεν σκέφτηκα ούτε την Ιερωσύνη, ούτε πολύ περισσότερο να γίνω επίσκοπος. Όμως δεν πέρασαν ούτε τέσσερα χρόνια και αυτή η εμμονή σκέψη έγινε πραγματικότητα: το βιβλίο μου «Δοκίμιο για την χειρουργική του εμπυήματος», το όποιο έγινε αργότερα πολύ γνωστό, σκέφτηκα να το δημοσιεύσω τμηματικά. Όταν ετοίμασα το πρώτο μέρος, στο εξώφυλλο έγραψα: «Επίσκοπος Λουκάς, Δοκίμιο για την χειρουργική του εμπυήματος», επειδή τότε ήδη είχα εκλεγεί επίσκοπος.

Το να γίνω επίσκοπος ήταν για μένα ένα απροσδόκητο γεγονός, όμως υπήρξε για αυτό μία φανερή κλήση του Θεού. Στην Τασκένδη, οπού εκείνη την εποχή εργαζόμουν ως γενικός γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης, έγινε ένα επαρχιακό συνέδριο, στο οποίο πήρα μέρος και εγώ και έκανα μάλιστα και μια εισήγηση για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Όταν τελείωσε το συνέδριο, με πλησίασε ο επίσκοπος Ιννοκέντιος και με πήρε από το χέρι. Βγήκαμε μαζί έξω από την εκκλησία. Μου είπε για την μεγάλη εντύπωση, πού του προξένησε η εισήγηση μου. Ξαφνικά σταμάτησε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Γιατρέ μου, πρέπει να γίνετε ιερέας». Αν και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου μία τέτοια σκέψη, όμως την πρόσκληση αυτή προς την ίερωσύνη από το στόμα ενός αρχιερέα, την δέχθηκα σαν να ήταν η κλήση του Θεού και χωρίς κανένα δισταγμό αμέσως του απάντησα: «Καλά, Σεβασμιότατε, το δέχομαι».

Την επόμενη Κυριακή χειροτονήθηκα διάκονος και την μεθεπόμενη Ιερέας. Ήμουν τελευταίος στην τάξη Ιερέας στον καθεδρικό ναό της πόλης. Από τις πρώτες μέρες της διακονίας μου στον ναό ανέπτυξα μεγάλη δραστηριότητα και ως Ιεροκήρυκας. Εκήρυττα και εκτός των ακολουθιών. Αλλά και σε συζητήσεις με αθέους ήμουν αμείλικτος προς αυτούς.

Μετά από δύο χρόνια και τέσσερεις μήνες, χειροτονήθηκα επίσκοπος και ο Κύριος με οδήγησε σε μία μακρινή πόλη, το Ένισέσκ. Ολοι οι Ιερείς σ’ αυτήν την πόλη, η οποία είχε πολλές εκκλησίες, όπως και οι ιερείς της πρωτεύουσας του νομού Κρασνογιάρσκ, είχαν προσχωρήσει στη «ζώσα εκκλησία*».
* Σχϊσμα, πού δημιουργήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας μετά την επανάσταση του 1917.

Για αυτό το λόγο, ήμουν αναγκασμένος να τελώ τις ακολουθίες με τους τρεις Ιερείς πού ήλθαν μαζί μου, στο διαμέρισμα, οπού κατοικούσα.
Κάποτε, όταν μπήκα στο δωμάτιο για να τελέσω τη θεία λειτουργία, είδα εκεί έναν ηλικιωμένο μοναχό, ο οποίος στεκόταν κοντά στην πόρτα. Αυτός, όταν με είδε κοκκάλωσε και ούτε καν με χαιρέτησε. Αυτό συνέβη για τον εξής λόγο: οι ορθόδοξοι του Κρασνογιάρσκ, οι οποίοι δεν ήθελαν να έχουν κοινωνία και να προσεύχονται μαζί με τους προδότες Ιερείς της «ζώσας εκκλησίας», διάλεξαν αυτόν τον μοναχό και τον έστειλαν στην πόλη Μινουσίνσκ, η οποία βρίσκεται νότια του Κρασνογιάρσκ, σ’ έναν ορθόδοξο επίσκοπο, ο οποίος ζούσε εκεί, για να τον χειροτόνηση Ιερομόναχο. Ομως κάποια ανεξήγητη δύναμη τον οδήγησε όχι νότια αλλά βόρεια, στο Ένισέσκ, οπού ζούσα εγώ. Μου διηγήθηκε το γιατί κοκκάλωσε όταν με είδε:
Πρίν δέκα χρόνια, όταν ακόμα ζούσα εγώ στη Μέση Ρωσία, είδε ένα όνειρο. Είδε στον ύπνο του κάποιον αρχιερέα, άγνωστο σ’ αυτόν, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερομόναχο. Όταν με είδε, αναγνώρισε σε μένα εκείνον τον αρχιερέα. Λοιπόν, ήδη πρίν δέκα χρόνια, όταν εγώ ήμουν ακόμα χειρουργός σ’ ένα νοσοκομείο της πόλεως Περεγεσλάβλ, ο Θεός με είχε προορισμένο για την Αρχιερωσύνη. Βλέπετε πώς Κύριος ο Θεός μας, ολόκληρες δεκαετίες πρίν, σταθερά με οδηγούσε προς την αρχιερατική διακονία και μάλιστα σε μία εποχή δύσκολη για την Εκκλησία.

Σέ μένα πραγματοποιήθηκε ο λόγος του αποστόλου Παύλου, στην επιστολή του Προς Ρωμαίους: «Οτι ους προέγνω, και προόρισε, συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς Αδελφοίς: ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν: ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε» (Ρωμ. 8, 29-30). Εχω και άλλα πολλά και θαυμαστά να σας διηγηθώ για την πρόνοια του Θεού στη ζωή μου, όμως νομίζω ότι και αυτά πού σας είπα, φτάνουν για να αναφωνήσουμε όλοι μαζί: τω Θεώ ημών δόξα εις τους αιώνας! Αμήν.

Από την συλλογή ‘Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957’. τόμος Α: Σελ. 29 – 34.
Μετάφραση από τα ρωσικά.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη.

Επιμέλεια κειμένου, Μοναχής Θεοδοσίας.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.