Γιώργος Ανεμογιάννης – Παξινός: Ένας Κυνέγειρος του 21 – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ψηλοπύργωτο και τρομερό, άτρωτο και γρανιτένιο, σα θεόρατο στοιχειό, φάνταζε αλαργινά το κάστρο του Επάχτου. Στις απόγκρεμνες ντάπιες του ανέμιζαν τα κόκκινα τούρκικα μπαϊράκια και στο πεταλωτό λιμανάκι που έγλειφε τα ριζεμιά του, υψώνονταν τα άλμπουρα από ένα πλήθος κρυμμένων τούρκικων καραβιών, ενώ έξω απ’ αυτό, επιβλητική και τρομερή σαν κέρβερος, τα προστάτευε μια τεράστια κορβέτα.

Απόμακρα στέκονταν είκοσι δικά μας καράβια και με πάθος και πείσμα σφυροκοπούσαν σε απανωτά γιουρούσια την αγαρινή κορβέτα- μα είναι αδύνατο να την σιμώσουν. Μοιάζουν με μικρά κουταβάκια που με φωναχτά αλυχτίσματα φοβερίζουν μια πελώρια αρκούδα. Οι καπιτάνιοι μας Δ. Μιαούλης, Ν. Μπότσαρης και Ν. Ορλώφ ανησυχούν. Πρέπει να βιαστούν, να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο, για να πέσει το κάστρο πριν καταφτάσουν τουρκικές ενισχύσεις. Και δε βρίσκουν άλλο πρόσφορο τρόπο απ’ τη χρήση του πυρπολικού. Το ίδιο τους παραγγέλνουν και από την Ύδρα:

«…Αυτόθι ευρίσκετε άφθονους τας αναγκαίας φλογιστικάς ύλας, κατράμι, δαδί. Το εχθρικόν δελίνιον εκείνο ούτω το έκαυσαν οι ιδικοί μας στην Ερεσσό απ’ του Παπανικολή. Μιμηθείτε νυν και υμείς εκείνους ίνα δοξασθήτε…».

Δεν άργησαν να βάλουν μπροστά το σχέδιο. Την κατασκευή του πυρπολικού την ανέλαβε ο Σπετσιώτης υποπλοίαρχος Γιώργος Μυριαλής. Ποιός όμως θ’ αναλάμβανε να το οδηγήσει στην τούρκικη κορβέτα, θυσιάζοντας τη ζωή του; Ποιός είχε το κουράγιο να παλαίψει με το θάνατο; Είναι γλυκεία η ζωή και πιο γλυκεία ακόμα όταν πρόκειται να τη θυσιάσεις. Και όμως.

-Εγώ, ναι, εγώ θα πάω! ακούστηκε μια θαραλλέα φωνή που διέκοψε τη νεκρική σιγή που είχε απλωθεί, ύστερα από παραίνεση των καπετάνιων σε σύναξη των ναυτών, για να βρεθεί ένας εθελοντής.
-Εγώ θα πάω! Και θα δείτε πως όλα θα πάνε καλά, ξανάπε σταθερά και με αυτοπεποίθηση ένα ψηλόλιγνο όμορφο παληκάρι. Ήταν ο Γιώργος Ανεμογιάννης ή Παξινός, απ’ τους Παξούς, από καιρό ναύτης στο σπετσιώτικο δικάταρτο του καπετάν Νικόλα Ορλώφ.

-Το συλλογίστηκες, παιδί μου Γιώργο, τι πας να κάμεις; ρωτά με στοργή κι ανησυχία ο καπετάνιος. Το στοχάστηκες πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις κοντά μας ξανά;
-Όλα τα συλλογίστηκα, Καπετάν Νικόλα. Η πατρίδα και σεις μπορείτε να βασιστείτε σε μένα πως θα κάμω το καθήκον μου! είπε με σταθερή φωνή ο Γιώργος. Όλα τα υπολόγισα. Την απόφαση την πήρα και είμαι έτοιμος για κάθε τόλμημα και κάθε θυσία.

Η επίθεση κομάντος αποφασίστηκε να γίνει τη νύχτα της 9 προς 10 Ιουνίου 1821. Όλα ήταν έτοιμα και το απόβραδο ο αρχηγός της ηρωικής εκείνης αποστολής πήρε με μια βάρκα τον Ανεμογιάννη και πλησίασαν όσο μπορούσαν τη στεριά για αναγνώριση του στόχου τους από κοντά. Η μεγάλη κορβέτα θα ήταν ο αντικειμενικός τους σκοπός. Την κοίταξαν και οι δυό πολλή ώρα, έσφιξαν με μίσος τα δόντια τους και
-Θα σε λαμπαδιάσω παλιοκάραβο! σιγοψιθύρισε ο Ανεμογιάννης. Για να συμπληρώσει με το ίδιο πάθος και ο Μυριαλής:
-Άπιστοι, περνάτε την τελευταία σας μέρα!

Γύρισαν πάλι στο δικάταρτο. Έφαγαν κάτι με τους άλλους ναύτες και έπεσαν να κοιμηθούν. Μα του Ανεμογιάννη τα ματόκλαδα δεν κλείνουν. Στριφογυρίζει στο στρώμα του γεμάτος έγνοια και νοσταλγία. Ο νους του πετά στη μάνα του, τον πατέρα του, την αγαπημένη του Κωνσταντίνο, το όμορφο νησί του. Θα ξαναγύριζε άραγε ζωντανός κοντά τους ή μαζί μ’ αυτόν θα πέθαιναν και κείνοι από μαρασμό; Μάταια προσπαθεί να διώξει την αγωνία από πάνω του. Οι ώρες αργοσάλευτες κι αυτές, λες και διστάζουν να προχωρήσουν: του φαίνονται ατέλειωτες. Δεν αντέχει άλλο. Σηκώνεται και βγαίνει στο κατάστρωμα. Ο θαλασσινός αέρας τον δροσίζει και τον συνεφέρνει. Κάθεται σ’ ένα καραβόπανο και αγναντεύει. Μπροστα του τα ελληνικά καράβια έχουν παραταχθεί σε θέση μάχης. Τα μάτια του όμως καρφώνονται πάλι προς την εχθρική κορβέτα. Εκεί τον βρίσκει ο καπετάνιος, που ήρθε να τον χαιρετήσει και να του δώσει τις τελευταίες του συμβουλές. Εκεί τον πλησιάζει και ο καπετάν Μπότσαρης, που μαζί με τις δικές του συμβουλές, τον ρωτά:

-Αλήθεια, Γιώργο, σα με το καλό γυρίσεις, τί θάθελες να σου χαρίσουμε γί αυτό σου το τόλμημα;
Ο Γιώργος ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Χωρίς να το καταλάβει, ο νούς του γύρισε πάλι στο νησί του, στους γονείς του, στην αγαπημένη του. Ένας λυγμός ανέβηκε στο στήθος του.
-Δε θέλω τώρα τίποτα, απάντησε. Αν δώσει ο Θεός και πετύχω, τότε θα σας πάρω από δέκα τάλλαρα για να κάνω ένα χάρισμα της αρραβωνιαστικιάς μου.

Και σε λίγο ο μελλοθάνατος τιμονιέρης βρισκόταν στη θέση του. Ξημέρωνε η 10η Ιουνίου. Ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Το γλυκό απόφεγγο του κρυμμένου φεγγαριού, τρυπούσε τον συννεφιασμένο ουρανό και σαν ασημένια πάχνη καθόταν πάνω στη θάλασσα. Τα κύματα ξεδιπλώνονταν απ’ το νοτιά και με ηχηρό παφλασμό έσπαζαν στα ριζιμιά του κάστρου. Πέντε σιλουέτες πήδησαν απ’ το καράβι στη βάρκα. Ο Μυριαλής κάνει τον τελευταίο έλεγχο και η ομάδα κομάντος ξεκινά. Και καθώς τα δύο πλεούμενα, η βάρκα και το πυρπολικό αλαργεύουν απ’ τα ελληνικά καράβια, ο Ανεμογιάννης παίρνει στα χέρια του την τρουμπέτα και φωνάζει στους καπετάνιους και τους οχτακόσιους ναύτες που τους παρακολουθούσαν απ’ τα καράβια τους με αγωνία:

-Ελευθερία ζητάτε, μωρ’ αδέρφια. Κι εγώ για την πίστη μας θέλω ν’ αποθάνω πρώτος, μα τη χρυσή πατρίδα μας. Βοήθα, Παναγιά μου, να μην μας καεί ο φλόκος!

Και η ηρωική συνοδεία προχωρεί. Στο βάθος μπροστά της, υψώνεται το κάστρο του Επάχτου επιβλητικό, αγέρωχο. Πάνω στις πανύψηλες ντάπιες του μικρά φωτάκια σα πυγολαμπίδες το στολίζουν, λες με χιλιάδες φωτεινά πετράδια. Είναι οι νυχτερινές βάρδιες που με αναμμένους πυρσούς συναλλάσσονται ανήσυχες. Και δεν αργούν οι βιγλάτορές τους να επισημάνουν την εχθρική παρουσία. Δίνουν το σύνθημα του συναγερμού και αμέσως ακολουθεί κοσμοχαλασιά. Φωνές, βρισιές, διαταγές κι απανωτές μπαταρίες σπάνε τη σιγαλιά της νύχτας. Οι πρώτες οβίδες σκάνε δίπλα στα ελληνικά πλεούμενα. Το κανονίδι σιγά σιγά δυναμώνει, τεράστιες φλόγες τινάζονται από τα τείχη, σχίζουν το σκοτάδι της νύχτας και γέρνουν απειλητικές πάνω απ’ τα κεφάλια των τολμηρών κομάντος. Οι οβίδες κάνουν κύκλο που όλο και στενεύει γύρω απ’ το πυρπολικό και τη βάρκα, που κιόλας βρίσκεται αντίκρυ στη φοβερή κορβέτα. Και τότε συμβαίνει το αναπάντεχο:

Ο υποπλοίαρχος Μυριαλής, σαστισμένος απ’ τη βροχή των οβίδων, κάνει το τραγικό λάθος. Πετάει το άναμμα στο μπουρλότο και λύνει το σκοινί της βάρκας.

-Για το Θεό, υποπλοίαρχε, του φωνάζει ο Παξινός, απ’ το πυρπολικό που το οδηγούσε μόνος του. Είμαι ακόμα μακριά και δε θα προφτάσω.

Το πυρπολικό λαμπαδιάζει στη στιγμή, αρχίζει και καίγεται, αλλά ο ατρόμητος Παξινός κρατά γερά το τιμόνι, προσπαθώντας να πλευρίσει την κορβέτα. Κινδυνεύει να καεί κι αυτός μαζί του.
-Πήδα στη θάλασσα να σωθείς! του φωνάζει ο Μυριαλής, με κάποια ένοχη αγωνία. Έλα να φύγουμε. Δεν ακούς; Πήδα!
Μάταια όμως. Ο Παξινός δεν ακούει τίποτα. Πνιγμένος μέσα στους καπνούς και στις φλόγες, αγωνίζεται απεγνωσμένα να διευθύνει το πυρπολικό πάνω στην κορβέτα. Είκοσι μέτρα τον χωρίζουν ακόμα απ’ αυτήν. Σγίγγει τα δόντια του με πείσμα και προχωρεί, ενώ τα βόλια σφυρίζουν σα φίδια στ’ αυτιά του. Παίρνει φωτιά το πανί του, το τιμόνι δεν τον υπακούει, μπουκώνει από καπνούς το στόμα του, γλείφουν το κορμί του οι φλόγες. Και όμως δεν παρατιέται. Παίρνει ένα σκοινί, το φτιάχνει παλάγκο, κρεμιέται έξω απ’ τη βάρκα και κολυμπώντας, σπρώχνει το πυρπολικό προς την κορβέτα με χέρια, με πόδια, με δόντια. Τούρκοι και Έλληνες τον παρακολουθούν από τα πλοία τους με αγωνία. Οι πρώτοι τον βρίζουν, τον απειλούν, του φωνάζουν να παραδοθεί.

Μια εχθρική βάρκα τον πλησιάζει. Μια ομάδα Τούρκων ρίχνεται πάνω του. Τον χτυπούν με τα σπαθιά τους και τον πληγώνουν στα χέρια, στα πόδια, σ’ όλο του το κορμί. Μα αυτός, σαν άλλος Κυνέγειρος, δεν παρατιέται. Σπρώχνει, όπως μπορεί, το μπουρλότο προς την κορβέτα. Ώσπου αναίσθητος και αιματόφυρτος σέρνεται ο ηρωικός μπουρλοτιέρης στην τούρκικη βάρκα. Δεν πρόφτασε το γενναίο παλικάρι να μπήξει το ξίφος του στην καρδιά του και να γλιτώσει την αιχμαλωσία.

Έπαιρνε να ξημερώσει, όταν με πνιγμένα βογγητά τον σέρνουν με αλαλαγμούς χαράς οι Τούρκοι στην παραλία. Την ίδια ώρα που έδινε το σύνθημα του ερχομού της μέρας ο μουεζίνης, με τη μακρόσυρτη φωνή του απ’ την κορφή του μιναρέ, μπουλούκια Τούρκων κατηφορίζουν προς το λιμάνι. Κατεβαίνουν να χορτάσουν τα αιμοβόρα ένστικτα τους απ’ το βασανισμό του άπιστου γκιαούρη. Και γεμάτοι πάθος και λύσσα τον χλευάζουν, τον καταριούνται, ουρλιάζοντας σαν πεινασμένα άγρια σαρκοφάγα. Δεν χορταίνουν το πάθος τους με ξυλοδαρμούς και σπαθιές. Τον σουβλίζουν και τον σιγοψήνουν ζωντανό. Και κείνος δέχεται το φοβερό μαρτύριο με ανδρισμό και αταραξία. Μόνο μερικά επιθανάτια αγκομαχητά φεύγουν απ’ το στόμα του κι ένας τελευταίος αναστεναγμός που ράγιζε ακόμα και Πέτρες. Και ύστερα νεκρική σιγή. Μόνο το τριζοβόλημα της φωτιάς ακούεται που ψήνει το άψυχο κορμί του ήρωα.

Ψημένο και μαυρισμένο απ’ τη φωτιά, το σώμα του πάναγνου Ανεμογιάννη, δεμένο πάνω σ’ ένα πελώριο κοντάρι, υψωνόταν για αρκετές μέρες πάνω στη ματωμένη ντάπια του λιμανιού για σκιάχτρο των ραγιάδων.Μα όχι μόνο σκιάχτρο δε στάθηκε το καμμένο κορμί του ήρωα μπουρλοτιέρη, αλλά σύμβολο ανδρείας και φλάμπουρο λευτεριάς. Ο τραγικός θάνατος του νεαρού μάρτυρα δεν ήταν άγγελμα αποτυχίας, αλλά μήνυμα ελπίδας και σύνθημα αυτοθυσίας.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.