Μαντό Μαυρογέννους – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ηταν στα χρόνια που το έθνος μας έβγαινε απ’ τον ενιάχρονο τιτάνειο αγώνα του 21 τσακισμένο, στραγγισμένο από αίμα και από κάθε άλλη ικμάδα ζωής. Και η κυρά της θάλασσας, η ηρωίδα Μαντώ Μαυρογένους, ζει στο Ανάπλι, έρημη, ολομόναχη και πνιγμένη στη φτώχεια. Απ’ τη μεγάλη περιουσία της δεν έχει απομείνει τίποτε. Ήταν και χρεωμένη. Όλα τα ‘φαγε ο ιερός αγώνας. Και δεν φτάνει η φτώχεια και η εξαθλίωση της, έχει από πάνω και τη γκρίνια της μάνας της, της Ζαχαράτης, που συχνά πυκνά της γράφει πως αυτή είναι η αιτία για την κατάντια της ίδιας και της φαμελιάς τους.
Φυτοζωούσε κυριολεκτικά και το πριν λίγα χρόνια δοξασμένο όνομα της τώρα είχε ξεθωριάσει. Ξεχάστηκαν οι υπηρεσίες και οι θυσίες της, ξεχάστηκε και τ’ όνομα της. Η ζωή της τώρα γεμάτη πίκρα, στυγνή και πένθιμη. Κάποιοι ξένοι, προπαντός θαυμαστές της, διέκοπταν κάπου κάπου την ερημιά της ζωής της. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ιταλός Τζικίνι που την επισκέφτηκε, και να τι γράφει σ’ ένα του βιβλίο γι’ αυτήν:
«Η καρδιά της εφλέγετο υπό του αγνότατου έρωτα της πατρίδος, έρωτος εις ον εθυσίασε παν ό,τι ηδυνατο να έχει προσφιλέστερον επί της γης. Έναν και μόνον τρέφουσα πόθον, της απελευθερώσεως και της ανεξαρ¬τησίας της πατρίδος της. Της ήτο αδιάφορον να περιέλθει εις ένδειαν και εις την εγκατάλειψιν. Πράγματι δε περιέπεσεν εις εσχάτην πενίαν, σκληρώς λησμονηθείσα και εγκαταληφθείσα υπό πάντων. Εγώ, ο οποίος είχον την τιμήν να είμαι φίλος της, γνωρίσας αυτήν κατά το πρώτον ταξίδι που έκαμα μαζί της εκ Ναυπλίου εις το Άργος, δύναμαι να βεβαιώσω ότι οσάκις μετέβαινα προς επίσκεψίν της εις την κατηρειπωμένην οικίαν της εν Ναυπλίω εκινδύνευσα πάντοτε να πέσω, ανεβαίνων την σκοτεινήν και ετοιμόρροπον κλίμακα, της οποίας η ελεεινή κατάστασις με εμπόδιζεν, ομολογώ ειλικρινώς, να εξακολουθήσω τις επισκέψεις μου. Υπέφερον να βλέπω εις τοιαυτην αθλιότητα παν ό,τι την περιέβαλλε, χωρίς δε να δυνηθώ να την βοηθήσω, διότι, βεβαίως, δεν θα το επέτρεπεν. Αρκεί να είπω ότι το δωμάτιο της ήτο εν αρμονία με την κλίμακα, με τα ενδύματα της και τα έπιπλα. Ιδού που είχε καταντήσει, έλεγον, η ανεψιά του Ιωάννου Μαυρογένους, του φίλου του αρχιναυάρχου Χουσεΐν, του Μαυρογένους εκείνου, όστις, ως ηγεμών της Βλαχίας, παρείχεν αφειδώς βοήθειαν και συνδρομήν εις τους πιεζόμενους πληθυσμούς, ευνοών ιδιαιτέρως την παιδείαν, όχι μόνον εντός των ορίων της ηγεμονίας του, αλλά και παντού εν Ελλάδι».
Αλλά περισσότερο από τη φτώχεια και την ερημιά της την έπνιγε η πίκρα από την αγνωμοσύνη και την αναλγησία των ανθρώπων. Καθόταν ώρες ολόκλη¬ρες σκυμμένη πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι του λιτού δωματίου της με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες των χεριών της και ξετύλιγε το κουβάρι των πικρών της αναμνήσεων. Θυμόταν με αγανάχτηση όλες τις σατανικές ενέργειες εκείνου του .διαβολογιατρού, του Κωλέτη, που της διέλυσε τον πιο ιερό δεσμό της με το Δημήτριο Υψηλάντη. Τον είχε αγαπήσει παράφορα και ταύτιζε τη ζωή της με εκείνου. Και τα κατάφερε με τις δολοπλοκίες του ο Κωλέτης να απομακρύνει τον έναν απ’ τον άλλον. Έβλεπε πως η Μαντώ ήταν μια δυναμική και φιλόδοξη γυναίκα και φοβόταν μήπως, όταν παντρευόταν τον Υψηλάντη, θα τον έσπρωχνε να καταλάβει κάποτε το θρόνο της Ελλάδoς για να καθίσει και αυτή πλάϊ του αρχόντισσα. Και μεταχειρίστηκε κάθε ανήθικο και ύπουλο τρόπο να ματαιώσει τέτοια σχέδια που ήταν μόνο στον κακόβουλο νου του Κωλέτη.
Την πρώτη φορά είχε βάλει μια ομάδα απ’ τους μπράβους του και πήγαν νύχτα στο σπίτι της Μαντώς την ώρα που ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Έσπασαν την πόρτα της, την άρπαξαν, της βούλωσαν το στόμα, της έδεσαν τα χέρια και σημαδεύοντας την με το πιστόλι στο κεφάλι την πήραν σηκωτή, την έβγαλαν στην παραλία, τη μπάρκαραν σ’ ένα επίτηδες ναυλωμένο καράβι για τη Μύκονο και της είπαν:
-«Αν κιοτήσεις και ξανάρθεις ποτέ στο Ανάπλι, θα το πληρώσεις με τη ζωή σου. Την ώρα που θα πατήσεις το ποδάρι σου εδώ, θα βρεθείς σκοτωμένη!»
Κιότισε, όμως, τότε η ανδρογυναίκα και ξαναγύρισε στο Ανάπλι. Ήρθε να ζητήσει εξηγήσεις απ’ τον αγαπημένο της. Νόμιζε πως ήταν αυτός που οργάνωσε τη συμμορία εκείνο το βράδυ σε βάρος της, γιατί τάχα ήθελε να την ξεφορτωθεί.
-«Μαντώ», της είπε ο Δημήτριος, «αν είναι αλήθεια, ότι με πιστεύεις δι’ ένα ουτιδανό, ικανό να δολοπλοκεί εναντίον της γυναικός, την οποίαν ηγάπησε, δια ν’ αθετήσει την υπόσχεση του, να το είπεις τώρα, οπού εγαλήνευσες, δια να λάβεις την απόκριση στη στιγμή: νεκρόν θα με ίδεις στους μικρούς σου πόδας! Αποκρίσου!»
Και την άλλη μέρα παράγγειλε στο στρατό του:
-Όποιος εγγίσει μίαν τρίχαν της κεφαλής της θα έχει να κάμει με εμέ! Ας μη με φέρετε σ’ανάγκη να σηκώσω το χέρι μου, διότι το κτύπημα μου θα είναι βαρύ!
Και οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν και ζούσαν τον έρωτα τους εντονότε¬ρα. Ώσπου ο δόλιος Κωλέτης βάζει μπροστά και άλλο πιο υποχθόνιο σχέδιο. Βάζει τους γιατρούς του Υψηλάντη, τον Ολύμπιο και το Χορτάτη και πάνε μια μέρα στη Μαντώ. Ο πρίγκηπας, της λένε, είναι άρρωστος και μέρα με τη μέρα φθίνει. Ο θάνατος τον παραμονεύει. Έτσι σε λίγο και την ευτυχία σας θα χάσετε και το έθνος θα ζημιωθεί, αν χαθεί αυτός. Η Μαντώ έσκυψε το κεφάλι, σκέφτηκε λίγο και χωρίς να υποψιαστεί τίποτε, θαρραλέα αποκρίθηκε:
-Μου ζητάτε να απαρνηθώ και αυτή τη λίγη χαρά που γύρεψα να κρατήσω στη ζωή μου, τούτη που είναι καμωμένη με τόσες θυσίες. Και σκουπίζοντας ένα δάκρυ που κυλούσε στο πρόσωπο της, συνέχισε:
-Ας γίνει το θέλημα της πατρίδος!
Και όταν οι γιατροί έφυγαν κάθησε και έγραψε στο Δημήτριο:
«… Με όλα, όσα κι αν είπαμε – μετά την πρώτη παραξήγηση – η αμφιβολία απομένει εις την ψυχήν μου. Δεν με αγαπάς. Δεν φλογίζει τα στήθη σου το αίσθημα που εγώ είχα τελευταία δια σε. Ηθέτησες και αθετείς τας υποχρεώσεις σου. Και πρέπει να σου εξομολογηθώ την πικράν ετουτην αλήθειαν: Εκουράσθην από σε. Πρέπει να χωρισθώμεντο ταχύτερον…».
Και έφυγε για το νησί της, όπου ζούσε στη μοναξιά και την πίκρα της. Αργότερα ξαναγύρισε και ζούσε στ’ Ανάπλι χωρίς να θελήσει ποτέ να συναντηθεί με το Δημήτριο. Ώσπου μια μέρα ξεσπά σα βόμβα η είδηση:
-Πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης!
Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Μαντώς. Έτρεξε να τον νεκροστολίσει και ακολούθησε το ξόδι του με σπαραγμό. Έχανε ό,τι πολύτιμο είχε αποχτή¬σει στη φουρτουνιασμένη ζωή της. Τώρα χάθηκε κάθε ελπίδα. Παράτησε τ’ Ανάπλι και γύρισε στα νησιά των Κυκλάδων. Προσπαθούσε να γεμίσει τη ζωή της με αγαθοεργίες παρόλη τη φτώχεια της. Ειδικότερα έστρεψε τη φροντίδα της στα φτωχά κορίτσια. «Έπαιρνε τις λεγόμενες ψυχοκόρες, τις ανάσταινε, τις μόρ¬φωνε και ύστερα γύριζε σε συγγενείς και φίλους, να πάρει από τον έναν μετρητά, από τον άλλον χρυσαφικά ή κανένα κομμάτι γης για να κάνει την προίκα τους και να τις παντρέψει».
Έστειλε και μια αναφορά στοn Όθωνα με όλα τα δικαιολογητικά «περί των στρατιωτικών εκδουλεύσεων, των χρηματικών εκδουλεύσεων και των χρηματικών θυσιών, τας οποίας προσέφερε δια την ανεξαρτησίαν της πατρίδος». Και η γραμματεία του βασιλιά αποφάσισεν «να της δοθή ικανή χρηματική ποσότης ως αμοιβή και βραβείον», που όμως δεν της δόθηκε ποτέ, παρά μόνο μια μικρή σύνταξη, που δεν έφτανε να πληρώνει ούτε «το μηνιαίον της υπηρέτιδός της». Τη χαρακτήριζε μάλιστα η απόφαση χήρα και απόμαχη.
Πέρασαν έξι χρόνια και η βοήθεια του κράτους στη Μαντώ δε φαινόταν. Αναγκάζεται τότε να πάει στην Αθήνα να δώσει και δεύτερη αναφορά στον Όθωνα. Έγραφε σ’ αυτήn, ανάμεσα στα άλλα, και τούτα:
«Μεγαλειότατε!… Μέχρι σήμερον δεν είδον ούτε βραβεία, ούτε χρημα¬τική αποζημίωσιν ούτε και γην, παρά μόνον μίαν μικράν σύνταξι…
Η γραμματεία μ’ εθεώρησεν ως χήραν γυναίκα ή ως απόμαχον, αλλ’ η υποφαινόμενη, Μεγαλειότατε, ούτε απόμαχος ήμουν ποτέ, αλλ’ ούτε υπανδρεμένη δια να είναι δυνατόν να κατασταθώ χήρα.
Η γραμματεία έπρεπε να με θεώρηση ως αγωνισαμένην προσωπικώς κατά των εχθρών της πατρίδος, ως θυσιάσασαν υπέρογκους χρηματικ;aς ποσότητας ιδικός μου, ως στρατολογήσασαν στρατιώτας και εκστρατεύσασαν κατά των εχθρών της πατρίδος και εκπληρώσασαν καθήκοντα στρατιωτικά, κατά τε ξηράν και θάλασσαν, και τότε, βέβαια, δεν ήθελεν εξωκείλει εις το μέγα λάθος του να με εκλάβει ως χήραν ή ως απόμαχον. Έπρεπε να σταθμίσει τηνβασιλικήνΔικαιοσύνηνμε τας εκδουλεύσεις και θυσίας μου και τότε, αν δεν μου ανήκε στρατιωτικός βαθμός, καθ’ο γυνή, να μοι δοθεί τουλάχιστον το ανήκον μοι Αριsτείον…».
Και πάλιν όμως πέρασαν μήνες χωρίς να πάρει απάντηση και γύρισε στο νησί της καταπικραμένη και αηδιασμένη απ’ τη γραφειοκρατική δυστοκία. Απ’ τη Μύκονο έκαμε ένα ταξείδι στην Πάρο για ν’ αλλάξει το κλίμα, επειδή δεν αισθανό¬ταν καλά. Εκεί, όμως, στην Πάρο έπεσε άρρωστη με υψηλό πυρετό. Ένας γιατρός που ήταν εκεί διεπίστωσε πως είχε προσβληθεί από τύφο. Το μικρόβιο το έσερνε μέσα της απ’ την Αθήνα που πολύς κόσμος έπινε νερό από μολυσμένα πηγάδια και είχε προσβληθεί από βαριάς μορφής τύφο.
Ο γιατρός της έδωσε όποια βοήθεια ήξερε και μπορούσε. Προμηθεύτηκε χιόνι που το διατηρούσαν μέσα σε πίτουρα και το ακουμπούσαν στο κεφάλι της να είναι πάντα κρύο, της πήρε αίμα, της κόλλησε βδέλλες.
Μα η Μαντώ αντί για καλύτερα χειροτέρευε. Μέρα με τη μέρα έλιωνε. Ο πυρετός δεν υποχωρούσε και η αναπνοή της γινόταν με δυσκολία.
Τόμαθαν και οι συγγενείς της απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό και ήρθαν να την πάρουν. Η Μαντώ με δυσκολία τους μιλούσε. Μια μέρα είπε με δυσκολία στο δήμαρχο της Πάρου που ήταν και ξάδερφος της:
-Φεύγω, Μάρκο. Μη λυπηθεί κανείς για μένα… Πηγαίνω ευχαριστημένη.
Είδα πατρίδα ελεύθερη, εγνώρισα την αγάπη, έζησα… στον ουρανό θ’
απαντηθώ μ’ εκείνον, οπού εστάθη δι εμέ το παν θα του είπω πόσο
επόνεσα, αλλά και ότι τον έχω συγχωρέσει!
Ύστερα κόπηκε η ομιλία της και σε λίγες ώρες ξεψύχησε. Ο δήμαρχος φρόντισε να της γίνει μεγαλόπρεπη κηδεία. Έντυσαν το φέρετρο της με χρυσοΰφαντα πανιά και ένα στρατιωτικό απόσπασμα συνόδεψε το ξόδι της ως το νεκροταφείο μαζί με αρκετούς αγωνιστές και πολύν κόσμο. Η νεκρική πομπή πέρασε απ’ όλους τους κεντρικούς δρόμους της Πάρου ενώ οι καμπάνες όλων των εκκλησιών ηχούσαν πένθιμα. Στην Εκατονταπυλιανή της έψαλαν τη νεκρώσι¬μη ακολουθία και ο ιεροκήρυκας Δημήτριος Χαμαρτάς έβγαλε τον επικήδειο που έκαμε όλους τους παριστάμενους να κλάψουν, απαριθμώντας τις προσφορές και τις θυσίες στο μεγάλο ξεσηκωμό του έθνους.
Δυστυχώς, όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς, «Μάταια γύρεψαν έπειτα από λίγα χρόνια, μερικοί άνθρωποι που θυμόνταν ακόμα τη Μαντώ, να βρουν τον τάφο της. Ούτ’ ένας σταυρός με τ’ όνομα της δεν έχει σωθεί εκεί που την έθαψαν. Οι σύγχρονοι μπορεί να ξεχνούν. Μα οι μεγάλες ψυχές ποτέ δε χάνονται. Τις παίρνει στα φτερά της η δόξα».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.