Δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου και, σκοπός η ηθική μου εξόντωσις εκ μέρους των συνταγματαρχών – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου.

Λέγων, ότι δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου, δεν σημαίνει, ότι υποτιμώ ή παραγνωρίζω την αξίαν των όσων ως Αρχιεπίσκοπος επέτυχα υπέρ των διωκομένων από την Επανάστασιν η γενικώς υπέρ των αντιπάλων της. Τούτο το ανεγνώρισαν και αμερόληπτοι ξένοι, φίλοι της Ελλάδος, όπως π.χ. ο γνωστός φιλέλλην διαπρεπής Γάλλος καθηγητής κ. Οκτάβ Μερλιέ, ο οποίος εις προσωπικήν ιδιόγραφον προς εμέ επιστολήν του μου έγραφε: «Χάρις εις την σιωπηλήν, χριστιανικωτάτην επέμβασιν υμών, απεφεύχθη κάθε καταδίκη εις θάνατον και ηλαττώθησαν αι ποιναί εις την τελευταίαν δίκην».

Πολύ περισσότερον δεν δύναμαι να λησμονήσω ή να υποτιμήσω την αξίαν της γενικής αμνηστίας, που εμνημόνευσα προ ολίγου.

Παρ’ όλας αυτάς τας προσπαθείας που κατέβαλα και τα όσα επέτυχα, εν τούτοις δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου. Διότι, σύμφωνα με όσα, είτε από τους ιδίους του παθόντας, είτε από τους ιδίους τους βασανιστάς, αποκαλύπτονται τώρα, αποδεικνύεται, ότι η Επανάστασις, χωρίς να το γνωρίζωμεν οι πολλοί, από ενωρίς είχεν εξελιχθή εις τρομοκρατικόν καθεστώς, από το οποίον ακριβώς είχεν έλθει δια να μας σώση. Δι’ αυτό, κρίνων εκ των υστέρων τα όσα ως Αρχιεπίσκοπος έπραξα εις τον τομέα αυτόν, θα ήθελα να είχα επιτελέσει ακόμη περισσότερα. Σκέπτομαι δηλαδή τώρα, ότι αν την προς τον κ. Πρωθυπουργόν επιστολήν μου του Αυγούστου του 1969, ακόμη δε καλύτερα την άλλην, του Μαρτίου του 1970, την είχα στείλει ενωρίτερα, μήπως η όλη κατάστασις θα ήταν διαφορετική; Μήπως η Επανάστασις δεν θα είχεν εξελιχθή εις το είδος του καθεστώτος, εις το οποίον κατήντησε; Μήπως ενωρίτερα και χωρίς κλυδωνισμούς θα είχε παραχωρήσει την θέσιν της εις άλλο, φιλελεύθερον καθεστώς;

Αν ναι, ασφαλώς δεν θα είχαμεν σήμερα τας 200 χιλιάδας των κατεστραμμένων Κυπρίων προσφύγων αδελφών μας… Άλλ’ επαναλαμβάνω˙ τότε δεν μου ήτο δυνατόν να γνωρίζω καλώς την πραγματικήν κατάστασιν.

Σκοπός η ηθική μου εξόντωσις.

Αν εγώ όμως δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου, πολύ ολιγώτερον ήσαν με εμέ ευχαριστημένοι, δια τους ακριβώς αντιθέτους λόγους, οι παράγοντες της δικτατορίας, και μάλιστα όσοι απετέλουν τον σκληρόν της πυρήνα. Διότι αν εγώ δεν είμαι ευχαριστημένος, επειδή δεν έγιναν περισσότερα, εκείνοι ήσαν δυσηρεστημένοι, επειδή, όσα είχαν γίνει, τα εθεώρουν πάρα πολλά. Δι’ αυτό είχαν αποφασίσει την ηθικήν μου εξόντωσιν.

Τούτο δεν συνάγεται μόνον από όσα εξετέθησαν μέχρι τούδε, αλλά και από τας τότε κυκλοφορούσας διαδόσεις, αι οποίαι εκ των υστέρων αποδεικνύονται βάσιμοι. Εις αυτάς ανεφέρετο εμπιστευτικόν σημείωμα, αντίγραφον του οποίου πειρήλθεν εις χείράς μου κατ’ Αύγουστον του 1973. Το σημείωμα αυτό, που προήρχετο προφανώς από κυβερνητικούς κύκλους, προσεπάθει να παρουσιάση, ότι αι φήμαι που εκυκλοφόρουν δια τας έναντί μου διαθέσεις της δικτατορίας διεσπείροντο τάχα από τους εχθρούς της. αλλά, όπως εφάνη και από τα όσα εξετέθησαν μέχρι τούδε, αι φήμαι αυταί ήσαν απήχησις της πραγματικότητος, δηλαδή ότι αυτόςο δημοσιογραφικός θόρυβος κατηυθύνετο πράγματι «εκ των παρασκηνίων υπό παραγόντων της Επαναστάσεως». Παραθέτω την σχετικήν παράγραφον από το κείμενον του σημειώματος και περί της βασιμότητός του ας κρίνη ο αναγνώστης:

«Εξ εγκύρων, θετικών και αξιοπίστων πηγών παρεσχέθησαν αι κάτωθι πληροφορίαι: Δια της μεθόδου του ψιθύρου διαδίδεται τεχνηέντως, επιτηδείως και επιστημονικώς, ότι ο υπό του ημερησίου τύπου διεξαγόμενος, τροφοδοτούμενος και συντηρούμενος καταλλήλως δημοσιογραφικός θόρυβος περί τον ΟΔΔΕΠ κατευθύνεται εκ των παρασκηνίων υπό παραγόντων της Κυβερνήσεως, με σκοπόν και στόχον την υπονόμευσιν του Ιερωνύμου».

Η πρόθεσις αύτη της δικτατορίας επιβεβαιούται όχι μόνον από τας κυκλοφορούσας διδόσεις, αλλά και εκ του υπ’ αριθ. 61 και από 10.8.73 εμπιστευτικού εγγράφου του Οικονομικού Επιθεωρητού κ. Μαρκόσογλου «περί του οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου εις τον Ο.Δ.Δ.Ε.Π.», το οποίον απηυθύνετο εις τους κ.κ. Παττακόν, τους Υπουργούς Παιδείας και Οικονομικών και τον Υφυπουργόν – Περιφερειακόν Διοικητήν Αττικής και Νήσων. Εις το έγγραφον αυτό επαφίετο «εις την διακριτικήν ευχέρειαν» των παραληπτών «να εκτιμηθή η ανάγκη ή η σκοπιμότης της περαιτέρω διερευνήσεως της υποθέσεως».

Παρά ταύτα, οι παραλήπται του ως άνω εγγράφου και ο παρά τω Πρωθυπουργώ Υπουργός κ. Αγαθαγγέλου δεν έκλεισαν το θέμα, όπως ήταν δυνατόν εις αυτούς να πράξουν, κατόπιν των διαπιστώσεων, ότι αι καταγγελίαι εβασίζοντο κυρίως εις τυπικάς παραλείψεις, αλλά παρέπεμψαν την υπόθεσιν εις τον Εισαγγελέα. Τούτο, φυσικώ τω λόγω, έδωκε νέαν τροφήν εις τον δημοσιογραφικόν θόρυβον, όπερ εμμέσως συνέβαλεν εις την επιτυχίαν του σκοπού και του στόχου παραγόντων της Κυβερνήσεως και όλων εκείνων, που είχαν τας ιδίας με την δικτατορίαν απέναντί μου διαθέσεις, ήτοι «την υπονόμευσιν του Ιερωνύμου».

Αλλά και έτερον στοιχείον ενδεικτικόν των έναντί μου εχθρικών διαθέσεων της Κυβερνήσεως του κ. Γ. Παπαδοπούλου είναι και το γεγονός, ότι ο Υπουργός Παιδείας κ. Γκαντώνας, κατ’ ασφαλείς πληροφορίας μου, ωνόμαζεν «ιερωνυμικούς» τους υπαλλήλους εκείνους του Υπουργείου του, οι οποίοι τυχόν εφαίνετο ότι με συνεπάθουν και τους εθεώρει ως υπόπτους και τους εχαρακτήριζεν ως πρόσωπα, από τα οποία «έπρεπε να φυλάγεται».

Η φιλία προς εμέ, στοιχείον… επιβαρυντικόν δια τον δημόσιον υπάλληλον!

Είχε τελειώσει η δημοσίευσις των ανωτέρω εις την εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ», όταν επληροφορήθην ένα καταπληκτικόν γεγονός, το οποίον θα εδυσκολευόμην να πιστεύσω. Η πληροφορία όμως αυτή προέρχεται από πρόσωπον, το οποίον λόγω της θέσεώς του είχε την δυνατότητα να γνωρίζη το γεγονός και δια την αξιοπιστίαν και την σοβαρότητα του οποίου ουδεμία χωρεί αμφιβολία. Κατά την πληροφορίαν, λοιπόν, αυτήν εις ένα Υπουργείον, το οποίον είναι εντελώς άσχετον προς τα εκκλησιαστικά θέματα, συνέβαινε το εξής: Όταν επρόκειτο να κριθή ένας υπάλληλος, αν έπρεπε να προαχθή ή όχι, ένα από τα στοιχεία, που εθεωρούντο επιβαρυντικά δι’ αυτόν, ήταν αν ούτος ήταν φιλικά διατεθειμένος απέναντί μου! Αν το «δελτίον ποιότητος» εσημείωνεν ότι ο υπό κρίσιν υπάλληλος ήταν φίλος μου, ούτος παρέμενε στάσιμος. Απίστευτον. Και όμως αληθές εκατόν τοις εκατόν.

Μετά και από αυτήν την πληροφορίαν και όλα τα άλλα στοιχεία, τα οποία ανέφερα μέχρι τώρα, δεν θα ήταν λογικόν να συμπεράνω, ότι το κλίμα αυτό εξέφραζε την έναντί μου γραμμήν της δικτατορίας και όχι μόνον ωρισμένων εκπροσώπων της;

Ο δεύτερος δικτάτωρ με εχθρεύεται ανοικτά.

Εάν αυτή ήταν η έναντί μου στάσις της πρώτης δικτατορίας, ακόμη χειροτέρα και πλέον απροκάλυπτος ήταν η εχθρότης των ανθρώπων της δευτέρας, του Ταξιάρχου Ιωαννίδου. Από την περίοδον αυτήν δεν είναι ανάγκη να αναφέρω πολλά, διότι αι έναντί μου ως Αρχιεπισκόπου διαθέσεις των είναι γενικώτερα γνωσταί, διότι δεν εφρόντισαν να τας αποκρύψουν. Τουναντίον δεν ετήρησαν ούτε καν τα προσχήματα. Η φανερά των απέναντί μου αντίθεσις ήρχισεν ήδη με την ορκωμοσίαν εκείνων, που θα εκινούντο εις το προσκήνιον, ήτοι του στρατηγού κ. Γκιζίκη και της υπό τον κ. Ανδρουτσόπουλον Κυβερνήσεως. Ο κ. Ιωαννίδης τόσον με εχθρεύετο, ώστε δεν ήθελε ούτε καν να με αντικρύση. Δια να μη τυχόν με αντικρύση εις την ορκωμοσίαν της Κυβερνήσεώς του, είχεν από ημερών καλέσει ειδικώς από τα Ιωάννινα τον επιστήθιον φίλον και ομοτράπεζόν του Μητροπολίτην τότε κ. Σεραφείμ. Έτσι, δια πρώτην φοράν εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, κατά την ορκωμοσίαν Κυβερνήσεως παρηγκώνιζαν τον κανονικόν και νόμιμον οικείον επίσκοπον.
Κατά τον τρόπον αυτόν, με την παράβασιν ρητών Ιερών Κανόνων, θα ήρχιζεν η δευτέρα δικτατορία την αποκατάστασιν της «κανονικής τάξεως» εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος…

Τίποτε άλλο δεν είναι ανάγκη να υπομνήσω από τα ήδη γνωστά˙ ούτε πως και τα, προφανώς, μεμυημένα εις την συνωμοσίαν μέλη της Ιεράς Συνόδου, εν θαυμαστή συμφωνία προς την δευτέραν δικτατορίαν (ασφαλώς δια να μη χαρακτηρισθούν ως «χουντικοί») ηυλόγησαν την ωμώς δικτατορικήν εκείνην ενέργειαν και εν συνεδρία απεφάνθησαν, ότι ουδείς Ιερός Κανών παρεβιάσθη με αυτήν˙ «ούτε ο γάτος ούτε η ζημιά του», ασφαλώς, αφού άλλωστε ο «γάτος»… προωρίζετο να εκλεγή Προκαθήμενός των. Ούτε είναι ανάγκη να υπομνήσω, ότι δια πρώτην φοράν εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος το Κράτος δι’ ιδικής του πράξεως καθώρισε ποίοι είναι οι «κανονικοί» και ποίοι οι «αντικανονικοί» Ιεράρχαι και ότι ουδεμία διαμαρτυρία από στόματος των περιδεών «φρουρών των Ιερών Κανόνων» ηκούσθη, μόνον και μόνον διότι με την πράξιν αυτήν του έχοντος την σπάθην, αυθαιρέτως και σκαιώς ως «αντικανονικοί» ( ο όρος «χουντικοί» δεν είχεν ακόμη τεθή εις κυκλοφορίαν) εχαρακτηρίζοντο άπαντες οι μετά την 21ην Απριλίου 1967 εκλεγέντες Αρχιερείς, έστω και αν
ούτοι έγιναν Αρχιερείς τη συμπράξει των χαρακτηριζομένων ως «κανονικών».

Το ραδιόφωνον διακόπτει μεταδιδομένην ομιλίαν μου

Θα σημειώσω μόνον δύο εχθρικάς κατ’ εμού επεμβάσεις της δευτέρας δικτατορίας, εκ των οποίων η μεν πρώτη δεν είναι εις όλους γνωστή, η δε δευτέρα είναι εντελώς άγνωστος˙ Η πρώτη είναι η εξής:

Την 9 Δεκεμβρίου 1973 ετέλουν την θείαν λειτουργίαν εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν των Αθηνών, από τον οποίον μετεδίδετο η Ακολουθία ραδιοφωνικώς. Ήτο η τελευταία μου λειτουργία ως εν ενεργεία Αρχιεπισκόπου, ήθελα δε να ομιλήσω και να αποχαιρετήσω το ποίμνιόν μου, εξηγών και τους λόγους της παραιτήσεώς μου. Πράγματι, κατά την ώραν του «κοινωνικού» ήρχισα να ομιλώ, και φυσικά η ομιλία μου, όπως και η λοιπή Ακολουθία, μετεδίδετο ραδιοφωνικώς. Όταν όμως έφθασα εις το σημείον, όπου ήρχισα να εκθέτω το διατί παρητούμην, και συγκεκριμένως όταν έλεγα: «Τας τάξεις των αντιπάλων επύκνωσαν και άλλαι σκοτειναί δυνάμεις, αι οποίαι κατέχουν πολύ κεντρικάς και υψηλάς θέσεις και αι οποίαι επ’ ουδενί λόγω ήθελαν ούτε θέλουν να ίδουν την Εκκλησίαν να στέκεται υψηλά, να έχη δύναμιν και να είναι σεβαστή από όλους», ο εκφωνητής ανήγγειλεν, ότι θα διεκόπτετο η μετάδοσις λόγω… τεχνικής βλάβης. Το περίεργον ήταν, ότι η βλάβη, ώ του θαύματος, διωρθώθη αμέσως μόλις ετελείωσεν η ομιλία μου. Το είδος της «βλάβης», εννοείται, το
κατάλαβαν όλοι, όσοι έτυχε κατά την ώραν εκείνην, να παρακολουθούν την εκπομπήν.

Η δευτέρα περίπτωσις είναι εντελώς άγνωστος. Πρόκειται περί του εξής: Καίτοι επρόκειτο να αναγγείλω την υποβολήν της παραιτήσεώς μου την 15ην Δεκεμβρίου, εθεώρησα, ότι έπρεπε να βοηθήσω, όσον μου ήταν δυνατόν, εις την επιτυχίαν του ετησίου Εράνου της Αρχιεπισκοπής, ο οποίος θα ήρχιζεν εις τας 17 Δεκεμβρίου. Το προϊόν του, ως γνωστόν, διατίθεται δι’ έργα Αγάπης. Είχα ζητήσει, λοιπόν, όπως εγίνετο κάθε χρόνον, να μου δοθή η δυνατότης να απευθυνθώ προς τον Λαόν από Τηλεοράσεως. Προς τούτο μου παρεχωρήθη ώρα το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου εις το κανάλι της ΥΕΝΕΔ. Επειδή θα ήταν μαγνητοσκοπημένη η εκπομπή, εφρόντισα να γίνη τούτο εγκαίρως, ώστε και αν τυχόν παρουσιάζετο κάποια ανωμαλία, να υπάρχη καιρός δια την επανόρθωσίν της. Πράγματι, η μαγνητοσκόπησις έγινε κανονικά εις το στούντιο της ΥΕΝΕΔ και θα μετεδίδετο αύτη εις τας 14 Δεκεμβρίου. Την ημέραν όμως εκείνην, η ΥΕΝΕΔ ειδοποίησε την Αρχιεπισκοπήν, ότι η εκπομπή δεν ήταν δυνατόν να γίνη, διότι η ταινία της μαγνητοσκοπήσεως… είχε καταστραφή!

Το αξιοσημείωτον είναι, ότι εις την μαγνητοσκοπημένην αυτήν ομιλίαν δεν υπήρχε τίποτε το αντικυβερνητικόν, ούτε καν έμμεσος αιχμή. Απλώς προσεπάθουν να εξηγήσω το διατί η Εκκλησία, ενώ έχει τεραστίαν περιουσίαν, αναγκάζεται να ζητήση «τον οβολόν της χήρας», δια να είναι εις θέσιν να εκτελή τα έργα της Αγάπης. Επληροφόρουν δε τον Λαόν, διατί αι γενόμεναι εις ον Ο.Δ.Δ.Ε.Π. και αι άλλαι προσπάθειαί μου αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν είχαν ακόμη αρχίσει να αποδίδουν. Το μόνον, που μπορώ να υποθέσω είναι, ότι η ομιλία μου αυτή διέψευδεν εμμέσως όλην την εκστρατείαν προς δυσφήμησιν του Ο.Δ.Δ.Ε.Π. και συνεπώς συνετέλει εις την ηθικήν μου δικαίωσιν, πράγμα το οποίον απήρεσκεν εις τον κ. Ταξίαρχον.

Αλλά μετά τα όσα τελευταίως απεκαλύφθησαν περί των ιδιαιτέρως στενών σχέσεων του δευτέρου δικτάτορος με ωρισμένον αθηναϊκόν δημοσιογραφικόν συγκρότημα, μήπως επιβεβαιώνει την υπόνοιαν, ότι η εναντίον μου λυσσαλέα αντιπολίτευσις των εφημερίδων του, παραβαλλομένη μάλιστα προς την στάσιν των έναντι του διαδεχθέντος εμέ εκκλησιαστικού καθεστώτος, έχει την ρίζαν του εις τους εν λόγω στενούς του δεσμούς; Επομένως, μήπως τούτο αποδεικνύει ως βάσιμον την πληροφορίαν κατά την οποίαν η εναντίο μου εκστρατεία «εκ των παρασκηνίων κατηθύνετο υπό παραγόντων της Κυβερνήσεως με σκοπόν και στόχον την υπονόμευσίν» μου;

Και η αγάπη μου προς τον Μακάριον ενοχλεί τον κ. Ιωαννίδην.

Θα παρακαλέσω, να μου επιτραπή να προσθέσω και μίαν ακόμη υπόνοιάν μου, η οποία μου εγεννήθη, αφού εις εβδομαδιαίον περιοδικόν ανέγνωσα τον απομαγνητοφωνηθέντα διάλογον, που διημείφθη μεταξύ του κ. Ταξιάρχου και της Κυπριακής Εθνοφρουράς, επίσης δε μεταξύ του ιδίου και του κ. Νικ. Σαμψών. Βεβαίως, μετά τα όσα έγιναν την 15ην Ιουλίου 1974 εις την Κύπρον, δεν εχρειάζετο τίποτε περισσότερον, δια να αντιληφθή κανείς ποία αισθήματα έτρεφεν ο δικτάτωρ Ιωαννίδης έναντι του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου. Παρά ταύτα, αι απομαγνητοφωνηθείσαι συνομιλίαι του στυγερού δικτάτορος, αν είναι γνήσιαι, αποκαλύπτουν όλον τον βάθος και την έντασιν του μίσους, το οποίον ούτος έτρεφε κατά του Κυπρίου Προέδρου.

Όταν ένας ανώτατος αξιωματικός λέγη εις την μαριονέταν – Πρόεδρον (τον Σαμψών): «Νικολάκη, θέλω το κεφάλι του Μούσκου. Εσύ ο ίδιος να μου το φέρης. Έτσι, Νικολάκη;», μπορούμε να καταλάβωμε πόσων εκατοντάδων χιλιάδων βόλτ πρέπει να ήταν η έντασις του κοχλάζοντος μίσους του. Τέτοιο όμως μίσος θα εστρέφετο μόνον κατά του «Μούσκου»; Δεν ήταν επόμενον να εστρέφετο και εναντίον όλων εκείνων, που υπεστήριζαν τον Μακαριώτατον; Επειδή δε ο Ιωαννίδης ασφαλώς εγνώριζε πολύ καλά, ότι δια λόγους εθνικούς υπεστήριζα εκθύμως τον Μακαριώτατον και εφρόνουν, ότι οιανδήποτε προσπάθεια μειώσεώς του θα είχε καταστρεπτικάς δια την κυπριακήν υπόθεσιν συνεπείας, ιδού και ένας ακόμη λόγος της έναντί μου μεγάλης… «συμπαθείας» του.

Αναμφιβόλως θα υπάρχουν και άλλοι, ίσως πολλοί, λόγοι της εναντίον μου οργής του δευτέρου δικτάτορος, τους οποίους δεν γνωρίζω, αλλά και από τας ολίγας αυτάς έναντι μου εκδηλώσεις του, είναι δυνατόν να συμπεράνω, ότι, αν εκτός από «το κεφάλι του Μούσκου», του προσέφεραν «επί πίνακι» και το ιδικόν μου, δεν θα ήτο καθόλου δυσαρεστημένος. Άλλως τε, με τας συνεχώς εκτοξευμένας υπό των οργάνων του συκοφαντίας, είχεν ήδη επιτύχει την ηθικήν του εξόντωσιν.

Δια την εξόντωσίν μου, συμμαχούν με την δικτατορίαν και… οι αντίπαλοί της.

Το δράμα μου όμως συνίστατο εις το ότι εναντίον μου και προς ηθικήν μου εξόντωσιν δεν ειργάζοντο μόνον οι παράγοντες της δικτατορίας, και κατά τας δύο φάσεις της, άλλ’ είχαν εστραμμένα τα βέλη των εναντίον μου ακόμη όχι ολίγοι και από τους πολεμίους της. Ο λόγος είναι, ότι με εθεώρουν και φοβούμαι ότι εξακολουθούν να με θεωρούν, ως τον ευνοούμενόν της. Τόσον μάλιστα υπελόγιζαν την επιρροήν μου επάνω της, ώστε και σήμερα ακόμη υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, παραπλανώμενοι από τα φαινόμενα και μη γνωρίζοντες τα πραγματικά γεγονότα, έχουν την γνώμην, ότι επί δικτατορίας «ήμουν παντοδύναμος». Κατά πόσον τούτο ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα, ελπίζω να το αντελήφθησαν, όσοι είχαν την υπομονήν να διεξέλθουν έστω και τμήμα μόνον του παρόντος.

Παρά το πλευρόν των… λεγεών

Ενώ όμως ειργάζοντο δια την ηθικήν μου εξόντωσιν τόσον οι παράγοντες της δικτατορίας όσον και οι αντίπαλοί της, δεν πρέπει να περιμένη ο αναγνώστης, ότι θα ήταν παρά το πλευρόν μου όσοι εθίγοντο από τα ληφθέντα υπέρ της Εκκλησίας εξυγιαντικά μέτρα. Θα αναφέρω τους κυριωτέρους εξ αυτών, που, ατυχώς δι’ εμέ, δεν ήσαν ολίγοι.

Και πρώτον οι κληρικοί εκείνοι, που, λόγω του σκανδαλώδους τρόπου της ζωής των, εγνώριζαν, ότι η συμμόρφωσίς μου προς το πανελλήνιον αίτημα της καθάρσεως του κλήρου θα τους έπληττεν αργά ή γρήγορα.

Έπειτα, δεύτερον, ήσαν όσοι είχαν υπόπτους οικονομικάς συναλλαγάς εις βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας: οι καταπατηταί εκκλησιαστικών κτημάτων ή οι ενοικιασταί των, που είχαν εις το παρελθόν κατορθώσει, συνήθως μεν νομοτύπως, πλην εις βάρος της Εκκλησίας αντί πινακίου φακής να τα εκμεταλλεύωνται.

Τρίτον, ήσαν οι ισχυροί εκείνοι παράγοντες εις την κρατικήν μηχανήν ή τα συγκροτήματα της οικονομικής ή κοινωνικής ζωής του τόπου, που δια λόγους κοσμοθεωριακούς θέλουν να βλέπουν την Εκκλησίαν πάντοτε έρπουσαν, φυτοζωούσαν, παραπαίουσαν και πάντοτε εξηρτημένην από την… γενναιοφροσύνην των. Τους εφοβήθη ακόμη και ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων.

Τέλος, εις όλας αυτάς τας κατηγορίας των ανθρώπων, εναντίον των οποίων είχα να αντιπαλαίσω, εκτός από τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς των, θα πρέπη να προστεθούν, τέταρτον, και όσοι έχουν τας ιδίας αντιλήψεις και συνηθείας ζωής με τους κληρικούς εκείνους, που έχουν σκανδαλώδη και ανώμαλον βίον. Τι εσήμαινε και τι εξακολουθεί να σημαίνη τούτο, θα μου επιτραπή να το διατυπώσω με τας λέξεις, που είπε κάποτε ο αείμνηστος και σεβάσμιος προκάτοχός μου Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων: «Σ’ όλη μου τη ζωή πάλαιψα με πολλούς˙ δεν φοβήθηκα ποτέ μου και κανέναν. Τους κ… όμως τους φοβήθηκα». Πόσον είχε δίκαιον ο ατρόμητος εκείνος αγωνιστής των εκκλησιαστικών και εθνικών μας αγώνων φαίνεται και από τα αποτελέσματα, τα οποία επέτυχαν και εξακολουθούν να επιτυχγάνουν οι κληρικοί αυτοί και οι ομοϊδεάται των.

Αδίστακτοι εις τα μέσα, τα οποία χρησιμοποιούν, κατώρθωσαν να αλώσουν (με ποίου είδους λόγχας μη ερωτάτε) ικανόν αριθμόν στηλών εφημερίδων, ώστε το μαύρο να παρουσιάζεται εις το κοινόν ως άσπρον και το άσπρον ως μαύρο. Ένας από αυτούς λέγεται, ότι κάποτε είπεν, ότι από τα πολλά διαμερίσματα που είχεν αποκτήσει «με τον τίμιον ιδρώτα του», θα διαθέση τα εξ, δια να εξοντώση τον Ιερώνυμον! Έτσι και αι στήλαι μιας καθημερινής εφημερίδος, η οποία θέλει να εμφανίζεται ως σοβαρά, ενηγκαλίσθησαν τόσον περιπαθώς τους 300 καταδικασθέντες υπό των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων δι’ ακατανομάστους πράξεις, ώστε να τους παρουσιάσουν εις το αναγνωστικόν της κοινόν ως… «οσιομάρτυρας». Ως «μεγαλομάρτυρα» δε να στέψουν πρόσωπον, το οποίον ήδη από του 1943, δηλαδή εικοσιπέντε έτη προτού εγώ αναλάβω το πηδάλιον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ελάμπρυνεν επανειλημμένως… τα εδώλια των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Αυτά ισχυρίζετο ο συντάκτης της εφημερίδος.

Ο «Ρασπούτιν» επί τέλους καθαιρείται.

Ιδού όμως τι περί αυτού έγραφε κατά τον Μάϊον του 1961 ένας Μητροπολίτης προς ένα άλλον συνάδελφόν του, που ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, ουδέ μακρόθεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως… «Ιερωνυμικοί». «Ουδέν ιδιαίτερον ενδιαφέρον επέδειξα δια τον γνωστόν ρασπούτιν, όστις όντως εξηυτέλισεν εν τε τη αλλοδαπή και ενταύθα τον κλήρον της Ελλάδος. Γνωρίζω εν πάση λεπτομερεία τον βίον και την πολιτείαν του ειρημένου ρασοφόρου, ίσως κάλλιον παντός άλλου, διότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος μου απεκάλυψεν, ότι έφθανε μέχρι του σημείου να εκδίδη και γυναίκας». Αυτά εγράφοντο εν έτει 1961 μάλιστα, σημειώσατέ το καλώς, το 1961.

Και ο «μεγαλομάρτυς» αυτός ρασοφόρος κατεδικάσθη επί τέλους τελεσιδίκως εις καθαίρεσιν επί της αρχιερατείας μου, επί τη βάσει του Νόμου 214/1967, μόλις εις τας 15 Μαΐου 1968. Ήτοι επί επτά ακριβώς έτη εκυκλοφόρει ως κληρικός και ασφαλώς εξηκολούθει… να δοξάζη όχι μόνον το «τιμημένον ράσο», αλλά και τα… «Εκκλησιαστικά Δικαστήρια». Διότι ο εν λόγω ρασοφόρος είχε μεν την 1ην Μαρτίου του 1961 υπό του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου καταδικασθή εις καθαίρεσιν, πλην όμως η απόφασις της καθαιρέσεως εις τας 15 Ιουνίου του 1961 μετετράπη υπό του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εις… διετή αργίαν!!!

Αλλά δια να μη νομισθή, ότι η τοιαύτη μείωσις της ποινής του ήτο επιβεβλημένη και δικαία και ότι εγώ είμαι προκατειλημμένος κατά του κυρίου αυτού, λόγω της επί της αρχιερατείας μου νέας καθαιρέσεώς του, ή ότι αδίκως κρίνω τον τρόπον της λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων προ της ψηφίσεως του Νόμου 214, θα αφίσω να ομιλήση ένα επίσημον έγγραφον, το υπ’ αριθ. 845 της 18.9.1961. Το έγγραφον αυτό απηυθύνετο προς την Ιεράν Σύνοδον. Ιδού τι έλεγεν ο συντάξας αυτό Αρχιερεύς τόσον δια την απόφασιν της μετατροπής της ποινής της καθάρσεως εις αργίαν δύο ετών, όσον και δια τα Συνοδικά Δικαστήρια:

Ομιλεί επίσημον έγγραφον προς την Ιεράν Σύνοδον.

«Δεν δυνάμεθα να συγκρατήσωμεν τον απερίγραπτον πόνον ημών, δια την απόφασιν του Συνοδικού Δικαστηρίου, ήτις απόφασις, κατόπιν δύο εν συνεχεία καθαιρέσεων, υπό του αυτού Δικαστηρίου, έχοντος σύνθεσιν σχεδόν εκ των αυτών Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών, επέβαλεν εις τον, κατά την έκφρασιν, την τα μάλιστα προσφυά, του αγίου (τάδε), «ρασπούτιν», την ποινήν της διετούς αργίας!!! Δεν κρίνομεν την απόφασιν του εντίμου Συνοδικού Δικαστηρίου, αλλά συν τη εκφράσει του αφάτου πόνου ημών, διατυπώνομεν την μεγίστην απορίαν ημών, πως το ίδιον Δικαστήριον, με την αυτήν, ως εσημειώσαμεν, σχεδόν σύνθεσιν κρίναν τον ίδιον φάκελλον, επέβαλε την ποινήν της καθαιρέσεως και μετά τούτο εμετρίασεν αυτήν εις την ποινήν της διετούς αργίας; Και η απορία ημών και ο βαθύτατος πόνος καθίσταται έτι μείζων, όταν ληφθή υπ’ όψιν, ότι εις το Δικαστήριον αυτό παρεκάθησεν ως δικαστής και ο Σεβασμιώτατος (τάδε), ο αποκαλών τον Α. «ρασπούτιν» και πιστεύων, ότι η αισχρουργία αυτού φθάνει μέχρι του ανατριχιαστικού σημείου, ώστε ούτος κατά την έκφρασιν
του ιδίου αγίου αδελφού, να μετέρχεται και το έργον της μαστρωπείας. Ελησμόνησε το Συνοδικόν Δικαστήριον την προς Αυτό ασέβειαν και τον εμπαιγμόν, τον οποίον κατετόλμησεν εις βάρος Του ο οικτρός Α., μη εμφανισθείς ενώπιον Αυτού, αλλά την τελευταίαν στιγμήν πάντοτε πέμψας ψευδή πιστοποιητικά, δια να αποφύγη τας δικαίας κυρώσεις και να κερδίση χρόνον, ώστε να προπαρασκευάση την επιτυχίαν, την οποίαν κατήγαγεν ο απαταιών ούτος, όστις επί μίαν εικοσιπενταετίαν περίπου κατεξηυτέλισεν εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή, ου μόνον την υψηλήν έννοιαν της Ιερωσύνης, αλλά και αυτήν την έννοιαν του ανθρώπου, δι’ όσων, ανηκούστων και καθ’ υποτροπήν αισχρουργημάτων και κακουργιών διέπραξεν;».

Ολίγα από το … «συναξάριον» ενός «μεγαλομάρτυρος»

Το ως άνω έγγραφον εν συνεχεία προσθέτει: «Γνωρίζομεν, ότι ό,τι και αν είπωμεν τώρα είναι αργά˙ έχει όμως χρέος, έστω και αργά, πας αρμόδιος να αναζητήση την αιτίαν ένεκεν της οποίας ο απαταιών Α. απεμακρύνθη εκ της στοργικής μερίμνης του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, μήνάς τινάς μετά την πρόσληψίν του εις το Πατριαρχείον. Έχομεν την πληροφορίαν, ότι ολίγας ημέρας μετά την άφιξίν του εις το περίπυστον Αλεξανδρινόν Πατριαρχείον, ο ρασοφόρος και πανάθλιος Α. διέπραξεν αισχρουργίας και απάτας, ένεκεν των οποίων δεν ηδυνήθη να εξακολουθήση διαμένων εν Αλεξανδρεία, παρά τας πατρικάς συγκαταβάσεις και ανοικονομήτους οικονομίας, τας οποίας ο γέρων Πατριάρχης Αλεξανδρείας – ως Πάπας άλλως τε, – επιδεικνύει εις τοιαύτα όντα. Ενθυμηθώμεν την περίπτωσιν Ρ. και το ενδιαφέρον όπερ επέδειξεν η Μακαριότης του υπέρ του άλλου οικτρού καθηρημένου Ζ. Παρά όμως, επαναλαμβάνομεν, την αύραν της επιεικείας, η οποία πνέει ες τον Αλεξανδρινόν θρόνον, ο Α. δεν ηδυνήθη να παραμείνη επί πολύ εκείσε…

Καθήκον και αύθις σημειούμεν έχομεν να πληροφορηθώμεν τι διέπραξεν εν Αλεξανδρεία, – καίτοι φοβούμεθα κατά πόσον θα παρασχεθούν ημίν ακριβείς πληροφορίαι – ο Α. προ του οποίου ωχριά και ο… και ο… και ο παπάς της… και ει τις έτερος πανάθλιος και κακοποιός ρασοφόρος. Δεν δυνάμεθα να κλείσωμεν το παρόν ημών έγγραφον, χωρίς να εκφράσωμεν εν συνεχεία τον πόνον της καρδίας ημών και δια την αναφερομένην εις τον γνωστόν και επ’ αυτοφόρω συλληφθέντα, αισχρόν διάκονον… (Σ.Σ. πρόκειται περί ενός άλλου εκ των 300 επί της αρχιεπισκοπείας μου «μαρτυρησάντων). Ημείς, μη δυνάμενοι άλλο τι καλλίτερον να προσφέρωμεν υπέρ του καθαρμού της Αγιωτάτης Ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά και μη θέλοντες να αντικαταστήσωμεν προ ολίγου αποθανόντα αδελφόν, όστις δια συχνών δημοσίων δηλώσεών του κατεσκανδάλιζε ψυχάς, περιοριζόμεθα από σήμερον και εις το εξής περισσότερον ή εις το παρελθόν, εντός της Επισκοπής ημών, ζητούντες δια θερμής προς τον Πανάγιον Νυμφίον της Εκκλησίας προσευχής, όπως σώση την Αγίαν Του Ελλαδικήν Εκκλησίαν, εκ λύκων
λυμαινομένων Αυτήν».

Αυτά εγράφοντο τότε εις επίσημον έγγραφον Μητροπολίτου, ο οποίος απηυθύνετο εις την Ιεράν Σύνοδον την 18ην Σεπτεμβρίου του 1961. Όταν όμως εδόθη η δυνατότης να απαλλαγώμεν από ένα ελάχιστον ποσοστόν «λύκων», δυστυχώς όχι ολίγοι συνετάχθησαν με τους… «λύκους».

Ο αναγνώστης ας κρίνη μόνον από το επίσημον αυτό έγγραφον τα εξής: α) τι είδους «μάρτυρες» είναι οι 300 του εκκλησιαστικού συντάκτου της αθηναϊκής αυτής εφημερίδος β) πώς ελειτούργουν τα «κανονικά» Συνοδικά Δικαστήρια, γ) ποίαι ήσαν αι υπ’ αυτών επιβαλλόμεναι ποιναί και δ) ποίαν βαρύτητα έχουν αι από τα πλέον υπεύθυνα σήμερα χείλη δοθείσαι τελευταίως εις εβδομαδιαίον περιοδικόν διαβεβαιώσεις, ότι «ουδέποτε έπαυσεν η Εκκλησία, βάσει πάντοτε προηγουμένων υπευθύνων καταγγελιών, να προβαίνη εις τον κολασμόν των ανθρωπίνως προϋποτιθεμένων και τυχόν υφισταμένων παραπτωμάτων»!!! Τέλος, ε) ας κρίνη ο αναγνώστης, αν κατόπιν όλων αυτών έπρεπεν ή όχι να εκδοθή ο Νόμος 214.

Και οι φίλοι και συνεργάται;

Θα παρατηρήση ίσως ο αναγνώστης, ότι ναι υπήρχαν μεν αντίπαλοι, αλλά υπήρχαν και οι συναγωνισταί. Βεβαίως υπήρχαν. Δόξα τω Θεώ. Υπήρχαν και οι ομόφρονες και ο φίλοι. Αλλά πρώτον μεν αυτών ο αριθμός δεν ήταν τόσον μεγάλος όσον των αντιπάλων. Δεύτερον, οι φίλοι ήσαν τόσον ευπρεπείς και ευσυνείδητοι που δεν τους ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια όπλα, που εχρησιμοποίουν οι εχθροί μας. Τέλος, τρίτον, κατά το πλείστον, οι συνεργάται μου δεν ήσαν μαχητικοί, όπως όσοι εθίγοντο από τα λαμβανόμενα υπέρ της Εκκλησίας μέτρα. Ιδού τι έγραφα το 1970 εις το Ημερολόγιόν μου επί του ζητήματος των συνεργατών μου, και ιδιαιτέρως των Αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου:

«Αισθάνομαι πολύν πόνον. Πρώτον, διότι βλέπω την νοοτροπίαν των Αρχιερέων, η οποία τίποτε το καλόν δια την Εκκλησίαν δεν προοιωνίζεται. Με τον επικρατούντα εις αυτούς δεσποτισμόν δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσωμεν αξιόλογον κλήρον. Ποίοι θα έχουν τόσην αυτοθυσίαν, ώστε να έλθουν εις τον κλήρον υπ’ αυτάς τας συνθήκας;… Δεύτερον δε, διότι όλοι με αφίνουν μόνον και ο καθείς φεύγει δια την επαρχίαν του. Όλα τα λεχθέντα (εννοώ κατά την 8 Μαρτίου 1969, ότε είχα υποβάλλει εις την Ιεραρχίαν την παραίτησίν μου, και όλοι με θερμοπαρεκάλουν να την αποσύρω) περί συμπαραστάσεως, βοηθείας κ.λπ. … είναι λόγια και μόνον λόγια. Ο (τάδε) έφυγεν από την Πέμπτην διότι… έχει ναόν εορτάζοντα… Ο (τάδε) δεν ήλθε καθόλου. Ο (τάδε) πρέπει να είναι εις… την Τρίτην κ.ο.κ. Ακόμη και ο (τάδε) όπως και παλαιότερα, καίτοι τον παρεκάλεσα, δεν θέλησε να παραμείνη ούτε ώραν. Έχω κουρασθή να ζητώ βοήθειαν και ο καθείς να ενδιαφέρεται κατά πρώτον και κύριον λόγον δια την επαρχίαν «του».

Όλοι έχουν απαιτήσεις από τον Πρώτο, όλοι δια των λόγων είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν, άλλ’ όταν έλθη η ώρα των έργων; Όλοι με συμβουλεύουν «να μη κουράζωμαι», αλλά κανείς δεν έρχεται να βάλη την πλάτην του κάτω από τον ζυγόν μαζί μου, ώστε να ελαφρύνη κάπως το φορτίον. Ησθανόμην περί τας 10.30’ πολλή κόπωσιν, ίσως και λόγω της στενοχωρίας. Απεφάσισα να μη εργασθώ, ετοιμάσθηκα και έπεσα περί τας 11. Όλα όμως αυτά τα πολλά και ποικίλα προβλήματα της Εκκλησίας, δεν με άφισαν μέχρι την 1.30’ να αποκοιμηθώ. Ο ύπνος μου ανήσυχος εις τας 5 πάλιν ξύπνιος. Τί θα γίνη; Πόσον θα μπορέση να τραβήξη αυτή η δουλειά; Φοβούμαι όχι επί μακρόν…»

Μία προειδοποίησις

Την κατάστασιν αυτή εσκέφθην, ότι έπρεπε να την καταστήσω και επισήμως πλέον γνωστήν εις την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον, δια να αναλάβη έκαστος τας ευθύνας του. Την 20ην, όθεν Ιανουαρίου του 1971, ανέγνωσα εις αυτούς προ της Ημερησίας Διατάξεως το ακόλουθον κείμενον:

Σεβασμ. Αντιπρόεδρε, Σεβασμ. Εν Χριστώ αδελφοί,

Κατακλείων τον ενθρονιστήριον λόγον μου την 17ην Μαΐου 1967 είπον τα εξής επί λέξει: «Όσα μέχρι της στιγμής ταύτης ελέχθησαν είναι μέρος των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ο εκάστοτε Προκαθήμενος μετά της περί αυτόν Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος. Είναι όμως αρκετά δια να καταστήσουν σαφές αφ’ ενός μεν πόσον είναι τεράστιος ο όγκος της ευθύνης, την οποίαν έναντι του Δομήτορος της Εκκλησίας και του περιουσίου αυτής Λαού και της Ιστορίας αναλαμβάνει, αφ’ ετέρου δε ότι τούτο δεν είναι έργον ούτε ενός μόνον προσώπου, ούτε μόνον των μετεχόντων εις την Διοικούσαν Ιεράν Σύνοδον ούτε καν μόνον του συνόλου αριθμού των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών. Είναι έργον όλου του πληρώματος της Εκκλησίας. Εις την μεγάλην μάχην, η οποία αρχίζει από της στιγμής ταύτης, είναι απαραίτητος η βοήθεια πάντων των δυνάμεων να φέρουν όπλα».

Εν συνεχεία εκαλούντο οι πάντες μεν εις αγώνα προσευχής, ίνα ο Κύριος μας φωτίση «ώστε ορθώς να σκεπτώμεθα και επιμελώς και επωφελώς να ενεργώμεν» δεύτερον δε «εις αγώνα συστηματικής και συντονισμένης δράσεως».

Ομοίως, ότε την 9ην Μαρτίου του 1969 είχα υποβάλει την παραίτησίν μου εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, ικανός αριθμός Σεβασμιωτάτων αδελφών Αρχιερέων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο αείμνηστος Τρίκκης κυρός Διονύσιος, ίνα με πείσουν, όπως αναθεωρήσω την απόφασίν μου εκείνην, μετά πολλής της επιμονής με διεβεβαίουν, ότι, αν εγώ απέσυρον την παραίτησίν μου, θα είναι κατά πάντα παρά το πλευρόν μου και θα μου συμπαρίστανται εν πάσι. Και ο μακαριστός μεν (ίνα μη είπω ο μακαριώτατος) εκείνος απήλθε του κόσμου τούτου, υπακούσας εις την πρόσκλησιν του της ζωής κυριεύοντος και του θανάτου˙ πλην όμως και ικανού αριθμού εκ των απολειφθέντων αδελφών οφείλω, εν αγάπη μεν πολλή, αλλά και εν πάση ειλικρινεία, να διαπιστώσω, ότι κατά τα έκτοτε διαρρεύσαντα δύο σχεδόν έτη δεν ησθάνθην ενεργόν την παρουσίαν και την συμπαράστασίν των.

Εάν μάλιστα την συγκρίνη τις προς τον βαθμόν και την έντασιν, τα οποία απαιτούν η εφαρμογή και η πραγματοποίησις των εν τω ενθρονιστηρίω εξαγγελθέντων, εν συνεχεία δε πλατύτερον εν τω προς την Ιεράν Σύνοδον υποβληθέντι υπομνήματί μου («Σχέδιον αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος») εκτεθέντων και μετά ταύτα δια συνοδικής αποφάσεως ομοφώνως εγκριθέντων, τόσον η παρουσία όσον και η συμπαράστασις των περισσοτέρων θα έπρεπε να χαρακτηρισθή κατά κανόνα ως υποτυπώδης και αναιμική. Ίσως τυπικώς, ήτοι από της απόψεως συμμετοχής εις τας συνεδριάσεις της ΔΙΣ ή των ΜΣΕ, ως και από απόψεως παρουσίας εις τας συνεδρίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, να είναι οι πάντες εν τάξει. Πλην η αδελφική συμπαράστασις, την οποίαν υπεσχέθησαν ολόψυχον, δεν είναι δυνατόν να νοηθή, ότι θα περιωρίζετο μόνον εις ταύτα. Δια να μη αοριστολογώ, θα παρακαλέσω ίνα έκαστος αναγνώση και πάλιν τα έργα του ΜΣΕ, της οποίας προεδρεύει, ως τούτο σημειούται εις τα άρθρα 15 και 41-50 του υπ’ αριθμ. 1 Κανονισμού και θα αντιληφθή ευχερώς ποίον είναι ακριβώς το νόημα των ανωτέρω σημειωθέντων.

Ακόμη και οι δύο ή τρεις των Σεβασμιωτάτων Προέδρων των ΜΣΕ, οι οποίοι αποδίδουν ήδη πολλά δια των Επιτροπών των, ακόμη και ούτοι θα διαπιστώσουν, ότι πρέπει εις το μέλλον να πραγματοποιήσουν περισσότερα. Αφ’ ετέρου, εις τας προσωπικάς εναντίον μου και από πάσης πλευράς εξαπολυθείσας επιθέσεις αφέθην υπό πάντων ακάλυπτος και αβοήθητος.

Αδελφοί μου,

Πρέπει να σας εξομολογηθώ, ότι πολλάκις, δια να μη είπω σχεδόν πάντοτε, αισθάνομαι μόνος, κατάμονος και μάλιστα όταν αντιμετωπίζω τα ποικίλα και κολοσσιαία προβλήματα της Εκκλησίας, τα οποία ορθούνται ενώπιόν μου. Προστιθεμένων δε των ετών της ηλικίας και της συμπαρομαρτούσης ασθενείας της σαρκός, καθ’ εκάστην παρερχομένην ημέραν διαπιστώνω ολονέν και περισσότερον, ότι σχεδόν μόνος είναι αδύνατον να ανταποκριθώ εις τα τόσον βαρέα αρχιεπισκοπικά μου καθήκοντα».

Κωλυσιεργία και δια την κάθαρσιν του κλήρου.

Επ’ αυτής συνέχισα την ανακοίνωσίν μου ως εξής: «Ως εάν δε δεν ήτο αρκετή η εγκατάλειψις σχεδόν υπό πάντων, εμφανίζονται και διαφοραί απόψεων επί βασικωτάτων σημείων, ως επί παραδείγματι του της καθάρσεως της εκκλησίας, εκ των τυχόν αναξίων αυτής λειτουργών. Το θέμα τούτο μόνον εμνημονεύθη απλώς κατά τον ενθρονιστήριόν μου, εσημειώθη δε εν τω σχεδίω αναδιοργανώσεως δια των εξής: «Κατά την επιβολήν αυτών (=των ποινών) δεν πρέπει να λησμονήται παραλλήλως προς την αγάπην έναντι του πταίσαντος και η αγάπη έναντι του πληρώματος, το οποίον κατ’ ουδένα τρόπον επιτρέπεται να σκανδαλίζεται. Τούτο κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας μου, εν μέρει δε και κατά το δεύτερον, απετέλεσε σχεδόν κατά κανόνα την κατευθυντήριον γραμμήν των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Τοιουτοτρόπως, κατωρθώθη και απηλλάγη η Εκκλησία σημαντικού αριθμού διαβεβλημένων λειτουργών και ηδραιώθη εν τίνι μέτρω η εμπιστοσύνη του πληρώματος έναντι της πνευματικής ηγεσίας του.

Ατυχώς όμως η σωτήριος αύτη δια την Εκκλησίαν κατεύθυνσις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων τείνει να λησμονηθή ολίγον κατ’ ολίγον εις τοιούτον βαθμόν, ώστε συνεδριάζοντος μεν του Δικαστηρίου να ακούωνται φράσεις ως η ακόλουθος: «έ, όχι και να κόβουμε κεφάλια! Ο,τιδήποτε και αν κάνη κανείς, όχι και καθαίρεσις. Μία αργία και φθάνει» κατηντήσαμεν δε ούτως εις το να επιβάλλεται αργία 2 1)2 ετών εις επ’ αυτοφώρω συλληφθέντα κίναιδον…

Άγιοι αδελφοί,

Έχετε ιδίαν αντίληψιν, ότι και εγώ δεν είμαι των άκρων λύσεων και ότι, όπου μου είναι δυνατόν, προσπαθώ να αποφεύγω την δημιουργίαν δικαστικών φακέλλων και προ παντός θορύβου περί την ζωήν των κληρικών. Από του σημείου όμως αυτού μέχρι του να συγκαλύπτωμεν ή και να θωπεύωμεν δικαστικώς περιπτώσεις, κατά τας οποίας κληρικοί συνελήφθησαν επ’ αυτοφόρω ακολασταίνοντες παρά φύσιν, απλώς και μόνον δια «να μη κόψωμεν κεφάλια», υπάρχει πολύ μεγάλη, τεραστία απόστασις. Είμαι δε εν προκειμένω διατεθειμένος να προχωρήσω μέχρι του να διαχωρίσω τας ευθύνας μου, διότι το αίτημα της καθάρσεως απετέλεσε και αποτελεί έντονον απαίτησιν ολοκλήρου του πληρώματος της Εκκλησίας, την δε πραγματοποίησιν ταύτης αναμένει να την ίδη, καλώς ή κακώς, δεδικαιολογημένως ή αδικαιολόγητως αδιάφορον, επί της ιδικής μου αρχιερατείας.

Μετά πολλής δε λύπης μου, παρακαλώ να σημειωθή, ότι ο διαχωρισμός ούτος των ευθυνών, αν το πράγμα δεν αντιμετωπισθή υπευθύνως υπό πάντων, θα καταλήξη εις το να γίνη κατά το δυνατόν εντονώτερον τρόπον, εις τρόπον ώστε να γίνη υπό του πληρώματος σαφώς αντιληπτόν, ότι ουδέποτε εδέχθη ίνα το έντιμον και μαρτυρικόν ράσον και η ιδιότης του κληρικού επανέλθουν επί των ημερών της αρχιερατείας μου εις την ανυποληψίαν και την περιφρόνησιν, αι οποίαι του επεφυλάσσοντο προ τινών μόλις ετών. Είμαι δηλαδή αποφασισμένος, εάν η πλειοψηφία των Σεβ. Ιεραρχών δεν είναι διατεθειμένη να βοηθήση το έργον της καθάρσεως, να παραχωρήσω την θέσιν μου εις άλλον, ο οποίος θα δύναται να εφαρμόση έναντι των ενόχων κληρικών την επιείκειαν, καθ’ ον τρόπον εκείνοι την εννοούν.

Τέλος, παρακαλώ, ίνα μοι επιτραπή να προσθέσω κάτι, το οποίον εκ πρώτης μεν όψεως φαίνεται προσωπικόν, έχει όμως γενικωτέραν σημασίαν. Πρόκειται περί των κατά του προσώπου μου εκ διαφόρων κατευθύνσεων και κατά ποικίλους τρόπους εξαπολυθεισών επιθέσεων, των οποίων εμνημόνευσα προ ολίγου. Τούτο βεβαίως κατά την άσκησιν των διοικητικών του καθηκόντων πρέπει τις να το έχη υπ’ όψιν, θα έλεγα δε ότι είναι και αναπόφευκτον. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Το θέμα ανάγεται εις την στάσιν, η οποίαν εν προκειμένω ετήρησαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Οφείλω και πάλιν εν αγάπη μεν πολλή, αλλά και εν πάση ειλικρινεία να ομολογήσω ότι αν και οσάκις επεχειρήθη προσπάθειά τις προς προστασίαν του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, ποια τις συμπαράστασις εις τον αγώνα του, αύτη υπήρξε τόσον χλιαρά και άτονος και μη ανταποκρινομένη ούτε προς την βαρύτητα της προσβολής, ούτε προς την θέσιν του προσβαλλομένου, ώστε δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή υπολογίσιμος.

Προϋπόθεσις, λοιπόν, παραμονής μου εις την θέσιν μου είναι η πλήρης και ολόψυχος συμμετοχή πάντων, κατ’ εξοχήν δε των μελών της ΔΙΣ, εις το έργον αφ’ ενός μεν της καθάρσεως, αφ’ ετέρου δε της αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας, ενώ αι τυχόν κατά του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου ή των μελών αυτής υπό καλοθελητών εκτοξευόμεναι προσβολαί θα αντιμετωπίζωνται ως κοινή πάντων των μελών της ΔΙΣ υπόθεσις.

Η παρούσα υποβάλλεται ευλαβώς ως προειδοποίησις, ίνα έκαστος αναμετρήση τας έναντι του Αρχιποίμενος και του ποιμνίου ευθύνας του. Είπον και ελάλησα». Την Ιεράν Σύνοδον απετέλουν κατά την εποχήν εκείνην οι Ιεράρχαι, τους οποίους με μεγάλην πλειοψηφίαν είχεν εκλέξει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας τον Μάρτιον του 1969.

Την υπ’ εμού ανάγνωσιν του κειμένου αυτού, όπως ήταν επόμενον, ηκολούθησε κατάπληξις. Την κατάπληξιν διεδέχθη η έκδηλος εις τα πρόσωπα όλων ανησυχία, η οποία κατέληξεν εις την θερμήν εκ μέρους των παράκλησιν όπως μη καταχωρηθή το κείμενον αυτό εις τα Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου. Επειδή όμως εγώ επέμενα όπως γίνη η καταχώρησις, διεκόπη η συνεδρία και η συζήτησις συνεχίσθη εις σύσκεψιν εντός του Γραφείου του Προέδρου, το οποίον ευρίσκεται παρά την αίθουσαν των Συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου. Εκεί, προ των επιμόνων παρακλήσεων όλων των Συνοδικών, υπεχώρησα και εδέχθην να μη καταχωρηθή η δήλωσίς μου αυτή εις τα συνοδικά Πρακτικά.

Άλλ’ ατυχώς η κατάστασις δεν εσημείωσε καμμίαν βελτίωσιν. Μετά 2 1)2 περίπου μήνας, συγκεκριμένως εις τας 3)4)1971, γράφω πάλιν εις το Ημερολόγιόν μου:

Το ποτήρι ξεχείλισε.

«Σήμερα δεν κατώρθωσα πλέον να συγκρατηθώ. Εις επίσκεψιν του (τάδε), ο οποίος ήλθε να παραπονεθή δια το (τάδε) ζήτημα, άφισα να εκδηλωθή όλη η κόπωσις και η αηδία, η οποία με έχει καταλάβει εξ αφορμής των συμβαινόντων εν τη Εκκλησία και περί αυτήν. Υποκρισία, μίσος, κακία, ιδιοτέλεια από το ένα μέρος, αβουλία, επιφυλακτικότης, ίσως υπολογισμοί από το άλλο. Αισθάνομαι ότι δεν μου είναι πλέον δυνατόν να προχωρήσω. Δεν έχω ούτε τας ψυχικάς, ούτε τας σωματικάς δυνάμεις. Εσκέφθην να φωνάξω τον κ. Παττακόν και να του εκθέσω τα της στάσεως του Πρωθυπουργού και των λοιπών παραγόντων της Επαναστάσεως, ανέβαλα όμως διότι είμαι αποφασισμένος να τα παρατήσω όλα και να φύγω, δεν θα ήθελα δε τούτο να συμβή προ της υπογραφής της συμβάσεως με… Με βασανίζει το ερώτημα, μήπως η διάθεσίς μου να παραιτηθώ αποτελή λιποταξίαν, αλλά παρηγορούμαι εκ του γεγονότος, ότι δεν έχω ούτε τας ψυχικάς ούτε τας σωματικάς δυνάμεις και την αντοχήν εις τοιούτου είδους αγώνας.

Δεν αντέχω να αποδυθώ εις τοιαύτα έργα. Έχω χάσει την μαχητικότητά μου και τας δυνάμεις μου˙ δεν μπορώ πια».

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.