Αυτή δεν είναι ζωή – Μακαριστής Μοναχής Πορφυρίας.

Είναι γεγονός πως η ζωή είναι πολύ σκληρή, δε σου χαρίζεται, πρέπει να δουλέψεις σκληρά για τον επιούσιο. Η δουλειά του οδηγού ταξί είναι από τις δυσκολότερες. Είσαι εκτεθειμένος σε κάθε είδους κίνδυνο, από το ποιος είναι αυτός που επιβιβάζεται, έως και το από πού μπορεί κάποιος να πεταχτεί μπροστά σου στο δρόμο. Όλες οι αισθήσεις σου πρέπει να είναι διαρκώς σε εγρήγορση.
Ακούς του καθενός επιβάτη την παραξενιά, τον πόνο, την πίκρα, την απελπισία, την απογοήτευση. Και εκείνος περιμένει από σένα να τον καταλάβεις, να τον συμπονέσεις, να του πεις μια γλυκιά κουβέντα, που θα του μαλακώσει την ψυχή και, γιατί όχι, να του βρεις κάποιες λύσεις στα προβλήματα του.
Σ’ αυτό το ρόλο προσπαθούσα να ανταποκριθώ κι’ εγώ μέσα στο ταξί.
Αυτό το ρόλο διεκπεραίωνε πολύ σωστά και ένας συνάδελφος μου, υπέροχος άνθρωπος, στον οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Ο Γιώργος αγαπούσε πολύ την οικογένεια του- το παράπονο του όμως ήταν πως δεν μπορούσε να τους χαρεί όσο ήθελε. Κάποια νύκτα, στην πιάτσα που ήμασταν μαζί και περιμέναμε διαδρομή από το κέντρο μας, πιάσαμε την κουβέντα. Μιλούσαμε για το πόσο σκληροί έχουν γίνει οι άνθρωποι. Και έγιναν τόσο σκληροί, γιατί έβγαλαν τον Θεό από τη ζωή τους. Κάποια στιγμή μου λέει:
-Ράνια, θέλω να σου πω ένα παράπονο μου.
Σκέφτηκα πως είχε παράπονο από εμένα.
– Πες μου ό,τι θέλεις, του απάντησα παραξενεμένη.
-Έχω πόνο στην ψυχή μου, γιατί μ’ αυτήν την δουλειά που κάνουμε, δεν μπορώ να χαρώ την οικογένεια μου. 11 γυναίκα μου γκρινιάζει, τα παιδιά μου παραπονιούνται κ ι έχουν δίκιο. Χριστούγεννα δεν με βλέπουν, Πάσχα δεν με βλέπουν, στα γενέθλια τους δεν με βλέπουν ε, απογοητεύτηκαν κι αυτά! Δουλεύουμε ατέλειωτες ώρες, για ένα μεροκάματο.
Είδα την πίκρα στα μάτια του δεν είχα λόγια παρηγοριάς, γιατί δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν, όταν δεν έχεις τον Θεό στην ψυχή σου και στη ζωή σου, και έτσι δεν γίνεται Αυτός αντίβαρο, για να μαλακώνει ο πόνος σου. Ο συνάδελφος ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, αλλά με πολύ χλιαρή πίστη.
Όμως η ζωή, του επιφύλαξε να πάρει άλλη μια πί¬κρα, μεγαλύτερη απ’ αυτήν που ένοιωθε εκείνη τη βραδιά. Ο γυιός του, είκοσι ετών παλληκάρι, παραπάτησε στο σκαλοπάτι του σπιτιού τους, έπεσε και κτύπησε πίσω στο κεφάλι. Το χτύπημα ήταν θανατηφόρο! Όταν μας το ανα¬κοίνωσε το κέντρο μας, δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Είπα πως δεν άκουσα καλά, κάτι λάθος έγινε. Έτσι, πήρα τηλέ¬φωνο, για να βεβαιωθώ. Ήταν αλήθεια!
Ο θάνατος του παιδιού του με πόνεσε πολύ. Μπρο¬στά μου έβλεπα, θαρρείς, τα πικραμένα μάτια του, και στ’ αφτιά μου ηχούσαν οι πικραμένες του κουβέντες: «Δεν έχω χρόνο να χαρώ τα παιδιά μου!»
Τη σκέψη μου τη διέκοψε δεύτερη ανακοίνωση: «Η εξόδιος ακολουθία γίνεται στις τρεις το μεσημέρι.»
Από πεντακόσια ταξί πού ήμαστε στην εταιρεία, πή¬γαμε οι διακόσιοι. Το κοιμητήριο γέμισε από ταξί. Όταν τελείωσε η εξόδιος ακολουθία, η εντολή από τον Πρόεδρο μας ήταν να είμαστε όλοι στα αυτοκίνητα μας και να κορ¬νάρουμε, μέχρι που θα φθάσουν στο μνήμα. Έτσι κι’ έγινε. Ο πόνος δυσβάστακτος!
Όμως τον χορό που έστησε ο θάνατος σ’ αυτό το σπίτι, δεν ήθελε να τον σταματήσει. Σε είκοσι ημέρες από τον θάνατο του παιδιού, καινούργια ανακοίνωση από το κέντρο μας: «Όσοι επιθυμούν να βοηθήσουν οικονομικά τον συνάδελφο μας να φτιάξει το μνήμα του παιδιού του, να περάσουν από το κέντρο.» Περάσαμε αρκετοί, μαζεύ¬τηκαν τριακόσιες χιλιάδες δραχμές, του τα δώσαμε και ο άνθρωπος έφυγε να συνεχίσει τη βάρδια του.
Ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα- ανακοίνωση από το κέ¬ντρο μας: «Σταθμοί που είναι κοντά στον Ασπρόπυργο να πάνε στην οδό… χτύπησαν τον συνάδελφο μας, τον 150».
Πάθαμε σοκ από την ανακοίνωση! Πήρε το μικρό¬φωνο ο Πρόεδρος: «Συνάδελφοι, μην πανικοβάλλεστε, συ¬νεχίστε την εργασία σας. Εμείς πάμε να μάθουμε τι έγινε και θα σας ενημερώσουμε για ο,τιδήποτε.»
Πού μυαλό για δουλειά! Αρκετοί συνάδελφοι μα¬ζευτήκαμε έξω από το κέντρο μας, περιμένοντας με αγω¬νία και όλοι ευχόμασταν να μην είναι κάτι το σοβαρό.
Είχαμε καθίσει όλοι καταγής και μιλούσαμε για την τύχη του συναδέλφου μας, κι ύστερα για τις δικές μας αγωνίες, τους δικούς μας προβληματισμούς.
Πέρασαν δύο ώρες ώσπου επιτέλους ήρθαν ο Πρό¬εδρος με την Διοίκηση.
-Παιδιά, τον σκότωσαν!
-Τον σκότωσαν;
-Ναι.
-Ποιος; Τον έπιασαν;
-Ναι! Είναι δύο νεαρά παιδιά εικοσάχρονα, ένα αγώρι και ένα κορίτσι, που είναι ναρκομανής. Τον κατακρεούρ¬γησαν με τριάντα μαχαιριές, απ’ ό,τι είπαν οι αστυνομικοί, γιατί αντιστάθηκε να τους δώσει τα χρήματα του. Ομολό¬γησαν τα παιδιά πως του πήραν τριακόσιες είκοσι χιλιάδες δραχμές, που οι αστυνομικοί τα βρήκαν επάνω τους. Τώ¬ρα πρέπει να ειδοποιήσουμε την οικογένεια του… Με τι καρδιά να πάμε να τους ανακοινώσουμε τον θάνατο του πατέρα και συζύγου; είπε ο Πρόεδρος δακρυσμένος. Εγώ, δεν έχω τη δύναμη για αναγγελία κι άλλου θανάτου, ας πά¬ει κάποιος άλλος. Κάθε τρεις και λίγο έχουμε και μια επί¬θεση κακοποιών μ\ ένα τραυματισμό ή μ’ ένα θάνατο.
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση δεν ξέρω- αυτή δεν είναι ζωή που ζούμε εμείς, μεσ’ στον τρόμο, μεσ’ στην αγωνία, για ένα μεροκάματο! Δεν ξέρω, δεν ξέρω, μονολόγησε και ξέσπασε σε λυγμούς κρύβοντας το πρόσωπο του μεσ’ στα χέρια του. Και λύγισε, γιατί δεν είχε περάσει πο¬λύς καιρός από την επίθεση, που τού είχαν κάνει, απειλώ¬ντας τη ζωή του με μαχαίρι- μα στάθηκε τυχερός, γιατί πρόλαβε να σημάνει SOS.
Με τον Πρόεδρο είμαστε φίλοι από παλιά- ποτέ δεν τον είχα δει να λυγίζει. Τον πλησίασα, αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, του εί¬πα:
-Φίλε, είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις! Πήγαινε και γίνε αγγελιοφόρος κι αυτού του θανάτου…
Το τι έγινε στην κηδεία, πιστεύω πως το καταλαβαί¬νετε…
Εδώ ο πόνος σφραγίζει το στόμα.

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.