Κυριακή του Θωμά: Είδησις πάντοτε νέα – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν
αυτώ· Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»

(Ιωαν. 20, 28)

Οι μαθηταί, αγαπητοί, μέχρις ότου ζούσε ο Χριστός, είχαν πίστι και ελπίδα σ’ αυτόν. Πίστευαν και ήλπιζαν, ότι ο Χριστός θα βγή νικητής απ’ όλες τις περιπέτειες και τά εμπόδια των εχθρών του και θα γίνη ένας βασιλιάς, που η δόξα του θα είνε πιό τρανή από τη δόξα τού κόσμου. Ήλπιζαν ακόμα, και όταν οι εχθροί του την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης μέσα στον κήπο της Γεσθημανή τον συνέλαβαν, και δεμένο σαν να ήταν κακούργος τον έφεραν στα κριτήρια τού Άννα, και τού Καϊάφα και τού Πιλάτου. Ήλπιζαν, ότι στο τέλος με κάποιο θαύμα θα ελευθερωθή από τα δεσμά, και ένδοξος θα επιστρέψη κοντά τους.

Αλλ’ όταν τον είδαν να σταυρώνεται και νά πάσχη σαν να ήταν ο πιο αδύνατος απ’ όλους τους ανθρώπους, να υποφέρη, να υβρίζεται και να εξευτελίζεται απ’ όλα τα καθάρματα της κοινωνίας, τότε τρομαγμένοι έφυγαν και κρύφτηκαν για να μην τούς πιάσουν κι αυτούς οι εχθροί τού Χριστού. Ήταν μακριά από τόν τόπο του μαρτυρίου, όταν έμαθαν από τον ευαγγελιστή Ιωάννη πού μόνο αυτός έμεινε κοντά του μέχρι τέλους, ότι ο Χριστός είπε το «τετέλεσται» (Ιωαν. 19, 30) και άφησε την τελευταία του αναπνοή πάνω στο σταυρό. Οι μαθηταί τότε έχασαν κάθε ελπίδα. Το όνειρό τους διαλύθηκε. Πάει πιά! Απέθανε ο γλυκύς Διδάσκαλος. Δεν θα τον ακούσουν πιά νά διδάσκη και να λέη εκείνα τα λόγια που έφερναν παρηγοριά στους πονεμένους, φώς στους τυφλούς, δύναμι στούς αδυνάτους, λευτεριά στίς σκλαβωμένες ψυχές, χαρά ευτυχία ανείπωτη. Μόνο να τον έβλεπες, έφτανε. Και οι μαθηταί όχι μόνο τον έβλεπαν και τον άκουγαν, αλλά τρία ολόκληρα χρόνια έζησαν μαζί του σαν παιδιά με πατέρα. Τους αγάπησε και τον αγάπησαν. Αλλά τώρα δεν υπάρχει πιά. Ένας κρύος τάφος θα τον δεθχή. Απέθανε ο Διδάσκαλός τους. Απέθανε ο Πατέρας τους. Και τώρα αυτοί μένουν ορφανοί, έρημοι και απροστάτευτοι. Επάνω τους θα πέση η μανία των εχθρών του Χριστού. Σαν πουλιά, πού τα κυνηγάει το γεράκι, τρέχουν και κρύβονται. Αλλά κ’ εκείνοι τρέμουν, γιατί φοβούνται μήπως τούς ανακαλύψουν οι εχθροί. Έχασαν το θάρρος τους.

***

Σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάστασι βρίσκονταν οι μαθηταί ύστερα από τη σταύρωσι. Αλλά να κ’ έρχεται η πρώτη είδησι. Είδησι, πού κανείς δεν την περίμενε. Είδησι, πού δεν είνε σαν τις ειδήσεις πού ακούγονται καθημερινά από το ραδιόφωνο. Περίεργο και αχόρταγο το πνεύμα τού ανθρώπου, όλο και θέλει ν’ ακούση καινούργιες ειδήσεις, πού αμέσως παλιώνουν. Αλλ’ η είδησι, πού ακούστηκε το πρωϊ της «μιάς των σαββάτων», δηλαδή το πρωί της Κυριακής, είνε μιά είδησι πού, αν και πέρασαν από τότε 19 και πλέον αιώνες, δεν έχει παλιώσει. Ούτε θα παλιώση ποτέ. Πάντοτε θα ακούγεται σαν μιά νέα είδησι, και αναρίθμητα στόματα θα επαναλαμβάνουν την είδησι, πού για πρώτη φορά ακούστηκε εκεί, πού ήταν μαζεμένοι οι μαθηταί «διά τον φόβον των Ιουδαίων» (Ιωαν. 20,19).

Γυναίκα είνε ο πρώτος αγγελιοφόρος. Μαρία Μαγδαληνή το όνομά της. Αυτή έρχεται πρώτη και φέρνη την είδησι· «Ανέστη ο Κύριος» (βλ. Ιωάν. 20,18). Και δεν είνε μόνο η Μαρία, πού έφερε την είδησι αυτή. Όλη τη μέρα της Κυριακής, κλεισμένοι μεσ’ στό σπίτι, ακούνε την είδησι αυτή. «Ανέστη Κύριος», τό είπαν καί άλλες μυροφόρες γυναίκες (βλ. Ματθ. 28,7-10). «Ανέστη ο Κύριος», τό είπαν και ο Λουκάς και ο Κλεόπας (βλ. Λουκ. 24, 34), πού είχαν τήν ευτυχία το απόγευμα της ίδιας μέρας νά περπατήσουν μαζί και να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι. «Ανέστη ο Κύριος», το είπε νωρίτερα ο Πέτρος και ο Ιωάννης, πού έτρεξαν στο μνήμα και διαπίστωσαν, ότι ο τάφος είνε αδειανός (βλ. Ιωάν. 29, 8). «Ανέστη ο Κύριος», τό φώναζαν και οι άγγελοι (βλ. Ματθ. 28,6).

***

«Ανέστη ο Κύριος». Τι συνταρακτική, αλλά και τι χαρμόσυνη είδησι! Μοιάζει με την είδησι πού έρχεται σε καιρό πολέμου από το μέτωπο, όπου ηρωικά παιδιά της πατρίδος πολεμούν τον εχθρό. Νίκησαν! Ακούγεται η χαρμόσυνη είδησι. Ο εχθρός φεύγει. Αιχμάλωτοι πολλοί. Λάφυρα άφθονα…. Πόση χαρά αισθανόμασταν οι παλαιότεροι, όταν στην εποχή του ελληνοιταλικού πολέμου ανοίγαμε τα ραδιόφωνα και ακούγαμε, ότι ο στρατός μας νικά τον εχθρό, πού ήθελε να υποδουλώση την πατρίδα! Δάκρυα έτρεχαν από τη βαθειά συγκίνηση.

Αλλά ασυγκρίτως πιό μεγάλη χαρά πρέπει νά αισθανώμαστε, όταν ακούμε τις άγιες αυτές μέρες το «Χριστός ανέστη». Γιατί ο Χριστός έδωσε την πιο σκληρή από τις μάχες, πού έδωσαν ποτέ βασιλιάδες και στρατηγοί της γης. Ο Χριστός πάλεψε με τον πιο φοβερό εχθρό της ανθρωπότητος, τον εχθρό πού λέγεται θάνατος. Ποιός μπόρεσε να νικήση ποτέ τον θάνατο; Ο θάνατος, το τεράστιο θηρίο, ανοίγει το πελώριο στόμα του και καταπίνει όλους. Το θάνατο μόνο ο Χριστός νίκησε.

«Χριστός ανέστη». Απίστευτο σου φαίνεται; Άκουσε τότε και κάποιον, πού σαν κ’ εσένα δεν πίστευε ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Είνε ο Θωμάς. Ανέστη! του φώναξαν οι μαθηταί πού Τον είδαν με τα μάτια τους το βράδι της Κυριακής να περνάη από κλειστές πόρτες, να στέκεται μπροστά τους και να τους λέη «Ειρήνη υμίν». Δεν το πιστεύω, έλεγε ο Θωμάς. Θέλω να τον δώ με τα δικά μου μάτια, να τον ακούσω με τα δικά μου αυτιά, να τον αγγίξω με τα δικά μου δάχτυλα. Ακούτε; Θέλω αποδείξεις ατράνταχτες. Έτσι μόνο θα πεισθώ, ότι πράγματι αναστήθηκε.

Και ο Χριστός, πού ακούει τις αντιρρήσεις τού Θωμά, δεν οργίζεται. Σαν πατέρας γεμάτος στοργή, πού αγαπάει όλα του τα παιδιά, κι αυτά ακόμη τα πιο δύστροπα, συγκαταβαίνει στην αδυναμία τού Θωμά. Και να ο Χριστός, σαν σήμερα, επισκέπτεται και πάλι τους μαθητάς. Είνε τώρα μαζί και ο Θωμάς. Τον παρακαλεί ο Χριστός να τον πλησιάσει και να τον εξετάση· να τον ψηλαφήση. Να βάλη το δάχτυλο του στα σημάδια, πού άφησαν τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια του Χριστού. Να βάλη το χέρι του στο σημάδι, που άφησε στην πλευρά του η λόγχη, όταν ο Ρωμαίος στρατιώτης τον εκέντησε και έτρεξε αίμα και νερό. Και ο Θωμάς μετά από αυτό πίστευσε, ότι ο Χριστός ανέστη, και βεβαίωσε το γεγονός με τη φωνή του· «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».

***

Αγαπητοί μου!

Πόσοι και σήμερα βρίσκονται στην ψυχολογική κατάστασι πού βρισκόταν τότε ο Θωμάς! Τους μιλάς για το Χριστό, κι αυτοί σαν το Θωμά, δεν θέλουν να πιστέψουν στις δικές σου μαρτυρίες. Θέλουν να έχουν δικές τους αποδείξεις για τη θεότητα του Χριστού. Πολύ καλά. Αφού θέλουν έρευνα, μπορούν να την έχουν. «Ερευνάτε…», λέει ο Κύριος (Ιωάν. 5, 39). Ας ερευνήσουν κι αυτοί την αγία Γραφή, ας ερευνήσουν την ιστορία, ας εξετάσουν τα πράγματα όσο θέλουν. Εάν είνε ειλικρινείς και αγαπούν την αλήθεια, στο τέλος η πίστι θα νικήση την απιστία τους. Και νικημένοι από τόν Ανίκητο, θα πέσουν μπροστά στα πόδια του και θα φωνάξουν κι αυτοί μαζί με το Θωμά· «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».

Ναί! Ο Χριστός δεν είνε πεθαμένος. Ο Χριστός ζή, νικά και βασιλεύει στους αιώνες. «Χριστός ανέστη!».

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.