Προειδοποίηση προς την Κυβέρνηση της Χούντας – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Εν τω μεταξύ, είχα θεωρήσει χρέος μου, να προειδοποιήσω και την Κυβέρνησιν δια του Πρωθυπουργού της. Τοιουτοτρόπως, την 15ην Δεκεμβρίου 1970 είχα συντάξει προς αυτόν μακράν επιστολήν, την οποίαν παρέδωκα εις χείράς του κατά την μετ’ αυτού συνάντησίν μου, η οποία επραγματοποιήθη κατά την 29ην του αυτού μηνός και έτους. Εις την επιστολήν αυτήν, αφού του υπενθύμιζα τας προϋποθέσεις, υπό τας οποίας ανέλαβα την ευθύνην του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος και αφού περιέγραφα την διαμορφωθείσαν από της εκλογής μου και εξής εκκλησιαστικήν κατάστασιν, συνέχιζα ως εξής:

«Έναντι όλων αυτών των ψυχικών κυρίως ταλαιπωριών, θα απετέλει δι’ εμέ μίαν ψυχικήν ανακούφισιν, εάν ηδυνάμην να αισθάνωμαι, ότι, αν μη τι άλλο, έχω την αμέριστον συμπαράστασιν της Κυβερνήσεως. Αλλά και εδώ φαίνεται ότι η ιδία μοίρα με κατατρέχει. Ενώ δηλαδή οι εχθροί της καταστάσεως και εις το Εσωτερικόν και εις το Εξωτερικόν δι’ όλων των μέσων που διαθέτουν, με εμφανίζουν ως «μίσθαρνον» όργανον της Χούντας» και το Ραδιόφωνον και ο Τύπος και η Τηλεόρασις δεν παύουν να με κατηγορούν, ότι τάχα «Παρέδωκα την Εκκλησίαν δεσμίαν εις την Κυβέρνησιν των Συνταγματαρχών», τα πρόσωπα της Επαναστάσεως με αντιμετωπίζουν όχι ως φίλον, άλλ’ ως «φανατικόν οπαδόν του Βασιλέως», εξ ου και επηρεάζονται όχι ευνοϊκώς έναντι των ζητημάτων της Εκκλησίας, εφ’ όσον ταύτα εκπροσωπούνται υπ’ εμού. Δεν θα έπρεπεν ίσως να μνημονεύσω συγκεκριμένα περιστατικά, πλην εντελώς ενδεικτικώς θα σημειώσω ελάχιστα εξ αυτών.

1. Τον προσεχή Φεβρουάριον συμπληρούται τριετία αφ’ ότου έλαβα την υπόσχεσιν, ότι θα ανοικοδομούντο οι ναοί των παραμεθορίων περιοχών.

2. Του αγίου Νικολάου συνεπληρώθησαν δυόμισυ ακριβώς έτη αφ’ ότου αμφότεροι ανήλθομεν από «Καισαριανής» εις «Αστέρι» δια να προχωρήσωμεν εις την διευθέτησιν του ζητήματος της Μονής Πετράκη –ΑΟΟΑ, τρισήμισυ δε έτη αφ’ ότου το πρώτον ανεκινήθη τούτο υπ’ εμού εις τους κ.κ. Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, δια να καταλήξη τελευταίως όπως κατέληξε.5

3. Να προσθέσω το χρονίζον πρόβλημα της μεταβιβάσεως της ευθύνης δια την Εκκλησιαστικήν Εκπαίδευσιν εις την Εκκλησίαν, ως και το θέμα της συνεχίσεως της χρηματοδοτήσεώς της υπό του Κράτους επί τι διάστημα;6

4. Να μνημονεύσω και της περικοπής της υπό του Κράτους επιχορηγήσεως του ΟΔΔΕΠ δια κονδυλίου, καλύπτοντος μέρος των αποδοχών των Αρχιερέων;

5. Το θέμα της συνταξιοδοτήσεως των ιερέων δεν το προσθέτω, διότι, καίτοι εκκρεμούν από μακρού, έχω δι’ ελπίδος, ότι δέον να το θεωρώ λελυμένον.7

Θα μου επιτρέψητε, να σημειώσω και άλλα τινά, τα οποία αφορούν σας προσωπικώς.

Γνωρίζω τον φόρτον των ασχολιών σας και την σοβαρότητα των ζητημάτων, τα οποία χειρίζεσθε˙ γνωρίζω επίσης και πόσον υπερανθρώπως εργάζεσθε ως πρωθυπουργός και υπεύθυνος κυβερνήτης. Εν τούτοις δεν δύναμαι να μη σημειώσω, ότι επί 43 μήνας που είμαι Αρχιεπίσκοπος οσάκις συνειργάσθημεν δια ζητήματα της Εκκλησίας ή άλλα, τούτο συνέβη τη ιδική μου αποκλειστικώς πρωτοβουλία. Χαρακτηριστικώς ας σημειώσω, ότι τελευταίως έχομεν να συναντηθώμεν πλέον του πενταμήνου.

Ομοίως το θέμα της Θεολογικής Ακαδημίας, εκκρεμούν από ενός και ημίσεως αιώνος, δεν ηθελήσαετ να το αντιμετωπίσωμεν, καίτοι παρήλθεν ήδη πλέον της τριετίας από της ιδρύσεώς της.

Ωσαύτως, θα μοι επιτραπή να προσθέσω κάτι, το οποίον καίτοι είναι πλέον «τετελεσμένον» και ως προς το εν σκέλος του είναι, προς το παρόν, ανεπανόρθωτον, είναι πολύ ενδεικτικόν. Πρόκειται δια την διάκρισιν των Ιερών Κανόνων αφ’ ενός μεν εις «διοικητικούς», αφ’ ετέρου δε εις αφορώντας εις την θείαν λατρείαν και το δόγμα. Η διάκρισις αυτή είναι πλέον, δυστυχώς, διάταξις συνταγματική και ετέθη όχι μόνον εις το Σύνταγμα, αλλά και εις τον Καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας. Δεν μνησικακώ, αλλά δεν είναι δυνατόν την στιγμήν αυτήν, κατά την οποίαν προσπαθώ να σας μεταδώσω την εικόνα εξ οικείων φθειρομένου κύρους μου, να μη σημειώσω το σημαντικώτατον αυτό γεγονός. Διότι τούτο όχι μόνον το κύρος μου εμείωσε μεταξύ των εκκλησιαστικών κύκλων, αλλά και υπήρξε μία σοβαρά ένδειξις περί του μέχρι ποίου σημείου εξικνείται τούτο παρ’ υμίν. Διότι υποστηρίζων τας απόψεις, τας οποίας υπεστήριζα, δεν ήμην απλώς εις εκ των Ιεραρχών (πράγμα το οποίον θα ήτο αρκετόν δια το έγκυρον της γνώμης μου), ούτε καν ο Προκαθήμενος μόνον της
Εκκλησίας της Ελλάδος, άλλ’ υπήρξα και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου. Επί πλέον, υπό την ιδιότητα του Προκαθημένου, υποτίθεται ότι είμαι ο πλέον αρμόδιος επί τοιούτων θεμάτων σύμβουλός σας.

Και όμως, παρά ταύτα, δεν εγένετο δεκτή η ιδική μου εισήγησις… Ατυχώς δε εν προκειμένω δεν επετεύχθη ούτε ό,τι διεδραματίσθη εν σχέσει προς την επικεφαλίδα του νέου Συντάγματος, η οποία κατόπιν των γνωστών παρ’ υμίν διαβημάτων μου διωρθώθη, κυριολεκτικώς «επί του πιεστηρίου».

Δεν είναι όμως δυνατόν να κλείσω την παρούσαν, αν δεν θίξω και έτερον ζήτημα, το οποίον αισθάνομαι την ανάγκην να σημειώσω εκ καθήκοντος τόσον έναντι της συνειδήσεώς μου, όσον και έναντι του Έθνους. Πρόκειται δια το ζήτημα της επανόδου του Βασιλέως. Το θέμα τούτο δεν ανάγεται φυσικά εις τα καθήκοντα του Αρχιεπισκόπου. Εφ’ όσον όμως ο Θεός επέτρεψεν, όπως, κατά την τραγικήν εκείνην εσπέραν της 13ης Δεκεμβρίου του 1967, λάβω ενεργόν μέρος εις την εξομάλυνσιν της εμφανισθείσης κρίσεως, δεν δύναμαι να παρέλθω εν σιωπή και το ζήτημα τούτο.

Ενθυμείσθε ασφαλώς, σημειούται δε και εις το μετά ταύτα συνταχθέν υπ’ εμού και αναγνωσθέν και υφ’ υμών μνημόνιον, ότι κατά την απαισίαν εκείνην εσπέραν ο δεύτερος εκ των τριών τεθέντων υπ’ εμού όρων προς ορκωμοσίαν του Αντιβασιλέως και εν συνεχεία και της Κυβερνήσεως, ήτο η άμεσος επάνοδος του Βασιλέως εις τα καθήκοντά του. Θα ενθυμείστε επίσης, ότι ο κ. Μακαρέζος, άμα τη διατυπώσει αυτού του όρου υπ’ εμού, ηγέρθη όρθιος, πράγμα εις το οποίον τον εμιμήθητε τόσον σεις όσον και ο κ. Παττακός, και με διεβεβαιώσατε και οι τρεις επί τω λόγω της στρατιωτικής σας τιμής, ότι και εκείνην την στιγμήν, αν ήτο δυνατόν να ευρεθή ο Βασιλεύς, θα τον εκαλείτε να επιστρέψη. Δι’ αυτών δεν θέλω να είπω, άλλ’ ούτε και είμαι εις θέσιν να γνωρίζω τα πράγματα επακριβώς, ώστε να δύναμαι να κρίνω, αν του Έθνους ή και του ιδίου του Βασιλέως το συμφέρον επιβάλλουν την άμεσον ή την εις το απώτερον μέλλον επάνοδόν του. Εκείνο, το οποίον διαπιστώνω, είναι ότι, καίτοι ων συνυπευθύνός πως εις το ζήτημα αυτό, ουδέν γνωρίζω περισσότερον
των όσων αναγινώσκω τυχόν εις τας εφημερίδας.

Προ του θέρους μου είχατε είπει, ότι θα ηθέλατε το ζήτημα αυτό να το συζητήσωμεν εν ανέσει. Έκτοτε πολλοί μήνες παρήλθον, χωρίς τούτο να πραγματοποιηθή.

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε.

Εν αρχή της παρούσης επεκαλέσθην την ισχυράν μνήμην σας˙ θα μου επιτρέψητε να την επικαλεσθώ και πάλιν.

Ότε συνεζητείτο το κείμενον του νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας, εις το υπ’ εμού καταρτισθέν πρώτον σχέδιόν του, είχον προτείνει όπως ως όριον εξόδου του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου εκ της ενεργού υπηρεσίας τεθή το 65ον έτος της ηλικίας του. Η πρότασίς μου εκείνη, κατά την σχετικήν συζήτησιν, απερρίφθη ομοφώνως τόσον υπό της Αριστίνδην Συνόδου όσον και υφ’ υμών, ότε είχομεν εισέλθει εις την εξέτασιν των επί μέρους θεμάτων του σχεδίου. Η πρότασίς μου δε εκείνη εστηρίζετο επί του συλλογισμού, ότι, εφ’ όσον δια τους Μητροπολίτας καθιερούτο το 70ον έτος της ηλικίας των προς έξοδόν των εκ της ενεργού υπηρεσίας, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος είναι επιφορτισμένος δια πολλαπλασίως και απείρως βαρυτέρων καθηκόντων θα έπρεπε να απεχώρει πολύ ενωρίτερον.

Συνεπής, λοιπόν, προς την πρότασίν μου εκείνην και προς τας επί του θέματος τούτου πεποιθήσεις μου, συμπληρώσας προ εικοσαημέρου ήδη το εξηκοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας μου, προς ενημέρωσίν σας, σας αναγγέλλω, ότι κατά την προσεχή σειράν συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου, θα υποβάλω την από της θέσεως του Αρχιεπισκόπου παραίτησίν μου. Η απόφασίς μου αύτη είμαι πεπεισμένος, ότι αποτελεί δια την Εκκλησίαν την καλυτέραν λύσιν.

Αι υποσχέσεις της Πολιτείας ανανεώνονται.

Κατά την ανωτέρω μνημονευθείσαν συνάντησίν μου με τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως την 29ην Δεκεμβρίου 1970, ούτος με παρεκάλεσε θερμώς και επιμόνως, όπως μη πραγματοποιήσω την πρόθεσίν μου να παραιτηθώ και μου υπεσχέθη, ότι η Εκκλησία του λοιπού θα έχη την αμέριστον συμπαράστασιν της Πολιτείας.

Κατόπιν αυτών των υποσχέσεων του Προέδρου της Κυβερνήσεως, εδέχθην να αναβάλω την παραίτησίν μου μέχρι του τέλους Δεκεμβρίου του 1971, άλλ’ υπό ωρισμένους όρους, τους οποίους εξέθεσα όχι μόνον προφορικώς, αλλά και εν τη από 9) 1) 71 προς αυτόν επιστολή μου, μεταξύ των οποίων ήταν, ότι:

«Θα εκδηλωθή εμπράκτως και συγκεκριμένως η συμπαράστασις της Πολιτείας εις την καταβαλλομένην εν τη Εκκλησία προσπάθειαν, και δη επί των θεμάτων, τα οποία εθίγοντο εν τη προηγουμένη προς υμάς επιστολή μου, ήτοι:

α) της απαλείψεως εκ του παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος των λέξεων «περί το δόγμα και την λατρείαν».

β) Το θέμα της ενάρξεως της λειτουργίας της Θεολογικής Ακαδημίας.

γ) Της ανοικοδομήσεως των ι. ναών των παραμεθορίων περιοχών.

δ) Της καταπαύσεως της αυθαιρέτου καταπατήσεως εκκλησιαστικών κτημάτων υπό των δημοσίων, στρατιωτικών και δημοτικών ή κοινοτικών Αρχών και της ταχείας τακτοποιήσεως των υφισταμένων αμφισβητήσεων.

Το θέμα της βελτιώσεως των υπό του ΤΑΚΕ παρεχομένων συντάξεων, της συνεχίσεως της επιχορηγήσεως του ΟΔΔΕΠ δια των 2)3 του απαιτουμένου ποσού προς μισθοδοσίαν των Αρχιερέων, ως και το της μεταβιβάσεως της ευθύνης της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν δεν τα σημειώνω, διότι η διαδικασία της τακτοποιήσεώς των έχει ήδη προχωρήσει κατά πολύ και ελπίζω, ότι συντόμως θα εκδοθώσιν οι απαραίτητοι προς τούτο Νόμοι της Πολιτείας.

Θα μοι επιτραπή να προσθέσω ενταύθα και την ανάγκην της συμπαραστάσεως της Πολιτείας εις το οικονομικόν πρόγραμμα της Εκκλησίας, ως επίσης και εις την προσπάθειάν της προς αξιοποίησιν της περιουσίας της. την συγκεκριμένην μορφήν της αιτουμένης συμπαραστάσεως επιφυλάσσομαι, όπως θέσω υπ’ όψιν σας εις άλλην ευκαιρίαν.

Προς εξασφάλισιν των ως άνω προϋποθέσεων, θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν, δια το μέρος το οποίον εξαρτάται εξ εμού. Σας παρακαλώ δε, κύριε Πρόεδρε, όπως πράξητε το όμοιον και δι’ ό,τι εξαρτάται από υμάς.

Προς διαπίστωσιν δε του εάν θα υπάρξουν αι προϋποθέσεις αύται ή όχι, θα συμφωνήτε μαζί μου, ότι είναι αρκετόν το από τούδε μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους χρονικόν διάστημα. Θα συμφωνήτε επίσης επί του ότι, εάν αι προϋποθέσεις αύται δεν εξασφαλισθώσι, θα είναι άσκοπον να κατατρίβεται και να καταπονήται υπερμέτρως ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, ενώ αν παρεχώρει την θέσιν του εις τινά νεώτερόν του, έχοντα μεγαλυτέραν αντοχήν εις την διεξαγωγήν του πολυμετώπου αγώνος, τον οποίον εν τη προηγουμένη μου επιστολή σας περιέγραφα, ίσως θα επελύοντο και τα ζητήματα εκείνα, τα οποία όντος εμού Αρχιεπισκόπου δεν κατωρθώθη να επιλυθώσι.

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.