26 Ιουνίου, μνήμη και του Οσίου Μωϋσέως του Ούγγρου: Βίος (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 171-ο τεύχος (Μαϊου – Ιουνίου του 2018) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

Όσιος Μωυσής ο Ούγγρος.mp3

Ο Όσιος Μωϋσής ήταν Ούγγρος στο γένος και πολύ αγαπητός στον πρίγκηπα της Ρωσίας Άγιο μάρτυρα Μπόρις, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο.
Όταν ο Άγιος Μπόρις δολοφονήθηκε από τον άνομο Σβιατοπόλκ, μαζί με όλους τους αξιωματούχους του, ο μακάριος Μωϋσής ήταν ο μόνος που σώθηκε. Κατέφυγε στην ευσεβή Πρεντισλάβα, την αδελφή του Γιαροσλάβου, που τον έκρυψε από τον Σβιατοπόλκ. Μη μπορώντας να καταφύγη σε άλλο μέρος, παρέμεινε εκεί, προσευχόμενος αδιάλειπτα στον Θεό.
Στο μεταξύ ο ευλαβέστατος πρίγκηπας Γιαροσλάβος, αγανακτισμένος για τον άδικο θάνατο του πολυαγαπημένου του αδερφού Μπόρις, επέδραμε εναντίον του Σβιατοπόλκ και τον νίκησε. Ο τύραννος κατέφυγε στην Λεχία (την σημερινή Πολωνία), συμμάχησε με τον βασιλιά της χώρας Μπολιεσλάβο και κίνησε, με πολύ στρατό, εναντίον του Κιέβου. Ο Γιαροσλάβος νικήθηκε και ο Σβιατοπόλκ ανέβηκε στο θρόνο της μεγάλης ηγεμονίας. Μετά την νίκη του Σβιατοπόλκ, ο σύμμαχός του, βασιλιάς Μπολιεσλάβος, επέστρεψε στη χώρα του, παίρνοντας μαζί του για σκλάβους πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι δύο αδελφές του Γιαροσλάβου, οι βογιάροι του και ο μακάριος Μωϋσής, δεμένος χειροπόδαρα με βαριές αλυσίδες. Στην Λεχία ο Όσιος έμεινε στα δεσμά πέντε χρόνια, υπομένοντας καρτερικά την αιχμαλωσία του με προσευχή και δοξολογία του Θεού. Τότε κάποια νέα και ωραία γυναίκα, από τις αρχόντισσες της χώρας, είδε τον ρωμαλέο και πανέμορφο Μωϋσή και σαγηνεύτηκε από την ομορφιά του.
– Αχ, άνθρωπέ μου! Άδικα υπομένεις τέτοια βάσανα, του είπε. Φαίνεσαι ικανός και μυαλωμένος. Γιατί να μην ελευθερωθείς από τα δεσμά και τις θλίψεις;
Ο Μωϋσής της απάντησε ήρεμα:
– Γιατί έτσι θέλησε ο Κύριος.
Εκείνη όμως επέμεινε:
– Αν υποταχθής σε μένα, θα σ’ ελευθερώσω και θα σε κάνω άρχοντα σ’ ολόκληρη την Λεχία.
Ο Μωϋσής κατάλαβε τους άσεμνους σκοπούς της και της αποκρίθηκε:
– Ποιος άνθρωπος, που άκουσε γυναίκα και της παρέδωσε τον εαυτό του, έκανε καλά; Ο πρωτόπλαστος Αδάμ υπάκουσε στην Εύα και διώχθηκε από τον παράδεισο. Ο Σαμψών, ο πιο δυνατός απ’ όλους και νικητής των αλλοφύλων, στο τέλος παραδόθηκε από μια γυναίκα στα χέρια των εχθρών. Ο Σολομών, που έφθασε στα ύψη της θείας σοφίας, ασέβησε ενώπιον του Θεού επειδή παραδόθηκε στις γυναίκες. Και ο Ηρώδης έγινε δούλος μιας γυναίκας και έκοψε για χάρη της την αγία κεφαλή του Προδρόμου Ιωάννου. Πώς λοιπόν εγώ θα δουλώσω τον εαυτό μου σε μια γυναίκα;
– Μα θα σ’ ελευθερώσω! Φώναξε με πάθος εκείνη. Θα σε κάνω πλούσιο και ένδοξο, και κυβερνήτη του σπιτιού μου. Θα σε πάρω για άνδρα μου. Μόνο σβήσε τη φλόγα της ψυχής μου. Αν δεχθής την πρότασή μου, εγώ θα εκπληρώσω τον πόθο σου κι εσύ θα γίνης ο αφέντης μου, ο κύριος της περιουσίας μου και αρχηγός των βογιάρων. Τι λες λοιπόν;
– Γνώριζε μια για πάντα, αποκρίθηκε σταθερά ο Μωϋσής, ούτε το θέλημά σου θα κάνω, ούτε τα πλούτη και την εξουσία σου ζηλεύω. Η καθαρότητα της καρδιάς και η σωφροσύνη είναι ανώτερα απ’ όλα αυτά. Δεν είμαι ένοχος για ό,τι υποφέρω. Γι’ αυτό ελπίζω ότι αυτά θα με λυτρώσουν από τα αιώνια βάσανα.
Τότε η αρχόντισσα κατέφυγε σε άλλα μέσα. Έστειλε έναν έμπιστό της άνθρωπο σ’ αυτόν, που επιτηρούσε τους αιχμαλώτους, και ζήτησε να της πουλήση τον Μωϋσή. Θα του έδινε ό,τι ζητούσε. Κι εκείνος, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να γίνη πλούσιος, της τον πούλησε για τρεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα!
Όταν τον έφεραν μπροστά της, η γυναίκα διέταξε να τον ντύσουν με πολυτελή ενδύματα, να του φέρουν τα καλύτερα εδέσματα, προσπαθώντας συνάμα να τον κάνη να ενδώση στις επιθυμίες της. Ο Μωϋσής όμως πέταξε τα πλούσια φορέματα, ξέφυγε από την γυναίκα και κρυβόταν, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε αγώνες, νηστείες, προσευχές και αγρυπνίες. Η αντίστασή του αυτή πορκάλεσε την οργή της αρχόντισσας, η οποία προσβεβλημένη και οργισμένη διέταξε να τον αφήσουν να πεθάνη από την πείνα.
Ο Θεός όμως δεν εγκαταλείπει ποτέ τα τέκνα Του. Ένας δούλος σπλαχνίσθηκε τον Μωϋσή και τον έτρεφε κρυφά. Άλλοι πάλι δούλοι προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν.
– Αδελφέ Μωϋσή, του έλεγαν, τι σ’ εμποδίζει να παντρευτείς αυτήν την γυναίκα; Η ομορφιά της είναι μεγάλη, όπως και ο πλούτος της και η δύναμή της.
Σ’ αυτούς ο Μωϋσής απαντούσε:
– Φίλοι μου, εσείς καλά τα λέτε. Εγώ όμως ούτε την εξουσία την κοσμική επιζητώ, ούτε στην χώρα της Λεχίας επιθυμώ να ζήσω, ούτε να τιμηθώ επιδιώκω. Όλα αυτά τα περιφρονώ για την βασιλεία των Ουρανών. Κι αν ξεφύγω ζωντανός απ’ αυτήν την γυναίκα, θα γίνω μοναχός. Γιατί ο Κύριος είπε στο Ευαγγέλιο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τον Χριστό λοιπόν ν’ ακούσω ή εσάς;
Όταν τα πληροφορήθηκε όλα αυτά η αρχόντισσα, έβαλε σ’ εφαρμοφή ένα νέο, πανούργο σχέδιο. Διέταξε ν’ ανεβάσουν τον Μωϋσή σ’ ένα άλογο, ανέβηκε κι εκείνη σ’ ένα άλλο και άρχισαν, με την συνοδεία πολλών δούλων, να περιφέρωνται στα χωριά και στις πόλεις, που είχε υπό την εξουσία της.
– Όλη αυτή η χώρα είναι δική σου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι δικοί σου. Κάνε τους ό,τι θέλεις, είπε στον Μωϋσή. Και, στρεφόμενη στον λαό, φώναξε:
– Να ο κύριος σας και σύζυγός μου. Να τον σέβεστε όλοι και να τον προσκυνάτε!
Ο Μωϋσής, ωστόσο, γέλασε με τον παραλογισμό της παθιασμένης γυναίκας και της είπε:
– Μάταια κοπιάζεις. Δεν μπορείς να με δελεάσης με φθαρτά πράγματα, ούτε να συλήσης το πνεύμα μου. Μην πασχίζης άδικα να με κερδίσης. Ούτε τις απειλές σου φοβάμαι. Κι αν θέλη ο Θεός, δεν θ’ αργήσω να γίνω μοναχός.
Εκείνες τις ημέρες συνέβη να περάση από εκεί ένας ιερομόναχος από το Άγιος Όρος. Συνάντησε τον Μωϋσή, πληροφορήθηκε τα παθήματά του και την επιθυμία του, και τον έντυσε το αγγελικό σχήμα. Τον συμβούλευσε να διατηρήση πάση θυσία την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής του, του ευχήθηκε να λυτρωθή από εκείνη την γυναίκα, και αναχώρησε. Η αρχόντισσα, όταν έχασε τις ελπίδες της, παρέδωσε τον Μωϋσή στους βασανιστές. Τον τέντωσαν σ’ ένα πάγκο και τον έδειραν αλύπητα με σιδερένια ραβδιά, μέχρι που η γη βάφτηκε κόκκινη από το αίμα του. Ενώ τον χτυπούσαν του έλεγαν:
– Υποτάξου στην κυρία σου και κάνε το θέλημά της, αλλιώς θα κόψουμε το σώμα σου σε κομμάτια.
– Κάντε ό,τι σας διέταξαν και μην καθυστερείτε, αποκρίθηκε με γενναιότητα ο Μωϋσής. Ποτέ δεν πρόκειται ν‘ αρνηθώ την αγάπη του Θεού. Ούτε πόνοι, ούτε φωτιά, ούτε πληγές μπορούν να με χωρίσουν από τον Κύριό μου και το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Οργίσθηκε η αρχόντισσα με την αντίσταση του γενναίου αθλητή του Χριστού. Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια, που της αντιστεκόταν αυτός ο δούλος, και αποφάσισε να τον εκδικηθή για την προσβολή που της έκανε. Έγραψε λοιπόν στον βασιλιά Μπολιεσλάβο:
«Γνωρίζεις καλά, βασιλιά μου, ότι ο άνδρας μου σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στο πλευρό σου. Εσύ μου έδωσες μετά την ελευθερία να διαλέξω όποιον θέλω για σύζυγό μου. Ερωτεύθηκα έναν πανέμορφο νέο από τους αιχμαλώτους σου, τον ελευθέρωσα, του πρόσφερα όλη την περιουσία μου και το δικαίωμα να εξουσιάζη την γη και το λαό μου. Όμως αυτός όλα τα περιφρόνησε. Πολλές φορές τον βασάνισα, αλλά δεν πέτυχα να τον κάνω σύζυγό μου. Υπομένει όλα τα μαρτύρια και δεν ταπεινώνεται. Τώρα μάλιστα έγινε κρυφά μοναχός, από κάποιον άγνωστο καλόγερο. Τι διατάζεις να του κάνω;».
Ο Μπολιεσλάβος διέταξε να παρουσιασθούν και οι δύο μπροστά του. Άρχισε να προτρέπη επίμονα τον Μωϋσή να υποκύψη στις αξιώσεις της κυρίας, αλλιώς, όπως τον απείλησε, τον περίμενε φρικτός θάνατος.
Ο πιστός Μωϋσής του απάντησε αγέρωχα:
– Ο Κύριός μου λέει: «Τι ωφελήση άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;». Πως λοιπόν μου υπόσχεσαι δόξες και τιμές, όταν εσύ ο ίδιος θα πεθάνης σε λίγο και η γυναίκα αυτή θα σκοτωθή.
Η πονηρή αρχόντισσα, έχοντας τώρα και την έγκριση του βασιλιά, πρόσταξε να του δίνουν εκατό βουρδουλιές την ημέρα και μετά να τον ακρωτηριάσουν.
Σε λίγες ημέρες, ο πολύπαθος Μωϋσής βρισκόταν πεσμένος κάτω, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Λίγη ζωή του έμενε ακόμη. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Μπολιεσλάβος, θέλοντας να ικανοποιήση την πικραμένη για την αποτυχία της αρχόντισσα, διέταξε να εκδιώξουν όλους τους μοναχούς της Λεχίας από την επικράτειά του.
Λίγες ημέρες αργότερα ο βασιλιάς πέθανε ξαφνικά μια νύχτα. Αμέσως ξέσπασε επανάσταση σε όλη την χώρα. Ο λαός σκότωσε τους βογιάρους, και μαζί τους την βάναυση αρχόντισσα. Έτσι εκπληρώθηκε η πρόρρησι του θεοφώτιστου Μωϋσή.
Μετά τον θάνατο της κυρίας του, ο Μωϋσής ελευθερώθηκε και, με κλονισμένη την υγεία του, ξεκίνησε για ν’ αφιερωθή στον Κύριο. Κατέφυγε με κόπους και πόνους στην Μονή των Σπηλαίων, στο Κίεβο, έχοντας στο σώμα του τις πληγές του μαρτυρίου και στο κεφάλι του το στεφάνι της νίκης, σαν γενναίος στρατιώτης του Κυρίου.
Ο μακάριος Μωϋσής έφθασε, με την χάρη του Θεού, στα τέλη της ζωής του, αφού με τα παθήματα και τις ασκήσεις του αξιώθηκε να γίνη θεόπτης, όπως ο αρχαίος Μωϋσής, και να λάμψη με την αρετή και τα θαύματά του σε όλη την ρωσική γη.
Ήταν 26 Ιουνίου όταν αναπαύθηκε. Ο Θεός τον δόξασε για την υπομονή του, χαρίζοντας στο τίμιο λείψανό του την θαυματουργική δύναμη κατά των σαρκικών παθών.

Από την μηνιαία Εφημερίδα «Αθωνική Πολιτεία», Ιούνιος 2015, Αρ. Φύλλου 234

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
26 Ιουνίου, μνήμη του Οσίου Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη: Βίος, Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών, Χαιρετισμοί, Εγκώμια.

Κατηγορίες: Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.