Κατσαντώνης και Χασιώτης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Κόντευε να ξημερώσει εκείνη η αυγουστιάτικη μέρα. Το χάραμα άρχισε να σκάει πάνω στις δασωμένες με αιωνόβια έλατα βουνοκορφές των Αγράφων. Η ανατολή ρόδιξε και σε λίγο ο πελώριος δίσκος του ήλιου θα ξεμύτιζε κατακόκκινος. Ένα δροσερό αεράκι, ίσως η τελευταία αναπνοή της νύχτας που ξεψυχούσε, χάιδευε όλη τη γύρω φύση.
Ο πονεμένος ήρωας Κατσαντώνης καθόταν ξάγρυπνος κι ανήσυχος, ώρα τώρα, στο στόμα της σπηλιάς του. Κάτι τον βασάνιζε, μα όχι η αρρώστια του. Η πρώτη αψάδα της βλογιάς είχε περάσει. Το κόκκινο εξάνθημα άρχισε να φεύγει απ’ το κορμί του, μα στο πρόσωπο του έμειναν κάτι παράξενα σημάδια. Δεν μπορούσε ακόμα να σταθεί στα πόδια του και δεν έβαζε τίποτα στο στόμα του, εξόν από κρύο νερό που το ρουφούσε αχόρταγα. ‘Αλλο όμως του ταρακουνούσε τα συλλοϊκά του εκείνο το θαμποχάραμα. Ήταν ένα όνειρο εφιαλτικό. Ξυπνά τον αδερφό του το Γιώργο Χασιώτη και του το διηγείται. Αργότερα ο λαός θα το κάμει τραγούδι:
«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι πέρναγα, θολό και ματωμένο.
Είχε θολά τα ρέματα και τα νερά βαμμένα.
Κεφάλια παν από μπροστά κεφάλια από πίσω,
και πέρα δεν επέρασα και δώθε δεν εβγήκα,
Μον’ πήρα τον κατήφορο στη μέση στο ποτάμι».
Ο Γιώργος καθησύχασε τον Αντώνη, πήρε την τσότρα και ροβόλησε για την πηγή να του φέρει νερό. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι ο Γιώργος ανηφόριζε ξανά τρέχοντας. Ταραγμένος μπαίνει στη σπηλιά.
-Χαθήκαμε, Αντώνη, μας πρόδωσαν. Είδα στη βρύση κομμένο το νερό από μακρά και γύρω πιασμένα τα μετερίζια με μιλιούνια Αρβανίτες.
-Γιώργο, αδερφέ μου, το όνειρο ξεδιάλυνε.
-Άσε τα όνειρα κατά μέρος Αντώνη, και σήκω να φύγουμε.
-Να πάμε; Με τί ποδάρια να σ’ ακολουθήσω;
-Θα σε πάρω ζαλίγκα. Θα γλιτώσουμε.
-Άκουσε, αδερφέ. Πρέπει να με σκοτώσεις. Να κόψεις το κεφάλι μου και να το πάρεις μαζί σου να μην πέσει σε χέρια αρβανίτικα.
-Ούτε να ξανακούσω τέτοια κουβέντα. Αντάμα θα γλιτώσουμε ή μαζί θα σκοτωθούμε.
Ο Γιώργος φορτώνεται τον Αντώνη και μαζί με τους άλλους δυο συντρόφους τους κατηφορίζουν απ’ τη σπηλιά. Μα ξάφνου μια φωνή τους σταματά:
-«Ορέ Κατσαντώνη, τταραδώσου!».
Η μικρή συντροφιά προχωρεί αλαφιασμένη με τα κουμπούρια στο χέρι. Η φωνή ξανακούγεται:
-«Ορέ, Κατσαντώνη, ορέ Χασιώτη, άδικα θα χαλαστείτε. Είμαι ο Άγος Μουχουρντάρης.
-Άτιμε ντερβέναγα, δε θα σου περάσει, ξεφώνισε ο Χασιώτης.
-Μη ντουφεκάτε ορέ, πρόσταξε ο Μουχουρντάρης τ’ ασκέρι του. Ζω¬ντανούς τους θέλω.
Τρέχοντας ο Χασιώτης με το βαρύ φορτίο στην πλάτη του λαχανιάζει. Δε μπορεί να τρέξει άλλο. Αφήνει τον Αντώνη κάτω στη ρίζα ενός βράχου. Συ θα γεμίζεις και γω θα ρίχνω, του λέει. Οι Αρβανίτες ξεφυτρώνουν γύρω τους απ’ όλες τις μεριές σα μανιτάρια. Τους βλέπει ο Κατσαντώνης και ξαναπαρακαλεί τον αδερφό του:
-Γιώργο, σκότωσε με αδερφέ και φευγα να γλιτώσεις.
Τον αρπάζει πάλι ο Γιώργος στον ώμο του και ξανατρέχει. Ένα βόλι όμως τον βρίσκει στο πόδι και του σπα το κόκκαλο.
-Πιάστε τα γιαταγάνια, αδέρφια, φωνάζει ο Κατσαντώνης. Το ίδιο κάνει κι ο ίδιος. Αδειάζουν με βουβή λύσσα τα καριοφίλια τους στα στήθια των τσοχανταραίων και ορμούν πάνω τους σα δαίμονες. Λες και όλο το κακό της αρρώστιας πέταξε με μιας από το κορμί του Κατσαντώνη, και στάθηκε ορθός στο βράχο, τεντωμένος σα δοξάρι. Ορμούν και αρχίζουν να πετσοκόβουν τους Αρβανίτες. Κι ο Κατσαντώνης πρώτος. Για λίγο όμως, γιατί η αρρώστια του τον πρόδωσε ξανά. Τούφαγε τη δύναμη, του ροκάνισε την αντρεία του σαν το κακό σκουλήκι και σωριάζεται κάτω. Τον αρπάζει πάλι ο Χασιώτης και τρέχει. Ο κλειός των Αρβανιτάδων σφίγγει περισσότερο. Δέκα, είκοσι, τριάντα τους πεδικλώνουν. Πετούν πάνω στο Χασιώτη τις κάπες τους και τους περικυκλώνουν. Και οι τέσσερις ήρωες είναι τώρα ζωντανοί στην εχθρική μέγγιανη πιασμένοι. Τους δένουν χειροπόδαρα πάνω σε ξυλοκρέβατα, τους φορτώνουν σε μουλάρια και όλη η κουστωδία παίρνει το δρόμο για τα Γιάννενα. Ανασηκώθηκε στο ξυλοκρέββατό του ο Κατσαντώνης, αντίκρυσε για τελευταία φορά τα γνώριμα λημέρια του και σιγο-μουρμούρισε το τραγούδι:
«Τούρκοι, βαστάτε τ’ άλογα, να ξανασάνω λίγο,
να χαιρετίσω τα βουνά και τις ψηλές ραχούλες.
Και σεις Τζομέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια,
σα δήτετη γυναίκα μου, το μοναχό παιδί μου,
πέστε τους πως με πιάσανε με προδοσία, με δόλο.
Αρρωστημένο μ’ ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μικρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο…».
Σούρουπο μπήκε στα Γιάννενα η κουστωδία με εντολή του Αλή πασά. Όλοι οι κάτοικοι που έμαθαν το θλιβερό μαντάτο, πως ο Κατσαντώνης βρίσκονταν στα χέρια των οχτρών του, κλείστηκαν αποβραδίς για να τον κλάψουν, μακριά από τα μάτια του τυράνου. Σφάλισαν τα παραθυρόφυλλα σφιχτά και ξέσπασε ολονυχτίς ο θρήνος κάτω απ’ αμυδρά τους καντηλέρια. Μαύρο όρνιο ρίχτηκε ο πόνος και σπάραξε τις αγλύκαντες καρδιές τους μ’ αχορταγιά. Και στους δρόμους ακούονταν μόνο τ’ αλυχτίσματα των σκύλων και τα γιουχαίσματα και οι πανηγυρισμοί των Αρβανιτάδων για το μεγάλο τους κατόρθωμα.
Το ίδιο βράδυ ο Άγος Μουχουρντάρης αφού έριξε αλυσσοδεμένους στα μπουντρούμια τον Κατσαντώνη και τους συντρόφους του, τρέχει στον Αλή πασά. Προσκυνάει ως κάτω βαθιά στο χώμα.
-Βεζύρη Αλή πασά, του λέει, να που γίνηκε το θέλημα σου. Ο γκιαούρης ο Κατσαντώνης κι ο αδερφός του ο Χασιώτης κοίτονται αλυσσοδεμένοι στο μπουντρούμι.
Έλαμψε σαν τον ήλιο το ασπροκίτρινο πρόσωπο του Αλή και φώναξε:
-Ασκ’ ολσούν, ορέ μπίρο μ’ Άγο!… Μεγάλες τιμές θα ιδείς από μένα. Ζωντανόν ή πεθαμένον τον έφερες ορέ;
-Ζωντανός είναι, βεζύρη μου, μόνο που κακιά αρρώστια τον φαρμακώνει.
-Να τον γιατροπορέψετε, ορέ Άγο, παλικάρι μου. Τον θέλω ζωντανό.
Τέσσερα μερόνυχτα έμειναν αλυσσοδεμένοι στο σκοτεινό κάτεργο ο Κατσα¬ντώνης με την παρέα του. Και ύστερα φέρνουν τον Κατσαντώνη μόνο στη μεγάλη αίθουσα του σεραγιού τ’ Αλή. Δυό τσοχανταραίοι τον κρατούν απ’ τις μασχάλες όρθιο. Η παλιαρρώστια είχε φάει για καλά τη δύναμη του κορμιού του.
-Κάτσε, του λέει ο Αλής, δείχνοντας το ντιβάνι στρωμένο με κόκκινη φλοκά¬τη.
-Νταγιαντάω ακόμα να μένω όρθιος, τ’ αποκρίνεται ο Κατσαντώνης με περηφάνεια. Δε σακατεύτηκα για καλά.
Ο Αλής ρούφηξε τον αργιλέ του, σκέφτηκε λίγο και λέει θυμωμένος:
-Μούφαγες τα καλύτερα παλικάρια μου. Έδειξες όμως, και την αντριωσύνη σου. Και τούτο με κάνει δίβουλο. Να σε χαλάσω ή να σε πάρω, αν και του λόγου σου το θες, στη δούλεψη μου. Με το αζημίωτο βέβαια. Φροντίζω πρώτα να γειάνεις απ’ την αρρώστια, δίνεις την υποταγή σου στο δοβλέτι κι απέ παίρνεις στα χέρια σου το αγραφιώτικο αρματολίκι. Κι έτσι είμαστε και οι δυό κερδισμένοι.
-Η πρόταση σου με ντροπιάζει Αλή, τ’ αποκρίνεται ο Κατσαντώνης. Δεν πολέμησα τόσα χρόνια την τουρκιά για καλοπέραση κι αρματολίκια. Για νάμαι λεύτερος πολέμησα, εγώ και οι συντοπίτες μου. Ο Κατσαντώνης, Αλή, δεν προσκυνάει πασάδες και βεζύρηδες…
Του είπε και άλλα. Μάταια ο Αλής προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη.
-‘Αειντε, ορέ Κατσαντώνη, του λέει τέλος θυμωμένος, καλά μου λένε πως είσαι αγύριστο κεφάλι. Δε θέλεις να προσκυνήσεις, καλά, δικαίωμα σου. Όμως τα γρόσια που μάζεψες στο κουρσός στα βουνά πρέπει να μου τα δώκεις, γιατί είναι παράδες του ντοβλετιού. Η θέση τους είναι στην κάσα μου και όχι στο κεμέρι σου!
-Όλο τα γρόσια έχεις στο νου σου πασά, του λέει γελώντας ο Κατσαντώ¬νης. Δεν έχω άλλα γρόσια εξόν από κείνα που πήραν απ’ το ζωνάρι μου οι τζοχανταραίοι σου. Όλος μου ο πλούτος ήταν τ’ άρματα μου.
-Ε, ορέ, κακοκέφαλε ασή, λεέι αναμμένος ο Αλής, εσύ δεν ξέρεις άλλη γλώσα παρά μόνο της φοβέρας.
-Κάμε τη δουλειά σου, βεζύρη, λέει με απάθεια ο Κατσαντώνης.
Ο Αλής δεν κρατήθηκε άλλο. Ούρλιαξε δυνατά:
-Ορέ μπουλούκπαση. Κράξε τους γύφτους σου να ‘ρθούν εδώ και πές τους να τον παραλάβουν.
Σπρώχνοντας τον οδήγησαν εκείνοι στο μπουντρούμι και όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Τέσσερις φορές τον ξαναπήγαν στον Αλή μήπως και του αλλάξει γνώμη να προσκυνήσει, μα τίποτα. Και τότε ο Αλής πήρε την απόφαση του. Να χαλάσει τον Κατσαντώνη και τον αδερφό του το Χασιώτη με σκληρά βασανιστήρια.
-Άτιμε, γκιαούρη, βλογιοκομμένε, τώρα θα σου δείξω! είπε του Κατσαντώ¬νη την τελευταία φορά. Έλα δω, ορέ Ταχήρ. Να τους βγάλουν στον πλάτανο και να τους παιδέψουν όσο μπορούν. Να τους σπάσουν τα κόκκαλα με τα σφυριά, ορέ. Να τους λυώσουν και τους δυό, ώσπου να ξεψυχήσουν.
Λαοσύναξη την άλλη μέρα στην πλατεία του παζαριού. Κουβαλήθηκαν εκεί με το ζόρι όλοι οι ραγιάδες για να ιδούν το βασανισμό και το θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη. Τα άλλα δυο παλικάρια της συντροφιάς τους τα είχαν από ημέρες ξετελέψει. «Έτοιμοι κι οι γύφτοι με του βασανισμού τα σύνεργα, το πλατύ τ’ αμόνι και τη βαριοπούλα.
Είχε αρχίσει για καλά το γλυκοχάραμα ν’ αντιφεγγίζει στη λίμνη, όσο γλυκό μπορεί νάναι της κάθε μέρας το ξεκίνημα, μέσα στης σκλαβιάς το πικρό το μερονύχτι. Κι ήρθαν τα δυο τα παλικάρια μ’ όλο τον αγέρα της λεβεντιάς, ισόκορμοι, -οι παιδεμοί στα κάτεργα είχαν πετρώσει στην καρδιά, στο πρόσωπο δε βγήκαν, που αντιφέγγιζε τη μεγάλη τους απόφαση και τόλμη να πεθάνουν για τη λευτεριά -, λόγο για τους συντρόφους να μην πούνε, το κεφάλι στητό, σαν κορφή ελατιού οτου Βελουχιού τα καταράχια, τα χέρια ακόμα δεμένα με τριχιές από τραγίσιο μαλλί. Τους έλυσαν. Ανάσα δεν ακούστηκε. Μονάχα η ματιά τους αγκάλιασε τον κόσμο που θάμαξε την απόφαση τους την περίτρανη. Οι τσοχανταραίοι ξανάδεσαν τώρα χέρια και πόδια πάνω στο πλατύ τ’ αμόνι, η τριχιά έτριξε τα κόκκαλα, μαυροκοκκίνησε το κορμί. Κι ύστερα άρχισε της βαριοπούλας ο αχός, ψαχνό και κόκκαλο το ίδιο να χτυπάει, κι ανάσα καμιά, μήτε απ’ τον Κατσαντώνη και το Χασιώτη να γροικιέται, παρά τραγούδι κλέφτικο, σιγανό κι αργόσυρτο, να περνάει ολοτρίγυρα… Κράτησε κάμποσο ετούτο. Ιδροκόπησαν οι γύφτοι, το αίμα σιγοκυλούσε κατά το πλατάνι που το ρουφούσε, τραγούδι με το ανέμισμα της φυλλωσιάς του να το κάμει…».
Γράφει ο Emerson πως ο Κατσαντώνης, αδύνατος και άρρωστος, βόγγηξε για μια στιγμή. «Έβγαλε μερικά αδύνατα αγκομαχητά και βογγητά, όταν προπάντων το μεγάλο σίδερο σύντριβε τις κλειδώσεις των κοκκάλων του. Ο αδερφός του γύρισε απάνω του τα μάτια μ’ ένα βλέμμα ανάμιχτο από συμπάθεια κι απορία και του φωνάζει:
-«Ε, Κατσαντώνη, κλαις σα γυναίκα;
Η σειρά του Γιώργη ήρθε σε λίγο. Ξάπλωσε χωρίς στεναγμό ή ανάσα αγωνίας, μέχρις ότου όλα τα κόκκαλά του σπάστηκαν από τους οσφείς ως τα πέλματα του. Σ’ όλη αυτή την ώρα «ο ήρως Χασιώτης, ως να ήτο εις συμπόσιον, δεν έπραττεν έτερον τι ειμή, ως ην εξηπλωμένος, ασάλευτος ετραγούδει διάφορα της παλικαριάς ηρωικά τραγούδια, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα».
Ο Τάσος Βουρνάς γράφει πως σιγανοτραγουδούσε το παρακάτω τραγούδι:
«Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,
κλαίνε και οι βρυσούλες με το κρύο νερό,
κλαίνε και τα μετόχια πούπαιρνα ψωμί,
κλαίνε τα μοναστήρια πούπαιρνα κρασί…».
Μα κι ο Κατσαντώνης σταμάτησε το βογγητό και ενώ τούσπαγαν τα πόδια, έβριζε συνέχεια τους Τούρκους που βρίσκονταν ολόγυρα του.
Ο Χριστοβασίλης γράφει πως και οι δυο, πάνω στο μαρτύριο σιγανοτραγουδούσαν και το τραγούδι του χαμού του Δίπλα λέγανε. Ο Μιχαλόπουλος δίνει την πληροφορία πως «οι Κατσαντωναίοι μαρτύρησαν έχοντας τ’ όνομα του ΠατροΚοσμά στα χείλη…».
Πάντως με το τραγούδι στο στόμα έκλεισαν τα μάτια τους ο Κατσαντώνης κι ο αδερφός του ο Χασιώτης. Και ύστερα, οι δυο γύφτοι βασανιστές, ο Χούσος και ο Μούστος, πήραν τα κατατσακισμένα κουφάρια τους και τα πήγαν στη γειτονιά του Καλουτσεσμέ, που ήταν στην αρχή της πολιτείας. Εκεί τα άφησαν για να τα ιδούν όλοι και να έχουν σε γνώση τους πώς τιμωρεί τους χαραμήδες (κλέφτες) ο Αλής. Η προσταγή ήταν, τη νύχτα να τα πετάξουν στη λίμνη. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Οι προύχοντες Σταύρος Ιωάννου και Κώστας Μαρίνος, πλήρωσαν αδρά τον Σεκήμ Τσάμη και τους παράδωσε τα κουφάρια. Κι ύστερα με τη βοήθεια ενός παπά τα έθαψαν στην αυλή της μητρόπολης με όλη την πρέπουσα διαδικασία.
Ο χαμός του Κατσαντώνη και του Χασιώτη αντιλάλησαν σαν θλιβερό μοιρο¬λόι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Στα τριαντατρία του χρόνια ο Κατσαντώνης σφράγισε την ζωή του με την αξιάδα της παλικαριάς του. Μεγάλο πλήγμα βέβαια ο χαμός του για την κλεφτουριά όλης της Ελλάδος. Μα και σωτήριο. Γιατί τον ήρωα μπορεί να τον νικήσει κάποιος, τον μάρτυρα όμως, ποτέ, κανένας. Ο Κατσαντώνης χάθηκε και φυσικό ήταν κάποτε να χαθεί. Το «φάντασμα» του όμως στάθηκε ο σημαιοφόρος που οδήγησε το έθνος στον επικό αγώνα για τη λευτεριά του.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -Τελευταία Λόγια των Αγωνιστών του ’21.»
Αθήνα, 1993.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.