15 Νοεμβρίου, μνήμη και του Οσίου Πατρός ημών Γερμανού του εν Αλάσκα- Συναξάριον.

Η ανακήρυξις της Αλάσκας σε υποεπισκοπή του Ιρκούτσκ, με επίσκοπο τον ιεραπόστολο και αρχηγό της πρώτης ιεραποστολικής ομάδας, Ιωάσαφ, ναυάγησε το 1796 μαζί με το ναυάγιο του ιστιοφόρου «Φοίνιξ» στα παράλια της νήσου Κόντιακ, αφήνοντας μόνους τους υπόλοιπους κληρικούς της πρώτης αποστολής να παλεύουν με τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, αλλά κυρίως με την αλλαγή των φιλικών διαθέσεων των εμπόρων και της Εταιρείας έναντι του εκχριστιανισμού των Εσκιμώων.
Η περίοδος μάλιστα 1797-1818 όπου η Εταιρεία κρατικοποιήθηκε και έγινε διευθυντής της κάποιος Μπορανώφ, άνθρωπος σκληρός και εχθρός της ιεραποστολής, απετέλεσε την «μαύρη σελίδα» της ιστορίας της Εκκλησίας της εν Αλάσκα.

Οι ιθαγενείς, καταπιέζονταν απάνθρωπα. Οι ιεραπόστολοι δεν έπαιρναν καμία οικονομική βοήθεια από τους Ρώσσους και ζούσαν με την προσωπική χειρωνακτική τους εργασία, παρά τις αρχικές υποσχέσεις των έμπορων που τους προσεκάλεσαν. Η Εταιρεία, έχοντας όλα τα μονοπώλια των αγαθών, στερούσε ακόμη και το κρασί για το νάμα και τα κεριά και τα βιβλία από τους ιεραποστόλους. Οι ιθαγενείς βασανίζονταν από τους ανθρώπους της Εταιρείας, αλλά παρά ταύτα, τουλάχιστον στα Αλεούτια νησιά, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν βαπτισθεί, γιατί η αγάπη των ιεραποστόλων προς αυτούς και η ολοκληρωτική αφιέρωσίς των στην πνευματική απελευθέρωση τους, ήταν πιο μεγάλη από την κακία των έμπορων.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο ιερομόναχος Αθανάσιος, ο διάκονος Νεκτάριος και ο μοναχός Ιωάσαφ, επέστρεψαν στη Ρωσσία. Ο άγιος Ιουβενάλιος είχε ήδη λάβει το στεφάνι του μαρτυρίου και απέμειναν ο ιερομόναχος Μακάριος, που κήρυξε στην νήσο Ουναλάσκα και ο απλούς μοναχός Γερμανός που ο Θεός τον προώριζε να γίνη ο άγιος προστάτης των Ορθοδόξων της Αμερικανικής Ηπείρου.

Ο άγιος πατήρ ημών Γερμανός ο εν Αλάσκα, γεννήθηκε τω 1756 κοντά στη Μόσχα από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας του ήταν έμπορος. Σε ηλικία 16 ετών ο άγιος εισήλθε ως δόκιμος στην Μονή της Αγίας Τριάδος του Σεργίου, όπου εμυήθη στα του μοναχισμού, με απώτερο σκοπό την κοινοβιακή ζωή. Πολύ σύντομα εμφάνισε καρκίνο στο πρόσωπο του, αλλά με θαυματουργική παρέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου θεραπεύτηκε εντελώς.

Γύρω στα 1783 ο άγιος έγινε δεκτός στο περίφημο μοναστήρι του Βαλαάμ (Βάλαμο τώρα στην Φινλανδία) και εκάρη μοναχός με το όνομα Γερμανός. Φαίνεται ότι πριν μεταβή στο Βαλαάμ, ο Γερμανός πέρασε λίγο καιρό στη Μονή του Σαρώφ όπου γνώρισε τον μεγάλο στάρετς Ναζάριο, που υπήρξε ο πνευματικός πατήρ του άγιου Σεραφείμ Σαρόφσκη. Ο στάρετς Ναζάριος έγινε έπειτα από λίγο ηγούμενος της Μονής του Βαλαάμ. Το μοναστήρι βρισκόταν στη λίμνη Λαντόγκα, στην περιοχή του αρκτικού κύκλου και αποτελούσε κέντρο της καλούμενης Θηβαΐδας του Βορρά. Σύντομα ο Γερμανός πήρε ευλογία να αποσυρθή μονάχος του και να ασκητέψη βαθειά μέσα στο δάσος. Ερχόταν στο Βαλαάμ μόνο στις μεγάλες εορτές, όπως έκαναν από τα παλαιά τα χρόνια όλοι οι μεγάλοι ασκητές της έρημου. Ο μοναχός Γερμανός επιλέχθηκε το 1793 από την Ιερά Σύνοδο, κατόπιν υποδείξεως του Ηγουμένου και γέροντος του Ναζαρίου, να πάρη μέρος στην αποστολή για τον ευαγγελισμό της Αλάσκας, για την οποία ανεχώρησε το 1794.

Ο θάνατος του αρχηγού της Ιεραποστολής και η απάνθρωπη συμπεριφορά των συμπατριωτών του, απογοήτευσαν τον μοναχό Γερμανό ώστε να διοργανώνη περιοδείες και κηρύγματα. Μόνος πλέον και θέλοντας να ξεφύγη από το μίσος του Μπαρανώφ, αποσύρθηκε σ’ ένα μικρό μοναχικό νησάκι που λέγονταν Ελόβυγ, δηλαδή «νήσος των Ελάτων», το μετωνόμασε σε «Νέον Βαλαάμ» και εγκαινίασε εκεί έναν νέο τρόπο «σιωπηρής ιεραποστολής» κατά το παράδειγμα των παλαιών πατέρων της έρημου, ιεραποστολής με την υψηλότερη σημασία του όρου: λύχνος επί την λυχνίαν που ακτινοβολεί με το παράδειγμα του, μια εικόνα του τι είναι η Εκκλησία και η Βασιλεία των Ουρανών. Το παράδειγμα της αγίας ζωής του επέδρασε βαθύτατα στους ιθαγενείς.

Εστραμμένος εις τον εαυτόν του και τον Θεόν, ζούσε σε ένα μικρό ξύλινο κελλάκι, χωρίς καμία άνεση, εκτεθειμένος στα στοιχεία της άγριας φύσεως, φορώντας όλες τις εποχές τα ίδια χιλιομπαλωμένα ρούχα, νηστεύοντας και έχοντας ως μόνη τροφή άγρια μούρα, χορταρικά και μανιτάρια, και σέρνοντας επάνω του σιδερένιες αλυσίδες, πιο βαρείες από 8 κιλά. Δούλευε σκληρά, αγρυπνούσε πολύ και η προσευχή γι’ αυτόν είχε γίνει αδιάλειπτος, μέρα και νύχτα. Μ’ αυτήν απωθούσε τις διαρκείς επιθέσεις του αντικειμένου και τους κακούς λογισμούς. Γέροντα του είχε την τελευταία έκδοση της Φιλοκαλίας, που το 1793 είχε κυκλοφορήσει στη σλαβονική, σε μετάφραση του αγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Έτσι οι παγωμένες ερημιές της Βόρειας Αμερικής έγιναν τότε τόπος της καρδιακής προσευχής όπως η Θηβαΐδα του Σιβηρικού Βορρά, οι πλαγιές του Άθωνα, τα βράχια του Σινά και οι έρημοι της Αιγύπτου. Σ’ αυτούς που απορούσαν πως άντεχε σε τόση μοναξιά, απαντούσε: «Δεν είμαι μόνος, ο Θεός είναι εδώ όπως παντού, κι οι άγγελοι του επίσης. Είναι τίποτε πιο επιθυμητό από μια τέτοια συντροφιά;» Άλλοτε πάλι έλεγε: «Σαράντα χρόνια προσπαθώ να αγαπήσω τον Θεόν και να που τελειώνοντας τις ήμερες μου, δεν μπορώ να σας βεβαιώσω ότι τον αγαπώ όπως του αρμόζη. Ν’ αγαπάς το Θεό είναι να Τον σκέπτεσαι συνεχώς και πάντοτε και παντού, να Τον υπηρέτης και να κάνης το θέλημα Του νύχτα και ήμερα».

Γι’ αυτήν τη θεάρεστη ζωή του, ο Χριστός του χάρισε πολλή ευλογία, που εκδηλωνόταν ως απέραντη αγάπη για όλους τους ανθρώπους και περισσότερο για τους ιθαγενείς Αλεούτιους, για τους οποίους είχε γίνει ο πατέρας και προστάτης των. Πρόσφερε σ’ αυτούς ό,τι είχε, μα κυρίως τον ίδιο τον εαυτό του, μιμούμενος τον Κύριο Του, ενώ παράλληλα δε σταματούσε να προσεύχεται εσωτερικά, αδιάλειπτα.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, δίδασκε στους νέους που είχαν μαζευτεί γύρω από το νέο Βαλαάμ, τις τεχνικές της καλλιέργειας της γης. Η πολλή του αγάπη για τα μικρά παιδιά τον έκανε να δημιουργήση ένα μικρό ορφανοτροφείο, όπου έκτος από την υλική συμπαράσταση καλλιεργούσε στα ορφανά, την αγάπη για το Θεό και την Εκκλησία Του. Κατασκεύασε με τα χέρια του ένα παρεκκλήσιο και κει κάθε Κυριακή μάζευε τις οικογένειες που σιγά σιγά ήλθαν και εγκαταστάθηκαν γύρω από το Βαλαάμ, έψαλλαν μαζί, λειτουργούσε και κήρυττε το λόγο του Θεού. Η αγάπη του για τους συνανθρώπους του δε σταματούσε ούτε όταν κινδύνευε η ίδια η ζωή του. Κάποτε ξέσπασε μια επιδημία στο Κόντιακ, δεν αναφέρεται ακριβώς ποιά. Ο άγιος Γερμανός δεν εγκατέλειψε το χωριό, για να προφυλαχθή. Παρέμεινε κοντά στους άρρωστους επί ένα μήνα, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να τους περιποιηθή, αψηφώντας τον κίνδυνο να προσβληθή και ο ίδιος. Όταν πέθαιναν, έθαβε και έψαλλε τους νεκρούς, ενίσχυε τους απορφανισθέντες.

Η αγάπη του ξεχείλιζε πλούσια και στους Ρώσσους αποίκους, παρά την κακή συμπεριφορά που είχαν δείξει γι’ αυτόν και τους ιθαγενείς χριστιανούς του. Έτσι, μ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να κερδίση τον διάδοχο του σκληρού διευθυντού της Εταιρείας, Μπαρανώφ, τον Ιανόφσκη, ο οποίος έγινε τελικά μοναχός. Εμφανίζοντας με τη ζωή του, την εικόνα του Χριστού, μετέστρεψε στην Ορθοδοξία έναν Γερμανό προτεστάντη θαλασσοπόρο, που βρέθηκε σ’ αυτήν την περιοχή. Διηγούνται ότι πάντοτε ήταν τριγυρισμένος από παιδιά με τα οποία έπαιζε, ενώ συγχρόνως τα εδίδασκε τα της Εκκλησίας, και για να τους προσφέρη χαρά, τους έψηνε με τα ίδια του τα χέρια κουλουράκια και τους τα πρόσφερε. Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και οι χριστιανοί Εσκιμώοι πλήθαιναν στην γύρω περιοχή. Ο άγιος Γερμανός έφθασε σε μεγάλη ηλικία. Γερνώντας, άρχισε σιγά σιγά να χάνη το φως του. Όμως ο Θεός του χάρισε για αντάλλαγμα να βλέπη αγγέλους. Ακόμα του εδόθη το χάρισμα να εξουσιάζη τα στοιχεία της φύσεως, το χάρισμα των ιάσεων και το προορατικόν.

Στις 15 Νοεμβρίου του 1836 το αστέρι που ανέτειλε πριν από 81 χρόνια στη Μόσχα, έδυσε στη Χώρα του Ηλίου του μεσονυκτίου. Οι ιθαγενείς έκλαψαν τον προστάτη και πατέρα των. Τη στιγμή που οι άγγελοι μετέφεραν στον ουρανό την αγία ψυχή του, οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών είδαν μια στήλη φωτός να ανυψούται πάνω από το Νέο Βαλαάμ. Το πρόσωπο του αγίου λειψάνου του, όπως μαρτυρεί ο υποτακτικός του, έλαμπε από υπερκόσμιο φως. Πολλά θαύματα ακολούθησαν την κοίμησή του και ο άγιος παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανός στη μνήμη των Αλεουτίων και όλης της Αλάσκας. Τα θαύματα του και η δύναμις των πρεσβειών του τον κατέστησαν προστάτη της Αμερικανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία αναγνώρισε επίσημα την αγιότητα του στις 9 Αυγούστου του 1970. Η Οικουμενική Εκκλησία γιορτάζει και τιμά τον άγιο Γερμανό όχι μόνο την ήμερα της κοιμήσεως του αλλά και άλλες δύο φορές το χρόνο: Στις 9 Αυγούστου, ήμερα της ανακηρύξεως του ως αγίου και στις 13 Δεκεμβρίου ήμερα της Συνάξεως όλων των αγίων των εν Αλάσκα. Όσιε πάτερ Γερμανέ ο εν Αλάσκα, πρέσβευε υπέρ πάντων ημών. Αμήν.

Από το βιβλίο: «Αλάσκα, Ορθόδοξο Συναξάρι – Γεωργίου Εμμανουήλ Πιπεράκη.»

Παράβαλε και:
Η νηστεία των Χριστουγέννων – Μητροπ. Ν. Σμύρνης, Συμεών Κούτσα.

Περισσότερα για το Συναξάριο της ημέρας βλέπε και στον:
Ορθόδοξο Συναξαριστή.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.