07 Απριλίου (ή πέμπτη Κυριακή των νηστειών), μνήμη του Οσίου πατρός ημών Σάββα του εν Καλύμνω: Βίος, Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών.

Ο νεοφανής αυτός φωτεινός αστέρας του στερεώματος της Εκκλησίας μας, ο Όσιος Σάββας ο Νέος, κατά κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα της περιφέρειας Αβδίμ της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς και απλοϊκούς γονείς, τον Κωνσταντίνο και τη Σμαραγδή.

Ο Βασίλειος μεγάλωσε έχοντας βαθιά πίστη και μεγάλη ευσέβεια και προσπαθώντας να μιμηθεί την άσκηση των Αγίων της Εκκλησίας μας. Ήδη από την παιδική του ηλικία, η ανάγνωση των Βίων των Αγίων άναψε στην καρδιά του τον πόθο να ασπασθεί τον μοναχικό βίο. Οι γονείς του, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Τον υποχρέωσαν να διακόψει το σχολείο σε ηλικία δώδεκα ετών, και να αναλάβει την διαχείριση ενός μαγαζιού. Παρά τις απειλές της μητέρας του, που του έλεγε: «Αν καλογερέψεις θα πεθάνω», έφυγε μια ημέρα, και ως έλαφος που τρέχει στις πηγές των υδάτων, έφθασε στην Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος.

Ο νεαρός δόκιμος επέδειξε μεγάλη αποταγή και πλήρη υπακοή. Μία ημέρα οι συμμοναστές του του έδωσαν να φάει ρεβίθια δίχως την ευλογία του Γέροντός του. Είδε τότε έναν δαίμονα να στέκεται μπροστά του λέγοντάς του θριαμβευτικά: «Σε εξαπάτησα!».

Μετά από δωδεκάχρονη παραμονή στη σκήτη, το 1887, μετέβη σε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, αφού έντονη ήταν η επιθυμία του Οσίου να επισκεφθεί τα Ιερά αυτά μέρη. Πρώτα διέρχεται από την γενέτειρά του. Φθάνοντας στην Αγία γη, δέος τον καταλαμβάνει καθώς αντικρίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο, κείρεται μοναχός το 1890 μ.Χ. και αργότερα, το έτος 1894 μ.Χ., αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το 1902 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί δε μέχρι το έτος 1906 μ.Χ. ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, όπου γνωρίζεται με τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος έλεγε για τον Άγιο Σάββα στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πριν ακόμη ο Άγιος κοιμηθεί: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος».

Το 1907 μπόρεσε να αποσυρθεί σε σπήλαιο της σκήτης της Μονής Χοζεβά, για να επιδοθεί στην ησυχαστική βιοτή, με τέλεια υποταγή στους ασκητικούς κανόνες, άκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός υλικού αγαθού, ακολουθώντας το πατερικόν” «ο ακτήμων μοναχός, υψιπέτης αετός». Μόνη του ασχολία ήταν η προσευχή και η αγιογραφία. Έτρωγε μόνο μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και έπινε λίγο νερό από έναν γειτονικό χείμαρρο. Υπό την απειλή όμως των μουσουλμάνων, που λήστευαν και λεηλατούσαν τους τόπους που κατοικούσαν χριστιανοί, υποχρεώθηκε να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα (1916). Τότε μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δύο χρόνια και ιστορεί δύο εικόνες στο Καθολικό της μονής. Ακολούθως έρχεται και πάλι στον Άθωνα.

Μία ημέρα που βρισκόταν στην Αθήνα για να εφοδιαστεί με υλικά για την αγιογραφία, πληροφορήθηκε ότι τον αναζητούσε ο μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος. Αμέσως μετέβη στην Αίγινα και παρέμεινε στην υπηρεσία του αγίου Νεκταρίου μέχρι την μακαριστή κοίμησή του. Η συναναστροφή με τον λαμπρό αυτόν άγιο της εποχής μας, συνέβαλε στην ολοκλήρωση της πνευματικής κατάρτισης του ασκητού Σάββα, ο οποίος διδάχθηκε από την υπομονή του αγίου στις δοκιμασίες, την ταπεινοφροσύνη του, τις πατρικές συμβουλές και το oσιακό τέλος του, που συνοδεύτηκε από τα θαύματα του Αγίου.

Έτσι, αξιώθηκε να ζήσει το πρώτο θαύμα του, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Άγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του, και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της. Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά δε την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη, με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία, και μια τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι, και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».

Μετά την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου παρέμεινε για ένα διάστημα στην Αίγινα, σ’ ένα κελί κοντά στη μονή, ως εφημέριος της αδελφότητος, διδάσκοντας επίσης στις μοναχές αγιογραφία και βυζαντινή ψαλτική.

Η συρροή επισκεπτών στην Μονή της αγίας Τριάδος αποτελούσε ωστόσο εμπόδιο για την ησυχία, την οποία θεωρούσε το πλέον ανεκτίμητο αγαθό, οπότε ο Σάββας έφυγε εκ νέου, και δια μέσου των Αθηνών, έφθασε τελικά στην Μονή των αγίων Πάντων στην Κάλυμνο (1926). Έχτισε μια μικρή καλύβη λίγο υψηλότερα από την μονή, στο ακριβές σημείο που είχε προείπει ο κτήτορας της μονής προτού αποδημήσει λίγα χρόνια πριν. Είκοσι δύο χρόνια, ο όσιος Σάββας τελούσε τακτικά τις Ακολουθίες, εξομολογούσε τις μοναχές και κατηχούσε τον λαό, μεριμνώντας ιδιαιτέρως για τις χήρες, τους πτωχούς και τα ορφανά. Τρεφόταν με λίγα κομμάτια πρόσφορο βρεγμένα με λίγο νάμα ή με αφέψημα δεντρολίβανου. Όταν έφθανε το βράδυ, αφού όλη την ημέρα αγιογραφούσε ή εξομολογούσε, έπαιρνε συχνά μια βαριοπούλα και έσπαγε πέτρες, ώστε, όπως έλεγε, να μην λάβει τροφή χωρίς να έχει εργαστεί. Δύο ώρες το πολύ παραχωρούσε στον ύπνο, καθισμένος σε μια καρέκλα, δίχως ράχη. Όλον τον υπόλοιπο χρόνο του τον αφιέρωνε στον Κύριο και στους εν Χριστώ αδελφούς του.

Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Πολλές φορές δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του τέκνων, κατά δε τη Θεία Λειτουργία είχε τέλεια προσήλωση στο συντελούμενο μυστήριο. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, αφού και όλο το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του.

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν όρθιος επί νύχτες ολόκληρες, μεσιτεύοντας υπέρ του λαού, και όταν τα εχθρικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το νησί, έκανε στην κατεύθυνσή τους το σημείο του Σταυρού. Παρότι πάνω απ’ όλα αγαπούσε την ησυχία, έτρεχε αμέσως μόλις τον καλούσαν για να φέρει στους δεινοπαθούντες την παρηγορία του Θεού και για να τους κάνει κοινωνούς του διάπυρου ερωτά του για τον Χριστό.

Παντελώς ξένος στις οικονομικές μέριμνες, είχε αρχή να μην αφήνει ποτέ χρήματα να διανυκτερεύουν κάτω από την στέγη του, και μοίραζε αμέσως ό,τι του έδιναν για τις εικόνες ή κάποια Ακολουθία. Στους εργάτες που εργάζονταν στην καλύβη του, έλεγε να πάνε μόνοι τους να πάρουν την αμοιβή τους από το συρτάρι όπου έριχνε φύρδην μίγδην ό,τι χρήματα λάμβανε.

Προς τα τέλη της επίγειας διαμονής του, ο όσιος Σάββας περιήλθε σε κατάσταση έντονης περισυλλογής και κατάνυξης, και αποσύρθηκε επί τρεις ημέρες χωρίς να δει κανέναν. Κατόπιν έδωσε τις τελευταίες του συμβουλές για την αγάπη του Χριστού και την υπακοή στις εντολές Του, και αναλαμβάνοντας ξαφνικά δυνάμεις, χτύπησε τα χέρια του, επαναλαμβάνοντας: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος!» Μία μοναχή είδε τότε την ψυχή του οσίου να ανέρχεται στους ουρανούς εν μέσω χρυσής νεφέλης, συνοδευόμενη από ουράνιες μελωδίες (7 Απριλίου 1948).

Όταν στις 7 Απριλίου του 1957 ανοίχθηκε ο τάφος του, προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού, Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε όλη την περιοχή μέχρι τις παρυφές της πόλεως. Το γεγονός χαιρετίστηκε με κωδωνοκρουσίες στην μονή και σε όλους τους ναούς της Καλύμνου. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Πολυάριθμα θαύματα επιτελέστηκαν τότε και δεν παύουν να επιτελούνται στον τάφο του, χάριν των κατοίκων του νησιού, αλλά και των προσκυνητών που φθάνουν από μακριά, για να λάβουν την ευλογία του αγίου. Η αγιότητα του διακηρύχθηκε επισήμως στις 19 Φεβρουαρίου του 1992 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Απλός, ταπεινός και λάθρα βιώσας, ασκητής και άνθρωπος της προσευχής στο ύψος των αρχαίων Πατέρων, ο όσιος Σάββας αποτελεί τελεία εικόνα του αληθινού μοναχού, απαράλλακτη ανά τους αιώνες. Σ’ ένα από τα λιγοστά κείμενά του, γράφει:
«Μοναχός είναι εκείνος, όστις πενθεί και κλαίει τας αμαρτίας του και δεν φροντίζει να σκέπτεται ξένας αμαρτίας, ούτε κατακρίνει τινά, oργίζεται, αλλά υπομένει μετ’ ευχαριστήσεως πάσαν ζημίαν και περιφρόνησιν, διά να έχη παρρησίαν εις τον Θεόν τον ουράνιον Κριτήν και Πατέρα πάντων».

Η μνήμη του οσίου Σάββα εορτάζεται την Ε Κυριακή των νηστειών.

Απολυτίκιον. Ήχος Γ. Θείας πίστεως.

Γόνος γέγονας, Γάνου και χώρας, μέγα καύχημα, νήσου Καλύμνου, παμμακάριστε Σάββα πατήρ ημών. Και γαρ οδόν διελθών της ασκήσεως, του ακροτάτου τέλους επέτυχες. Διό πρέσβευε, Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ι. Χ. Π.

Ασματική Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών του Όσίου Πατρός ημών Σάββα του εν Καλύμνω – Γερασίμου Μον. Μικραγιαννανίτου.zip

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.