«Η μνήμη… πονάει όπου και να την αγγίξεις» – Τάσου Λιγνάδη.

Επιστολή σ’ έναν σύγχρονο νέο Α

ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΟΛΥ ΝΕΟΙ στην ηλικία αναγνώστες, με αφορμή το σημείωμα για τα μεταφορικά Εξάρχεια, μου ζήτησαν διευκρινήσεις πάνω σε μια σειρά ερωτημάτων που τα θεωρώ και βάσιμα και επίκαιρα. Αντί άλλης απαντήσεως, κρίνω σκόπιμο να δημοσιεύσω εδώ μια επιστολή, που έως τώρα έχει μείνει ανεπίδοτη. Απευθύνεται σ’ έναν ιδανικό αποδέκτη, που έχει τελειώσει τις σπουδές του και κατά τυπικό τεκμήριο ενηλικιώνεται ψυχικά και πνευματικά.

Φίλε μου, «Εχουμε μιλήσει αρκετές φορές για την γλώσσα μας. Τώρα, θέλω να πούμε έναν λόγο για την μνήμη. Από αυτήν εξαρτώνται όλα όσα έχουμε συζητήσει. Λοιπόν, η μνήμη πονάει όπου και να την αγγίξεις, όπως λέει ο Σεφέρης. Όταν περάσουν κάμποσα χρόνια, ίσως καταλάβεις ότι αυτός ο πόνος είναι μια ζωντανή παρουσία. Θυμάμαι, σημαίνει πονάω. ΄Ενας πόνος ψυχής, για έναν μυστικό χώρο που τον κουβαλάμε μέσα μας, ό,τι κι αν κάνουμε, όπου κι αν πάμε. Η καβαφική Ιθάκη δεν εξαντλείται στον νόστο. Είναι το ανεξάντλητο ριζικό που μας προσδιορίζει το πρόσωπο.

Παιδεία είναι η ανάμνηση αυτού του χώρου. Και εκπαίδευση, να χτίζεις το πρόσωπο του χώρου. Να τον κάνεις κατοικήσιμο. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει, να έχει παραδοθεί το σχέδιο. Ξέρω ότι εσύ έζησες στην χώρα μας σε μια εποχή που χαρά της ήταν να καταστρέψει το σχέδιο του χώρου σου, καταστρέφοντας την μνήμη του, για να τον κάνει πνευματικά ακατοίκητο. Δεν είχε άλλη αποστολή η μεταρρύθμιση που υπέστης παρά τον χαλασμό. Το πόσο χαλασμένος είσαι από αυτήν, μονάχα εσύ το ξέρεις. Το μόνο κέρδος σου ως μεταρρυθμισμένος, ήταν ότι έμαθες πολύ καλά το μάθημα της απάτης, που συγχέει την πρόοδο με την προσωπική διευκόλυνση και με την ευκολία της καταστροφής. Τίποτ άλλο δεν έμαθες. Γιατί δεν έπαθες. Δεν παιδεύτηκες και δεν εξεπαιδεύθης. Ούτε κατά τον αισχυλικό λόγο τω πάθει μάθος, ούτε κατά τον λαϊκό λόγο για το πάθημα-μάθημα. Βγήκες απαθής και άμαθης, γιατί δεν δοκιμάστηκες στην δυσκολία. Μπορεί να δοκιμάστηκες στον συνδικαλισμό και στην κομματική δράση από την κούνια σου και ξέρεις να συλλαβίζεις το αλφαβητάρι του μίσους και να γρυλλίζεις συνθήματα και να κολλάς ετικέττες, αλλά δεν δοκιμάστηκες στην γνώση.

Χωρίς όμως αυτή την δοκιμασία, έμεινε αδοκίμαστο και αλειτούργητο ό,τι πιο πολύτιμο είχες: το πνεύμα σου. Και ό,τι πιο δικό σου ήταν, το έχασες στην αγοραία κατανάλωση. Εννοώ την ψυχή σου. Κι όλα αυτά, γιατί μεταρρυθμίστηκες στο να γίνεις ένα άτομο χωρίς μνήμη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις μέλλον κι ας νομίζεις ότι μέλλον σου είναι η ατομική τακτοποίηση στα συρτάρια μιας όποιας εξουσίας, που θα σε βλέπει σαν βίδα και καρφί. Αυτή την υποδούλωση σου την είπαν τεχνολογία και σε τεχνολόγησαν ευνουχιστικά. ΄Εμαθες να λες ό,τι θα σου πουν να λες οι άλλοι. Δεν δοκίμασες και δεν δοκιμάστηκες σαν αυτεξούσιο ον, φίλε.

Όμως πάνω σ αυτή την δοκιμασία φύεται το πλάσμα εκείνο που είναι συναρτημένο με την χλωρίδα της ψυχής του άνθρωπου. Η ελευθερία. Ο απολογισμός σου, ο κάθε απολογισμός, δεν μπορεί παρά ν αρχίζει πάντα από εκεί. Και η ελευθερία είναι μια μνήμη που κάθε γενιά πληρώνει το τίμημα της. Η δική μου κατεστημένη γενιά πλήρωσε το τίμημα της, όταν ήρθε η ώρα. Η ώρα της Κατοχής. Η δική σου ποιό τίμημα πλήρωσε; Το μόνο, για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεσαι, είναι ότι παρεβίασες πόρτες ανοιχτές και ότι οργίασες με την ανοχή που σου χάρισε μια σαστισμένη από την εξέλιξη κοινωνία. Είσαι ένας ήρωας τής εποχής, άνευ εμποδίων. Θυμάσαι τί μάς δήλωνες; Αμφισβήτηση, εξέγερση, σπάσιμο τής εξάρτησης, γκρέμισμα τών φραγμών, κατάργηση τών απαγορεύσεων, εκπλήρωση τών επιθυμιών. Καί τί απέδειξες απ’ όλα αυτά στήν πράξη; ΄Οτι εξασφάλιζες μέ τό αζημίωτο τήν ατομική σου καλοπέραση πού τήν συγχέεις, αθώα καί ιερόσυλα, μέ τήν γυμνή κόψη τού φρικτού μυ¬στηρίου τής ελευθερίας. Είσαι όμως πιό αστός από εκείνους πού κατηγορείς, όταν διεκδικείς μέ τό ζύγι, κάτι πιό πολύτιμο από την ατομική ευδαιμονία. Γιατί αυτό πού ζητείς έξω σου, τήν ελευθερία, δέν τήν έχεις μέσα σου. Δέν σου μίλησαν ποτέ γιά τήν κόψη τήν τρομερή, ώστε νά νιώθεις τό νόημα τών παρακάτω στίχων:

Χωρίς κανένα κάγκελλο καί δίχως
απεραντοσύνη
χωρίς αιωνιότητα
δίχως τ αντίθετο της
αγέννητη καί ξένη πρός τόν δάνατο
λάμπει στά φυλλοκάρδια η ελευθερία
Νίκος Καρούζος

Έμαθες να λατρεύεις το ΕΓΩ σου. Η ελευθερία όμως ζη μόνο με το βαρύ ΕΣΥ που σηκώνεις μέσα σου. Αν το σηκώνεις πια.
Αυτό το ΕΣΥ οι παλιοί δάσκαλοι και ήξεραν και μπορούσαν να μας το διδάξουν. Στηριγμένοι στα κείμενα της μόνιμης εφηβείας του ανθρώπου.
Οι παλιοί λοιπόν εκείνοι δάσκαλοι μας είχαν συστήσει σε κάποια Πρόσωπα, για να μας χτίσουν το ΕΣΥ μας. Μας γνώρισαν για δάσκαλο της αρετής τον ξυπόλητο ρακένδυτο ξεγεννητή της γνώσης, τον έφηβο γέροντα, το ιερό πετεινό τ’ ουρανού, τον χασομέρη της διαλεκτικής, τον Σωκράτη, ο οποίος εισηγήθηκε τον πολιτισμό. Κι ακόμη μας έλεγαν ότι Άνθρωπος θα πει μια πληγή από λόγχη, δύο καρφιά στις παλάμες, ένας Γολγοθάς στο πνεύμα και στο κορμί, ένας σταυρός που λάμπει στην καρδιά σαν μαρτύριο και μαρτυρία της Αγάπης. Μας γνώρισαν Αυτόν που είναι η μόνη αγάπη, η εξόριστη, η κυνηγημένη στους δρόμους, η λιθοβολημένη, που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες μας, μέσα στο αίμα μας, που τελετουργεί τα πάθη μας και την ανάσταση μας: τον Χριστό.

Αυτά τα υποδείγματα έδινε εκείνο το σχέδιο, για να πλάσει εκείνο τό ΕΣΥ. Πες μου, τώρα πού βγαίνεις στον κόσμο μεσ από την ανατιναγμένη παιδεία, ποιό πρότυπο έχεις να βάλεις στην θέση αυτού του σχεδίου που ρήμαξες; ΄Εχεις;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 Νοεμβρίου 1984

ΤΟ ΕΣΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Επιστολή σ’ έναν σύγχρονο νέο Β

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ στηριγμένοι στα ελληνικά κείμενα, προσπαθούσαν να μας μάθουν ότι ελευθερία σημαίνει χρέος, ευθύνη και θυσία. Με άλλα λόγια μας έδειχναν το είδωλο ενός ΕΣΥ, για να γίνει φρέαρ ζωής μέσα μας. Από αυτό το ΕΣΥ αντλούσε την ύπαρξη της η ελληνική παιδεία, την οποία με τόσο πάθος, άκριτοι και άρριζοι μηχανουργοί δυναμίτισαν, υπονομεύοντας και το δικό σου μέλλον.
Αν δεν κατάλαβες τι είναι αυτό το δεύτερο πρόσωπο, θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω. Είναι το μαχαίρι της αγάπης με το όποιο θυσιάζουμε την αυτολατρεία μας. Είναι η αναίμακτη θυσία της μακαριότητας και της ησυχίας μας. Είναι το αδυσώπητο ερωτηματολόγιο: Τι, γιατί και ποιόν θαυμάζω; Σε τι υπηρετώ και σε ποιόν θέλω να μοιάσω; Τι πρέπει ν’ αποφεύγω και τι να επιδωκώ; Τι με κάνει να ντρέπομαι και τι με κάνει περήφανο; Για ποιό λόγο θέλω ν’ αγωνιστώ και τι να επιτύχω; Γιατί υπάρχω μέσα στην κοινότητα; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα συνθέτουν το ΕΣΥ του ανθρώπου. Και εξαρτάται η διαμόρφωση του ΕΓΩ μας από το υπόδειγμα ζωής που έχουμε. Αυτό είναι παιδεία. Η ενανθρώπηση του θηρίου, η απομηχανοποίηση του ατόμου και πάνω απ όλα η συνειδητοποίηση ότι η τεχνολογία πρέπει να είναι εργαλείο του Αγαθού και όχι αυτοσκοπός. Από αυτό το ΕΣΥ εξαρτάται όχι μόνο η ερμηνεία των ατόμων, αλλά η τύχη ενός πολιτισμού.

Όσο κι αν πεισμώνεις, φίλε, αυτό το δεύτερο πρόσωπο είναι το πιο παραγωγικό στοιχείο στις κοινωνικές διαδικασίες και αυτό χαρακτηρίζει την αυθεντική πρόοδο. Αυτήν που έχει μάτια και βλέπει ότι η δημιουργική φαντασία τρέφεται από την μνήμη. Αυτή την πραγματική πρόοδο, που καρποφορεί το καινούργιο με το λίπασμα της παράδοσης. Η πρόοδος έχει ανθρώπινο υποκείμενο. Είναι δηλαδή ηθική κατηγορία. Η τυφλή μεταβολή δεν υποκαθιστά την Ιστορία, γιατί είναι μία φυσική ουδετερότητα. Το να δίνεις σ αυτή την ουδετερότητα αξιολογικούς προσδιορισμούς, είναι πλάνη. Το μέλλον δεν ανήκει στον εαυτό του. Ανήκει στο ΕΣΥ που θα το προετοιμάσει. Σ’ ένα πρόπλασμα. Σε μια παιδεία.

Ξέρω ότι αυτά που συζητούμε δεν τα αισθάνεσαι τώρα. Θα τα αισθανθείς όμως αύριο. Κι αν δεν τα πιστεύεις σήμερα, θάρθει η ώρα που θα τα πιστέψεις. Το αν θα το ομολογήσεις ποτέ, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Σου θυμίζω την περίφημη εξέγερση του 68 στο Παρίσι. Τι έγινε; Οι ηγέτες της, φαντάζομαι, είναι κουρασμένοι σε κάποιο γραφείο και εισπράττουν ίσως νοσταλγία και μηνιάτικο. Συμβιβάστηκαν, θα μου πεις. Όχι. Συμβαίνει κάτι άλλο που θα το διαβάσεις λίγο παρακάτω και είμαι βέβαιος ότι θα εκμάθεις. Υπομονή.

Ας έρθουμε για λίγο στις δικές σου μικροεξεγέρσεις, στο θρυλικό σου χάσμα των γενεών και στο γραφικό σκιάχτρο σου του κατεστημένου. Σ’ αυτά τα βολικά σου εκτοπλάσματα που πιστοποιούν ότι οι νέοι έχουν πάντα δίκιο και οι γέροι πάντα άδικο. Για να επιβάλεις αυτό το δίκιο, εξεγέρθηκες, βγήκες στους δρόμους, φώναξες, έδειρες γέρους και γυναίκες, έσπασες προθήκες, έγινες προκλητικός, βίαιος, άγριος, αλλιώς ωραίος που λέει ο ποιητής. Έγινες και συ, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων σου και κατά το μέτρο των συνθηκών της εποχής σου, ήρωας!

Για την παρέα σου ήσουν αξιοθαύμαστος. Για το μαντρί σου ήσουν χρήσιμος. Για τον απλοϊκό παρατηρητή ήσουν μια χαλασμένη γενιά. Για τους κοινωνιολόγους μια αυτόματη έκρηξη διαμαρτυρίας. Για τους γονείς σου ένα ανεξήγητο πρόβλημα. Για τους ρομαντικούς ένας δον Κιχώτης. Για τους ψυχολόγους μια φυσική εκδήλωση των ορμών της ήβης. Μπορεί να υπήρχε κάτι απ όλα αυτά μέσα σου. Και κανένα από αυτά δεν είναι αβάσιμο. Επίτρεψέ μου όμως να προσθέσω κι εγώ κάτι σ’ αυτά, που, όπως σου είπα λίγο πριν, θα σε κάνει έξω φρενών. Και θα σε κάνει έξω φρενών όχι γιατί χρησιμοποιώ τον ισοκράτει-ον λόγον τον τολμώντα επιπλήττειν, που είσαι ασυνήθιστος σ’ αυτόν, αλλά διότι πρόκειται να φανερώσω ένα μυστικό σου, φίλε. Και το ξέρω αυτό το μυστικό, γιατί πέρασα όλη μου την ζωή αμετακίνητα με την δική σου ηλικία, που υπήρξε το μόνιμο δικό μου ΕΣΥ. Και μπορεί βέβαια να νοσταλγώ με τους στίχους του Ελύτη το ιδανικό σου πρόσωπο:

Χαίρε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι που το βότσαλο δίδαξες της τρικυμίας και της βροντής αντιμίλησες.

Δεν μπορώ όμως να μη σου πω ότι στην περίπτωση σου πότε καμάρωνα εσένα τον αθώο απόλυτο και πότε αιφνιδιαζόμουνα με έναν επιτήδειο υποκριτή. Και το μυστικό σου ακριβώς είναι ότι δύνασαι να είσαι και αθώος και υποκριτής. Και είσαι υποκριτής με την διπλή σημασία του όρου. Δηλαδή η περίπτωση σου βρίσκεται δυσεξιχνίαστη κάπου ανάμεσα στην υποκρισία και στην υποκριτική. Τέχνη της ηλικίας σου που θα σου την εξηγήσω, όσο μπορώ καλύτερα.
Κάθε φάση της οργανωμένης ή και της ανοργάνωτης ζωής έχει το θέατρο της. Είναι το απαραίτητο παιχνίδι της. Παίζουμε και πάνω και κάτω απ την Σκηνή. Υποκρινόμαστε κάτι. Έναν ανθρώπινο τύπο, μια κατάσταση, μια Ιστορία. Ενσαρκώνουμε ρόλους. Είναι το μεγάλο παιχνίδι του τι είμαι και του τι θέλω να δείξω ότι είμαι στους άλλους. Ο ηθικός εκπεσμός της σημασίας στην λέξη υποκριτής, χαρακτηρίζει το πράγμα.

Λοιπόν. Έτσι και συ έπαιξες το θέατρο σου με πάθος και φανατισμό, ως προς το ρεπερτόριο και τους ρόλους, ακολουθώντας στο ήθος και το ύφος την ώρα της εποχής σου. Δεν λέω. Κάθε άνθρωπος παίζει, κάθε ηλικία παίζει, αλλά η νεανική ηλικία είναι ταλαντούχος στο παίξιμο. Γιατί έχει ανάγκη να την θαυμάζουν, είτε κάνει τον γύρο του θανάτου με το μηχανάκι, είτε παριστάνει τον Σπάρτακο, είτε αντιγράφει τους Μπόνυ και Κλάιντ. Αυτή η ανάγκη της επιδείξεως παρατηρείται βέβαια σε κάθε γενιά. Και εξαρτάται από την ποιότητα και το είδος των έργων που προσφέρει η παιδεία και η ιδεολογία κάθε εποχής, για να αξιολογηθεί μια παράσταση ως τραγωδία ή ως κωμωδία. Γιατί συχνά το θέατρο της ήβης μεταβάλλεται σε θέατρο της Ιστορίας, όταν υπάρχουν οι συνθήκες. Μη με παρεξηγήσεις και νομίσεις ότι μιλάω γι αυτό το θέατρο. Μιλάω για το καθημερινό θέατρο των ποικιλιών που το παρακολουθούμε θέλοντας και μη.
Και πρέπει να ομολογήσεις ότι αυτό το θέατρο το έπαιξες με την ψυχή σου. Έκανες το παν για να μας καταπλήξεις. Αν η θεατρική σου προσφορά είχε ή δεν είχε ποιότητα και ειλικρίνεια, αυτό θα το καταλάβεις ύστερα από λίγο, όταν η πραγματικότητα θα σε υποχρεώσει να αποστασιοποιηθείς. Όταν δηλαδή σε λίγο χάσεις και θίασο και κοινό. Όταν καταλάβεις και συ όπως όλοι μας ότι το παιχνίδι της μεγαλειότητας σου ήταν αγέρας κι έφυγε, κορυδαλλός κι εχάθη, που λέει ο Γκάτσος. Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά να σε προετοιμάσω, γιατί σε λίγο ίσως αναγνωρίσεις ότι η πραγματικότητα του τέλους του παιχνιδιού, μοιάζει με την ζοφερή κωμωδία του ομώνυμου έργου του Μπέκετ.

Η επιστολή μου αυτή δεν ήταν βέβαια το χειροκρότημα που θα ήθελες, που το έχεις συνηθίσει και που το έχεις ανάγκη. Ωστόσο, κλείνει αυλαία το γράμμα μου.
Για μένα σημασία έχει ότι υπήρξα ένας πιστός θεατής σου. Γι αυτό ένιωσα την ανάγκη να σου δώσω την λέξη, χωρίς να περιμένω να μου δώσεις το χέρι σου, όπως θα το ήθελε ο Εμπειρίκος. Και είναι φυσικό. Αυτά που σου έγραψα δείχνουν σαφέστατα ότι δεν σε εκτιμώ. Δεν τα παίρνω πίσω. Η αλήθεια όμως είναι ότι ενδόμυχα παρακαλώ και προσεύχομαι να με διαψεύσεις. Νιώθω δηλαδή σαν το πλατωνικό εκείνο νευρόσπαστο στον ΦΑΙΔΩΝΑ, που έχει τον πόνο και την χαρά, αν και είναι δύο, συνημμένα εκ μιας κορυφής.
Και δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά νιώθω την ανάγκη να κλείσω την επιστολή μου αυτή, φίλε, με τους παρακάτω στίχους του Σαχτούρη:

Σήμερα
κοιτάξτε καλά αυτό το βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του Θεού
γιατί αύριο δα στεγνώσει.
Αύριο δεν θα βλέπετε τίποτα πια.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Νοεμβρίου 1984

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.