Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (04 Φεβρουαρίου 1843) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Εκεί τελειώνει την «διήγησι των συμβάντων της ελληνικής φυλής» ο Γέρος: «Εκατέβηκα από το Παλαμήδι (μετά τη βασιλική χάρη). Η υποδοχή οπού μου έκαμεν ο λαός, με έκαμε να λησμονήσω όλες τες δυστυχίες, οπού επέρασα-έβλεπα άλλους να κλαίουν,άλλους να γελούν, και όλοι να φωνάζουν: «Ζήτω! Ζήτω η δικαιοσύνη και ο βασιλεύς!». Εκάθησα δυο-τρεις ημέρες εις το σπίτι μου και έπειτα ήλθα εις την Αθήνα- επρόσφερα το σέβας και την ευχαρίστησίν μου εις τον βασιλέα και εις τον Άρμανσμπεργκ και έπειτα εκάθησα ήσυχος, έως τούτην την ώρα οπού διηγούμαι αυτά».

Δεν είχε πια εχθρούς από δω και ύστερα. Μονάχα φίλους είχε. Δεν είχε κρατήσει τίποτα στην πανάγαθη καρδιά του απ’ τα τελευταία του βάσανα. Χορατεύοντας ιστορούσε την τραγική τελευταία του περιπέτεια. Είχε γίνει απλός, αθώος, και ήπιος σα βρέφος. Και ζούσε με την απλή γυναίκα του λαού, την παλιά καλογριά, που του είχε χαρίσει κι ένα γιο, που του έδωσε το όνομα Πάνος, στη θέση του άλλου γιου του Πάνου που έχασε στον πόλεμο.

Ο βασιλιάς τον τίμησε ιδιαίτερα. Επικύρωσε τη στρατηγία του, τον έκαμε και σύμβουλο Επικρατείας. Με καμάρι δέχτηκε να γίνει και μέλος της επιτροπής για να χτιστεί το Πανεπιστήμιο, μαζί με τον Γ. Κουντουριώτη, τον Α. Ζαϊμη και τον Γ. Γεννάδιο. Και όταν άρχισε το χτίσιμο, οι διαβάτες έβλεπαν κάθε μέρα έναν ασπρομάλλη, που ακουμπώντας στο μπαστούνι του, βρισκόταν με τους εργάτες και τους συμβούλευε.

Ιδιαίτερη χαρά ένοιωθε όταν βρισκόταν ανάμεσα στους νέους. Στα νέα βλαστάρια έβλεπε μια καινούργια Ελλάδα. Γι’ αυτό πήγαινε ταχτικά στο γυμνάσιο που δίδασκε ο σοφός Γεννάδιος. Και μια μέρα, στις αρχές Νοεμβρίου του 1838, ζήτησε και μίλησε στους μαθητές που είχαν βγει στην Πνύκα. Τους έδωσε την πνευματική του διαθήκη. Τους είπε και τούτα:
«Παιδιά μου! Εις τον τόπον όπου εγώ πατώ σήμερον, επατουσαν και εδημιουργουσαν τον παλαιό καιρόν άντρες σοφοί και άντρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη τους… Σας λέγω μόνον πως ήσαν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθηκαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των…
«Όταν αποφασίσαμεν να κάμωμεν την επανάστασιν, δεν εσυλλογιστήκαμεν ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βασέλα; Αλλά ως μία βροχή, έπεσε σε όλους η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, εσυμφωνήσαμεν εις αυτόν τον σκοπόν και εκάμαμεν την επανάστασιν…
«Πρέπει να φυλάξετε την πίστιν σας και να την στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμεν τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος… Η προκοπή σας και η μάθησίς σας να μη γίνη σκεπάρνι μόνον δια το άτομόν σας, αλλά να κοιτάξετε το καλόν της κοινότητος και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας…».

Λόγια απλά, σοφά και συμβουλές πολύτιμες που δε χάνουν ποτέ την αξία τους. Ο χρόνος όμως κυλάει. Έρχεται και φεύγει. Στο διάβα του χαρίζει και παίρνει ζωές. Το ξέρει αυτό ο Γέρος. Ξέρει πως είναι διαβατάρης από τούτη την πρόσκαιρη ζωή. Και πως πρέπει να ετοιμαστεί για να διαβεί καθαρός στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ετοίμαζε την ψυχήντου και μετανοούσε. Φιλιωνόταν με τους παλιούς εχθρούς, με κάθε άνθρωπο που είχε ψυχρανθεί και συχνά ξομολογιόταν και μεταλάβαινε.
Άρχισε να αισθάνεται σαν ξένος μέσα στον κόσμο που τον τριγύριζε. Το σώμα του μονάχα ήταν στη γη• η ψυχή του, γράφει ο Μελάς «κρυφοκουβέντιαζε με τους όσιους και τους μάρτυρες του μεγάλου Αγώνα. Αναθυμιόταν τις δοξασμέ¬νες μέρες και πίστευε σαν μιαν ατέλεια, σαν ένα λάθος της ζωής του, που δεν πήγε από εχθρικό βόλι».
Καταλάβαινε πως η μεγάλη και αξημέρωτη νύχτα άπλωνε σιγά σιγά τις φτερούγες της πάνω απ’ το χιονισμένο κεφάλι του. Η νύστα του θανάτου βάραινε γλυκά τα βλέφαρα του. Κάτι τούλεγε πως δεν είναι μακρυά το τέλος του.
Την τελευταία σαρακοστή πριν πεθάνει, καβαλικεύει το άλογο του και ξεκινά ν’ αποχαιρετήσει τον αγαπημένο του Μοριά. Θέλει να πάρει και να δώσει συγχώ¬ρεση. Υπάρχουν άνθρωποι που τον έβλαψαν. Ίσως κι αυτός άθελα του, να έβλαψε άλλους. Στα καπούλια του αλόγου του είχε βάλει τον Πάνο, το στερνοπαίδι του απ’ την καλόγρια. Το είχε δέσει με ένα πέτσινο λουρί απ’ τη μέση του.
Πέρασε κι απ’ τις Σπέτσες κι απ’ την Ύδρα να συγχωρεθεί με τον Κουντουριώτη και το Μέξη. Ακόμα και με το Σχινά φιλιώθηκε. Παντού, απ’ όπου περνούσε, τον δέχονταν με θαυμασμό κι αγάπη. Αναθυμιόταν στο πέρασμα του τους αγώνες του, χαιρετούσε τα βουνά, τον καλωσόριζαν οι κάμποι.
Στη Δημητσάνα όταν έφτασε πήγαν να τον δουν και οι καλόγεροι απ’ το μοναστήρι της Παναγίας Αμυαλους. Ένας απ’ αυτούς στο μεγάλο κατατρεγμό των κλεφτών στα 1806, πρόδωσε τους κλέφτες που είχαν καταφύγει στο μονα¬στήρι και στη συμπλοκή που ακολούθησε με τους Τούρκους σκοτώθηκε ο αδερ¬φός του Γέρου, ο Γιάννης Ζορμπάς. Τον χαιρέτησαν οι καλόγεροι και τον παρα¬κάλεσαν να τους επισκευτεί στο μοναστήρι τους. Κατασυγκινημένος τους έκοψε την κουβέντα λέγοντας τους:
-Καλόγεροι, είχα αφήσει ευχή και κατάρα στα παιδιά και τ’ αγγόνια μου, όποτε μπορέσουν να κάψουν το μοναστήρι και να σφάξουν τους καλό¬γερους όλους, γιατί το μοναστήρι σας μουκαψε την καρδιά. Τώρα θα πεθάνω. Λοιπόν, το λέω σ’ όλους μπροστά, νάχουν την κατάρα μου, αν σας πειράξουν. Σας φτάνει, καλόγεροι, αυτό; Αϊ, άϊντεστε στην ευκή του Θεού που είναι μεγαλύτερη ευκή απ’ τη δική μου. Δεν έρχομαι στο μοναστήρι σας».
Και σα βγήκαν οι καλόγεροι απ’ το μοναστήρι τον πήραν τα κλάματα. Ύστερα σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και είπε:
-Ζορμπά, θ’ ανταμώσουμε σε λίγο.
Και γυρίζοντας προς το νοικοκύρη που τον φιλοξενούσε λέει:
-Πάμε να φάμε, να πιούμε και να τραγουδήσουμε το τραγούδι του
άραχλου Ζορμπά.
Και πραγματικά μετά το φαγητό, άρχισε με την τρεμάμενη γεροντική φωνή του να τραγουδά:
«Καλόγερος εκλάδευε στις Αμυαλους τ’ αμπέλι
βλέπ’ από πέρα κι έρχονται το Γιώργο και το Γιάννη…».

Γυρίζοντας στην Αθήνα, τούμεινε ακόμα να εκπληρώσει μια επιθυμία του. Να παντρέψει το γιό του τον Κολίνο. Τον είχε σπουδάσει και τον ετοίμαζε για την πολιτική. Και δεν ήθελε να πεθάνει πριν ιδή τη χαρά του. Είχε χαλάσει από παραξήγηση το συμπεθεριό με τη θυγατέρα του Κανέλλου Δεληγιάννη. Τον πάντρεψε, όμως, σύντομα με την πλούσια εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλα¬χίας πρίγκιπα Καρατζά.
-Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα, έλεγε σε όσους πήγαιναν να τον συγχαρούν. Το Μέστι με το τσαρούχι, ο Αφέντης των Βλάχων με το γέρο των Βλάχων. Στο γάμο έγινε μεγάλο γλέντι. Ήταν ένα απ’ τα κοσμικότερα γεγονότα της Αθήνας που παραβρέθηκε όλη η κοσμική κοινωνία. Ο Όθωνας πρόσταξε τη στρατιωτική μουσική να πάει στο σπίτι του Γέρου και να παίζει όλη τη μέρα.
Στις τρεις του Φλεβάρη 1943, δυο μέρες ύστερα από το γάμο του Κολίνου, το παλάτι έδινε μεγάλο χορό. Απ’ τους πρώτους καλεσμένους ήταν και ο Γέρος. Και σα νάξερε πως ήταν η τελευταία βραδιά της ζωής του, θυμήθηκε τα νειάτα του. Είχε τέτοιο κέφι που βγήκε απ’ το συγκρατημένο συνηθισμένο φέρσιμο του. Χόρεψε συρτό και τσάμικο. Ήπιε και παραπάνω. Σε κάποια στιγμή τον πλησίασε ο Αναγνώστης Δεληγιάννης και του είπε:
-Την ετσαλάκωσες, στρατηγέ. Δηλαδή μέθυσες.
-Οχι, βρε άρχοντα, του αποκρίθηκε, αλλά θέλω να γλεντήσω τα στερνά μου.
Κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, ένοιωσε να ζαλίζεται και πήγε στο σπίτι του που ήταν εκεί κοντά στο παλάτι. Έπεσε στο κρεβάτι. Σε λίγο το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Τον χτύπησε κόλπος. Δεν μπορούσε να κινηθεί, ούτε να μιλήσει. Μόνο που ανάσαινε. Η καλόγρια κοιμόταν και δεν κατάλαβε τίποτα. Μόνο κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα το αντιλήφθηκε. Κι αμέσως ειδοποίησε κι έφεραν τους καλύτερους γιατρούς: το Γλαράκη, τον Ρέζερ, τον Οικονόμου. Έκαμαν ό,τι μπορούσαν. Τον φλεβοτόμησαν, τούβαλαν βδέλλες, συνασπισμό στα πόδια, χιόνι στο κεφάλι- μα τίποτε. Μόνο σε μια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, εκοίταξε το πλήθος των φίλων και συγγενών που τον περιτριγύριζε και ύστερα τα ξανάκλεισε, έγειρε το κεφάλι του κι αποκοιμήθηκε για πάντα. Ήταν η ώρα έντεκα πριν από το μεσημέρι, στις τέσσερις του Φλεβάρη 1843, όταν ο πορθητής της Τριπολιτσάς, ο ήρωας του Δερβενακιού, η ψυχή του Εικοσιένα, ο περιβόητος Γέρος του Μοριά, άφηνε τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και περνούσε στην αθανασία.

«Η φήμη διεδόθη εν εκαρεί – έγραψε μια εφημερίδα την άλλη μέρα – εις την πόλιν και οι πολίται πάσης τάξεως συνέτρεχαν να ίδωσι επί του κρεββάτου και εκπνέοντα τον γηραιόν Κολοκοτρώνην, τον ατρόμητον της ελληνικής επαναστάσεως αρχηγόν, τον ήρωα εκείνον, του οποίου το όνομα μόνον, έδιδε τον θάνατον εις μυριάδας Οθωμανών, και τοιουτο¬τρόπως περιστοιχούμενους από τους φιλτάτους υιούς του, από συγγε¬νείς και φίλους και εις τας αγκάλας αυτών ευρισκόμενος εξεψύχησεν».
Επρόλαβε να πει στο γιο του Γενναίο πριν ξεψυχήσει:
-Σου αφήνω τόσους φίλους όσα φύλλα έχουν τα κλαριά και φρόντισε να
τους φυλάξεις.
Η είδηση του θανάτου του Γέρου έσκασε σα βόμπα κανονιού κι ανατάραξε όλη την πολιτεία. Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια έκλεισαν και κύματα πήγαινε ο λαός, οι παλιοί αγωνιστές, στο σπίτι του νεκρού, όπου τον καταφιλούσαν κι έκλαιγαν με αναφυλλητά.
Του φόρεσαν τη στολή του στρατηγού, του έζωσαν το σπαθί που είχε όταν πρωτοξεκίνησε για τον αγώνα, του φόρεσαν τσαρούχια και τον απίθωσαν στο φέρετρο. Κάτω από τα πόδια του τούβαλαν μια τούρκικη σημαία με το μισοφέγ¬γαρο και δεξιά και αριστερά του την περικεφαλαία και τον θώρακα και τον σκέπασαν με τη γαλανόλευκη.
Το υπουργικό συμβούλιο έκαμε το πρόγραμμα της κηδείας και κήρυξε τρεις μέρες δημόσιο πένθος.

Την άλλη μέρα έγινε το ξόδι του μεγάλου νεκρού. Η νεκρική πομπή κατέβηκε την οδό Ερμού και μπαίνοντας στην Αιόλου έφτασε στην Αγία Ειρήνη όπου ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Ήταν τόσος ο λαός που η αρχή της πομπής έφτασε στην εκκλησία και η ουρά δεν είχε μπει ακόμα στην Ερμού. Τη νεκροφόρα συνόδευε το Συμβούλιο Επικρατείας, ο αντιστράτηγος Τζώρτζ, οι υποστράτηγοι Τζαβέλλας και Γιατράκος, οι συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης και παραπίσω ακολουθούσαν άλλοι αγωνιστές και πλήθη λαού. Στα μπαλκόνια πήχτρα ο κόσμος και όλοι με βουρκωμένα μάτια. Ο Κολίνος λιποθύμησε σε μια στιγμή, αλλά γρήγορα συνήλθε, ενώ ο Γενναίος συγκρατούσε τον εαυτό του.

Τον επικήδειο λόγο έβγαλε ο μεγαλύτερος ρήτορας της εποχής Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Άρχισε:
«Έπεσε, λοιπόν, ω σεβασμιότατη και περιφανής ομήγυρις, έπεσε το κοινόν της ανθρωπινής φύσεως πέσιμο και ο γενναίος αντιστράτηγος και σύμβουλος της Επικρατείας και πρώην αρχηγός της Πελοποννήσου Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Κείται και ούτος ο δυνατός εν πολέμοις και περικλεής εν ανδραγαθίαις, ο τοσαύτα και αυτός συνάμα μετά των λοιπών της πατρίδος αγωνιστών κατορθώσας εις σωτηρίαν του νέου της ευσέβειας Ισραήλ, του λαού της βασιλευούσης Ελλάδος. Έπεσε δυνα¬τός, σώζων τον Ισραήλ! Και ήδη τι βλέπομεν; Αντί των δάφνινων στεφά¬νων δι’ ωνεστέφθη πολλάκις η νικηφόρος αυτού κεφαλή, επικάθηται εις αυτήν η πελιδνή του θανάτου σκιά…».
Δυόμιση ώρες κράτησε ο λόγος του κι σ’ όλο αυτό το διάστημα το ακροατήριο κρέμονταν απ’ τα χείλη του. Και ύστερα ξεκινά η νεκρική πομπή και φτάνει στο νεκροταφείο.

Εκεί αποχαιρετά το μεγάλο νεκρό ο ποιητής Σούτσος με τρεμάμενη απ’ τη συγκίνηση του φωνή. Άρχισε:
«Έλληνες! Ανήρ μέγας ετελεύτησε. Και ο προσκληθείς να πλέξη τον επιτάφιον στέφανον αυτού ανάγκη να περιλάβη τον μέγαν ελληνικόν αγώνα. Εγώ δε ειμί ρήτωρ ελάχιστος και το κυρίευσαν την ψυχήν μου πένθος παραλύει τηνλαλιάνμου…».
Βρόντοι κανονιών και μπαταρίες ντουφεκιών σκέπασαν τα τελευταία λόγια του ρήτορα, τα κλάματα και τα μοιρολόγια. Ο αχός ξεμάκρυνε πολύ, τον πήρε τ’ αγέρι και τον έφερε στα παλιά του λημέρια. Αντιλάλησαν αι βουνοκορφές και ράγισαν τα βράχια. Έφτασε και στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας απ’ όπου είχε ξεκινήσει πριν από εβδομήντα τρία χρόνια ο ήρωας.

Η Ελλάδα τίμησε το μεγάλο ήρωα στήνοντας του ανδριάντες σε πολλές πόλεις της. Και στις ψυχές των νεοελλήνων μένει ολοζώντανη η μνήμη του. Και ο τύπος ερμήνευσε τη μέρα της θανής του τα αισθήματα του ελληνικού λαού με φλογερά άρθρα γεμάτα συγκίνηση. Αποσπούμε μερικές φράσεις:
Εφημερίδα «Αιών» της 10/2 1843 αριθ. φύλλου 417.
«Άμα ήρχισεν καταυγάζων τας κορυφάς του Υμηττού ο ήλιος της 4 Φεβρουαρίου, φωνή εις την πόλιν άπασαν ηκούσθη βαρειά, απόπληκτος αποθνήσκει ο Γέρος!, την φωνήν αυτήν συγκινήσασαν εν ακαρεί τας καρδίας όλων, ηκολούθησε συρροή πολιτών πολλών κατά την οικίαν τούτου και μοιρολόγιον γοερόν.
«Σε κλαίνε χώραις και χωριά».
ήγγειλε περί την ώραν ενδεκάτην ότι εις την ζωήν δεν υπάρχει πλέον ο μέγας πολίτης της Επαναστάσεως Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λύπη βα¬θύτατη περιέχυσε δακρύων πικρών τους οφθαλμούς εκάστου. Εθρήνη τον πιστόν εις την Ανατολικήν εκκλησίαν του πιστόν τέκνον ο ευσεβής ιερεύς, τον νουνεχή και πατριώτην αρχηγόν ο γενναίος στρατιώτης, των εθνικών δικαίων του τον δημοτικόν προστάτην ο καλός πολίτης, τον μεγαλόψυχον και αμνησίκακον άνδρα ο εχθρός, τον πιστόν και ενάρετον σύντροφον ο φίλος, της Πνυκός τον εβδομηκοντούτην και απλοϊκόν σύμβουλον η νεολαία…».

Η «Αθηνά» στις 7/2, αριθ. φύλλου 990.
«…Ούτε οι θησαυροί του Κροίσου, ούτε η επίδειξις του πλούτου, εξύπασαν τον Σόλωνα που θεώρησε ευδαίμονας τον συμπολίτην του Τέλλον… και τους δύο αδελφούς Κλέοβιν και Βίτωνα. Αλλά μακαριώτερον τούτων πάλιν ήθελε θεωρήσει, καθώς τον θεωρούμεν και ημείς σήμερον, τον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην…».

«Ο φίλος του λαού» (8/2, αριθ. φύλλου 156).
«Ο μακαρίτης θέλει αξιωθεί της ιστορίας τον στέφανον δια την υπέρ πάντα άλλον Πελοποννήσιον στρατηγικήν του εμπειρίαν, έτι δε δια το φιλόπατρι και το φιλάνθρωπον ήθος του και προπάντων δια τας σημαντικάς μάχας, τας οποίας ενίκησε. Απεβίωσε διατρέξας το ενδοξότερον και ευτυχέστερον στάδιον. Υπήρξεν ο εξοχώτερος στρατηγός της Πελοποννήσου και ήθελεν είσθε και της Ελλάδος απάσης, αν εις την Στερεάν δεν ήθελεν αναφανεί έτερος μεγαλεπήβολος και ανδρείος στρατηγός, ο Καραΐσκος».

«Ο Ανεξάρτητος» (7/2, αριθ. φύλλου 33).
«…Η πατρίς άπασα οφείλει αιωνίους ευγνωμοσυνας εις τον μακαρίτην και πάσα τάξις ανθρώπων ιδίως, ως συντελέσαντα δια την γλυκυτάτην εκάστου ελευθερίαν…».
«Η Καρτερία» (8/2, αριθ. φύλλου 22).
«…Θλιβερόν άκουσμα δι’ όλην την Ελλάδα και ιδίως δια την Πελοπόννησον. Ο Αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν υπάρχει πλέον εις την ζωήν… Η πατρίς εστερήθη τον πρωταγωνιστήν της, απώλεσε τον κρατερόν και ακαταμάχητον, τον πολυμήτην στρατηγόν της και η Πελοπόννησος κλαίει τον ελευθερωτήν της… Ο ΓΕΡΩΝ απέθανε, ο ΓΕΡΩΝ ετελείωσεν, ιδού η γοερά φωνή, ήτις από στόματος εις στόμα μεταδίδεται. Η ιερά γη της Αττικής καλύπτει ήδη, ΑΘΑΝΑΤΕ ΓΕΡΩΝ, τα οστά σου και η πατρίς θρηνεί σήμερον επί του τάφου Σου!!!».

Αλλά και η λαϊκή μούσα ύμνησε το θάνατο του μεγάλου άνδρα:
«…Κολοκοτρώνης, πέθανε στο γάμο του Κολίνου.
Το βράδυ ετρωγόπινε στου βασιλιά το μπάλο.
Το θάνατο του γνώρισε πούθελε να πεθάνη.
Και του Γενναίου μίλησε και του Κολίνου λέει:
-Πού είσαι, Γενναίε στρατηγέ, Κολίνο σπουδασμένε!
Ελάτε, πάρτε την ευκή- με τριγυρίζει ο χάρος.
-Σώπα, πατέρα, μην το λες, μη λες πως θα πεθάνης.
Κ’ έχουμε οχτρούς που χαίρονται και φίλους που λυπούνται.
Ελάτε, πάρτε την ευκή και νόστε μονιασμένοι.
Φιλήστε και τ’ αγγόνια μου και νάχουν την ευκή μου».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.