Η μετά-νοια στα Πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη – Ηρακλή Ψάλτη, φιλολόγου.

Στο διήγημά του Παπαδιαμάντη,
«Ο Αλιβάνιστος»
, ο θάνατος του ήρωα είναι «κοινωνικός», ο μπαρμπα-Κόλιας είχε απομακρυνθεί από τους συγχωριανούς του για πολλές δεκαετίες:

…όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν, κ’ εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείράς του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα η μάλλινον σκέπασμα.

Και στο διήγημα Το
«Χριστός Ανέστη του Γιάννη»
, το κείμενο ξεκινά με το φαιδρό πρόσωπο ενός από τους «ληστές του Δηλεσίου» -ο οποίος συμμετείχε στη σφαγή των Άγγλων και Ιταλών περιηγητών μαζί με άλλους από την ομάδα των Αρβανιτάκηδων• η σφαγή στο Δήλεσι συνέβη τη Μεγάλη Πέμπτη του 1870 και οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης Ζαϊμη και σε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο με Αγγλία και Ιταλία- ο συγκεκριμένος ληστής: Την ώραν που τους ετουφεκοβολούσαν τ ἀποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του του εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ’ ἐγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι. Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Συνειρμικά στη συνέχεια ο αφηγητής μεταφέρεται στο φαιδρό πρόσωπο του ήρωα του διηγήματος, του Γιάννη του Λέκα. Άρα, ανάσταση δεν υπάρχει, αν δεν έχει προηγηθεί θάνατος.

Και στα τρία πασχαλινά διηγήματα υπάρχει ένα κλίμα ευθυμίας. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο «άγιος» των ελληνικών γραμμάτων γνωρίζει ότι η μεγαλύτερη γιορτή της ανατολικής χριστιανοσύνης συνδέεται αναπόσπαστα με το χαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Αυτό αποτελεί τη σύνοψή του και τη στέρεη βάση της πίστης όλων των χριστιανών, αφού «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών», σύμφωνα με τον Απόστολο των εθνών (Α Κορ. 15, 14).

Στο
«Εξοχική Λαμπρή»
αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα ευθυμίας που υπάρχει στους χριστιανούς και το γλέντι που ακολουθεί μετά την β Ανάσταση:

«Περί την μεσημβρίαν, μετά την Β´ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. … Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.»

Με εύθυμη διάθεση και με «κατανόηση» αποδίδεται και η «αδυναμία» του παπά-Κυριάκου, δηλαδή η δυσπιστία στην ακεραιότητα του συνεφημερίου του και η απροσδόκητη αποχώρησή του από την Ακολουθία της Αναστάσεως.

Στο διήγημά Ο Αλιβάνιστος όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του διηγήματος προσδίδει ευθυμία: ο τραυλός λόγος της θείας Μολώτας : Πως αλγεί παπάς; … Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα, θα μεταλάβου!•

ο νεαρός Σταμάτης, το ορφανό, που εκτελεί θελήματα στη πόλη για να ζήσει, αστειεύεται και με τις τρεις γυναίκες: Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.

-Α! φωτιά που σ᾽ ε!… έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της•

και με τον Αλιβάνιστο: Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλια, άρχισε με το φανάρι το οποίον εκράτει, να κάμνη κινήματα ως να ελιβάνιζε, προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.

Ακόμα και η εκ βαθέων -de profundis- αποκάλυψη της Μολώτας προκαλεί τα γέλια της Αφέντρας: Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:

- Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ᾽ ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή φωνή μου, μ᾽ ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ᾽ ε… (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κ᾽ εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην)• μ᾽ εφίλησε… Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα.

Ανάσταση δεν νοείται χωρίς την πρώτη ανείπωτη χαρά των μαθητών Του, όταν έμαθαν και είδαν ζωντανή την «Αλήθεια» και αργότερα όλων αυτών που «παραδίδονται» στην αποκαλυπτική αλήθεια Του. Και στα τρία υπάρχει η «μεταστροφή», το «θαύμα», η «ανακαίνιση». Ο παπα-Κυριάκος – Εξοχική Λαμπρή- αφού αποχωρεί αιφνιδιαστικά από την Αναστάσιμη Ακολουθία, όταν αρχίζει να κατηφορίζει προς την κοιλάδα και λίγο πριν πιεί νερό συνειδητοποιεί τον εκτροχιασμό του : Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.

-Τι κάμνω εγώ, είπε, που πάω; Και ποιήσας το σημείον του σταυρού•

-Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής.

Επανέλαβε δε:

-Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον… συγχωρήση… κ᾽ εκείνον κ᾽ εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου.

Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του.

-Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Ο μπαρμπα- Κόλιας -Ο Αλιβάνιστος- μετά από την εκούσια απομόνωση χρόνων «επιστρέφει» το βράδυ της Ανάστασης στην κοινωνία, στην εκκλησιαστική κοινότητα:
Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε: ― Χριστός ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον που σ᾽ ηύρα χτες.

Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:

―Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr: 15 Απριλίου 2015.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.