Κωνσταντίνος Κανάρης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Από το 1865 ο τίμιος αγωνιστής Κανάρης αηδιασμένος απ’ τα άνομα τερτί¬πια των αυλόδουλων πολιτικάντηδων αποτραβιέται απ’ την πολιτική ζωή. Και από τότε -με μια εξαίρεση, όταν έγινε πρωθυπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση για λίγους μήνες το 1877, ύστερα από απαίτηση χιλιάδων λαού και του πολιτικού κόσμου γιατί η περίσταση ήταν δύσκολη για τη χώρα μας και ήταν αναγκαία η συναίνεση και η ομόνοια όλων των Ελλήνων- ο γερομπουρλοτιέρης ζει στο μικρό και απλό σπιτάκι του στην Κυψέλη. Έχει περάσει τα ογδόντα πέντε του χρόνια, μα δεν το βάζει κάτω. Ούτε στιγμή δεν κάθεται αργός. Ολημερίς περνά τις ώρες του πότε στο λιοτρίβι του, πότε σκάβοντας και ποτίζοντας το μικρό περιβόλι του, πότε μαστορεύει με την πλάνη του στο πρόχειρο εργαστήρι της μαραγκοσύνης του και πότε στο λιοτρίβι του, πότε σκάβοντας και ποτίζοντας το περιβόλι του και πότε περιποιείται εμ αληθινή αφοσίωση τις κότες του. Και τις ώρες της ξεκούρασης κουβεντιάζει για τα περασμένα με την αφοσιωμένη συντρόφισσα του, τη Δέσποινα και με απλοϊκούς ανθρώπους που ξέρουν πολλά για την πολυκύμαντη ζωή του. Εκεί στην αυλή του εξοχικού του καταδεκτικός και λιγομί-λητος τους δέχεται όλους και σε όλους φέρνεται το ίδιο απλά και με την ίδια καλοσύνη.
Τώρα έχει γαληνέψει η ψυχή του και από άγριος τουρκοφάγος, που για τη λευτεριά της πατρίδας είχε στείλει στον πάτο της θάλασσας ολόκληρα εχθρικά ασκέρια, έγινε ο καλοκάγαθος απλοϊκός γέροντας που δεν μπορεί ούτε μυρμήγκι να πειράξει. Κάποτε, μάλιστα, παραμονή της γιορτής του, όταν τον φώναξε η γριά του, η Κυρά-Δέσποινα, να τη βοηθήσει να σφάξει έναν κόκορα, εκείνος της απάντησε:
-Βαστάει η καρδιά σου να σφάξεις το πουλί;
Μια μέρα εκεί στην Κυψέλη τον επισκέφτηκε ο Άγγλος ιστορικός και φιλό-λογος Εδουάρδος Φρήμαν. Και γράφει σχετικά:
«Κάποια μέρα πήγα να τον επισκεφτώ (τον Κανάρη). Το φθινόπωρο της ζωής του το δαπανά καλλιεργώντας ένα μικρό κήπο ή ως ξυλουργός ή τρέφοντας κότες- κατοικεί σε πενιχρή καλύβα που είναι σαν όαση στην ερημιά του κύκλου της Αθήνας- έχει απέναντι τη θάλασσα της οποίας άλλοτε εδέσποζε…
«Ο ήρωας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του- ο κοιτώνας του, ο λιτός και απέριττος, φαινόταν κατάλυμα που να ταιριάζει στην τίμια ψυχή που κατοικούσε μέσα του. Περνάει το 90 έτος (ήταν 84) αλλά είναι ακμαίος στη διάνοια και στην ψυχή. Από αυτόν άκουσα περισσότερα σωστά πράγματα από όσα είχα ακούσει για πολλές ημέρες πρωτύτερα- αλλά ο μετριόφρονος γέροντας και τώρα επιθυμούσε να ακούει περισσότερο παρά να διηγείται… Η γυναίκα του που την παντρεύτηκε από νεαρός ναυτίλος ακόμα ζει, και είναι αχώριστη συντρόφισσα του στη δύση της ζωής του. Διατηρεί τη νεανική της ομορφιά και χαίρεται πάρα πολύ για τις τιμές που γίνονται στον άνδρα της. Σπάνια στην παγκόσμια ιστορία εμφανίζεται άνδρας ως ο Κανάρης. Ούτε στην ελληνική ιστορία υπάρχει ηρωικό θάρρος όμοιο με αυτού…».
Και όταν ο Φρήμαν ρώτησε τον Κανάρη που οφείλονταν τα κατορθώματα των αγωνιστών του εικοσιένα, εκείνος απάντησε:
-Τότε μεγαλουργούσαν οι καρδιές, τώρα μεγαλουργούν τα χρήματα! Στο 1873 οι υπέργηροι πια Κωνσταντής και Δέσποινα χτίζουν κοντά στο σπίτι τους ένα εκκλησάκι που σώζεται ακόμα σήμερα και πάνω από την πόρτα υπάρχει η επιγραφή: «Οι κτήτορες Κ. Κανάρης και Δ. Κανάρη τη Γ Αυγούστου ΑΩΟΓ». Δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές απ’ τις οικονομίες του δαπάνησε για να κτίσει αυτόν το ναΐσκο, στον οποίο τακτικότατα προ-σηύχετο «εκ των πρώτων καθηκόντων του έχων την εις τον ναόν πορείαν». Τόση ήτο η ευσέβεια του.
Στο πόσο φτωχικά ζούσε ο Κανάρης στο αγροτόσπιτό του στην Κυψέλη αναφέρεται και μια εφημερίδα της εποχής που γράφει:
«Η οικονομία μεθ’ ης διήλθε τον ήρεμον βίον των τελευταίων ετών του εν τη Κυψέλη, ήτο μεγίστη, όση δεν πιστεύεται, των χρημάτων όντων κατά μερίδας ακριβώς προσωρισμένων δι’ ωρισμένας ανάγκας, ων η ελαχίστη η της ιδίας αυτού συντήρησις».
Αλλά η φτώχεια του Κανάρη διαπιστώνεται όχι μόνο από τον τρόπο που ζούσε αλλά και με τι άφησε ως κληρονομιά στη χήρα γυναίκα του και στα παιδιά του όταν πέθανε. Γράφει σχετικά η παραπάνω εφημερίδα μετά το θάνατο του:
«Ο μέγας ήρως και ένδοξος ναύαρχος θνήσκων κατέλειπε περιουσίαν μόλις 8 – 9 χιλιάδων δραχμών. Πλην δε τούτων απομένει κληρονομιά εν τη οικογένεια του μικρά τις οικία άνευ αξίας εις Νέα Ψαρά, ο μικρός εξοχικός του οίκος εν Κυψέλη ελαχίστης αξίας μετά μικρού περιβολιού, μηδέν σχεδόν αποδίδοντας και τι ελαιοτριβείον εν ω εδαπανήθησαν πλειότερα των ωφελειών. Ήτο μια αδυναμία του γέροντος ήρωος, όταν έζη ησύχως εκεί έξω, οιονεί λησμονών και εαυτόν, να τρέπει προς ανακούφισιν την προσοχήν του εις αγροτικά έργα, εν οις και το ελαιο¬τριβείον τούτο, ειςό εδαπάνα μάλλον το περισσεύων εκ της μισθοδοσίας του εκ δραχμών 1300, εξ ων αφειδώς εδαπάνα και δια τους συγγενείς, μάλιστα δια προσφιλή πρόσωπα της οικογενείας του…».
Όσο όμως περνούσε ο καιρός η υγεία του Κωνσταντή βάραινε, χειροτέ¬ρευε. Τον είχε χτυπήσει άσπλαχνα κι ο χάρος. Από τα εφτά παιδιά του είδε με τα μάτια του τα πέντε -άνδρες σωστούς- να τα κατεβάζουν στον τάφο. Ο πρώτος γιος του Νίκος σκοτώθηκε σε ηλικία τριάντα ετών, ο δεύτερος, ο Θεμιστοκλής, δολοφονήθηκε στην Αίγυπτο σε ηλικία 32 ετών, ο πέμπτος, ο Λυκούργος, διαπρε¬πής νομομαθείς, πέθανε στην Αθήνα 39 ετών, ο έβδομος, ο Αριστείδης, σκοτώθη¬κε από ελληνική σφαίρα στον εμφύλιο του 63 σε ηλικία 32 ετών και τέλος η αγαπημένη του Μαρία πέθανε σε ηλικία 19 ετών. Και του έμειναν μόνο και τους άφησε πίσω ο Μιλτιάδης και ο Θρασύβουλος. Ο πόνος τόσων θανάτων του υπόσκαπτε την υγεία. Του σύστησαν οι γιατροί να κάνει λουτρά όταν ήταν πρωθυπουργός για λίγους μήνες στην οικουμενική κυβέρνηση. Δεν πήγε όμως να κάνει λουτρά γιατί οι υπουργοί του γκρίνιαζαν για το ποιος θα τον αντικαθιστού¬σε.
Και όταν αποτραβήχτηκε πάλι στο φτωχόσπιτό του στην Κυψέλη, εκεί τον επισκέφτηκε ο χάρος στις 2 Σεπτεμβρίου 1877, ημέρα Παρασκευή τα ξημερώμα¬τα. Τον χτύπησε πρώτα ημιπληγία και παρέλυσε όλο το δεξιό του κορμιού του από το πρόσωπο ως τα πόδια. Η κυρά Δέσποινα δεν πήρε χαμπάρι. Κι όταν αργότερα κατά τις εννιά η ώρα τον επισκέφτηκε ο γραμματικός του Γιωργαντάς και μπήκε στην κάμαρα του η γερόντισσα του να του πει πως τον ζητάνε τον είδε να κοίτεται μπρούμυτα στο κρεβάτι του. Τρέχει κατακεί φωνάζοντας. Μάταιη όμως κάθε βοήθεια.
Η εφημερίδα «Εφημερίς» στις 3-9-1877 έγραψε σχετικά:
«Ο Κανάρης νεκρός. Εν Κυψέλη. Την 11ην ώραν και 45′ της νυκτός της 2 Σεπτεμβρίου εξέπνευσεν εν μέσω των συγγενών μακράν της πόλεως, εν απερίττω θαλάμω οικίας μικρός εξωχικής, ο ανδρείος ψαριανός πυρπο¬λητής, ο ένδοξος Ναύαρχος, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Κωνσταντί¬νος Κανάρης. Η αγωνία του υπήρξε μακρά. Μόνο η μία του χειρ, φερομένη αυτομάτως προς το γένειον, ως συνήθως έπραττε ζων, επρόδιδε την προς τον θάνατον καθ’ όλην την διάρκειαν της αγωνίας παλαίου-σαν ψυχήν. Η τάλαινα χήρα ήτις αυτομάτως έβλεπεν όλην την τόσην συμφοράν την ιδικήν της και της Ελλάδος, κατά την ασθένειάν του, αίφνης; εξερράγη εις θρήνον απαρηγόρητον, εξ ου, έμελλεν αυθωρείνα αντηχήσει η Ελλάς όλη. Οι οφθαλμοί του όμως ήταν κλειστοί, τα ώτα κωφά, η γλώσσα δέσμια, οι πόδες, αιχείρες, πληντης αριστεράς, νεκροί, το σώμα έκλυτον». Πάντες οι περιστάμενοι συγγενείς ήκουσαν τα δάκρυα της τα πικρά και εκεί εμοιρολογείτο το έθνος.
Ήρθαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν τα φιλικά του πρόσωπα, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, οι υπουργοί. Στέκονταν γύρω του όλοι, τον κοίταζαν δακρυσμένοι κι ανάπλαθαν στις μνήμες τους όλη του την ηρωική ζωή. Οι γιατροί διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει σωτηρία.
Νύχτωσε και όσο προχωρούσε η νύχτα ακουγόταν όλο και πιο βαρειά και πιό δύσκολη η αναπνοή του. Αργά τη νύχτα έκαμαν και δεύτερο συμβούλιο οι γιατροί.
«Και πάλιν φευ! έκλινεν απελπιστικώς την κεφαλήν, διότι ήρξατο ήδη ο ρόγχος του θανάτου… Εν τω μικρώ εκείνω κοιτώνι τω σκοτεινώ, η θέα τοιούτου ασθενούς, η ιδέα της πάλης τοιούτου ήρωος προς τον θάνατον, ήτο μυστήριον θλίβον όλας τας καρδίας».
Κοντά στα μεσάνυχτα αφήνει την τελευταία του πνοή και σβήνει μια ζωή γεμάτη δόξα και ηρωισμό. Από φτωχό σκλαβόπουλο ξεκίνησε ο Κανάρης και πέθανε λεύτερος και πρωθυπουργός. Μα ο κόσμος, όπως γράφει ο Φωτιάδης, θυμάται το μπουρλοτιέρη. Πρωθυπουργοί έγιναν πολλοί σε τούτον τον τόπο, Κανάρηδες όμως λίγοι.
Το ξόδι του
Όλη τη μέρα και τη νύχτα που ακολούθησε τον έκλαψαν οι δικοί του, γνωστοί και ξένοι. «Πάνω απ’ το νεκρό του», γράφανε οι εφημερίδες, «εμοιρολογείτο το έθνος». Και την άλλη μέρα μετέφεραν το νεκρό στη μεγάλη αίθουσα του Υπουργείου Ναυτικών που ήταν στολισμένη με μαύρα κρέπια. Εκεί ένας γιατρός άνοιξε με νυστέρι το στήθος του νεκρού και έβγαλε την καρδιά του που τη φύλαγαν για αρκετό χρόνο σε μια γυάλα και αργότερα την έβαλαν σε μπρούντζι¬νη λήκυθο με μαρμάρινο πλαίσιο και είχε απέξω την επιγραφή: «ΧΑΙΡΕ ΚΑΡΔΙΑ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΑΝΑΡΗ». Ύστερα άφησαν τον κόσμο να προσκυνήσει το λείψανο.
Σε όλα τα δημόσια κτίρια ανέμιζαν μαύρες σημαίες και κάθε ώρα έπεφτε και από μια κανονιά, ενώ οι εφημερίδες εκείνη τη μέρα κυκλοφόρησαν με μαύρα πλαίσια και ανάμεσα στους κύριους τίτλους τους ήταν και τούτοι: «Δέεσθε πάντες οι Έλληνες», «πενθήτε πάντες οι Έλληνες!», «Οποίονλείψανον θα προσκυνήσωμεν σήμερον!».
Η Αθήνα είχε ντυθεί πένθιμα. Πέρασαν και προσκύνησαν το λείψανο χιλιά¬δες λαού. Και ύστερατδ απόγευμα, Κυριακή 4 Σεπτέμβρη ξεκίνησε η κηδεία. «Δεν υπήρχε θέσις», γράφει η «Εφημερίς» του Κορομηλά, «καθ’ όλην την πλατείαν του Αγίου Γεωργίου, εξ ης οδός εκβάλλει εις το Υπουργείον των Ναυτικών, δεν υπήρχε θέσις καθ’ όλην την οδόν από του υπουργείου μέχρι της του Σταδίου, καθ’ όλον δε το τμήμα της οδού ταύτης εκείθεν μέχρι ικανής αποστάσεως το πλήθος ην συμπε-πυκνωμένον, ως και επί των εξωστών των διαφόρων πέριξ οίκων και των υπουρ¬γείων των οικονομικών και εξωτερικών και επί των παραθύρων όλων» («Εφημερίς» 5-9-1877).
Μπροστά πήγαιναν ο μητροπολίτης και οι δεσποτάδες με τα χρυσά τους άμφια, ακολουθούσαν οι αξιωματικοί, ύστερα έρχονταν το λείψανο με τα στεφά¬νια, που το περιτριγύριζαν υπουργοί που κράταγαν μαύρες ταινίες. Κατόπιν προχωρούσε ο βασιλιάς Γεώργιος έχοντας δίπλα του τα τρία παιδιά του Κανάρη, το Θρασύβουλο, το Μιλτιάδη και το Νικόλαο, και ακολουθούσαν άλλοι επίσημοι και χιλιάδες λαού.
Ο ήλιος βασίλευε όταν το ξόδι πέρασε την πόρτα του πρώτου Νεκροτα¬φείου. Ψάλθηκε η νεκρική ακολουθία στο εκκλησάκι του Αη-Λαζάρου και ύστερα πάλι αξιωματικοί του ναυτικού μετέφεραν στους ώμους τους το λείψανο και το ακούμπησαν στη μόνιμη κατοικία του, ενώ τρεις τιμητικές ομοβροντίες και δεκα¬πέντε κανονιές τάραξαν τη γαλήνη των νεκρών.
Ήταν πια σούρουπο και ο ήρωας κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο του. Και από τότε η αδυσώπητη λήθη άγωνίζέταΙ να σ$\ΰΙ\ τΤ\ μεγάλη μορφή TOU QUO Τΐς μνημες’των Ελλήνων μα δεν τα καταφέρνει. Μα και αν το πετύχαινε πάλι εμείς οι απόγονοι του θα χάναμε ένα φωτεινό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και καλοσύνης. Γιατί, όπως γράφει ο Vicror Hugo (μετ. Κ. Παλαμά «πεζοί δρόμοι»,
«Κανάρη ημίθεε φωτοδόξαστε, τί σε πειράζει εσένα η λησμονιά μας; Σου μένει, ω ναύτη, το κύμα σου, το καράβι σου, ένας πρίμος άνεμος, τ’ αστέρι του βραδιού που σ’ αγναντεύει, τα ταξίδια σου ανάμεσα στην ωραία φύση, τ’ ασυγκράτητα συναλ-λάσματα τόπων και πραγμάτων, η ελευθερία που είναι το καύχημα σου, ο γαλανός ουρανός σου, η γαλανή θάλασσα, οι αετοί σου, ο ήλιος σου, η γαλήνια ομορφιά των εύκρατων οριζόντων σου, η αρμονική σου γλώσσα, απαλή, ασύγκριτη». Και πάνω απ’ όλα, προσθέτουμε εμείς, σε συντροφεύει η αιώνια δόξα. Τι άλλο χρειάζεται κανείς για να αναπαύεται μακάρια στην αιωνιότητα;

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.