Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΡΑΠΙΤΣΙΝ ( 1862- 1938):
“Τιμώντας τα λείψανα των αγίων, οι χριστιανοί τιμούν τούς ίδιους τούς άγιους και τον Θεό πού τούς αγίασε, και παίρνουν τη χάρη Του πού βρίσκεται σ’ αυτά τα λείψανα”
Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ Αλέξανδρος, γιος του ιερέα Ίωάννου Τραπίτσιν και της Κλαυδίας, γεννήθηκε στις 29 Αύγουστου τού 1862 στο χωριό Βόλμε τής Βιάτκα. Οι ευσεβείς γονείς του απέκτησαν οκτώ παιδιά – όλα αγόρια-, από τά όποια τρεις έγιναν Ιερείς και ένας επίσκοπος. Ο Αλέξανδρος, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Βιάτκα, σπούδασε μέ υποτροφία στη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν, από την όποια αποφοίτησε το 1888. Το ίδιο έτος νυμφεύθηκε, κι ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία είκοσι επτά ετών, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στον Ναό τών Αγίων Πάντων της Βιάτκα.
Παράλληλα μέ τά ιερατικά του καθήκοντα, τά όποια έξαρχής επιτελούσε μέ ιδιαίτερη ευλάβεια, εργαζόταν και ως καθηγητής στην εκκλησιαστική εκπαίδευση. ενώ εκπροσωπούσε και την τοπική Εκκλησία στο Δημοτικό Συμβούλιο της Βιάτκα.
Το 1891 στη Ρωσία ξέσπασε πείνα, λόγω ελλείψεως σιταριού. Ο π. Αλέξανδρος, όπως και πολλοί άλλοι ποιμένες της Εκκλησίας, κάλεσε σ’ εκείνη τη δύσκολη περίσταση όλους, όσοι είχαν τη δυνατότητα, να βοηθήσουν τούς στερημένους και δυστυχισμένους συνανθρώπους τους. Στον Καθεδρικό Ναό της Βιάτκα, κατά την εορτή της Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού, είπε μεταξύ άλλων στο κήρυγμά του:
«Τώρα, αγαπητοί μου χριστιανοί, έπεσε στην πατρίδα μας πολύ βαριά συμφορά. Μέ θεϊκή παραχώρηση πολλές περιοχές της χώρας, ανάμεσα τους και η περιοχή της Βιάτκα, πού ήταν πρώτα σιτοβολώνας, δεν είχαν παραγωγή σιταριού. Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας άρχισαν ήδη να στερούνται τά μέσα της διατροφής τους. Αυτή η συμφορά είναι σταυρός πού μάς τον έστειλε ο Θεός, προκειμένου να μάς τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας και να μάς συνετίσει. Γιατί ξεφύγαμε πολύ από τον τρόπο της ζωής πού μάς υποδεικνύει ο θειος λόγος. η λήθη του Θεού, η απιστία, το κυνήγι του κέρδους, των υλικών αγαθών και των γήινων απολαύσεων, η φιλαυτία και η ιδιοτέλεια έγιναν τά κοινά μας πάθη, πάθη πού μάς κατεβάζουν στο επίπεδο των ειδωλολατρών.
Αυτός, λοιπόν, ο θεόσταλτος σταυρός είναι μια σωτήρια θεραπεία των ψυχικών μας ασθενειών. Αυτός ο σταυρός μάς παρακινεί να εξετάσουμε σε βάθος την ψυχική μας κατάσταση, να αποκαλύψουμε μπροστά στη συνείδησή μας τις πληγές των ψυχών μας, ν’ αγωνιστούμε για τη θεραπεία τους μέ τη θεάρεστη διαγωγή και τά καλά έργα… Το πιο άγιο έργο στις τωρινές περιστάσεις είναι η συμπαράσταση στούς δυστυχισμένους αδελφούς μας. Βοηθήστε τους! Μην αποστρέφεστε τά χέρια πού απλώνονται σ’ εσάς για βοήθεια!… ’Άς δώσει ο καθένας ότι μπορεί: χρήματα, ρούχα, τρόφιμα…».
Ύστερ’ από τρία χρόνια γάμου, ο Θεός χάρισε στον π. Αλέξανδρο ένα γιό, αλλά τέσσερις μήνες αργότερα κοιμήθηκε η πρεσβυτέρα του. Πόνεσε η ψυχή του για την απρόσμενη αυτή απώλεια, αλλά ύποτάχθηκε αγόγγυστα στο θείο θέλημα. Από τότε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην εκκλησιαστική διακονία. Παράλληλα μέ τά ποιμαντικά του καθήκοντα, εργάστηκε άλλοτε ως επόπτης και άλλοτε ως διευθυντής στις εκκλησιαστικές σχολές της Βιάτκα και της Καλούγκα. Την τελευταία, μάλιστα, την αναδιοργάνωσε, υστερ’ από την αποκάλυψη διάφορών ατασθαλιών. Προετοίμαζε μέ επιμέλεια τούς νεαρούς σπουδαστές για το άγιο θυσιαστήριο, σε μια κρίσιμη εποχή, κατά την οποία η ανάδειξη άξιων ιερέων αποτελούσε πρώτιστη ανάγκη της Εκκλησίας.
Για την αυταπάρνησή του και το πλούσιο έργο του η Ιερά Σύνοδος τον έκρινε άξιο για την ύψιστη τιμή της αρχιεροσύνης. Έτσι, αφού είχε ήδη καρεί μοναχός από το 1900, στις 12 Δεκεμβρίου τού 1904 χειροτονήθηκε επίσκοπος Μοϋρομ, βοηθός επίσκοπος της επαρχίας Βλαντιμίρ. Ήταν τότε σαράντα δύο χρόνων. Κατά τη χειροτονία του, ο επίσκοπος Βλαντιμίρ Νίκων, δίνοντάς του την αρχιερατική ράβδο, είπε μεταξύ άλλων:
«… Θεωρώ περιττό να εξηγήσω λεπτομερώς σ’ εσένα, πού για πολλά χρόνια ασκείς την ιερατική διακονία, προετοιμάζοντας μάλιστα γι’ αυτή τόσους νέους, το ύψος αλλά και τη δυσκολία της αρχιερατικής διακονίας σε κάθε εποχή, ιδιαίτερα όμως στη σύγχρονη. Οι άνθρωποι σήμερα ζητούν να ελευθερωθούν από κάθε νόμο, ανθρώπινο και θείο. Κανείς δεν δέχεται αυθεντίες. ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία. Ακόμα και οι μαθητές θέλουν να ορίζουν τί πρέπει να διδάσκονται και από ποιούς…».
Ο επίσκοπος Αλέξανδρος, βαθύτατα συγκινημένος, περιορίστηκε σε μια σύντομη αντιφώνηση:
«… Από παιδί» είπε, «έμαθα, σε κάθε δύσκολο δρόμο της ζωής μου, να ελπίζω στη βοήθεια τού Θεού. ’Έτσι και σε τούτη την τόσο σημαντική για μένα μέρα και ώρα, παίρνω θάρρος από την πίστη και την ελπίδα μου στην παντοδύναμη χάρη τού Θεού, για να κατανικήσω τον φόβο πού αισθάνομαι μπροστά στις αδυναμίες μου…».
Οκτώ χρόνια παρέμεινε ως βοηθός επίσκοπος στην επαρχία Βλαντιμίρ ο ταπεινός ιεράρχης. Τον Ιούνιο τού 1912 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε έπαρχιούχο επίσκοπο Βόλογκντα. Όταν τού γνωστοποιήθηκε η τοποθέτησή του στην επαρχία αυτή, κυριεύθηκε από αμηχανία και διστακτικότητα. Στην αρχή σκέφτηκε να αρνηθεί τον διορισμό σε μια επαρχία, πού την είχαν ποιμάνει μεγάλοι, ιεράρχες της Εκκλησίας. Τελικά, όμως, ύποτάχθηκε στο θέλημα του Θεού, ελπίζοντας στο έλεος και τη βοήθεια του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού.
Άρχισε την ποιμαντική του διακονία μέ περιοδείες στις ενορίες και τά μοναστήρια της επαρχίας. Σχεδόν κάθε μέρα ιερουργούσε σε κάποιον ναό ή κάποια μονή. Όσο περνούσε ο καιρός, ο ιεράρχης παρατηρούσε ότι ο ζήλος των χριστιανών για την πνευματική ζωή έσβηνε και η πίστη τους γινόταν όλο και πιο χλιαρή, μέ συνέπεια την αποδιοργάνωση της ενοριακής ζωής. Οι ενορίες της υπαίθρου είχαν ακόμα αρκετούς ενορίτες μέ ζήλο Θεού, όχι όμως πια και οι ενορίες των πόλεων. Στις φιλανθρωπικές και τις άλλες ενοριακές δραστηριότητες δεν συμμετείχε ενεργά παρά μόνο ένα μικρό μέρος των ενοριτών. «Είναι υπερβολικά δύσκολη η σύγκληση ενοριακής συναντήσεως, πού θα ασχοληθεί μέ τη φιλανθρωπική δραστηριότητα της ενορίας», έγραφε ο επίσκοπος σε εγκύκλιό του προς το ποίμνιο της Βόλογκντα.
«Η πικρή μας πείρα απ όλες τις ενορίες της πόλης μαρτυρεί ότι σε τέτοιες συνάξεις συμμετέχει μόλις το ένα δέκατο των ενοριτών πού έχουν δικαίωμα ψήφου, ενώ τά υπόλοιπα εννέα δέκατα απέχουν. Αυτό δεν συνέβαινε τά παλιά χρόνια. Οι πρόγονοί μας Αγαπούσαν τούς ναούς τους. Πώς αλλιώς εξηγείται η ύπαρξη τόσων μεγαλόπρεπων ναών στην πόλη μας; ο πληθυσμός της ήταν Ασύγκριτα μικρότερος και οι ενορίες της είχαν πολύ λιγότερους ενορίτες. Κοιτάξτε, ωστόσο, τί επιβλητικούς ναούς έχτιζαν και πόσο πλούσια τούς διακοσμούσαν! Εμείς σήμερα ίσα- ίσα πού μπορούμε να συντηρήσουμε όσα δημιούργησαν οι ευσεβείς πρόγονοί μας».
Ανησυχούσε τον ιεράρχη και η άπουσία πνευματικής σχέσεως ανάμεσα στα μέλη των ενοριακών κοινοτήτων, τά όποια συχνά μόλις πού γνωρίζονταν μεταξύ τους. Κάλεσε, λοιπόν, όλους τούς ιερείς της Βόλογκντα σε σύσκεψη, κατά την όποια έβαλαν τις βάσεις για μιαν ενοριακή αναδιοργάνωση.
Τον Αύγουστο του 1917 συγκλήθηκε στη Μόσχα η Πανρωσική. Σύνοδος, στην όποια πήρε μέρος και ο επίσκοπος Αλέξανδρος. η συμμετοχή του ήταν ενεργητική, τόσο στις κοινές συνεδριάσεις όσο και στις ειδικές επιτροπές πού ασχολήθηκαν μέ τά θέματα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας, των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, των μονών και τών μοναχών, της νομικής θέσεως και της περιουσιακής καταστάσεως τών ιερέων, της ενοριακής αναδιοργανώσεως.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 η λαίλαπα του αθεϊσμού και τών διωγμών άρχισε να εξαπλώνεται σ’ όλη τη χώρα. η Ρωσική Εκκλησία είσήλθε στη βαβυλώνια αιχμαλωσία της και ο ιεράρχης δεν άργησε να δοκιμάσει τις συνέπειές της. Στις 4 Απριλίου του 1919 μια επιτροπή, πού μέ διαταγή των σοβιετικών αρχών συγκροτήθηκε ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, άνοιξε τη λάρνακα τού οσίου Θεοδοσίου της Τοτμά και στη συνέχεια εξέθεσε γυμνά στο κοινό τά τίμια λείψανά του, κάνοντάς τα έτσι αντικείμενο εμπαιγμού. η βέβηλη αυτή ενέργεια προκάλεσε την έντονη αντίδραση τών ορθοδόξων κατοίκων της Τοτμά. Να πώς περιγράφει το γεγονός ο επίσκοπος Αλέξανδρος σε σχετική επιστολή του προς τον πρόεδρο της Νομαρχιακής Εκτελεστικής Επιτροπής της Βόλογκντα:
… Στην Ιερά Μονή του Σωτηρος-Σουμόριν της Τοτμά, στις 4 Απριλίου και αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, εμφανίστηκε στον μοναστηριακό ναό μία επιτροπή, στην όποια συμμετείχαν τέσσερις γιατροί, για την εξέταση τών ιερών λειψάνων του οσίου Θεοδοσίου της Τότμα. Αφού άνοιξαν τη λάρνακα και την εσωτερική λειψανοθήκη από κυπαρισσόξυλο, αφαίρεσαν όλα τά ενδύματα πού κάλυπταν τά ιερά λείψανα. Στη συνέχεια εξέτασαν λεπτομερώς όλα τά οστά. ’Έπειτα πρόσταξαν να τοποθετηθεί η λάρνακα σε επικλινή θέση, έτσι ώστε η κάρα του οσίου να είναι ανυψωμένη, και τράβηξαν δύο φωτογραφίες. Μετά πήραν στα χέρια τους τά γυμνά όσιακά οστά και τά έδειχναν στον λαό πού βρισκόταν στον ναό. Τέλος, τά τοποθέτησαν σ ένα τραπέζι και πρότειναν σε όλους, όσοι θα το ήθελαν, να πλησιάσουν, να τά αγγίξουν, να τά περιεργαστούν, να τά φωτογραφίσουν… Πριν φύγει η επιτροπή, έδωσε εντολή να παραμείνουν γυμνά τά ιερά λείψανα και να τοποθετηθούν πάνω στο καπάκι της ξύλινης λειψανοθήκης. Αφού έγινε αυτό, καλύφθηκαν μέ μια γυάλινη θήκη, η οποία
σφραγίστηκε…
Στο τέλος της επιστολής του ο επίσκοπος Αλέξανδρος τόνιζε:
… Ενημερώνοντας σας για τά γεγονότα αυτά, παρακαλώ να διατάξετε αμέσως τον τερματισμό της πρωτοφανούς βεβηλώσεως τών ιερών λειψάνων τού οσίου Θεοδοσίου της Τοτμά. Μια τέτοια βεβήλωση είναι ικανή να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στούς ορθοδόξους κατοίκους .
Οι αρχές όχι μόνο έστειλαν αρνητική απαντητική επιστολή στον επίσκοπο, αλλά δημοσίευσαν και στις εφημερίδες ένα υβριστικό άρθρο του προέδρου της Νομαρχιακής Εκτελεστικής Επιτροπής. ο ιεράρχης έστειλε στον πρόεδρο και δεύτερη επιστολή, στην όποια του έγραφε:
Χαίρομαι πού μέ την απάντησή σας μου δίνεται η αφορμή να εκθέσω την αληθινή θέση της Εκκλησίας για τά ιερά λείψανα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ποτέ δεν πίστευε ότι τά σώματα των άγιων του Θεού παραμένουν άφθαρτα μετά την κοίμησή τους. Μόνο ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός μας, δεν γνώρισε φθορά. “Όλοι οι άνθρωποι υπόκεινται σε φθορά. όπως το έχει ορίσει ο Θεός: “Γη εί και εις γην άπελεύση“ (Γεν. 3:19)… Υπάρχουν, ωστόσο, χριστιανοί δίχως τη σωστή γνώση, οι όποιοι επιμένουν ότι όλα τά ιερά λείψανα είναι εντελώς άφθορα, δηλαδή σώματα ολόκληρα, άλιωτα και άβλαβή. η άποψη αυτή, ως μονόπλευρη και εσφαλμένη, είναι επιζήμια. η Εκκλησία, μέ τον όρο “ιερά λείψανα” εννοεί ότι έχει απομείνει από τά σώματα των κεκοιμημένων άγιων, δηλαδή άλλοτε οστά μέ σάρκα και άλλοτε μόνο οστά. Λυπόν φαίνεται ξεκάθαρα και από σχετικές μαρτυρίες της εκκλησιαστικής ιστορίας…
Τιμώντας τά λείψανα των άγιων, οι χριστιανοί τιμούν τούς ίδιους τούς άγιους και τον Θεό πού τούς άγίασε, και παίρνουν τη χάρη Του πού βρίσκεται σ αυτά τά λείψανα. Δεν τά είδωλοποιούν, δεν τά λατρεύουν σαν θεούς, αλλά τά τιμούν ως φορείς της χάριτος και της δυνάμεως τού Θεού. Αυτόν λατρεύουν, τον Κύριο και Δεσπότη των άγιων, ο οποίος δοξάζεται μέσω των λείψανων τους. Αν εμείς δεν τιμούσαμε τα ιερά λείψανα, δεν θα τιμούσαμε ότι τιμά ο ίδιος ο θεός.
Αλλά και αύτη την επιστολή οι αρχές τη δέχτηκαν μέ πλήρη αδιαφορία.
Στις 29 Μαΐου του 1919, εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου, στη Μονή του Σωτήρος-Σουμόριν μαζεύτηκαν πάρα πολλοί πιστοί από κοντινές και μακρινές περιοχές. Κάθε χρόνο αύτη την ημέρα τά ιερά λείψανα του οσίου Θεοδοσίου μεταφέρονταν από τον χειμερινό ναό στον καλοκαιρινό. Μετά την πρωινή Λειτουργία το εκκλησίασμα ζήτησε από τον ηγούμενο Κύριλλο (Ίλίνσκι) να τοποθετηθούν τά ιερά λείψανα μέσα στη λάρνακα. ο ηγούμενος απάντησε ότι το αίτημά τους δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί παρά μόνο έπειτα από σχετική άδεια των σοβιετικών αρχών. Οι πιστοί, λοιπόν, απευθύνθηκαν για την άδεια στη Νομαρχιακή Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία όμως κατηγορηματικά αρνήθηκε να τη δώσει.
Μετά τη δεύτερη Λειτουργία ο λαός, πού είχε κατακλύσει την πλατεία μπροστά από τον χειμερινό ναό, άρχισε πάλι να απαιτεί την τοποθέτηση τών ιερών λειψάνων στη λάρνακα. Και κάποια στιγμή μερικοί ζηλωτές χριστιανοί αποσφράγισαν τη γυάλινη θήκη. Τότε ο ηγούμενος Κύριλλος τοποθέτησε τά λείψανα στη λάρνακα, η όποια στη συνέχεια μεταφέρθηκε λιτανευτικά μέ ψαλμωδίες στον καλοκαιρινό ναό. Το γεγονός έγινε γρήγορα γνωστό στις αρχές, γι’ αυτό την ίδια μέρα, αμέσως μετά τον εσπερινό, οι αρχές συνέλαβαν τον ηγούμενο, τον ταμία, τον πνευματικό, δύο ιεροδιακόνους και δύο μοναχούς. Στη μονή έμειναν μόνο ένας ιεροδιάκονος, δύο μοναχοί και οι δόκιμοι. Έτσι, οι άκολουθίες αναγκαστικά διακόπηκαν.
Είκοσι μέρες αργότερα οι τοπικές αρχές άνοιξαν πάλι τη λάρνακα, έβγαλαν τά ιερά λείψανα του όσιου Θεοδοσίου και τά έβαλαν στην ίδια γυάλινη θήκη, την όποια σφράγισαν. Επειδή, όμως, φοβήθηκαν τη βίαιη αντίδραση των κατοίκων της περιοχής, ζήτησαν την άδεια της σοβιετικής κυβερνήσεως, αφενός για να μεταφέρουν τά λείψανα του όσιου στο μουσείο της Βόλογκντα και αφετέρου για να κλείσουν το μοναστήρι. η άδεια δόθηκε. Έτσι, τη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1919 τά ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν μέ κάθε μυστικότητα στην πόλη και το μοναστήρι κλείστηκε. Χιλιάδες πιστοί της Βόλογκντα και της γύρω περιοχής έστειλαν αιτήσεις στις αρχές για την επιστροφή των ιερών λειψάνων στον ναό και το άνοιγμα της μονής. Σε μία από τις αιτήσεις αυτές έγραφαν:
«…Γνωρίζουμε τί σημαίνουν αυτά τά άγια λείψανα. Τά τιμούσαμε και τά τιμούμε ως υπόλειμμα του αγαπητού μας δούλου του Θεού όσιου Θεοδοσίου. Αυτός, όσο ζούσε, παρηγορούσε τις καρδιές των πιστών μέ την άγια του ζωή, τις διδαχές και τις προσευχές του. Αυτός και μετά την κοίμησή του εξακολουθεί να παρηγορεί όσους τον τιμούν, μεσιτεύοντας για αυτούς στον θρόνο του Θεού…».
Όλες οι αιτήσεις, ωστόσο, έμειναν άκαρπες, ενώ το καθεστώς του τρόμου συνέχιζε ν’ αυθαιρετεί. Το 1923 οι μπολσεβίκοι συνέλαβαν τον επίσκοπο Αλέξανδρο, μέ την κατηγορία ότι είχε «διασυνδέσεις μέ τον μοναχισμό και την προπαγάνδα». Τον καταδίκασαν σε εξάμηνη φυλάκιση σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. ο Ιεράρχης αποχωρίστηκε με πόνο το πνευματικό του ποίμνιο, υστερ’ από έντεκα χρόνια θεοφιλούς ποιμαντορίας.
Μετά την απόλυση του από το στρατόπεδο, στάλθηκε στο Σιμπίρσκ και στη συνέχεια διορίστηκε επίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, όπου έμεινε εννέα μήνες. Το 1928 προήχθη σε αρχιεπίσκοπο Σαμάρα. η Σαμάρα ήταν μια μεγαλούπολη της νότιας Ρωσίας, πού εξελισσόταν σε σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο. Έδώ θα τελείωνε την εκκλησιαστική του διακονία.
Πρωταρχικό θέμα πού θα έπρεπε να διευθετηθεί ήταν η διαμάχη πού είχε ξεσπάσει ανάμεσα στούς κληρικούς της έπαρχίας του σχετικά μέ τη Διακήρυξη του μητροπολίτη Σέργιου. ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος μέ τη μετριοπαθή και διακριτική στάση του κατόρθωσε να κρατήσει ενωμένο κάτω από την ποιμαντορία του όλο το ιερατείο της Σαμάρα.
Στις αρχές του 1930 οι σοβιετικές αρχές της Σαμάρα έκλεισαν η γκρέμισαν πολλούς ναούς και έκαναν ομαδικές συλλήψεις κληρικών. ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος, προβλέποντας ότι σταδιακά θα συλλαμβάνονταν όλοι οι ιερείς της επαρχίας και επομένως, θα ήταν αδύνατη η τέλεση των θείων Μυστηρίων, άρχισε να χειροτονεί κρυφά ευσεβείς χριστιανούς και να συστήνει τη δημιουργία παρεκκλησίων σε σπίτια. Το καλοκαίρι του 1933, στα πλαίσια νέου κύματος συλλήψεων κληρικών, ασκήθηκε ποινική δίωξη και εναντίον του αρχιεπισκόπου, ο όποιος βρισκόταν τότε στο εβδομηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Μέ απόφαση της ΓκεΠεΟυ, κατά το διάστημα της διεξαγωγής των ανακρίσεων παρέμεινε ελεύθερος. Του απαγορεύθηκε, πάντως, η απομάκρυνση από την πόλη.
Τον κατηγόρησαν ότι «καθοδηγούσε αντεπαναστατική εκκλησιαστική ομάδα… Πολλές φορές οργάνωνε παράνομες συγκεντρώσεις στο σπίτι του…, κατά τις όποιες έδινε αντισοβιετικές κατευθύνσεις. Έκανε κηρύγματα μέ αντισοβιετικό πνεύμα. Προετοίμαζε θρησκόληπτους για την ιεροσύνη. Έκανε αντισοβιετική προπαγάνδα στούς χωρικούς πού έρχονταν και τού ζητούσαν ιερείς για τά χωριά τους».
Απαντώντας στις ερωτήσεις του ανακριτή ο αρχιεπισκοπος υποστήριξε με τα ότι πράγματι, χειροτονούσε ιερείς, αλλά αντισοβιετική προπαγάνδα δεν έκανε. Όσο για τά κηρύγματά του, αυτά είχαν αποκλειστικά πνευματικό περιεχόμενο. Η ανάκριση ολοκληρώθηκε στις 23 Αύγουστου τού 1933. Στις 29 Οκτωβρίου η τρόικα της ΓκεΠεΟυ καταδίκασε τον αρχιεπίσκοπο σε εξορία τριών ετών στην περιοχή τού Αίκατερίνμπουργκ, στα Ούράλια.
Το 1936, καταπονημένος από τις σκληρές δοκιμασίες της εξορίας, επέστρεψε στη Σαμάρα. Εκεί βρήκε άλλον ποιμενάρχη, ο όποιος τού επέτρεψε να παραμείνει στην πόλη και να ιερουργεί στον Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Το 1937 ο διωγμός της Εκκλησίας εντάθηκε. Σχεδόν όλοι οι ιερείς της Σαμάρα συνελήφθησαν. Στις 30 Νοεμβρίου συνελήφθη και ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος. Κλείστηκε μαζί μέ πολλούς άλλους σε μια παράγκα τού Σωφρονιστικού Πειθαρχικού Στρατοπέδου. Στις 13 Δεκεμβρίου τον οδήγησαν στον ανακριτή.
– Συλληφθήκατε, τού είπε, για ενεργή συμμετοχή σε παράνομη παραεκκλησιαστική αντεπαναστατική οργάνωση.
– Δεν συμμετείχα σε τέτοια οργάνωση.
– Δεν λέτε την αλήθεια. Υπάρχουν στοιχεία πού αποδεικνύουν την ενεργή συμμετοχή σας στην οργάνωση αύτη. Είχατε συνωμοτική συνεργασία μέ τον γιατρό Ιβάν Συμεώνοβιτς Κότωφ, τον όποιο μυήσατε στη Μυστική Ιερατική Αδελφότητα. Σκοπεύατε να τον χειροτονήσετε κρυφά ιερέα, προκειμένου να εισχωρήσετε στα σπίτια των αριστοκρατών και των πιστών.
– Μέ τον Κότωφ δεν είχα συνωμοτική συνεργασία. Τον γνώριζα απλώς ως πιστό γιατρό, επειδή εκκλησιαζόταν στον ναό όπου λειτουργούσα.
– Αρνείστε, δηλαδή, την ενεργή συμμετοχή στην αντεπαναστατική οργάνωση και τη συνωμοτική συνεργασία μέ τον Κότωφ; Στο ανακριτικό υλικό υπάρχουν στοιχεία πού το πιστοποιούν. Θα σάς διαβάσω αποσπάσματα καταθέσεων.
Διάβασε κάποιες ψευδομαρτυρίες. ο αρχιεπίσκοπος, αφού τις άκουσε, απάντησε απλά και σύντομα:
– Αρνούμαι τη συμμετοχή στην αντεπαναστατική οργάνωση και τη συνωμοτική συνεργασία μέ τον Κότωφ, πού άποδεικνύονται δήθεν από τά στοιχεία της ανακρίσεως.
Μαζί μέ τον αρχιεπίσκοπο είχαν συλληφθεί είκοσι τρεις ιερείς και δύο λαϊκοί. Οι ανακριτές τούς πίεσαν μέ κάθε τρόπο να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον τού ιεράρχη. Εκείνοι, όμως δεν λύγισαν, παρ’ όλες τις απειλές και τις υποσχέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς, μάλιστα, έλαβαν στη συνέχεια το στεφάνι τού μαρτυρίου.
Τελικά το πόρισμα τού ανακριτή ανέφερε ότι ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος «συνάσπισε στη Σαμάρα όλους τούς ιερείς πού είχαν διωχθεί από τις έφημεριακές θέσεις τους, κυρίως εκείνους πού είχαν απολυθεί από τις φυλακές. Αυτούς τούς ιερείς τούς παρουσίαζε στούς πιστούς ως μάρτυρες της πίστεως, κάνοντας φασιστική, στασιαστική, αντισοβιετική και αντεπαναστατική προπαγάνδα».
Στις 21 Δεκεμβρίου η ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε σε θάνατο μέ τουφεκισμό τον σεβάσμιο αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο και τούς ευλαβείς ιερείς Ιωάννη Σούλντιν, Ιωάννη Σμυρνώφ, Αλέξανδρο Όργκάνωφ, Αλέξανδρο Τβανώφ. Βιατσεσλάβ Τνφάντωφ. Βασίλειο Βιτιέφσκι και Ιάκωβο Άλφέρωφ. Οι πέντε πρώτοι λειτουργοί τού Υψίστου εκτελέστηκαν στις 1/14 Ιανουαρίου τού 1938 και οι άλλοι τρεις στις 26 Ιανουαρίου/8 Φεβρουάριου τού ίδιου έτους. Το αίμα της θυσίας τους δεν χάθηκε. Πότισε το δένδρο της πίστεως της πολύπαθης πατρίδας τους, για να παραμένει πάντα θαλερό και πολύκαρπο. ο τόπος της ταφής τους παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.
Από το βιβλίο ”Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ου αιώνα.Ι.Μ.Παρακλήτου
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Άπαντα Ορθοδοξίας: 22 Μαρτίου 2016