Δασκάλες στον Μακεδονικό αγώνα – Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη.

Αφ΄ ότου ο Πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός με τις διδαχές του, απλά και ανθρώπινα, έκανε κατανοητό ότι το «ποθούμενο» — η λευτεριά — δεν μπορούσε να έρθει όσο ο Ελληνισμός θα παράδερνε στο σκοτάδι της αμάθειας, αφ΄’ ότου απέδειξε ότι

άνδρας και γυναίκα είναι πλάσματα ισότιμα κι ότι η γυναικεία καρδιά κρύβει θησαυρούς ανεκτίμητους, τα παρθεναγωγεία άρχισαν το ένα μετά το άλλο να θεμελιώνονται από τις ελληνικές κοινότητες στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Κι έμελλε σύντομα να αναδειχθούν σε Ιερά τεμένη πατριωτισμού, γραμμάτων και Μουσών. Όλα επιτέλεσαν τότε σπουδαίο εθνικό έργο. Μα εμείς ενδεικτικά θα σταθούμε μόνο στο σπουδαιότερο, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης.

Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης**, δώρο στην πόλη εκ μέρους δύο αρχοντισσών, της Μαριγώς Στεργίου Καρανικόλα και της Ελισάβετ Καστριτσίου, ιδρύθηκε το 1845 και μέχρι το 1937 υπήρξε φυτώριο, όπου βλάσταινε η ιδέα της λευτεριάς στις καρδιές των κοριτσιών, που σαν μητέρες ανέθρεψαν ήρωες και σαν δασκάλες αναδείχτηκαν οι ίδιες ηρωϊδες, στηρίζοντας τον μακεδονικό Ελληνισμό στις δύσκολες ώρες του.

Ιδιαίτερα στη Μακεδονία, ο εκπαιδευτικός οργασμός κορυφώθηκε μετά το 1870, οπότε αναγνωρίστηκε η Βουλγαρική Εξαρχία κι άρχισε άγριος ο θρησκευτικός προσηλυτισμός. Τότε κι ο Ελληνισμός αφυπνίστηκε. Τεθηκε σε συναγερμό και με το όπλο της παιδείας, αγωνίστηκε να προασπίσει τα εθνικά του συμφέροντα κατά της Βουλγαρικής απειλής. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύνδεσμος, που ιδρύθηκε τη χρονιά εκείνη στην Πόλη, κι άλλοι Σύλλογοι για επί μέρους διαμερίσματα, όπως η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης, που προσέφερε στη Δ.Μ. τα ξακουστά εκπαιδευτήρια Τσοτυλίου, κράτησαν αναμμένο το καντήλι της φυλής, για να μη μπορέσουν οι ξένες προπαγάνδες να αποκόψουν το Γένος από τις ρίζες του, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.

Τα χρόνια εκείνα σχολείο κι εκκλησία έγιναν έννοιες ταυτόσημες, ιερέας και δάσκαλος δυνατά στηρίγματα του χειμαζομένου Γένους. Κι έπειτα άγριος κι αδυσώπητος ξέσπασε κι ο ένοπλος αγώνας. Η γη καθημερινά μάτωνε, η βία βασίλευε απ΄ άκρου εις άκρον στη Μακεδονία. Ο Ελληνισμός ψυχορραγούσε…

Μα ίσα-ίσα τότε, πέρα απ΄ τους δασκάλους, κι οι νεαρές δασκαλίτσες των δεκαεφτά με είκοσι χρόνων, μεταμορφώθηκαν σε πραγματικές εθναποστόλους, Εστιάδες της ιερής φλόγας και Αμαζόνες συνάμα. Αποκομμένες από κάθε κοσμική χαρά, ζώντας ασκητικά, ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, το αίμα και το δάκρυ και επιτέλεσαν το χρέος τους ακέραια. Έφτασαν ως τα πιο απόμακρα χωριά, όπου ο Ελληνισμός κινδύνευε. Ενθάρρυναν πρώτα τούς σκιαγμένους γονείς κι έπειτα στάθηκαν μπροστά στα παιδιά, τούς έμαθαν τη γλώσσα των προγόνων και με τη γλύκα του λόγου τους, ζωντάνεψαν την ιστορία.

Μόνες κι αβοήθητες οι δασκαλίτσες έδιναν τη μάχη για τα ιδανικά τους. Με ένα περίστροφο κρυμμένο στον κόρφο, στητές κι ολόρθες στις επάλξεις τους, αντιμετώπιζαν τις ορδές των Κομιτατζήδων, που γύρευαν να τις εξοντώσουν, γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, θα αφάνιζαν και κάθε τι το ελληνικό.

Τρυφερά κι ευαίσθητα πλάσματα έρχονταν να σπείρουν τον σπόρο τον αγαθό, σε ψυχές που σφυροκοπούσε η προπαγάνδα κι η τρομοκρατία. Λεπτεπίλεπτες κι εύθραυστες υπάρξεις, που όμως δεν λύγιζαν. Κι αυτή ήταν η μεγαλοσύνη τους. Φοβούνταν, μα δεν έφευγαν. Δεν εγκατέλειπαν το σχολειό, το οχυρό που τάχθηκαν να υπερασπίζουν. Απεναντίας άδραχναν τα όπλα κι αμύνονταν μέχρι θανάτου. Μερικές πέρασαν έτσι στο πάνθεο των ηρώων. Κι η θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Προστάτεψε την ελληνοσύνη. Μεστωσε τα παιδόπουλα, έγινε σηματοδότης αξιών.

Μια από τις πιο διακεκριμένες, η Αγγελική Φιλιππίδου. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1880, από μικρή ορφάνεψε και την ανατροφή της ανέλαβε η αδελφή του πατέρα της, που της εμφύσησε αισθήματα ανθρωπισμού και φιλοπατρίας. Όταν το 1900 διορίστηκε δασκάλα στην Καρατζόβα, οι Βούλγαροι δρούσαν ανενόχλητοι κι οι Έλληνες απεγνωσμένα αποζητούσαν καποιον να τούς ενθαρρύνει και να τούς ενδυναμώνει. Το δύσκολο εκείνο έργο επωμίστηκε η αέρινη Αγγελική. Λεπτοκαμωμένη, με ευγενική φυσιογνωμία, έκρυβε στα στήθια της γενναία καρδιά και μεταμορφώθηκε σε παρήγορο άγγελο των κατατρεγμένων.

Η εθνική, κοινωνική, φιλανθρωπική και πολιτιστική προσφορά της ήταν μεγάλη. Έφερε την πνοή ενός καινούργιου τρόπου ζωής στην Καρατζόβα. Την έβλεπαν οι Βούλγαροι να εργάζεται ευσυνείδητη, σίγουρη, περήφανη, αγέρωχη κι ωραία, να περιδιαβαίνει τα σπίτια χαμογελαστή, να σκορπά φως από το φως της, και φρύαζαν. Τούτη η κοπέλα ήταν τρανό εμπόδιο στα σχέδιά τους. Γιατί με τέτοια Ελληνίδα δασκάλα, πως ήταν δυνατόν να στεριώσει βουλγαρικό σχολείο και να καρποφορήσει η προπαγάνδα τους; Έπρεπε λοιπόν με κάθε τρόπο να την εξοντώσουν.

Μα και το ελληνικό προξενείο διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και τη μετέθεσε στην Κλεπούσνα, Αγριανή Σερρών. Άλλωστε υπήρχαν φήμες, πως κι εκεί σκόπευαν οι Βούλγαροι να ιδρύσουν σχολείο κι η παρουσία μιας καταξιωμένης δασκάλας ήταν επιβεβλημένη, αφού μάλιστα από τις 180 οικογένειες, οι 90 με την τρομοκρατία αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στην Εξαρχία. Η Αγγελική δόθηκε κι εδώ στην αποστολή της με το ίδιο πάθος, έχοντας στήριγμα την πίστη στα ιδανικά και την αγάπη των χωρικών. Σαν μελισσολόι την περιτριγύριζαν οι μαθητές κι οι μητέρες την έκαμαν συμβουλάτορα, ενώ στο έργο της σύντομα προστέθηκε νέος συμπαραστάτης, ο δάσκαλος Δημήτριος Φιλιππίδης, που έγινε και σύζυγός της.

Κι έπειτα… έπειτα ήρθε η τραγωδία με τη μεγάλη σφαγή της Κλεπούσνας. Το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου του 1906, αφού οι Βούλγαροι αφάνισαν τούς Προκρίτους του χωριού, έκαναν επίθεση και στο δικό τους σπίτι. Οι δυο σύζυγοι από παράθυρο σε παράθυρο πολεμούσαν με τα δίκανα και τα περίστροφά τους, ώσπου η Αγγελική πληγώθηκε στο γόνυ. Μα εξακολούθησε τον αγώνα μέχρι που το σπίτι ζώστηκε από φλόγες. Τοτε, τσουρουφλισμένη και υποβασταζόμενη από τον άνδρα της πέρασε σε γειτονικό σπίτι, απ΄ όπου συνέχισε να μάχεται και να βρίζει τούς Κομιτατζήδες.

Έδωσε ο Θεός τη μέρα κι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Κλεπούσνα. Όταν έφτασε εκεί ο Πρόξενος Σερρών Σαχτούρης, η Αγγελική, παρά τούς πόνους, παρακάλεσε να μη μεταφερθεί απ΄ ευθείας στο νοσοκομείο Σερρών, αλλά να την τοποθετήσουν σε φορείο και να σταματούν στην πλατεία κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι και να τούς μιλά. Οι χωρικοί τη φορτώθηκαν και κίνησαν να τη σώσουν. Το αίμα της στην τραγική εκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα έβαφε τη μακεδονική γη και γίνονταν αρραβώνας με τη λευτεριά… Πέρασαν έτσι πολλά χωριά. Οι άνθρωποι ξεμύτιζαν τρομαγμένοι από τα σπίτια τους να δούνε τι συμβαίνει. Κι άκουγαν από το στόμα της ηρωϊδας να τούς λέει με όση δύναμη της έμενε, πως αισθάνεται ευτυχής, που προσφέρει το αίμα της για την πατρίδα και να τούς καλεί όλους, άντρες και γυναίκες, γέρους και παιδιά, να πάρουν όπλα, τσεκούρια και πέτρες και να εγερθούν κατά των Κομιτατζήδων.

Στις Σέρρες τα πλήθη συνέρρεαν στο νοσοκομείο και με ευλάβεια της ασπάζονταν το χέρι, που όλο και πάγωνε, καθώς ο Αρχάγγελος κοντοζύγωνε. Επειτα τη μετέφεραν στο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Οι προσπάθειες των γιατρών δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. Εκεί η ηρωϊδα άφησε την τελευταία πνοή, με το όραμα της λευτεριάς στα βασιλεμένα της μάτια.

Η Θεσσαλονίκη την κήδεψε με πάνδημη συμμετοχή. Την ώρα, που το σκεπασμένο με τη σημαία φέρετρό της κατέβαινε στο χώμα, γοεροί θρήνοι και κατάρες κατά των δολοφόνων δόνησαν τον αέρα. Ήταν τα μέσα Ιανουαρίου του 1907, η ελευθερία δεν θα αργούσε πολύ να δικαιώσει τη θυσία της**.

Σήμερα, κάτω από τα πανύψηλα κυπαρίσσια της κεντρικής λεωφόρου του νεκροταφείου Ευαγγελιστρίας Θεσσαλονίκης, σε μαρμάρινη στήλη που ύψωσε η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης, προς τιμήν των ηρωϊκών νεκρών του Μακεδονικού Αγώνος, μεταξύ των άλλων ονομάτων διαβάζουμε:

Λιλή Βλάχου (την έκαψαν οι Βούλγαροι στο σχολείο)
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου (την έκαψαν οι Βούλγαροι στο σπίτι)
Βελίκα Τράικου (την έσφαξαν οι Βούλγαροι σε αποστολή)
Αγγελική Φιλιππίδου.

Όμως δεν είναι μόνο οι μάρτυρες δασκάλες των χρόνων εκείνων. Πέρα από αυτές, άξιες σεβασμού και θαυμασμού είναι και όλες οι άλλες δασκάλες, που στάθηκαν τότε εθνικές αγωνίστριες ισάξιες των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνος.

* Η κα Αθηνά Τζινίκου – Κακούλη είναι φιλόλογος και ιστορικός, συγγραφεύς, επίτιμος διευθύντρια του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνος.
* * Βλ. Αθηνάς Τζινίκου – Κακούλη, Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην Ιστορία.

Από το περιοδικό: «Η δράσις μας», τεύχος Οκτωβρίου 2004.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.