07 Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Λαζάρου του Γαλησιώτου: Συναξάριον, Ασματική Ακολουθία.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Νοεμβρίω) Ζ΄, ο Όσιος Πατήρ ημών και Θαυματουργός Λάζαρος, ο εν τω Γαλλησίω όρει ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται.

* Ετοίμασον τον κόλπον Αβραάμ πάτερ,
Ουχ’ υστερούντι Λαζάρω σού Λαζάρου.

Ούτος ο τρισμακάριστος Πατήρ ημών Λάζαρος εκατάγετο από την γην της Ασίας, από ένα χωρίον το οποίον ευρίσκεται κοντά εις την Μαγνησίαν, εν έτει αλ΄ [1030]. Όταν δε έμελλε να γεννηθή, έκαμεν ο Θεός να φανή από τον Ουρανόν ένα φως θείον, το οποίον εγέμωσεν όλον τον γονικόν του οίκον. Από του οποίου φωτός την έλλαμψιν, εφοβήθησαν αι συναθροισμέναι γυναίκες και έφυγον έξω, και έμεινε μόνη η μήτηρ. Όταν δε το βρέφος εγεννήθη, ω του θαύματος! εστάθη ευθύς όρθιον και επροσευχήθη κατά ανατολάς, έχον τας χείράς του ακουμβισμένας ευτάκτως επάνω εις το στήθος. Επρομήνυε δε ο Θεός διά τούτων, την καθαρότητα του Οσίου και την δεκτικήν επιτηδειότητα, οπού είχεν η ψυχή του εις τας θείας ελλάμψεις. Όταν δε έγινε πέντε χρόνων, παρεδόθη εις ένα παιδαγωγόν, διά να μάθη τα ιερά γράμματα. Και εις ολίγον καιρόν υπερέβαλεν όλα τα άλλα παιδία. Όθεν από όλους εγκωμιάζετο η ευφυΐα του, μάλιστα δε η πραότης αυτού και ταπείνωσις, και η προθυμία και σπουδή οπού είχεν εις τας εν τη Εκκλησία ακολουθίας και προσευχάς. Και προς τούτοις
εθαυμάζετο η προς τους πτωχούς φιλανθρωπία και συμπάθεια και ιλαρότης, οπού είχεν ο Όσιος εκ νεαράς ηλικίας. Τόσην γαρ πολλήν επιμέλειαν και σπουδήν έδειχνεν εις την ελεημοσύνην ο τρισόλβιος, ώστε οπού, εις ολίγον καιρόν ευκέρωσε τα άσπρα του διδασκάλου του, και τα έδωκεν εις τας χείρας των πτωχών. Διά τούτο και ελάμβανεν από εκείνον πολλούς δαρμούς, όμως αυτός πάλιν δεν έπαυεν από το να ελεή. Μόλις δε και μετά βίας στοχασθείς ο διδάσκαλός του την παρ’ ηλικίαν σύνεσιν και φρονιμάδα του παιδίου, εμεταχειρίζετο αυτόν εις το εξής ως διδάσκαλον.

Όταν δε ο νέος έφθασεν εις ηλικίαν, έλαβε θείον έρωτα εις την ψυχήν του, διά να υπάγη εις Ιεροσόλυμα να ιστορήση τους ιερούς τόπους, τους οποίους ο Κύριος μετά σαρκός επεριπάτησε. Και τυχών του ποθουμένου, έγινε προσκυνητής του ζωοποιού τάφου, και των άλλων σεβασμίων τόπων. Έπειτα επήγεν εις την Μονήν του ηγιασμένου Σάββα, και εδέχθη παρά των εκείσε Πατέρων. Εκεί δε φορέσας το ιερόν σχήμα των Μοναχών, υπηρέτησεν αόκνως εις την επιμέλειαν και ευπρέπειαν του θείου Ναού εις χρόνους ολοκλήρους δέκα. Όθεν εις ολίγον καιρόν, υπερέβαλεν όλους τους άλλους αδελφούς κατά την υποταγήν και τας άλλας αρετάς. Και διά τούτο έλαβε χωρίς να θέλη το χάρισμα της ιερωσύνης, από τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων.

Επειδή δε επεθύμει περισσότερον ησυχίαν, διά τούτο κατά τον καιρόν της μεγάλης τεσσαρακοστής εύγαινεν έξω από το Μοναστήριον, και επήγαινεν εις το βαθύτερον βουνόν, χωρίς να έχη μαζί του άλλο τι, πάρεξ μόνον το σώμα. Εκεί δε ευρισκόμενος έτρωγε μεν, από τα χορτάρια της ερήμου, έπινε δε ως πόμα γλυκύτατον, το απλούν νερόν, και ουδέ από αυτό εχόρταινεν ο μακάριος. Αλλά τόσον μόνον έπινεν, όσον να ζή και να μη αποκάμνη εις τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας. Μίαν φοράν δε περιπατών μόνος εις το βουνόν, ακούει θεϊκήν φωνήν, η οποία εφώναζεν αυτόν εξ ονόματος τρεις φοραίς λέγουσα. Λάζαρε, Λάζαρε, Λάζαρε, πρέπει να γυρίσης πάλιν εις την πατρίδα σου. Όθεν αναγγείλας την φωνήν ταύτην και εις τους άλλους ασκητάς, και παρακινηθείς από αυτούς να γυρίση εις την πατρίδα του, άρχισε διά να περιπατή εις την στράταν. Περιπατούντος δε του Αγίου, δεν υπέφερεν ο δόλιος Διάβολος την νίκην οπού έπαθεν από αυτόν, όθεν εφόβιζεν αυτόν με διάφορα φαντάσματα. Φαινόμενος γαρ έμπροσθεν ωσάν σκύλος, ενωχλούσε τον Άγιον, ομού με
τους άλλους σκύλους των κατά την στράταν χωρίων. Και ούτως εμπόδιζεν αυτόν από τον δρόμον του. Αλλ’ ούτε άφινεν αυτόν να σταθή, διά να βάλη ολίγον ψωμί εις το στόμα του. Ο Άγιος όμως, με την θείαν δύναμιν διέλυε τας μηχανάς εκείνου και ένεδρα.

Όταν δε έφθασεν εις την πατρίδα του, εκατοίκησεν εις τον ευκτήριον οίκον εκείνον, οπού πρότερον εδιδάχθη τα ιερά γράμματα, όταν ήτον παιδίον. Επειδή δε εγνωρίσθη από την μητέρα του, διά τούτο και αυτός μη θέλωντας, εφανέρωσεν εις αυτήν τον εαυτόν του. Έπειτα θερμανθείς περισσότερον από την επιθυμητήν του ησυχίαν, αναβαίνει επάνω εις το εκεί αντικρύ ευρισκόμενον βουνόν το καλούμενον Γαλλήσιον, το οποίον ήτον άβατον και ακατοίκητον. Εις τούτο λοιπόν ο Όσιος ευρισκόμενος, πολλούς πειρασμούς και ενοχλήσεις υπέφερεν από τους δαίμονας.

Μίαν φοράν δε, εις καιρόν οπού ο Άγιος επροσηύχετο κατά το μεσονύκτιον, είδεν ένα στύλον πύρινον, ο οποίος έφθανεν από την γην έως εις τον ουρανόν. Είδε δε και πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έψαλλον με λιγυράν και γλυκείαν φωνήν τα λόγια ταύτα? «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού». Εις εκείνον λοιπόν τον τόπον, όπου εστέκετο ο πύρινος στύλος, έκτισεν ο Άγιος ένα Ναόν της Αναστάσεως του Κυρίου. Τα δε έξοδα της οικοδομής εστέλλοντο πλουσιοπαρόχως από τον φιλόχριστον βασιλέα Κωνσταντίνον τον μονομάχον, όστις εβασίλευσεν εν έτει αμε΄ [1045]. Ο γαρ βασιλεύς αυτός είχε μεγάλην πίστιν και ευλάβειαν εις τον Άγιον. Επειδή και διά του μαθητού του, προείπεν εις αυτόν, εν τη Μελιτινή εξόριστον ευρισκόμενον, ότι έχει να γένη βασιλεύς. Εις τα δεξιά λοιπόν μέρη του ειρημένου Ναού, κατασκευάσας ο θείος Λάζαρος ένα στύλον χωρίς στέγην, ανέβη επάνω εις αυτόν και εκατοίκησε. Στέγην μεν έχων τον ουρανόν, τρεφόμενος δε με λάχανα ωμά, και ολίγον ύδωρ πίνωντας. Και ταύτα εμεταχειρίζετο εις μόνην την Κυριακήν.

Όχι μόνον δε με αυτά εταλαιπώρει τον εαυτόν του ο τρισμακάριστος, αλλά και με σίδηρα ήτον εζωσμένος. Και τον μεν χειμώνα, επήγνυτο από την ψύχραν, το δε θέρος, εφλογίζετο από το καύμα, και από κάθε μέρος εκακουχείτο. Αλλ’ όμως είχε σκέπην και φύλακά του την τον Θεόν βαστάσασαν πανάχραντον Θεοτόκον. Αύτη γαρ εστέκετο επάνωθεν της κεφαλής του Οσίου, και εδίωκεν από λόγου του κάθε θλιβερόν, καθώς είδον αυτήν τινές οφθαλμοφανώς. Διά τούτο ούτε χιόνι, ούτε καύμα εκτύπα εις την κεφαλήν του Οσίου. Όθεν έλαβε την χάριν παρά Θεού να επιτελή καθ’ εκάστην εξαίσια θαύματα. Η δε φήμη των θαυμάτων του, έκαμνε πολλούς να συντρέχουν εις αυτόν από κάθε μέρος. Πολλοί δε από αυτούς αποτασσόμενοι τω κόσμω, εγίνοντο Μοναχοί, και έζων υποκάτω εις αυτόν, ως εις διδάσκαλον και ποιμένα.

Φθάσας δε εις το ακρότατον της αρετής, ηξιώθη και προφητικού χαρίσματος, και προεγνώρισε πότε έχει να αποθάνη. Επειδή δε οι μαθηταί και τα κατά Θεόν τέκνα του, παρεκάλουν αυτόν θερμότατα και με δάκρυα εζήτουν να μη αποθάνη ογλίγωρα. Αλλά να μείνη ακόμη εις την παρούσαν ζωήν, διά περισσοτέραν αυτών ωφέλειαν και αύξησιν. Τούτου χάριν, παρεκάλεσεν ο Άγιος την Κυρίαν Θεοτόκον να τω χαρίση να ζήση ακόμη δεκαπέντε χρόνους, και λοιπόν επέτυχε της παρακαλέσεως. Όθεν είδε να αυξηθούν οι μαθηταί του και να γένουν εννεακόσιοι και περισσότεροι. Πλήρης λοιπόν ημερών γενόμενος ο Όσιος, και ζήσας εβδομηνταδύω χρόνους, όταν ετελειώθησαν οι χαρισθέντες εις αυτόν δεκαπέντε χρόνοι, τότε προς Κύριον ειρηνικώς εξεδήμησεν. Ο δε Θεός, καθώς εδόξασε την γέννησίν του, έτζι και τον θάνατόν του θαυμασίως εδόξασε. Κατέλαμψε γαρ τον στύλον του Αγίου και τα έσω και έξω μέρη αυτού με θεϊκόν και ουράνιον φως, ώστε οπού, διά του φωτός εκείνου, εγνώρισαν το τέλος του τόσον οι μαθηταί του, όσον και οι εν τοις όρεσι και σπηλαίοις
διατρίβοντες ασκηταί. Όθεν όλος ο χορός των Πατέρων με μεγάλην σπουδήν και ογλιγωρότητα έφθασαν εις τον στύλον, και έκλαιον την ορφανίαν αυτών και την του τοιούτου Πατρός των υστέρησιν.

Επειδή δε έμαθον, ότι απέθανεν ο Πατήρ αυτών χωρίς να κάμη έγγραφον διαθήκην, περισσότερον εθρήνουν και έκλαιον. Και με δάκρυα και ολολυγμούς ταύτα προς τον Άγιον έλεγον. Εξάπαντος δεν θέλει καταβή, ω πάτερ, το σώμά σου από τον στύλον, ουδέ θέλει ενταφιασθή, ανίσως δεν αφήσης εις ημάς τα τέκνα σου παρηγορίαν τινα, και διαθήκην γεγραμμένην από τας χείράς σου. Μάλιστα δε από όλους ελυπείτο ο μαθητής, οπού υπηρέτει τον Άγιον, Γρηγόριος ονομαζόμενος. Και λοιπόν δείχνει ο μέγας ούτος θαύμα αληθώς μεγαλώτατον. Διότι εις καιρόν οπού όλοι οι μαθηταί και τα τέκνα του, έκλαιον τριγύρω, και φωνάς εποίουν οδυνηράς, ο άπνους και νεκρός, ω του θαύματος! έμπνους εφαίνετο και ζωντανός. Σηκωθείς γαρ και καθίσας, έβαλε την χείρά του μέσα εις τον κόλπον του και ευγάνει από εκεί ένα χαρτίον και εγχειρίζει τούτο εις τους μαθητάς του. Έπειτα έπεσε πάλιν και εφαίνετο άπνους και νεκρός ως το πρότερον. Διαβάσαντες δε τα εν τω χάρτη γεγραμμένα οι μαθηταί, ομού με θαύμα και χαράν, δεν ευρήκαν εις το τέλος της διαθήκης την συνήθη
υπογραφήν του Αγίου. Όθεν πάλιν κλαίοντες, προς τον Πατέρα των έλεγον. Ανίσως, ω πάτερ, δεν λάβη η διαθήκη και την υπογραφήν της εδικής σου χειρός, ήξευρε ότι και ημείς εδώ όλοι έχομεν να αποθάνωμεν. Τότε ο Άγιος, ω του θαύματος! εσηκώθη πάλιν και εκάθισεν. Είτα πιάσας το κονδύλι με το χέρι, έγραψε την υπογραφήν του. Και έτζι έδωκε την διαθήκην ενυπόγραφον εις τους μαθητάς του. Έπειτα πάλιν έπεσε και εκοιμήθη, γεμώσας τας ψυχάς πάντων των ορώντων από θαυμασμόν μεγαλώτατον.

Τότε λοιπόν οι μαθηταί του τιμήσαντες αξίως ως άξιον, το ιερόν του Οσίου λείψανον, με δοξολογίας, με μύρα, και με λαμπάδας φωτός, απεθησαύρισαν αυτό μέσα εις σεντούκι πολύτιμον και έτζι το ενταφίασαν κοντά εις τον στύλον. Το οποίον και μετά την ταφήν, αναβλύζει διάφορα θαύματα εις δόξαν του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου τούτου όρα εις το τετυπωμένον Nέον Εκλόγιον, τον οποίον Βίον συνέγραψε μεν συνοπτικώτερον ελληνιστί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κύριος Γρηγόριος ο Κύπριος, μετέφρασε δε εις το απλούν η εμή αναξιότης. Σημείωσαι δε, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα του Άθω ευρίσκεται ο Βίος του Αγίου τούτου ελληνικός εις περισσότερον πλάτος εκτεταμένος. Εκεί δε ευρίσκεται και ολόκληρος τούτου Ακολουθία.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

* * *

Ασματική Ακολουθία του Οσίου Πατρός ημών Λαζάρου του Γαλησιώτου.zip

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.