Αγροτικές παροιμίες για την εργασία και τα επαγγέλματα – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Άδικος ο δικαστής, αθώος ο κακούργος.
Άδουλος δουλειά δεν έχει, το σχοινί του κομποδένει.
Άνθρωπος χωρίς δουλειά, της χώρας η κακολογιά.
Από δήμαρχος κλητήρας.
Από τη δουλειά γνωρίζετ’ ο τεχνίτης.
Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφάω από την πείνα.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Δεξιό χέρι είναι η εργασία και ζερβό η οικονομία.
Δούλευε τσαπί μου κατά την πληρωμή σου.
Δούλεψε στα νιάτα σου, να ‘χεις στα γεράματά σου.
Είναι πιασμένος απ κρικέλα (έχει σταθερή δουλειά).
Έκατσε η δουλειά στην πόρτα να κυνηγήσει τη φτώχεια.
Η δουλειά ντροπή δεν έχει και χαρά ‘στον που την έχει.
Η δουλειά τα κάνει τ’ άσπρα (τα χρήματα) κι ο γιατρός τα κάνει πάστρα.
Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
Καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
Και συ κακή δασκάλισσα κι εγώ κακό βελόνι.
Μάθε τέχνη κι άσ’ τήνε κι όταν πεινάσεις πιάσ’ τήνε.
Μακριά κλωστή, παλαβός ράφτης.
Μεροδούλι, μεροφάϊ, ποτέ του δεν πεινάει.
Με τον ιδρώτα του προσώπου σου, τρώγε το ψωμί σου.
Ο γεωργός θέλει τη βροχή και ο κεραμιδάς την ξέρει.
Ο καλός ψαράς και στο σκοτάδι ψαρεύει.
Όλοι γυρεύουν το σεισμό κι ο μαραγκός γυναίκα.
Όποιος χορταίνει τον ύπνο, δεν χορταίνει το ψωμί.
Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είναι και μαγέροι.
Πρόφτασε τη δουλειά, να μη σε πάρει από μπροστά.
Σαράντα χρόνια δούλευα στα στρείδια και στα μύδια, μήδε σπιτάκι απόχτησα, μήδε και κεραμίδια.
Τενεκές ξεγάνωτος και παπουτσής ξεμπάλωτος.
Τη δουλειά σου μην αφήνεις, αν δε θέλεις να πεινάσεις.
Του τσαγκάρη τα παιδιά περπατάν ξυπόλυτα.
Του ψαρά το σπίτι είν’ έρμο και του κυνηγιού παντέρμο.
Φταίει ο ράφτης και δέρνουν το μάγειρα.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.