Ο Γιάννης «ο ευλογημένος» – Μανώλη Μπασιά.

Αφιέρωμα στον αείμνηστο Γιάννη Ρίζο

Το πρωί της Τρίτης 28.2.2012, εντελώς αναπάντεχα, έφυγε από κοντά μας ο φίλος μας και αγαπητός αδελφός, Ιωάννης Ρίζος.
Δυο μέρες αργότερα, τον αποχαιρετίσαμε σκεπασμένο με την ελληνική σημαία, ως ανάπηρο πολέμου και ως άνθρωπο που αγαπούσε την πατρίδα, όσο πολύ λίγοι.

Ήταν από το Συρράκο των Ιωαννίνων. Εκεί στα βουνά, οι πληθυσμοί ήταν ποιμενικοί και ο ίδιος ο Γιάννης από πέντε χρονών ακόμα ήταν ποιμένας προβάτων. Όλα τα πρόβατά του τα φώναζε με το όνομά τους και αυτά τον γνώριζαν και τον ακολουθούσαν. Αργότερα, όταν χτύπησε, έκλαιγε αναζητώντας τα πρόβατά του.

Ζώντας εκεί πάνω στο βουνό και κάτω από τον ουρανό, σχημάτισε ένα χαρακτήρα λευκό, ολοκάθαρο και κρυστάλλινο σαν τα χιόνια του βουνού, σαν το φως του ουρανού και σαν τα γάργαρα νερά του ποταμού.

Λίγο μετά την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής και συγκεκριμένα στις 23.2.1945, ο Γιάννης Ρίζος, ευρισκόμενος στο βουνό, βρήκε μια εγκαταλελειμμένη χειροβομβίδα χωρίς να ξέρει τι είναι. Καθώς την περιεργαζόταν, αυτή εκπυρσοκρότησε και τον τύφλωσε εντελώς. Ήταν και αυτός ένας από τις πολλές περιπτώσεις των τυφλών συναδέλφων που χτύπησαν από χειροβομβίδες των κατακτητών. Γιατί εκείνοι, αν έφυγαν τότε, τα φονικά όπλα τους παρέμειναν και εξακολουθούσαν για πολλά χρόνια να σκορπούν τον όλεθρο και τη συμφορά. Ο πόλεμος τους δεν κράτησε μόνο 4 χρόνια, όσο αυτοί ήταν εδώ, αλλά πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό όλοι όσοι χτύπησαν είναι ανάπηροι πολέμου αμάχου πληθυσμού. Δυστυχώς ενώ τόσα πολλά λέγονται τελευταία, κανείς δυστυχώς δεν μιλάει για τις τραγικές αυτές περιπτώσεις!

Λίγο αργότερα, το Μάιο και συγκεκριμένα την ημέρα του Πάσχα του 1945, χτύπησε ο άλλος φίλος του Γιάννη, ο Μάνος Καπουνιάρης, ευρισκόμενος στην Κατερίνη της Πιερίας. Ο Γιάννης λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του 1946 ήλθε στον Οίκο Τυφλών της Καλλιθέας, όπου έμεινε τρία χρόνια και παρακολούθησε ξανά της δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου καθώς επίσης και μαθήματα βυζαντινής και ευρωπαϊκής μουσικής στους δασκάλους Δημήτριο Χρυσαφίδη και Σταύρο Πέτσαλη και ακορντεόν στο δάσκαλο Πέτρο Θαναηλίδη. Εκεί το ίδιο διάστημα ήταν και ο Μάνος με τον οποίο συνδέθηκε με μεγάλη φιλία. Από τότε οι βίοι τους ήταν σχεδόν παράλληλοι. Το 1949 ένας σύμβουλος του σωματείου τους κάλεσε και τους είπε ότι πρέπει να φύγουν από το ίδρυμα του Οίκου τυφλών, αφού αυτό δεν μπορούσε πια να τους προσφέρει κάτι άλλο. Τους έδωσε και ένα μικρό χρηματικό ποσό, ίσα-ίσα για να πληρώσουν τα εισιτήριά τους. Η απόφαση αυτή ήταν πολύ σκληρή για τα παιδιά αυτά, που δεν είχαν πού να μείνουν τότε και πήγαν αναγκαστικά στα χωριά τους. Ο Γιάννης Ρίζος, όπως και ο Μάνος, πολύ προβληματίστηκαν για το τι θα κάνουν στο χωριό τους, λόγω της αναπηρίας τους. Το Δεκέμβριο του 1953 η Σοφία Κρητικού, η μετέπειτα σύζυγος του Μάνου, βρέθηκε στο χωριό του και τον έπεισε να έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει. Αυτό έγινε το 1954. ο Μάνος έγραψε στο Γιάννη πως είναι στην Αθήνα και πως παρακολουθεί μαθήματα στο γυμνάσιο. Τότε ο Γιάννης, μη έχοντας που να μείνει, πήρε μια βελέντζα και ήρθε στην Αθήνα, αποφασισμένος να κοιμάται έξω στο ύπαιθρο, ώσπου να βρεθεί κάτι καλύτερο. Η περίπτωσή του έγινε αμέσως γνωστή σε πολλούς, πως δηλαδή ένα τυφλό παιδί μένει έξω. Τότε η αείμνηστη Μαρία Κωνσταντοπούλου, που έμαθε για τον Γιάννη Ρίζο, τον βρήκε και τον έστειλε να μείνει στις εγαταστάσεις του Φάρου Τυφλών στην οδό Κύπρου 21, όπου έμεναν και άλλοι τυφλοί άστεγοι εκείνο τον καιρό. Εκεί μένοντας ο Γιάννης, παρακολούθησε το γυμνάσιο καθώς επίσης και μαθήματα στην τηλεφωνική σχολή του Φάρου Τυφλών ως και μαθήματα βυζαντινής μουσικής στους δασκάλους Δημήτριο Χρυσαφίδη και Δοσίθεο Μοναχό. Τέλος από το μουσικοδιδάσκαλο Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου έλαβαν μαζί με το Μάνο Καπουνιάρη, τα πτυχία του Ιεροψάλτου από το ελληνικό ωδείο, που λειτουργούσε τότε στην οδό Φειδίου. Επειδή δεν είχαν χρήματα, εξασφάλισαν την πληρωμή των διδάκτρων τους από τους συναδέλφους Δημήτριο Περή και Νικόλαο Αναστασάκη.

Τα βιβλία για το γυμνάσιο τους τα έγραφε η Μαρία Κωνσταντοπούλου και ο Παναγιώτης Στυλιανόπουλος, ο οποίος ήταν τότε καθηλωμένος σε αναπηρικό καρότσι, τον οποίο επισκεπτότανε στο άσυλο ανιάτων, όπου και νοσηλευόταν.
Ο Μάνος διορίστηκε τηλεφωνητής στο Λαϊκό νοσοκομείο και ο Γιάννης στο ΚΑΤ. Ανέλαβαν και οι δυο τους, τους Ιερούς ναούς των νοσοκομείων ως ιεροψάλτες. Εργαζόταν ο Γιάννης στο νοσοκομείο όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδος, και την Κυριακή έψαλλε και υμνούσε το Θεό στην Εκκλησία των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του νοσοκομείου. Τις έξι μέρες της εβδομάδος έστελνε τους αρρώστους στους σωματικούς γιατρούς, την Κυριακή και άλλες γιορτές με την κατανυκτική και γλυκιά φωνή του τους έστελνε στον ιατρό ψυχών τε και σωμάτων. Προσέφερε ανεκτίμητη βοήθεια, τις καθημερινές υλική και τις Κυριακές πνευματική’ και αυτό συνέβαινε για διάστημα 30 χρόνων. Η Ζωή του Γιάννη, όπως και του Μάνου αλλά και όλων των τηλεφωνητών ήταν μια ζωή γεμάτη προσφορά.

Μετά το γάμο του Μάνου με τη Σοφία, το ζεύγος γνώρισε στο Γιάννη Ρίζο μια φίλη τους από τη Μυτιλήνη, την Ιωάννα και ακολούθησε και ο γάμος τους που έγινε τον Ιανουάριο του 1967. Έγιναν κουμπάροι και ενίσχυσαν τη φιλία τους με τα δεσμά του μυστηρίου της βάφτισης για όλη τους τη ζωή, αφού η Σοφία βάφτισε τη Μαρίνα, την κόρη του ζεύγους Ρίζου.

Η Ιωάννα Ρίζου είναι και αυτή μια γυναίκα μεγάλης κοινωνικής προσφοράς. Εκτός του ότι υπήρξε ο στύλος της οικογένειάς της, λάβαινε και αυτή μέρος σε σημαντικές κοινωνικές πρωτοβουλίες. Ήταν ο άνθρωπος εκείνος που συμπαραστάθηκε στο δάσκαλό μας Δοσίθεο τον μοναχό, και όσο ζούσε, μα και κατά τις τελευταίες του στιγμές, όταν ήταν ασθενής, αφού τον υπηρετούσε ανίστακτα στο νοσοκομείο. Εξ αιτίας της μεγάλης της συμπαράστασης στο σύζυγό της, μπορούσε ο Γιάννης απερίσπαστος να επιδίδεται στο έργο του.

Το Γιάννη Ρίζο το γνώρισα το 1969 στη βιβλιοθήκη της αείμνηστης Μαρίας Κωνσταντοπούλου, όπου πηγαίναμε τις Πέμπτες για να πάρουμε έτοιμα τα Braille βιβλία μας. Όταν μου τον συνέστησε, μου είπε η αείμνηστη Μαρία: Σού γνωρίζω το Γιάννη Ρίζο. Είναι ο καλύτερος άνθρωπος που υπάρχει μέσα στο νοσοκομείο ΚΑΤ, σύμφωνα με τα λεγόμενα πολλών γιατρών και νοσοκόμων.

Ο αείμνηστος ήταν ένας βαθύτατα πιστός άνθρωπος: Ο νόμος του Θεού ήταν νόμος της ζωής του. Δεν ταλαντευόταν σε άλλες θεωρίες και αμφισβητήσεις. Δημιούργησαν με τη γυναίκα του μια υποδειγματική οικογένεια. Αξιώθηκε να δεί παιδιά και εγγόνια, για τα οποία ήταν ιδιαίτερα ευτυχής.

Αλλά και σε κάθε πρωτοβουλία του χώρου μας και όχι μόνο, ο Γιάννης πρωτοστατούσε κατά τη φράση του αποστόλου που λέγει: Μανθανέτωσαν οι ημέτεροι καλών έργων προϊστασθαι εις τας αναγκαίας χρείας, ίνα μη ώσιν άκαρποι.
Ας φροντίζουν δηλαδή και όλοι οι δικοί μας να πρωτοστατούν εις τα καλά έργα και μάλιστα στις επείγουσες ανάγκες των αδελφών, για να μην είναι άκαρποι.

Γι’ αυτό, όπου καλό έργο, εκεί και ο Γιάννης πρωτεργάτης. Ήταν μέλος της χορωδίας του Πανελληνίου Συνδέσμου Τυφλών και αργότερα του Φάρου Τυφλών, στον οποίο και δίδαξε βυζαντινή μουσική για κάποια χρόνια. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Βυζαντινής Μουσικής Τυφλών Ιεροψαλτών και του Συλλόγου Ορθόδοξη πορεία. Όταν υπήρχε ανάγκη για ιεροψάλτη στο ΚΕΑΤ, ο Γιάννης προσέφερε και εκεί τις υπηρεσίες του, μη υπολογίζοντας κανένα κόπο. Δίδαξε ψαλτική στο ίδρυμα Αγία Σκέπη της Μαρίας Κωνσταντοπούλου και στις αδελφές νοσοκόμες του ΚΑΤ. Έπαιρνε μέρος, παίζοντας ακορντεόν, στην ορχήστρα που διασκέδαζε τους φυλακισμένους κατά τις επισκέψεις που οργάνωνε στις φυλακές ο συλλογος Απόστολος Ονήσιμος. Ήταν ο κύριος βοηθός και ταχυδρόμος του Μάνου Καπουνιάρη στο έργο της αγοράς και αποστολής των θρησκευτικών κασετών ανά την Ελλάδα και έξω απ’ αυτήν.

Λάβενε μέρος μέχρι τέλους της ζωής του, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, στις πορείες που οργάνωνε η Εθνική Ομοσπονδία Τυφλών και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Τυφλών, για την προστασία των δικαιωμάτων των τυφλών και λοιπών αναπήρων.

Όλους τους αποκαλούσε «ευλογημένους», αλλά, όπως φαίνεται, ο ίδιος ήταν κατ’ εξοχήν ο ευλογημένος άνθρωπος, αφού η ευλογία του Θεού επάνω του ήταν ολοφάνερη. Ο χαρακτήρας του ήταν πράος. Πάντα ήταν συνετός και σοφός. Ο λόγος του ήταν λιτός και ουσιαστικός, «άλατι ηρτιμένος». Με τον τρόπο του γαλήνευε τις ταραγμένες ψυχές των ανθρώπων. Στις παρέες τραγουδούσε και έπαιζε συνήθως στο ακορντεόν το όμορφο τραγούδι τον σπίνο.

Ευτύχησα τα τελευταία 25 χρόνια να τον έχω συνεργάτη μου και να ζω από κοντά τον ψυχικό πλούτο του ανθρώπου αυτού. Η επικοινωνία μας ήταν σχεδόν καθημερινή. Το βράδυ της καθαράς Δευτέρας 27 Φεβρουαρίου 2012, του τηλεφώνησα και κανονίσαμε την επομένη να πάμε στην κηδεία του εξαιρετικού συναδέλφου Μανώλη Ακριώτη, που ήταν τυφλός χορδιστής πιάνων. Ο Γιάννης όμως δεν ήρθε. Όταν γύρισα στο σπίτι μου δέχθηκα τηλεφώνημα που με πληροφορούσε για τον αιφνίδιο θάνατό του τη νύκτα εκείνη.
Επιβεβαιώθηκε και στο Γιάννη το γνωστό τροπάριο που έψελνε και ο ίδιος: «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», καθώς επίσης και το γραφικό χωρίο:
ότι δηλαδή η ημέρα του Κυρίου έρχεται ξαφνικά σε ώρα, που δεν περιμένουμε, όπως ακριβώς έρχεται ο κλέφτης τη νύκτα, μα και η ωδίνη του τοκετού στην έγκυο γυναίκα.

Εύχομαι ο Θεός, που τόσο αγάπησες και ύμνησες στη ζωή σου, να αναπαύσει την ψυχή σου αγαπητέ Γιάννη μετά των Αγίων και σου ζητώ εκείνο που σου είχα ζητήσει κατά την τελευταία επικοινωνία μας τη Δευτέρα το βράδυ: να εύχεσαι δηλαδή για τον καθένα μας, για τις οικογένειές μας, για τον τόπο μας, για όλο τον κόσμο.
Αιωνία να είναι η μνήμη σου αγαπητέ φίλε και συνεργάτη Γιάννη Ρίζο.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.