Περί ταπεινοφροσύνης – Αββά Κασσιανού.

Κάποιος νέος, τρανός στον κόσμο και πλούσιος και γιος ενδόξων γονέων, αλλά και που είχε διαβάσει πολλά και καλά βιβλία, άφησε τον πατέρα του και όλη την κοσμική λαμπρότητα και στράφηκε στη μοναχική ζωή. Για να δοκιμαστεί η πίστη και η ταπείνωσή του, ο αββάς τον πρόσταξε να πάρει δέκα καλάθια και να τα πουλήσει στην πόλη, από την οποία καταγόταν, και μάλιστα όχι όλα μαζί, αλλά ένα. Εκείνος το έκανε αυτό με κάθε υπομονή και ταπείνωση, παίρνοντας στους ώμους του τα καλάθια και πουλώντας τα ένα, χωρίς διόλου να σκεφτεί ότι είναι κάτι ταπεινωτικό ή ότι ο ίδιος είχε λαμπρή καταγωγή ή ότι η πώληση αυτή θεωρείται εξευτελισμός. Γιατί φρόντιζε να κάνει τον εαυτό του μιμητή της ταπείνωσης του Χριστού.
Είδαμε και κάποιον άλλο από τους πατέρες, τον αββά Πινούφριο, άνθρωπο καταστολισμένο με όλες τις αρετές, ο οποίος ήταν πρεσβύτερος και ηγούμενος μεγάλου κοινοβίου στην Αίγυπτο, κοντά στην πόλη Πανεφώ. Αυτός, βλέποντας ότι για την ενάρετη ζωή του και τα γηρατειά και την ηγουμενία όλοι τον δόξαζαν και τον τιμούσαν και έτσι δεν μπορούσε να εξασκείται στα έργα της ταπεινοφροσύνης, στα οποία είχε ασκηθεί από την αρχή με την πολυπόθητή του υποταγή, έφυγε κρυφά από το κοινόβιό του. Πήγε μόνος του στα πιο μακρινά μέρη της Θηβαΐδας, έβγαλε το μοναχικό σχήμα, φόρεσε κοσμικά ρούχα και παρουσιάστηκε στο κοινόβιο των Ταβεννησιωτών, νομίζοντας ότι σε αυτό θα παραμείνει άγνωστος, και λόγω του πλήθους των εκεί αδελφών και λόγω της μεγάλης απόστασης από την περιοχή όπου ήταν το κοινόβιό του.
Αφού για πολλές μέρες παρακαλούσε να γίνει δεκτός, στο τέλος, χάρη στην πολλή υπομονή και καρτερία του, τον δέχτηκε ο αββάς, ο οποίος, βλέποντάς τον γέρο και ακατάλληλο για οτιδήποτε άλλο, του ανέθεσε τη φροντίδα και την περιποίηση του κήπου, κοντά σε έναν άλλο αδελφό, στον οποίο υποτασσόταν και έτσι εκτελούσε την πολυπόθητή του ταπείνωση και υπακοή. Και δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτό το διακόνημα, αλλά έκανε με προθυμία και όσες εργασίες φαίνονταν στους άλλους δύσκολες.
Αφού πέρασε έτσι απαρατήρητος τρία χρόνια, ενώ οι μαθητές του τον αναζητούσαν σε όλη την Αίγυπτο, στο τέλος τον αναγνώρισε κάποιος αδελφός που έτυχε να πάει εκεί. Όταν τον είδε και τον γνώρισε από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αμφέβαλλε ακόμη και θέλησε να ακούσει και τη φωνή του, γιατί δεν βεβαιωνόταν μόνο από την όψη, βλέποντας τον άνθρωπο αυτό γερασμένο, να κρατά δικέλι και να σκάβει τη γη και να κουβαλά στους ώμους κοπριά και να τη βάζει στις ρίζες των λαχανικών. Όταν λοιπόν, ακούγοντας προσεκτικά τη φωνή του, μπόρεσε να καταλάβει ποιος είναι, έπεσε στα πόδια του και προξένησε μεγάλη έκπληξη στους παρόντες, επειδή το έκανε αυτό σε άνθρωπο που εκείνοι θεωρούσαν αρχάριο και εντελώς ασήμαντο, καθώς πρόσφατα εγκατέλειψε τον κόσμο. Και η έκπληξή τους έγινε ακόμα μεγαλύτερη μόλις έμαθαν το όνομά του, το οποίο και από πριν τους ήταν φημισμένο, και ζητούσαν συγγνώμη που δεν τον γνώρισαν και τον έβαλαν με τους πιο παρακατιανούς. Και αφού τον παρακάλεσαν πολύ, τον έστειλαν στο κοινόβιό του χωρίς να θέλει και ενώ θρηνούσε που δεν τον άφησαν να εκτελέσει την αγαπημένη του ταπείνωση και υπακοή.
Κάθισε λίγον καιρό στο μοναστήρι του, πάλι όμως πυρώθηκε από τον πόθο της ταπείνωσης και της υποταγής. και αφού περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε νύχτα, όχι πια στη Θηβαΐδα, αλλά σε αλλοδαπή και ξένη χώρα. Ταξίδεψε δηλαδή με πλοίο στα μέρη της Παλαιστίνης, ελπίζοντας εκεί να μείνει ως το τέλος άγνωστος. Πήγε στο μοναστήρι που ήταν κοντά στο σπήλαιο, όπου γεννήθηκε από την Παρθένο ο Κύριός μας ο Χριστός, και τον δέχτηκαν. Έτυχε μάλιστα να μένω και εγώ τότε εκεί.
Ούτε όμως σε εκείνο το μοναστήρι μπόρεσε να κρυφτεί πολύν καιρό, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου που είπε: «Μια πόλη χτισμένη επάνω σε βουνό δεν μπορεί να κρυφτεί».1 Γιατί ήρθαν οι αδελφοί από τα μέρη της Αιγύπτου να προσκυνήσουν τους αγίους τόπους, και αφού τον γνώρισαν, τον έπεισαν με πολλά παρακάλια και ικεσίες και δάκρυα και τον οδήγησαν πάλι στο κοινόβιό του.
Με αυτόν τον άγιο άνθρωπο έμεινα και εγώ λίγον καιρό στην Αίγυπτο, και θα σας διηγηθώ όσα τον άκουσα να λέει νουθετώντας έναν αδελφό, τον οποίο δέχτηκε στο κοινόβιο κατά την παρουσία μου. Από αυτά θα καταλάβετε τον άνθρωπο, πόση γνώση είχε αξιωθεί να λάβει από τον Θεό και πως γνώριζε στην εντέλεια, από την πείρα του, κάθε πτυχή της ασκητικής ζωής.
(Στη συνέχεια ο συγγραφέας – ο αββάς Κασσιανός- παραθέτει την παραίνεση του αγίου, και όποιος θέλει, μπορεί να την αναζητήσει στο σχετικό βιβλίο, και όταν τη διαβάσει, θα εκπλαγεί.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 5, 14.
2. Βλ. Α’ τόμο του Ευεργετινού, υπόθεση ΛΒ’ (32), του αββά Κασσιανού, σ’. 304.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.